«Να είσαι χαρωπός, να μη χρειάζεσαι την έξωθεν βοήθεια, να μην χρειάζεσαι την ησυχία που δίνουν οι άλλοι. Να στέκεις ορθός, όχι να σε ορθώνουν!»
Ο Αυτοκράτωρ – Φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος (121–180), που ηγεμόνευσε κατά τα έτη 161 – 180 μ.Χ. θεωρείται ως τελευταίος εκπρόσωπος του Αρχαίου Κόσμου, πρόσωπο συμβατό με το πλατωνικό πρότυπο του «βασιλέως φιλοσόφου», αλλά και πράγματι «κατά βίον» στωϊκός.Ορφάνεψε τριών ετών, αλλά έτυχε εξαιρετικής ανατροφής από τον παππού του Μάρκο Άννιο Βέρο και λαμπρής μορφώσεως από τον ρήτορα Μάρκο Κορνήλιο Φρόντωνα (Fronto) και τον Έλληνα σοφιστή Ηρώδη τον Αττικό. Ο Αλέξανδρος ο Κοτιαίος τον δίδαξε την ελληνική και ο Φρόντων τη λατινική. Η διδασκαλία του Κλαυδίου Μάξιμου, καθώς και τα γραπτά του Ιουνίου Αρουληνού Ρουστικού τον εισήγαγαν στην φιλοσοφία του στωϊκισμού. Η ηθική της εν λόγω κοσμοθεάσεως τον κατεγοήτευσε κυριολεκτικώς, οπότε σε ηλικία 12 ετών με την παρότρυνση του ζωγράφου Διογνήτου, δασκάλου του, εφόρεσε το σχήμα των στωϊκών και εγκολπώθηκε τον τρόπο ζωής τους. Με το θάνατο του αυτοκράτορος Αδριανού το 141 μ.Χ. ο Μάρκος Αυρήλιος έγινε αυτόματα διάδοχος και μετά το θάνατο του θείου του Αντωνίνου ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο το 161 μ.Χ.
Ο αυτοκράτωρ αντιμετώπισε συγκεντρωμένα εναντίον του γιγάντια και τρομακτικά προβλήματα: η Αρμενία υπέστη επιδρομή των αρειμάνιων Πάρθων και ο πόλεμος διήρκεσε έως το 166, έτος κατά το οποίο επεσυνέβη η καταστροφική επιδημία πανώλους, η οποία επέφερε την εξόντωση του μεγαλυτέρου τμήματος των αστικών πληθυσμών και δη των πεπαιδευμένων ανθρώπων του Αρχαίου Κόσμου. Ο ιστορικός Δίων Κάσσιος έγραψε ότι, η νόσος σκότωνε ημερησίως μέχρι και 2.000 άτομα στην Ρώμη. Οι συνολικοί θάνατοι υπολογίζονται σε πέντε εκατομμύρια. Ο Αβίδιος Κάσσιος διοικητής των λεγεώνων της Συρίας, στασίασε και αυτοανεκηρύχθη στην Αντιόχεια «Αυτοκράτωρ της Ανατολής». Οι Γερμανοί Μαρκομάνοι και Κουάδοι εισέβαλαν στα βόρεια σύνορα και έκτοτε ο αυτοκράτωρ εξόδευσε όλη τη ζωή του εκεί, με εξαίρεση την εκστρατεία στην Ανατολή για την καταστολή της στάσεως του Κασσίου, μέχρι του θανάτου του στις 17 Μαρτίου 180 στην Vindobona (νυν Βιέννη), υπερασπιζόμενος την συνοριακή γραμμή του Δουνάβεως, με ελάχιστες σύντομες επισκέψεις του στη Ρώμη. Οι τρομερές φυσικές καταστροφές, η απότοκη πείνα του πληθυσμού και τα οικογενειακά του δράματα (από τα δεκατρία τέκνα του επέζησαν μόνον πέντε), συμπληρώνουν το τραγικό σκηνικό εντός του οποίου εκλήθη να εφαρμόσει εμπράκτως τα στωϊκά προσήκοντα.
