Η Επτανησιακή Σχολή, η μία από τις μεγαλύτερες της νεοελληνικής Λογοτεχνίας, η οποία είχε αρχίσει να καλλιεργείται στα 1800 περίπου δηλαδή πριν από την εμφάνιση του Σολωμού, τελειώνει στα 1900. Με τον Μαβίλη, ξεψυχά η επτανησιακή Σχολή, αφού είναι τα σονέτα του το τελευταίο αστραφτερό φως, εκείνο που θα φωτίσει τη λυρική δημιουργία της ποιητικής Επτανήσου.
Όλοι οι ποιητές της γενιάς αυτής και της Σχολής αυτής της οποίας θεωρούνται εκπρόσωποι, ανήκαν στα αριστοκρατικά, ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Είχαν βαθειά αντίληψη της ζωής και της πραγματικότητας, αγαπούσαν με πίστη την δημοτική γλώσσα και πίστευαν με πάθος στην αντικατάστασή της σε όλα τα επίπεδα, κυρίως και απαραιτήτως στην γλώσσα της λογοτεχνίας.
O Μαβίλης, που σωστά θεωρείται οπαδός και συνεχιστής του μεγάλου δάσκαλου των επτανησίων, του Σολωμού, γρήγορα κέρδισε έδαφος στον πνευματικό χώρο της εποχής του. Με τον λυρισμό και την ευαισθησία των σονέτων του κατάφερε να διεισδύσει και να κερδίσει την θέση του ανάμεσα σε έναν κόσμο που είχε επηρεαστεί αφού πρώτα είχε δεχτεί το εθνικοκοινωνικό πνεύμα, που ξεχείλιζε το μυαλό και την καρδιά του εθνικού μας ποιητή. Και το κατάφερε αυτό σε μια εποχή όπου το επτανησιακό κλίμα είχε αρχίσει να μεταβάλλεται πνευματικά και το ενδιαφέρον να μεταφέρεται πίσω στα παλιά, στη σκέψη και στη σοφία. Τους ποιητές διαδέχτηκαν οι λόγιοι, άτομα με μεγάλη μόρφωση και παιδεία, που έδωσαν αξιόλογα έργα και σημάδεψαν την εποχή τους.
Ο Λορέντζος Μαβίλης ήταν γόνος αριστοκρατικής καταγωγής. Γεννήθηκε στην Ιθάκη στις 6 Σεπτεμβρίου του 1860, τέσσερα χρόνια πριν τα Ιόνια νησιά ενσωματωθούν με την Ελλάδα. Ανατράφηκε όμως στην Κέρκυρα, όπου ο ευγενής, ισπανικής καταγωγής, συνονόματος παππούς του ήταν Πρόξενος της πατρίδας του. Ο ποιητής, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το έζησε στην Κέρκυρα, όπου και ο πατέρας του Παύλος , εξέχων και αδέκαστος νομικός, υπηρετούσε ως Πρόεδρος των δικαστηρίων της Ιονίου Πολιτείας. Η μητέρα του, Ιωάννα Καποδίστρια-Σούφη ήταν μία ενάρετη γυναίκα ανιψιά του Ιωάν.Καποδίστρια , πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος και θεία του Πρωθυπουργού Γ. Θεοτόκη.
Ήταν όμως και εξαιρετικά όμορφη με κορμοστασιά που θύμιζε τις Καρυάτιδες του Παρθενώνα. Εκτός του ότι οι ίδιοι οι γονείς του ο Παύλος και η Σοφία εφοδίασαν με γερά και αδιάσειστα εφόδια την ψυχή και την συνείδηση του παιδιού τους λόγω καταβολών, τον γαλούχησαν και με αρχές και με αισθήματα και πατριωτισμό και αγάπη προς κάθε τι ιδανικό και ωραίο.
