Άρθρο του Γιώργου Φράγκου στην Εθνική εφημερίδα “Εμπρός“
Πρόθυμες οδαλίσκες στο χαρέμι του νεοθωμανισμού αποδεικνύονται οι Έλληνες κυβερνώντες της τελευταίας 40ετίας, χορεύοντας στους ρυθμούς που παίζει το «ντέφι» των διεκδικήσεων της Άγκυρας.
Οι συνεχείς υπαναχωρήσεις από τους οσφυοκάμπτες της Αθήνας το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να αποθρασύνουν τον τουρκικό επεκτατισμό, όπως συνέβη σαν σήμερα πριν από 31 χρόνια, με την ανακήρυξη του ψευδοκράτους από τον χοιρόμορφο Ραούφ Ντενκτάς.
Στις 15 Νοεμβρίου του 1983, εννιά χρόνια μετά την εισβολή του Αττίλα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο πρώην Εισαγγελέας των Άγγλων κατακτητών, που με τις αποφάσεις του οδήγησε στο εκτελεστικό απόσπασμα δεκάδες αγωνιστές της ΕΟΚΑ, όπως ο Μιχάλης Καραολής, ανακοίνωσε την δημιουργία της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείου Κύπρου» στο κατεχόμενο κομμάτι της Μεγαλονήσου.
Και τότε, όπως και τώρα, που συρόμαστε σε διάλογο με την Υψηλή Πύλη του Ταγίπ Ερντογάν και του βεζύρη του Αχμέτ Νταβούτογλου, αυτοί που είχαν την εξουσία στην χώρα μας προτίμησαν να «βάλουν την ουρά στα σκέλια», παρά να απαντήσουν δυναμικά στις προκλήσεις των νεοπασάδων.
Ο «βυθίσατε το Χόρα» δημαγωγός Ανδρέας Παπανδρέου, επτά χρόνια μετά την δήθεν «πατριωτική» δήλωσή του, προτίμησε ως πρωθυπουργός να υποβάλει μια νότα διαμαρτυρίας αντί να στείλει τον Ελληνικό πολεμικό στόλο να κάνει ασκήσεις ανοιχτά του κόλπου της Σμύρνης.
Την ίδια τακτική του κατευνασμού ακολουθεί και η σημερινή κυβέρνηση, που ετοιμάζεται σε λίγες ημέρες να υποδεχθεί τον κύριο εκπρόσωπο του τουρκικού μεγαλοϊδεατισμού, Νταβούτογλου.
Τελικά, όπως φαίνεται, δεν έχουμε μάθει τίποτε από τα λάθη μας και δεν διδαχθήκαμε ποτέ από την ιστορία μας.
Κατά διαβολική σύμπτωση, η απειλή πολέμου κατά της χώρας μας από τον Αρχηγό του τουρκικού ναυτικού (;) εκτοξεύτηκε πάνω σε κορβέτα, το κατάστρωμα της οποίας είχε γεμίσει από Πακιστανούς στρατιωτικούς.
Πρόκειται για ένα κράτος που μαζί με το «φιλικό» Αζερμπαϊτζάν και το «επενδυτικό» Κατάρ, λίγο έλειψε να αναγνωρίσει την Τ. Β. Κ. Μάλιστα η Άγκυρα φρόντισε να ανακοινώσει το γεγονός μετά «νταουλιών και ζουρνάδων», ασχέτως αν μετά το Ισλαμαμπάντ ανέκρουσε μερικώς πρύμνα.
Οι κυβερνήσεις της Ελλάδος, προφανώς για να το ευχαριστήσουν, άφησαν να περάσουν τα σύνορα, σαν να κάνουν Κυριακάτικο περίπατο, περίπου 500.000 από τους υπηκόους της συγκεκριμένης χώρας, σπέρνοντας τον σπόρο του πανισλαμισμού στις αυλές των σπιτιών μας.