Όντως ο Μάρκος Αυρήλιος πάντοτε εστάθη υπεράνω των πραγμάτων, παρέσχε στους υπηκόους του μιαν άψογη δικαιοσύνη συμπεριφερόμενος με τον πλέον ανεξίκακο και γαλήνιο τρόπο, ακόμη και προς τους εχθρούς του: όταν ο προδότης στασιαστής Κάσσιος εδολοφονήθη από έναν επιτελή του, ο εστεμμένος φιλόσοφος τον εκήδευσε με όλες τις στρατιωτικές τιμές. Μεταχειρίσθηκε πάντοτε τους ανθρώπους ως «ηθικά όντα», κατέστησε ηπιότερη τη νομοθεσία και συνέταξε ένα σώμα νόμων στηριγμένο στην ισονομία και στην ελευθερία του λόγου («πολιτείας ισονόμου, κατ’ ισότητα και ισηγορίαν διοικουμένης…» όπως γράφει ο ίδιος). Περιόρισε την έκλυση των ηθών και την πορνεία, στο πνεύμα της πλατωνικής υποδείξεως («Νόμοι»,927) συνέστησε την «Κηδεμονευτική Πραιτωρία» για την φροντίδα των ορφανών, επέβαλε την ληξιαρχική εγγραφή των πολιτών και την υποχρεωτική τήρηση μητρώου γεννήσεων, συνέστησε ειδικό ταμείο για την ταφή των απόρων πολιτών, προέβλεψε την απαλλαγή των φρενοβλαβών κατηγορουμένων, ενώ νομοθέτησε και την «εύνοια ελευθερίας» (δηλαδή στις δίκες, σε περιπτώσεις αμφιβολιών, επέβαλε την παραδοχή της ευνοϊκότερης για την ανθρώπινη ελευθερία ερμηνείας). Τέλος αποπειράθηκε -δίχως επιτυχία- να αποστασιοποιήσει τον λαό από τα φρικιαστικά θεάματα των αμφιθεάτρων (όταν στον πόλεμο κατά των Γερμανών λόγω λειψανδρίας επιστράτευσε και τους μονομάχους, ο πολυφυλετικά οχλοποιημένος ρωμαϊκός «λαός» εστασίασε εναντίον του με την κατηγορία ότι ήθελε.. «να τον αποσπάσει από τις διασκεδάσεις και να τον στρέψει στην πληκτική Φιλοσοφία»!!)
Οι δύο βραχείς διωγμοί των χριστιανών από αυτόν τον πραότατο αυτοκράτορα, (166-168 και 177-180), αποτελούν μιαν αξιοπρόσεκτη ιστορική μαρτυρία για την εγκληματική και αντικοινωνική δραστηριότητα τους εκείνη την εποχή. Επισημαίνεται πως ο αυτοκράτωρ στα πρώτα 15 έτη της βασιλείας του τους επροστάτευε ιδιαιτέρως και μάλιστα νομοθέτησε «να δικάζονται όλοι όσοι τους ενοχλούν όχι για κάποιες αξιόποινες πράξεις τους αλλά απλώς λόγω της ιδιότητός τους». Οι χριστιανοί της γενικευμένης «κατά Φρύγας» προφητομανιακής αιρέσεως των Πεπουζιτών («μοντανισμός»), επετίθεντο κατά ολοκλήρου του κοινωνικού ιστού και του πολιτισμένου πολιτειακού συστήματος αξιών, με παραληρηματικό και παράφρονα τρόπο, με βεβηλώσεις Ιερών και συμβόλων ή εμπαθείς προτροπές του χυδαίου όχλου σε στάση. Με βάση τις απρέπειες τους αυτές ο Αυρήλιος χαρακτήρισε τον ενθουσιασμό των Χριστιανών ως δεισιδαιμονία και τους ίδιους, όταν τους έβλεπε να πορεύονται με τη θέλησή τους προς το θάνατο, δεισιδαίμονες: “Η ψυχή πρέπει να είναι έτοιμη, όταν χρειαστεί να εγκαταλείψει το σώμα, ή να σβεσθεί ή να διαλυθεί ή να μείνει για ένα χρονικό διάστημα με το σώμα. Αυτή δε η ετοιμότητα πρέπει να προέρχεται από προσωπική κρίση και όχι από απλή ισχυρογνωμοσύνη, όπως συμβαίνει στους Χριστιανούς, να προέρχεται λογικά και με σωφροσύνη, ώστε να πείθει κάποιον χωρίς υπερβολές” – (Εις εαυτόν, ΙΑ’ 3).