Η μητέρα του, επί πλέον, με την τρυφερότητα που διακρίνει κάθε ευαίσθητη και καλλιεργημένη γυναίκα της εποχής της, τον μύησε στις παραδόσεις, που υπάρχουν άφθονες στην ψυχή του λαού και αποτελούν τα ήθη και τα έθιμα που εκφράζουν το ποιοτικό επίπεδο κάθε χώρας. Του έμαθε να αγαπάει την φύση γιατί μέσα σ΄αυτήν υπάρχουν όλες οι έννοιες της ζωής ακόμη και αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος. Λέγεται ότι από αυτήν κληρονόμησε την κλίση προς την λογοτεχνία αλλά προσμετράει και η ξεχωριστά επιμελημένη εκπαίδευση της οποίας έτυχε. Φοίτησε στο εκπαιδευτήριο «Καποδίστριας» με δάσκαλο τον Ιωάννη Ρωμανό, ο οποίος εκτίμησε τις επιδόσεις του και τον σύστησε σε αρκετούς ανθρώπους των γραμμάτων. Τον εισήγαγε μάλιστα στην Αναγνωστική Εταιρία.
Τελειώνει τις γυμνασιακές του σπουδές στην Κέρκυρα το 1877 και από τότε σχεδόν γίνεται μέλος της Αναγνωστικής Εταιρίας .Εκεί σε αυτήν την Εταιρία γνωρίζεται με τον Ιάκωβο Πολυλά, τον κριτικό της Επτανησιακής Σχολής μεταφραστή του Σαίξπηρ και του Ομήρου και δημιουργού της πρώτης έκδοσης της βιογραφίας του Σολωμού « Άπαντα τα ευρισκόμενα» με προλεγόμενα του Ι .Πολυλά . Μαζί με άλλους ποιητές, τον Καλοσγούρο, τον Μαρκορά , τον Χρυσομάλη και τον Κογεβίνα , που είναι όλοι οπαδοί του Σολωμού, δένουν σε μία πνευματική συντροφιά.
Σημαντικό, σημαντικότατο όμως ρόλο για την πνευματική πορεία και ανάδειξη του ποιητή, έπαιξε ο Ιάκωβος Πολυλάς. Αυτός του εμφύσησε όλες τις πνευματικές ανησυχίες που εκείνη την εποχή αιωρούνταν στο πνευματικό στερέωμα. Αυτός τον μύησε στο έργο του Σολωμού, στην παγκόσμια λογοτεχνία, στα νέα ποιητικά ρεύματα που έκαναν την εμφάνισή τους στην Γαλλία, με τους παρνασσιστές.
Έμαθε και μιλούσε πέντε γλώσσες. Το 1878 φοιτά για ένα χρόνο στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών . Επειδή από μικρός ένιωθε την πνευματική ανησυχία να γνωρίσει και να επικοινωνήσει με την ευρωπαϊκή και Ινδική φιλολογία, μεταβαίνει και συνεχίζει τις σπουδές του στο Μόναχο και στο Φράιμπουργκ .Στην Γερμανία σπούδασε φιλοσοφία, γλωσσολογία και σανσκριτική (Ινδική φιλολογία). Το 1890 με την διατριβή του για τον λόγιο και ποιητή Ιωάννη Σκυλίτση αναγορεύεται διδάκτωρ της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Έρλαγκεν της Βαυαρίας.
Έμεινε 11 χρόνια στην Γερμανία επηρεασμένος από τις απόψεις του Ιωάννη Φίχτε (1762-1814) , την απαισιοδοξία του Αρθούρου Σοπενχάουερ (1788-1860) και την φιλοσοφία του ιδεαλισμού του Εμμανουήλ Καντ (1724-1804). Οι επιρροές αυτές φαίνεται ότι τον οδήγησαν στην μελέτη και σπουδή της Ινδικής φιλοσοφίας.
Το έργο του είναι λιγοστό και πρωτότυπο. Είναι κυρίως ποιητικό. Είναι επίσης μεταφραστικό από πολλές γλώσσες τις οποίες γνώριζε, ακόμη και από τα σανσκριτικά. Το πρώτο του ποίημα δημοσιεύτηκε την 1η Απριλίου του 1884 σε εφημερίδα της Μεσσηνίας. Το 1885 ποιήματα και μεταφράσεις του δημοσιεύτηκαν στον « Έσπερο» της Λειψίας, το 1890-91 στο «Αττικό Μουσείο», το 1898-99 στην «Τέχνη» του Χατζόπουλου και αργότερα στο περιοδικό «Γράμματα της Αλεξανδρείας».