Τουλάχιστον ο Ντενκτάς που ήρθε σε σύγκρουση με το σύνολο της τουρκοκυπριακής κοινότητας για τις επιλογές του, προτίμησε να εποικήσει το κατεχόμενο τμήμα με συμπατριώτες του από τα βάθη της Ανατολίας…
Έτσι, Τούρκοι και Τσερκέζοι έποικοι κατέλαβαν τις περιουσίες που είχαν αφήσει πίσω τους άρον άρον οι Ελληνοκύπριοι, και καταπάτησαν χωράφια που ανήκαν σε Τουρκοκύπριους οι οποίοι προτίμησαν να μετακομίσουν στο Λονδίνο από το να προσκυνούν έναν “παρανοϊκό δικαστή” όπως και τον αποκαλούσαν.
Το σκοπό του, πάντως, ο δήμιος χιλιάδων Ελληνοκυπρίων τον επέτυχε, παρά τα διαδοχικά ψηφίσματα του Συμβουλίου ασφαλείας του ΟΗΕ και την αποτυχία του ν’ αναγνωρίσει το μόρφωμά του από άλλα κράτη πλην της Τουρκίας.
Το βόρειο τμήμα της μαρτυρικής Μεγαλονήσου αλλοιώθηκε πληθυσμιακά. Όπως γίνεται αντιληπτό, επανένωση της Κύπρου, χωρίς την απομάκρυνση των επυλίδων που πλέον ανέρχονται σε 200.000 έναντι μόλις 70.000 των Τουρκοκυπρίων, δεν μπορεί να επιτευχθεί για ευνόητους λόγους.
Βέβαια, οι «δικοί» μας «ηγέτες» επέλεξαν να μετατρέψουν την χώρα μας σε «χώρο αποθήκευσης τριτοκοσμικών», που περιμένουν να ελληνοποιηθούν για να εκδηλώσουν τα άγρια ένστικτά τους, όπως κάνουν στην Συρία, το Ιράκ και στα κράτη όπου επικρατεί ο μουσουλμανικός φονταμενταλισμός.
Όσο για τον κουμπάρο του Κώστα Καραμανλή, Ερντογάν, αυτός φρόνησε να στείλει το «μήνυμα» στην από ‘δω πλευρά του Αιγαίου για το Κυπριακό.
Ως πρωθυπουργός, είπε γεμάτος στόμφο, ότι «δεν υπάρχει χώρα που να ονομάζεται Κύπρος».
Όσο για την Ελληνική κυβέρνηση της περιόδου εκείνης (τότε ήταν ο Κώστας Σημίτης), απέφυγε ακόμη και να καταγγείλει την συγκεκριμένη δήλωση στα διεθνή όργανα.
Στην 31η «επέτειο» της ανακήρυξης του «ψευδοκράτους», η Κύπρος κινδυνεύει είτε από το τουρκικό σαρίκι είτε από το εβραϊκό κιπά
Προηγήθηκαν ζεϊμπέκικο του Παπανδρέου, οι ασπασμοί της Άντζελας Δημητρίου προς την τουρκική σημαία, οι επισκέψεις Αβραμόπουλου στον «φίλο» του Ερντογάν, στην Κωνσταντινούπολη την εποχή των σεισμών του ’99 και οι κοινές παρουσιάσεις μόδας μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων μοδιστρών.
Κι ενώ η Άγκυρα μετέφερε νέα στρατεύματα και άρματα μάχης στο νησί, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ήταν έτοιμη να συρθεί σε διάλογο με την Τουρκία χωρίς ατζέντα, ακόμη και για την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης, με την οποία καθορίστηκαν τα Ελληνοτουρκικά σύνορα.
Ευτυχώς για τον Ελληνισμό, η συζήτηση δεν προχώρησε, άνοιξε όμως την όρεξη στους γείτονές μας να ορέγονται μοίρασμα του Αιγαίου με βάση τους οθωμανικούς χάρτες.
Κι όμως, δεν θα υπήρχε Ντενκτάς, ούτε θα γινόταν εισβολή των επιγόνων του Αττίλα το 74, και δεν θα ανακηρυσσόταν «Τουρκοκυπριακό Κράτος» αν Κληρίδης και Μακάριος δεν βοηθούσαν τον γεννημένο στον Άγιο Επιφάνειο της Πάφου, από πατέρα συνεργάτη των Βρετανών δυναστών, Τουρκοκύπριο πολιτικό.