Τα 12 βιβλία των στοχασμών του («Τα εις Εαυτόν»), τα οποία συνέγραψε στην Ελληνική όταν ήταν ήδη αυτοκράτωρ, αποδεικνύουν πόση ηρεμία και παρηγορία του προσέφερε η Στωϊκή φιλοσοφία σε καιρούς συγκρούσεων και ταραχών. Ιδιαιτέρως τον είχε επηρεάσει η θεωρία του Επικτήτου και του Ηρακλείτου. Στο έργο του ο αυτοκράτωρ προσεγγίζει την διδασκαλία του Ηρακλείτου με χαρωπή ζέση και εξελίσσει τις σκέψεις του υπό μορφήν προσωπικού διαλογισμού. Προετίμησε την Ελληνική ως γλώσσα των βαθέων στοχασμών του, πράγμα που εξηγείται ως προσπάθεια αποφυγής ρητορισμού και τελειοθηρική αναζήτηση ακριβολογίας. Ο ιδιάζων λογοτεχνικός τίτλος που επέλεξε ο ίδιος: «Τα Εις Εαυτόν», (δηλαδή «οι συζητήσεις με τον εαυτό μου»), για πρώτη φορά απαντάται στην ελληνική λογοτεχνία ενώ είναι αμφίβολο αν είχε πρόθεση να εκδώσει το πόνημα. Πότε εδημοσιεύθη μεταθανατίως το έργο του παραμένει άγνωστο. Πάντως η επανέκδοσή του, το 1558 στη Ζυρίχη, στηρίζεται σε μιαν έκδοση του 10ου αιώνος από τον Μητροπολίτη Καισαρείας Αρέθα. Το έργο κατέστη και πάλιν αντικείμενο εντόνου ενδιαφέροντος κατά τον 18ο αιώνα, όπως π.χ. από τον Μεγάλο Φρειδερίκο. Σώζονται επίσης, σε λατινική γλώσσα, κάποιες επιστολές του προς τον Fronto και αποσπάσματα μίας ομιλίας του (Hermann Dessau, «Inscriptiones latinae selectae» (1892) – Τόμος 3, Μέρος 2, Κεφάλαιο 12, λήμμα 9340).
Στο ελάχιστο διασωθέν έργο του, που ουσιαστικώς αφορά στο προσωπικό του ημερολόγιο (γραμμένο δηλαδή όχι για να διαβασθεί από κοινό), αναφαίνεται στην πληρότητά της, η προθυμία αυτού του φιλοσόφου – αυτοκράτορος για αγαθοεργία και η άοκνη προσπάθεια να εργασθεί από την θέση του, με όλες του τις δυνάμεις, για την διατήρηση του συνόλου, του οποίου αισθανόταν ότι αποτελεί μέλος. Τον διανοητή αυτοκράτορα στενοχωρεί μήπως ενεργεί κάτι το οποίον είναι, σε αντίθεση με τον προορισμό του ανθρώπου ενάντιο στην κοινότητα, καθώς επίσης και το να πράξει κάτι κατά τρόπον που δεν πρέπει σε βάρος του συνόλου (Ζ’ 20) καθόσον «το τω σμήνει μη συμφέρον, ουδέ τη μελίσση συμφέρει» (ΣΤ’ 54).
Είναι όντως άξιο θαυμασμού το πώς μια τέτοια λεπταίσθητη ευγενική ψυχή που αγαπούσε τον άνθρωπο, την ελευθερία και την δικαιοσύνη και έφθασε σε τέτοια ηθικά ύψη διατυπώνοντας δυσθεώρητους στοχασμούς μέσα στη βραδινή σιγή, ήταν υποχρεωμένη να μάχεται στο φώς του ήλιου φονεύων «βαρβάρους» στο πεδίο της μάχης με τα τρομερά αγχέμαχα όπλα. Ο εστεμμένος φιλόσοφος αποτελεί ιδεώδες πρότυπο Ηγέτη, καθώς συνενσαρκώνει τις ύπατες αρετές της μεγαλοψυχίας της ανθρωπιάς και του καθήκοντος.