Έχει ακόμα γράψει επιγράμματα, κριτικά δοκίμια, επιστολογραφία αφιερώματα ποιητικά σε φίλους του και πολλά σονέτα με τα οποία εκφράζει την αγάπη προς την μητέρα του. Ακόμη μαζί με τον πεζογράφο φίλο του Κ.Θεοτόκη μεταφράζει επεισόδια από το Ινδικό έπος Μπαχαμπαράτα.
Τεχνίτης άριστος του στίχου, κάτοχος της τεχνικής και της σοφίας του, αρχικά ταυτίστηκε με τον παρνασσισμό. Ο Γ. Βαλέτας τον κατατάσσει στους παρνασσικούς, γιατί λατρεύει την συντομία, την αυστηρή μορφή, την τελειομορφία που διδάχτηκε κοντά στον Ιάκωβο Πολυλά άλλα και για άλλα γνωρίσματα συναφή της παρνασσιακής Σχολής, την οποίαν ίδρυσαν στα τέλη του ΙΘ΄ αιώνα οι Γάλλοι Μπωντλέρ, Γκωτιέ, Ελυάρ και άλλοι.
Ο Κ. Δημαράς, κριτικός επίσης, λέει πως η πρώτη επαφή με τα σονέτα του Μαβίλη προκαλεί συσχέτιση με τον παρνασσισμό. Όμως ο ανθρώπινος τόνος τα απομακρύνει από την αταραξία του παρνασσισμού .Θα προσθέταμε εμείς, ότι ελευθερώνει το συναίσθημα στο στίχο και αφήνει το πάθος του ποιητή να ξεχυθεί και να τους δώσει ένα πρωτότυπο χαρακτήρα.
Τραγουδάει τα πάντα στη φύση, γύρω του και εντός του, καμιά φορά ξεπερνώντας τα όριά του, όταν υμνεί την πατρίδα του και αυτήν ακόμη την τύχη των νεκρών, που δεν λησμονούνται και ζουν αιώνια την αθανασία μέσα στη μνήμη του χρόνου.
Όπως το ποίημα «Λήθη»
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
Την πίκρια της ζωής .Οντας βυθίσει
Ο ήλιος και το σούρουπο ακολουθήσει,
Μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και νάναι.
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
Στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση,
Μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
Α στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.
Κι αν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται,
Διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδήλι,
Πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.
Α δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
Τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν
Θέλουν μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Μετά από 11 χρόνια παραμονής στην Γερμανία (1879-1890), ο ποιητής επιστρέφει στην Ελλάδα. Είναι πια 30 χρονών. Στα χρόνια που έμεινε στην Γερμανία εκτός από τις σπουδές του επιδόθηκε σε ότι προσήλκυε τους νέους της ηλικίας του ανάλογα με την κλίση του καθενός και τις παραδόσεις καταγωγής τους. Έπινε, απολάμβανε την ποίηση, μονομαχούσε αν χρειαζόταν. Παρ’ όλα αυτά ακολούθησε τις δικές του θεωρίες αναπτύσσοντας μία αισθητική άποψη και φιλοσοφία που τον γέμισαν πατριδολατρεία και έστρεψαν το ενδιαφέρον του σε κάθε απελευθερωτικό ξεκίνημα. Η Ελλάδα τότε αγωνιζόταν να ξανακερδίσει τα σκορπισμένα κομμάτια της την Κρήτη, την Μακεδονία, την Ήπειρο.
