“Τι είναι ο Εθνικισμός; Ποια είναι η Ιδέα μας;”
Αν κάποιος με ρωτούσε τα παραπάνω ερωτήματα σε παρελθοντικό χρόνο προ του θέρους του 2013, θα μπορούσα με ακλόνητη βεβαιότητα και σθένος να παραθέσω μια απόλυτη και -δήθεν- εμπεριστατωμένη απάντηση. Θα μπορούσα, πίστευα, να του δώσω έναν απόλυτο και ασυμβίβαστο ορισμό, και μια ακλόνητη και θωρακισμένη “επιχειρηματολογία” γιατί κάποιος θα έπρεπε να ακολουθήσει αυτόν τον -ισμό από έναν άλλον. Αυτά για έναν εξωτερικό πλην περίεργο ενδιαφερόμενο να μάθει ακριβώς τι ρόλο βαράω σαν Χρυσαυγίτης, σαν ένα άλλο φρούτο από αυτά που υπάρχουν σε αυτήν την χειμαζόμενη κοινωνία.
Όμως τα παραπάνω ερωτήματα ήταν και ο σπόρος επικών συζητήσεων και “διαμαχών” (σε φιλικό τόνο πάντα) μεταξύ ημών των νεαρών Συναγωνιστών, για το “πραγματικό νόημα του Εθνικισμού” ή “τι συνίσταται σαν πραγματικός Εθνικισμός”. Και δώσ’του μελέτη για τον Γιαννόπουλο, και τον Δραγούμη και άλλων Ελλήνων ή Ευρωπαίων στοχαστών και “διδασκάλων” της Εθνικιστικής κοσμοθεωρίας, ώστε να αντλήσουμε και να αποτυπώσουμε διάφορα τσιτάτα (και όχι να αποστάξουμε την γνώση που μας χαρίζαν αυτά τα κείμενα, με τρόπο που θα εξηγήσω παρακάτω) καθώς και υποσυνείδητα να πλάθουμε τις δικές μας ερμηνείες για τα πράγματα. Έως ένα βαθμό αυτό ήταν θεμιτό. Όσο ξένο είναι για την κοσμοθεωρία μας το πρότυπο του φαφλατά διανοούμενου που γκρεμίζει και ανασυστήνει τα πάντα, φτιάχνει εκ του συστάδην νέους ορισμούς για τις αξίες και τις ιδέες και θεωρητικολογεί ασυστόλως, τόσο ξένο είναι σε αντιδιαστολή το πρότυπο του άβουλου “κασετόφωνου” που παπαγαλίζει ασυναίσθητα την οποιαδήποτε γραμμή. Στις εποχές προ της μαζικοποιήσεως του Κινήματος υπήρχε η ευχέρεια λόγω χρόνου και έλλειψης πιέσεων να υπάρχει αυτός ο θεωρητικός “αναβρασμός”, τουτέστιν ο καθείς από μας να αντιλαμβάνεται τον Εθνικισμό σαν ένα άρθρο πίστεως που το κατέχει δεσμευτικά για τον εαυτό του ώστε να το σμιλεύει και να το ενδυναμώνει θεωρητικά, με απώτερο στόχο να υπερβεί αυτήν την στάση προσέγγισης της Ιδέας και εν συνεχεία να την βιώσει με τον πιο εντατικό τρόπο. Εκεί όμως υπήρχε το περιθώριο μιας εκτροπής. Να θεωρηθεί ο Εθνικισμός σαν μια “απόκρυφη γνώση” για “μυημένους”, που ήταν αποτέλεσμα μιας κάποιας “κατάρτισης”, παρά αρχετυπικό βίωμα κάθε Έλληνα και Ελληνίδας το οποίο συσκοτίζεται και διαστρεβλώνεται ανηλεώς από το Σύστημα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα δύο πράγματα διαφορετικά μεταξύ τους, αναλόγως αν τα άτομα που δρούσαν με αυτόν τον τρόπο ήταν καλής ή κακής προαίρεσης.