Μέσα στο εξομολογητικό του κείμενο, ο αυτοκράτωρ, ο «Initiatus Maximus Romanorum», ο οποίος είχε μυηθεί και στα ελληνικά «άγια των αγίων», στα «Ελευσίνια Μυστήρια» κατά το πέρασμά του από την Αθήνα, αποτολμά την ισόθεη κατάδυση στις ρίζες του «Καθήκοντος», σχεδόν ολότελα απρόσιτες για τους θνητούς, με απόλυτη συνείδηση του εφημέρου θνητού βίου, αλλά συνάμα και της αιώνιας «Προνοίας του Κόσμου». Γράφει με ολύμπια διαύγεια τις ανεκτίμητες συμβουλές του: «Κάθε ενέργειά σου να προέρχεται από την θέλησή σου, να γίνεται με πνεύμα κοινής ωφελείας, μελετημένα και ποτέ από αντίδραση. Μην προσπαθείς να ομορφαίνεις την σκέψη σου με ψεύτικα στολίδια. Μην είσαι πολυλογάς, ούτε ν’ ανακατώνεσαι πολύ και σ’ όλα. Ο Θεός που είναι μέσα σου να κυβερνά άνδρα αληθινόν, μεστό, με διάνοια πολίτη, άρχοντα που έχει τακτοποιημένα τα δικά του και με θέση πολεμιστή, που περιμένει πρόθυμος το σύνθημα της αποχωρήσεως και ούτε όρκους χρειάζεται ούτε μαρτυρίες άλλων. Εσωτερικά ατάραχος δεν αισθάνεται ανάγκη από ξένες βοήθειες ούτε ζητεί από άλλους την ησυχία του. Όρθιος λοιπόν πρέπει να στέκεσαι και όχι να σε ορθώνουν άλλοι!»
Η γοητεία των στοχασμών του έγκειται στην ειλικρίνειά του, καθώς σπάνια συναντάμε κείμενο με τόση εσωτερική διαύγεια, τόσο αληθινό και απροσποίητο. Ο Μάρκος Αυρήλιος επιλέγει την «συνομιλία με τον εαυτό» του ώστε να εισχωρήσει στον εσωτερικό πυρήνα της ψυχής του και να ξεκαθαρίσει τον ίδιο τον χαρακτήρα του, τις θυμικές του καταστάσεις και τα αίτιά τους, τις σχέσεις του με τον κόσμο και τους συνανθρώπους, αλλά και τα ιδεώδη του. Επιζητεί να αποσαφηνίσει το νόημα της ζωής και να οδηγήσει έτσι την ψυχή του στην απέραντη ισόθεη γαλήνη, την οποία δεν ημπορεί να διαταράξει τίποτα στον κόσμο. Ο βαθύτατα φιλάνθρωπος αυτός άνδρας διεκήρυξε ότι, όλοι έχουμε δημιουργηθεί για χάρη των συνανθρώπων μας, τους οποίους οφείλουμε ή να καλλιεργήσουμε ή να ανεχθούμε («οι άνθρωποι γεγόνασιν αλλήλων ένεκεν, ή δίδασκε ή φέρε» – Η, 59). Η φιλοσοφική του θέση καθορίζεται από την «ένταξη» του ανθρώπου σε μιαν ευρύτερη αλληλεξαρτώμενη συλλογικότητα και από την διαρκή επιθυμία προσφοράς υπηρεσίας στην ανθρώπινη κοινωνία, άλλωστε συνεπώς ως αυτοκράτωρ υπήρξε εξόχως δίκαιος, ανεκτικός και φιλάνθρωπος,
Εν μέσω ποικίλων αθλίων δειλών και προδοτών, υλοφρόνων και αναξίων συνανθρώπων, αλλά και απειραρίθμων εχθρών, πληττόμενος από αλλεπάλληλες συμφορές, ο Μάρκος Αυρήλιος δίχως ελπίδα έξωθεν βοηθείας ή «θαύματος», παρέμεινε γαλήνιος και ακλόνητος, πιστός μόνον στην ωραιότητα, στο φως και στην ηρεμία του εσωτερικού του κόσμου. Απόμακρος και άθικτος από την ματαιόδοξη, αβαθή και ηδονοθηρική πλημμύρα του περιβάλλοντος και της εποχής του, γράφει: «Κενοσπουδία για πομπές, δράματα πάνω στη σκηνή, κοπάδια και συναγελάσματα, λογχίσματα σε κορμιά, κοκκαλάκια σε σκυλάκια, μπουκιές σε δεξαμενές ψαριών, ταλαιπωρίες φορτωμένων μυρμηγκιών, ποντικάκια που τρέχουν φοβισμένα, νευρόσπαστα που χειρονομούν. Πρέπει λοιπόν να στέκεσαι απέναντι σε αυτά με ευμένεια και χωρίς αλαζονεία, να προσέχεις όμως πως ο καθένας αξίζει τόσο, όσο τα πράγματα που τον απασχολούν».