Το 1896 ο Παύλος Μελάς ίδρυσε παράρτημα της «Εθνικής Εταιρίας» στην Κέρκυρα. Η εταιρία αυτή που ιδρύθηκε το Μάιο του 1894 στην Αθήνα ήταν απόρρητος και αυστηρά στρατιωτική οργάνωση κάτι σαν Φιλική Εταιρία και είχε πέντε τμήματα. Ο Μαβίλης έγινε πρόεδρος του ενός από αυτά και εργάστηκε με ζήλο για την επιτυχία αυτού που θα επακολουθούσε. Τον ίδιο χρόνο με τον φίλο του Κων. Θεοτόκη, με στρατιωτικούς και πολίτες κατέβηκαν κρυφά στην επαναστατημένη Κρήτη να βοηθήσουν τους αντάρτες στην απελευθέρωση του νησιού και την ένωσή του με τη μάνα Ελλάδα.
Τον επόμενο χρόνο 1897 κηρύχτηκε ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος, Ο Μαβίλης δεν γίνεται να μείνει αδρανής!Οργανώνει με δικά του έξοδα ένα εθελοντικό σώμα 70 Κερκυραίων εθελοντών και πηγαίνει χωρίς να του το ζητήσει κανείς, στο μέτωπο της Ηπείρου.
Φυσικά αυτή η ηρωική πράξη ανήκει και στους 70 εθελοντές, οι οποίοι με την ίδια προθυμία προσέφεραν τον εαυτό τους για την πατρίδα. Στη θέση « Πέντε Πηγάδια» τραυματίζεται για πρώτη φορά και μεταφέρεται στο χειρουργείο. Λυπάται πολύ και νιώθει απογοητευμένος από την ταπεινωτική ήττα της Ελλάδος, η οποία ήταν προπαρασκευασμένη από τους συμμάχους κυρίως από τον Κάιζερ (Γουλιέλμος Β΄ Αυτοκράτορας της Γερμανίας). Είναι πια 50 χρονών. Όλοι όσοι είναι γύρω του που γνωρίζουν το υψηλό πατριωτικό του φρόνημα ,το γνήσιο του χαρακτήρα του , όλοι και κυρίως ο Πολυλάς, τον προτρέπουν να αναμειχθεί στην πολιτική.
Το 1910 εκλέχτηκε βουλευτής του Κόμματος των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου. Λάτρης καθώς είναι της δημοτικής γλώσσας, σε κάποια συνεδρίαση της Βουλής υπερασπίζεται το γλωσσικό ζήτημα λέγοντας με πίστη την φράση που έχει από τότε μείνει «Δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα υπάρχουν μόνο χυδαίοι άνθρωποι».
Ο Μαβίλης δεν κατοχυρώθηκε στο πάνθεο των ποιητών με την ποσότητα του έργου του.
Την ξεχωριστή θέση του ανάμεσα στους ανθρώπους των Γραμμάτων την οφείλει στην πρωτοτυπία, στην εκλεκτικότητα και κυρίως στην μετριοφροσύνη εκείνη που τον έκανε να σημειώνει στα σονέτα που έστελνε στον Κωστή Παλαμά « Για το συρτάρι σου». Πρυτάνευε η λογική και η συνέπεια και άφηνε να φανεί αυτό που ήταν, χωρίς να κομπάζει.
Ο Ανδρέας Καραντώνης σημειώνει για τον Μαβίλη «Ο Μαβίλης ήταν ένα πρότυπο τέλειου άντρα. Στο πνεύμα, στο ήθος, στη μόρφωση, στη ρώμη στη λεβεντιά, στον έρωτά του για τα μεγάλα ιδανικά. Νους αιθέριος, φύση αριστοκρατική, μελαγχολική, αβρή και αδρή μαζί, τέλειος σμιλευτής του σονέτου που εκείνα τα χρόνια δουλεύονταν με πάθος από άξιους και ανάξιους ποιητές, γοήτεψε το ανήσυχο πλάσμα που δεν είχε βρει ως τότε το ιδανικό του, τη λύτρωσή του σε τούτη τη ζωή».
Η μεγάλη ποιήτρια Μυρτιώτισσα τον αγάπησε πολύ και όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό του έπεσε σε βάραθρο δυστυχίας.
Ψυχοφίλημα
Χρυσοάρμεγα ονείρατα αργοπλένε
Στα πέλαγα του πόθου οι φαντασίες
Και κατά κει αρμενίζουν, όπου επήες
‘Όπου τα μάτια σου, άστρα, γελοκλαίνε.