Το 1963, χάρις στον Γλαύκο Κληρίδη, ο ρόλος του οποίου ελέγχεται όσον αφορά τις καταδόσεις αγωνιστών της ΕΟΚΑ των οποίων προσχηματικά ήταν συνήγορος υπεράσπισης αλλα και για την προσπάθειά του να περάσει το σχέδιο Ανάν, η οικογένεια Ντενκτάς φυγαδεύτηκε στην Τουρκία.
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του αποθανόντος Κυπρίου προέδρου, αλλά και με στοιχεία της έρευνας που έκανε ο Τουρκοκύπριος δημοσιογράφος Σενέρ Λεβέντ, ο Κληρίδης δεν χάλασε το χατίρι του Ραούφ όταν του ζήτησε βοήθεια κατά την διάρκεια των βίαιων συγκρούσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων το ’63.
Όχι μόνο συνόδευσε με το αυτοκίνητό του τα τέσσερα παιδιά και την σύζυγό του στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, που ελεγχόταν από Ελληνοκυπριακές δυνάμεις, αλλά ολοκλήρωσε προσωπικά τις διαδικασίες αγοράς εισιτηρίων και απεχώρησε μόνο όταν είδε να απογειώνεται το αεροπλάνο με προορισμό την Άγκυρα.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, τηλεφώνησε στον Ντενκτάς και του είπε επί λέξει: «Εντάξει Ραούφ, πέταξαν τα παιδιά».
Αλλά και ο «Εθνάρχης» Μακάριος Μούσκος, που ήταν κοντοχωριανός του Ντενκτάς από την Παναγιά της Πάφου, συνέβαλε τα μάλα για να συνεχίσει ο πρώην «κατής» των Εγγλέζων το ανθελληνικό του έργο.
Ήταν το 1967 όταν ο τελευταίος επιστρέφοντας μετά από τέσσερα χρόνια στο νησί, με προορισμό έναν παραθαλάσσιο τουρκοκυπριακό θύλακα, πλησίον της Λάρνακας, έχασε με το σαπιοκάραβό του τον προσανατολισμό και βγήκε στην Καρπασία.
«Λάρνακα γιοκ», του είπαν οι Ελληνοκύπριοι, που τον συνέλαβαν, επιδεικνύοντας μάλιστα από την τηλεόραση τον οπλισμό που μετέφερε σ’ ένα σκάφος που έμπαζε νερά.
Και αντί να τον καθίσουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αφού είχαν απαγγελθεί από το 1963 κατηγορίες εναντίον του ως τρομοκράτη, αφέθηκε ελεύθερος με την μεσολάβηση του Μακαρίου.
Για το τι συνέβη και ο τότε Αρχιεπίσκοπος και Πρόεδρος της Κύπρου έλαβε αυτή την απόφαση, πολλά λέγονται. Όπως ότι δέχθηκε τηλεφώνημα από τους Βρετανούς επικυρίαρχους του νησιού, που του υπενθύμισαν κάποιες αμαρτίες του παρελθόντος (κοινώς κουσούρια), τα οποία αντιλήφθηκαν όταν τον είχαν εξορίσει για περίπου ένα χρόνο στις εξωτικές Σεϋχέλλες.
Όπως και να ‘χει, ο Ντενκτάς βγήκε ως κύριος από την φυλακή όπου είχε περιορισθεί, προκειμένου να οργανώσει όσα είχαν προαποφασισθεί στις κλειστές λέσχες των ισχυρών της γης.
Κάτι ανάλογο δηλαδή, με ότι συμβαίνει σήμερα με την μειοδοτική κυβέρνηση Βενιζέλου – Σαμαρά, που είναι έτοιμη να εκχωρήσει κυριαρχικά μας δικαιώματα στους απογόνους των Ούννων.
Επί των ημερών τους, η μια σφαλιάρα διαδέχεται την άλλη, φτάνοντας μέχρι του σημείου να αναθέσουν (βάσει σχεδίου) την προάσπιση της άμυνας της Μεγαλονήσου στο Ισραήλ.
Η συμφωνία αυτή, που αποτελεί σαφή παράδοση του Ελληνοκυπριακού λαού και των εδαφών του και φυσικά της ΑΟΖ του στο Τελ Αβίβ, θα επισημοποιηθεί στην επίσκεψη που θα έχει στις αρχές Δεκεμβρίου στο σιωνιστικό κράτος, ο πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης.
Γ. ΦΡΑΓΚΟΣ