Οι μεν κακοπροαίρετοι δημιουργούσαν κλίκες και προσπαθούσαν να σεχταρίσουν προφασιζόμενοι ότι “αυτοί είναι οι πραγματικοί εκφραστές της Ιδέας” και ότι οι “άλλοι νοθεύσαν το κρασί τους”. Ευτυχώς το Κίνημα έδειξε άμεσα ανακλαστικά και αποσόβησε τον κίνδυνο τοποθετώντας αυτούς τους ανθρώπους γρήγορα στο περιθώριο πριν προλάβουν να κάνουν την οποιαδήποτε ζημιά. Οι δε καλοπροαίρετοι μεταχειριζόντουσαν τον Εθνικισμό σαν ένα αυθαίρετο κατασκεύασμα από το υπερπέραν, το οποίο υπάρχει σε μια καθάρια δομημένη και απόλυτη μορφή και όχι μια φυσική διαδικασία που ξεδιπλώνεται στον χώρο και τον χρόνο. Αυτό είχε ως συνέπεια η αντίληψη περί της Ιδέας να γίνεται με επιδερμικό τρόπο, στην βάση απλουστευμένων προηλειμμένων σχημάτων τα οποία χρησίμευαν για να εξηγηθεί η κοινωνική πράξη καθώς και η υπερβολική προσήλωση σε πεπατημένες άλλων εποχών, με ταυτόχρονη άγνοια των συνθηκών και της δυναμικής που τις γέννησαν. Τα αποτέλεσμα αυτού, ήταν μια επιβραδυντική στάση στην διάδοση των αρχών στους νεότερους καθώς και στους έξωθεν ενδιαφερόμενους (ο υπογραφών το αντιμετώπισε πολλάκις). Καθώς επίσης έδινε την ευκαιρία σε διάφορους αριβίστες να συσκοτίσουν τα πράγματα για τους δικούς τους σκοπούς, είτε παρουσιάζοντας εαυτούς σαν “αυθεντίες” είτε σαν τους μάγους με τα δώρα της “ιδεολογικής πολυχρωμίας”, μιας και αν κάτι το δοκείς σαν ένα μακρινό και in abstracto “νόημα”, είναι άριστη ευκαιρία για κάποιους να παραστήσουν τους “νοηματοδότες”!
“Ο Εθνικισμός είναι κάτι που διαρκώς εξελίσσεται”
Το παραπάνω ήταν μια έκφραση που ακουγόταν όταν ερχόμασταν για πρώτη φορά σε επαφή με το Κίνημα, αν και κατά κανόνα παρερμηνευόταν μιας και γινόταν αντιληπτή σαν τεκμήριο ότι αλλάζουν απλώς κάποιες εξωτερικές εκδηλώσεις του, κάποιες επιφανειακές μέθοδοι αλλάζουν. Το νόημα όμως είναι αλλιώτικο. Ότι η Ιδέα μας δεν είναι ιδεολογία, η οποία εξ’ ορισμού είναι προϊόν ιδεών του ανθρώπινου μυαλού, και ακόμα χειρότερα: Είναι προϊόν απόψεων, δηλαδή της επιφανειακής προσέγγισης του ανθρώπινου μυαλού που θεωρεί αυτάρεσκα τον εαυτό του σαν τον απόλυτο ερμηνευτή των πάντων, τα οποία δε τα προσεγγίζει από τις παραπλανητικές διόπτρες χιλιάδων προκαταλήψεων. Αντίθετα, είναι η Αλήθεια. Αλήθεια, η οποία εκ της φύσεως της είναι μια και μοναδική, και ως εκ τούτου αποκαλύπτεται και βιώνεται εντατικά, όχι μόνο μέσω της μελέτης αλλά και μέσω ακραίων διαδικασιών κατά την διάρκεια του βίου. Έτσι μετά παρρησίας και σε πείσμα των καιρών μπορούμε να διατρανώσουμε το εξής, πως αντίθετα με την αντίληψη “φίλων” και “εχθρών”, η απάντηση δεν βρίσκεται στην Θεωρία, αλλά η Αλήθεια ανακαλύπτεται σαν ζώσα πραγματικότητα εντός της Ιστορίας.
Ως τέτοια, προκύπτει ότι η Αλήθεια που υπερασπιζόμαστε υπερβαίνει τον χρόνο και των χώρο και είναι ανώνυμη στην ουσία της, μιας και προϋπάρχει του ανθρώπου, και ως εκ τούτου καμιά ονοματοδοσία της Πίστεως μας δεν μπορεί να την περιγράψει πλήρως. Ως εκ τούτου ακόμα και οι τίτλοι που παρουσιάζουμε, “εθνικιστές”, “χρυσαυγίτες” κρίνονται ανεπαρκείς η μάλλον καλύτερα, προσωρινοί. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει κάτι μιας και αυτοί που αγωνίστηκαν για την Ιδέα μας στο ιστορικό παρελθόν, είτε μιλάμε για Έλληνες είτε για άλλους Λαούς, χρησιμοποιήσαν διάφορα ονόματα, απτές αντανακλάσεις των συνθηκών που η Αλήθεια κλήθηκε να ενσαρκωθεί. Το νόημα του βαθύτερου συμβολισμού των αρχαίων μας Μύθων, τα Ομηρικά Έπη, η υπέρταση της Ελληνίδας Πόλης μέσω του τσακίσματος της Περσικής επιβουλής, οι Μακεδόνες οπλίτες της Αλεξανδρινής Εκστρατείας, ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, η οδός στην Κόκκινη Μηλιά, όλα αυτά είναι απτές αποτυπώσεις της προαιώνιας σύγκρουσης μεταξύ Αλήθειας και Ψευδών, μεταξύ του Ηρωικού Προσώπου που θέλει να υπερβεί τον ίδιο του τον εαυτό και να καταστεί ιστορικός δημιουργός και του χαμερπούς, χθόνιου ανθρώπου που θα μηχανευτεί χίλιες δικαιολογίες για την διατήρηση του προσωρινής του ύπαρξης.