‘Οπου απάρθενος φέγγεις, λατρεμένε
Κρίνε της ομορφιάς, κι οι μελωδίες
Των τραγουδιών μου σμίγουν τες μαγείες,
Που μες στ’αγνά σου χείλη σιγοπνένε.
Χάρου, καρδιά μου θλιβερή, κι αγάλλου!
Πέρασε η μαύρη νύχτα κ’η άγρια μπόρα.
Ανθί και συ μικρό μες του μεγάλου
Κόσμου το περιβόλι, άνοιξε τώρα.
Δεν ήξερε η ψυχή μου να φιλήσει.
Τώρα ξέρει. Ω πανάχραντο μεθύσι!
Όλοι έχουμε συνδέσει τον Μαβίλη με τη «Λήθη» Το άψογο αυτό ποίημα σε στιχουργία , λυρισμό, και φιλοσοφία ζωής.
Ο Γ. Βαλέτας όμως υποστηρίζει , ότι το αντιπροσωπευτικό ποίημα του Μαβίλη δεν είναι η «Λήθη» , αλλά το συμβολικό ποίημα η «Ελιά».
Μπορούμε όμως να δεχτούμε, ότι σε αντιπαραβολή και τα δύο αυτά ποιήματα συμβολίζουν την ψυχική δύναμη, την ευαισθησία, τη φιλοσοφία της ζωής και του θανάτου, αφού και τα δύο χαρακτηρίζουν δυνατά η μεν Ελιά την Ευθανασία (προ θανάτου) η δε Λήθη την Υστεροφημία (μετά θάνατον).
Αυτά ίσως τελικά δικαιώνουν τον ποιητή και πατριώτη Μαβίλη, σκληρό μαχητή και των δύο ιδανικών.
Ελιά
Στην κουφάλα σου εφώλιασε μελίσσι,
Γέρικη ελιά, που γέρνεις με τη λίγη
Πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει
Σα να ‘θελε να σε νεκροστολίση.
Και το κάθε πουλάκι στο μεθύσι
Της αγάπης πιπίζοντας ανοίγει
Στο κλαρί σου ερωτιάρικο κυνήγι,
Στο κλαρί σου που δε θα ξανανθίση.
Ω πόσο στη θανή θα σε γλυκάνουν,
με τη μαγευτικιά βοή που κάνουν,
Ολοζώντανης νιότης ομορφάδες
Που σα θύμησες μέσα σου πληθαίνουν¨
Ω να μπορούσαν έτσι να πεθαίνουν
Και άλλες ψυχές της ψυχής σου αδερφάδες.
Όμως η αξία της προσωπικότητας του ποιητή φτάνει στην κορύφωσή της με τον τραγικό αλλά ηρωικό του θάνατο .Η ίδια η Μοίρα μοιάζει να δίνει εντολή και στόχο και κατεύθυνση στα βόλια του θανάτου.
Ο Μιχάλης Περάνθης σημειώνει για τον Μαβίλη. «Οι περισσότεροι άνθρωποι δέθηκαν στα νιάτα τους με μια ιδεολογία που τη λησμόνησαν στις πρακτικές ανάγκες της ζωής. Ο Μαβίλης έμεινε πιστός ως το τέλος. Ο θάνατός του ήταν η ολοκλήρωση του ψυχικού του προορισμού, ίσως και το καλύτερο πατριωτικό του τραγούδι».
Στις 5 Οκτωβρίου 1912 ο Ελευθέριος Βενιζέλος κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας. Τον Μαβίλη δεν τον απασχολεί το ότι είναι αρκετά μεγάλος πια για να πολεμήσει.. Λυπάται που δεν δύναται οικονομικά να προσφέρει στον αγώνα. Ό,τι είχε το είχε προσφέρει στην Κρητική Επανάσταση το 1896 και στον πόλεμο του 1897. Ο,τι του απόμενε πια ήταν ο εαυτός του. Έγραφε στον φίλο του τον Θεοτόκη. « Όταν σημάνει η σάλπιγγα, θα πάω και εγώ να αφήσω τα ελεεινά μου κότζια σε μια ρεματιά της ονειρεμένης μας Ήπειρος ».