Από τη μελέτη του έργου του φαίνεται πρόδηλα ότι πιστεύει στο θείο, στους θεούς, γιατί εντυπωσιάζεται από την συμπαντική αρμονία και την φυσική τάξη του κόσμου, ενώ η μόνη φιλοδοξία του είναι «συζείν θεοίς». Όμως ο αυτοκράτωρ δεν εκπέμπει κανονιστικές ιδέες περί Θεών ή περί ψυχής και αθανασίας. Δεν προσφέρει ένα φιλοσοφικό «σύστημα», ούτε επιζητεί με τις σκέψεις του να δώσει λύση στα μεγάλα φιλοσοφικά προβλήματα. Είναι στην κυριολεξία ελεύθερος στοχαστής. Εκείνο που τον ενδιαφέρει, και μας προσφέρει έως σήμερα, είναι η αδέσμευτη ηθική του σκέψη. Ως συνειδητό οργανικό μέλος του Παντός και τμήμα Θεού -από τον οποίο προήλθε και στον οποίο πρέπει μετά θάνατον να επιστρέψει καθιστάμενος συνουσιωμένο «Εν» με το «Αεί Ον- υπήρξεν όντως αυτάρκης και «θείος» μέσα στο θνητό κορμί του και παραμένει αιώνιο άριστο παράδειγμα ενσάρκου Ενός Αρχής, Αγαθότητος και Δικαιοσύνης.
Ο θάνατός του δικαίως θεωρείται ως το θλιβερό τέλος της Pax Romana. Η Ρώμη ετίμησε αυτόν τον γαλήνιο, ευσεβή και ενάρετο άνδρα με πολυάριθμους ανδριάντες του, μεταξύ των οποίων ο θριαμβικός ηγεμονικός «ιππεύς του Καπιτωλίου». Αναλόγως τιμήθηκε και από την ελληνορωμαϊκώς πεπαιδευμένη, Λευκή Ευρώπη, με απεριόριστο σεβασμό ο οποίος συνοψίζεται χαρακτηριστικώς στα λόγια του Ερνέστου Ρενάν: «….ουδείς συνετός άνθρωπος θα αρνηθεί ότι υπήρξε μία μεγάλη ψυχή αλλά και ένα μεγάλο πνεύμα, που έζησε στα απέραντα βάθη του καθήκοντος και της συνειδητότητος, ενώ το μεγαλείο του ποτέ δεν θα αμφισβητηθεί, διότι στηρίζεται επάνω σε αυτό που δεν θα χαθεί και δεν θα φθαρεί ποτέ, δηλαδή επάνω στην εξοχότητα της καρδιάς» και «…η ανάγνωση του βιβλίου του αφήνει μέσα μας ένα κενό, ταυτόχρονα ηδονικό και σκληρό, που δεν μπορεί να το ανταλλάξει κανείς με την πλήρη ικανοποίηση. Ο Μάρκος Αυρήλιος απέσπασε υψηλά την ηθική ομορφιά από κάθε οριστική θεολογία» («Marc-Aurèle et la Fin du Monde Antique»-1882).
Στην παραπαίουσα παγκοσμιοποιημένη και αντιπαραδοσιακή εποχή μας τα διλήμματα ειδικεύονται, καθίστανται απλά και συμπαγή, αλλά και προσωποποιούνται. Με αφορμή την ανωτέρω παρουσίαση του εξαίρετου Ινδοευρωπαίου ηγέτη – στοχαστή το δίλημμα σχηματοποιείται ως εξής: Μάρκος Αυρήλιος ή Ελαγάβαλος ; (ο σημιτικής καταγωγής, ομοφυλόφιλος αυτοκράτορας που ντυνόταν γυναίκα, εκπορνευόταν σε οίκους ανοχής και δολοφονήθηκε από τη φρουρά του).
Δημήτρης Κ. Τζεμπετζής
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/o-filosofos-kubernhths-markos-aurhlios#ixzz3OgRo4BJe