Όλα αυτά εντάσσονται κάτω από το ίδιο αόρατο λάβαρο, μιας και ο καθένας που επιδίωξε αυτόν τον αγώνα στην πλήρη του διάσταση, πριν αυτός διαστρεβλωθεί από αυτούς που τον παρανόησαν, είναι μέρος της ίδιας αόρατης στρατιάς. Αυτή η στρατιά και αυτό το λάβαρο είναι αόρατο μιας και εκτείνεται του χώρου και του χρόνου και όλων των ορίων που τίθενται στην ζωή. Αυτό μπορεί να δείξει σε κάποιον την πραγματική φύση του Αγώνα μας, σε όλο του το βάθος και το εύρος. Αυτός ο Αγώνας είναι διαχρονικός και ως εκ τούτου τα ονόματα έρχονται και παρέρχονται, αλλά ο ίδιος παραμένει αναλλοίωτος και επικρατεί σε πολλά επίπεδα: προσωπικά, εθνικά, πολιτισμικά, κοσμικά.
Έτσι καθίσταται σαφές ότι οι μομφές που μας εξαπολύουν οι εχθροί μας είναι εντελώς επιφανειακές, αφού επιμένουν να μας κατηγορούν ότι είμαστε η αντανάκλαση μιας συγκεκριμένης περιόδου στο παρόν. Εκεί έγκειται και η ουσία των δυο αντίπαλων στρατοπέδων που συγκρούονται. Ότι οι μεν αντιλαμβάνονται ιδεολογήματα και ιδέες που ήταν αποτελέσματα μυαλών που έζησαν σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο σαν οικουμενικές και διαχρονικές, ενώ οι δε είναι ακούραστοι κυνηγοί της μίας και διαχρονικής Αλήθειας, και προσπαθούν να διαμορφώσουν τις συνθήκες που αυτή θα ενσαρκωθεί στον πιο απόλυτο βαθμό.
Η δύναμη των δυνάμεων που αντιμαχόμαστε είναι ότι κάποιος ενσαρκωτής τους πρέπει να είναι αδαής περί της Αληθείας, ενώ η δικιά μας δύναμη είναι ότι μόνο οι άξιοι και ισχυροί μπορούν να πετύχουν μια αμυδρή προσέγγιση της, ώστε να χαράξουν πορεία. Η αδυναμία τους είναι συνήθως υλική και φυσική μιας και μόνο σε αυτό το σημείο λειτουργούν, η αδυναμία μας είναι ότι είναι πολύ εύκολο να ξεστρατίσει κάποιος από τον στενό δρόμο της Αλήθειας είτε πέφτοντας θύμα εμμονών και παρανοήσεων είτε λόγω παραπλάνησης και απομάκρυνσης από αυτή. Ο εχθρός μπορεί να αλλάξει στρατόπεδο, όνομα, ιδέες και συνθήματα όσες φορές το επιθυμεί αλλά και πάλι θα είναι οργανικό μέρος των δυνάμεων που αντιμαχόμαστε, αλλά για εμάς αρκεί ένα λάθος, το παραμικρό λάθος για να ξεστρατίσουμε από το δρόμο μας και να περάσουμε στην “αντίπερα όχθη”, δηλαδή την απομάκρυνση μας από την Αλήθεια.
Έτσι αν αναλογιστούμε τα παραπάνω, προκύπτει ότι ο Αγώνας μας είναι η ανταπόκριση στο κάλεσμα αυτής της πανταχού παρούσας και διαχρονικής Αλήθειας που απαιτεί να πραγματωθεί στον παρόν χώρο και χρόνο. Ως εκ τούτου προκύπτει ότι αποστολή μας είναι να διαμορφωθούν οι συνθήκες αυτές που απαιτούνται για να γίνει αυτό πραγματικότητα, δηλαδή να μελετήσουμε την παρούσα ιστορική συγκυρία και να προτάξουμε τις απαντήσεις, τις λύσεις και τα δόγματα αυτά τα οποία απαιτούνται για την Αλήθεια αυτή να λάμψει και να ακτινοβολήσει. Έτσι, στην προσπάθεια μας να επιτύχουμε το δικό μας “άλμα προς τα εμπρός” και την δικιά μας “πολιτισμική επανάσταση” το αρχικό ερώτημα που τέθηκε στην αρχή του άρθρου πρέπει να απορριφτεί και να κληθούμε να απαντήσουμε στο εξής ερώτημα:
“ Η Ιδέα υπάρχει; Αν όχι, ποιοι είναι οι αναγκαίοι όροι για να υπάρξει και να καταστεί παντοδύναμη;”