Κατατάσσεται ως εθελοντής στο Σώμα των Γαριβαλδινών, το οποίο διοικούσε ο Αλέξανδρος Ρώμας, ο Αρχηγός των Ερυθροχιτώνων , επειδή η Ιταλία είχε απαγορεύσει στον Γαριβάλδη να λάβει μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1912. .Παρότι ο Μαβίλης ήθελε να πολεμήσει σαν απλός στρατιώτης, πείθεται να αναλάβει με το βαθμό του Λοχαγού την διοίκηση λόχου Γαριβαλδινών που τον αποτελούσαν νέοι κάτω των 30 χρονών. Πεζός, χωρίς άλογο, αν και υπήρχε στην διάθεσή του λόγω του στρατιωτικού βαθμού του, διασχίζει την Θεσσαλία, την Μακεδονία και την Ήπειρο και φτάνει σε ένα παραπόταμο του Αράχθου. Η γέφυρα του ποταμού είναι κατεστραμμένη και με κίνδυνο της ζωής τους , αυτός και οι στρατιώτες του, μπαίνουν μέσα στο νερό και διανύουν τον ποταμό. Πέρασαν απέναντι και μετά από πολύωρη μάχη κατέλαβαν το όρος Δρίσκος ( (26 Νοεμβρίου 1912) και απώθησαν τους Τούρκους προς την ανατολική πλευρά της λίμνης των Ιωαννίνων.
Οι Τούρκοι εξαπέλυσαν σκληρή αντεπίθεση και το ελληνικό Σώμα, το οποίο αποτελείτο από Κρήτες, Μανιάτες, Γαριβαλδινούς και μία πυροβολαρχία υπό τον συνταγματάρχη Ματθαιόπουλο, αναγκάζεται να υποχωρήσει.
Εκεί στο Δρίσκο μαχόμενος σκληρά επί δύο ημέρες τραυματίζεται στις 28 Νοεμβρίου 1912. Μία σφαίρα διαπέρασε τα μάγουλά του. Ενώ μεταφέρεται αιμόφυρτος στο πρόχειρο χειρουργείο του μετώπου μία άλλη σφαίρα πιο φονική από την πρώτη, του καρφώνεται στο λάρυγγα και ολοκληρώνει το θανατικό έργο της Μοίρας του ποιητή.
Ο Αλέξανδρος Ρώμας, τραυματισμένος και αυτός επίσης, του ψιθύρισε: «αγαθή η μοίρα σου, λοχαγέ Μαβίλη». Ο ποιητής ζητάει χαρτί να γράψει. Δεν τον παίρνει όμως ο χρόνος της ζωής. Γέρνει εκεί στο πεζούλι της Αγίας Παρασκευής και ο παπά Φώτης του κλείνει τα μάτια.
Αυτός είναι ο Λορέντζος Μαβίλης. Αυτός και άλλα ακόμα πολλά, που δεν μας παίρνει ο χρόνος να παραθέσουμε. Αυτό είναι ένα ηρωικό παιδί, ένα από τα ηρωικά παιδιά που ξέρει να γεννά η πατρίδα Ελλάδα και να τα τοποθετεί σαν πυραμίδα στην ένδοξη ιστορία της. Αυτός είναι ο πατριδολάτρης ποιητής που η αγάπη του και ο θαυμασμός του για την ομορφιά της , έγραψαν το αξιοζήλευτο
«Εις την Πατρίδα»
Πατρίδα σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δεν λάμπει,
Πώς εις το φως σου λαχταρούν η θάλασσα κ’οι κάμποι,
Πώς λουλουδίζουν τα βουνά, τα δασ’ οι λαγκαδιές
Στέρνοντάς του θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές !
Αφρολογούν οι ρεματιές και λαχταρίζ’ η λίμνη,
Χίλιες λαλιές πουλιών ηχούν, της ομορφιάς του ύμνοι,
σ’άπειρο αστράφτουν χρώματα παντού λογης λογής
τ’αγέρος τα πετούμενα , τα σερπετά της γης.
Κι αυτός σηκώνει τ’αλαφρό της καταχνιάς μαγνάδι
Κι η κάθε στάλ’ από δροσιά γυαλίζει σαν πετράδι,
Η κάθε αχτίδα του σκορπά με την αναλαμπή
Χαρά, ζωή και δύναμι κ’ ελπίδα όπου κι αν μπη.
Φαντάζεις σαν τον ήλιο σου κ’εσύ, καλή πατρίδα,
Κξαι μάγια σαν τα μάγια σου ‘ς τον κόσμο αλλού δεν είδα.,
Η γη σου είναι παράδεισο, κ’αιώνια γαλανός
Γύρω σου καθρεφτίζεται ‘ς το πέλαγ’ ο ουρανός.
Κ’οι νύχτες σου με τα’αστρα τους, με τη γαλάζια πάστρα,
Με τ’αηδονολαλήματα, τρεμάμενα σαν τ΄άστρα,
Με το φεγγάρι που περνά, σαν όνειρο ευτυχίας,
Στη μέση της απέραντης ουράνιας ησυχιάς,
Οι νύ6χτες σου δροσοβολούν χιλιόπλουμα λουλούδια
Και ‘ς των παιδιών σου τες καρδιές αμάραντα τραγούδια,
Σταλάζουν εις τα σπλάχνα τους θεράπειο λησμονιάς,
Ελευτεριάς αγάλλιασι και μίσος τυραννιάς.
Μάγεμ’ ασημούφαντο, φώς μαργαριταρένιο
Λυόνονται ‘ς ένα χάραμα ξανθό, μαλαματένιο.
Γιομάτος μόσχους και δροσιές ο Ζέφυρος τερπνά
Μέσ’ απ’ αγάπης φαντασιές τα πλάσματα ξυπνά.
Κι ανάμεσα στα χρώματ’ από χίλια ουράνια τόξα,
Προβαίνει πάλι ο ήλιος εις όλη του τη δόξα,
Και σαν του μεγαλείου σου σύμβολο φωτεινό,
Έως ‘ς το χρυσό βασίλεμα λάμπει ‘ς τον ουρανό.
Ελλας, το μεγαλείο σου βασίλεμα δεν έχει
Και δίχως γνέφια τους καιρούς η δόξα σου διατρέχει.
Όσες φορές ο ήλιος σου να σε φωτίσει ερθή,
Θε να σ’ευρη πεντάμορφη, στεφανωμένη, ορθή.
Αν ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός ζούσε, ίσως να υμνούσε και τον θάνατο του επτανήσιου συμπατριώτη του Μαβίλη. Ιδανικά, σαν επίλογο θα μπορούσαμε να δεχτούμε κρίνοντας από τη ζωή, το έργο, τη δράση και τον ηρωικό θάνατο του ποιητή Λορέντζου Μαβίλη, ότι ο χώρος που τον τοποθετεί γεωγραφικά η ιστορία να γεννηθεί , δεν μπορούσε να ήτανε πραγματικά και συμβολικά άλλος από την Ιθάκη.
Γιατί η Ιθάκη από μεν τον Όμηρο έχει καταστεί πραγματικά η επιδίωξη κάθε υψηλού σκοπού και η ηθική τελείωση κάθε ωραίου από δε τον Καβάφη συμβολικά, έχει οριστεί σαν διάπλους γνώσης και πορείας προς την τελείωση αυτή. Ο Λορέντζος Μαβίλης αν και πέθανε στο Δρίσκο, απέναντι από τα Γιάννενα, πιστεύουμε ότι επέστρεψε να αναπαυθεί στην Ιθάκη του παππού Ομήρου. Σ’ αυτήν που τον γέννησε και τον έθρεψε με τα ιδανικά της.
ΚΟΡΙΝΑ ΠΕΝΕΣΗ
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/mabilhs#ixzz3KJXk4hY7