Ο περισσότερος κόσμος ακούγοντας την λέξη «ρομαντισμός» εννοεί μία κατάσταση συναισθηματικά φορτισμένη σε βαθμό υπέρμετρο έως και αρρωστημένο, την οποία και συνδέει κυρίως με προσωπικές αισθηματικές καταστάσεις. Αυτό είναι πέρα για πέρα λάθος! Ο ρομαντισμός υπήρξε ένα ρωμαλέο πνευματικό κίνημα που γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνος και στις αρχές του 19ου αιώνος σαν αντίδραση στον διαφωτισμό της Γαλλικής επαναστάσεως, τον ορθολογισμό και ακόμη σε κάποιες περιπτώσεις και σε ορισμένες μορφές ενός αμφίβολου κλασικισμού. Η δύναμη του ρομαντισμού έχει τις ρίζες της στην φαντασία και πορεύεται πέρα από τον χρόνο προς το Ιδανικό. Πολλοί οι επιφανείς εκπρόσωποι του ρομαντισμού. Στην Γαλλία ο Σατωβριάνδος, ο Λαμενέ, ο Λαμαρτίνος, η Γεωργία Σάνδη, στην Αγγλία ο Σέλεϋ, ο Κιτς, αλλά και ο Λόρδος Βύρωνας, που πέθανε για την Ελλάδα! Πατέρας του Γερμανικού ρομαντισμού θεωρείται ο Βίλαντ και δίπλα σε αυτόν ο Χάμαν, ο Χέρντερ, ο Σλέγκελ, ο Νοβάλις ακόμη και αυτός ο Νίτσε!
Όπως γράφει ο καθηγητής της Φιλοσοφίας Νικόλαος Λούβαρης οι ρομαντικοί δημιουργοί έχουν πάθος με το παράδοξο, με το όνειρο και τον θρύλο. Γι’ αυτούς η Φύση έχει Ψυχή, Ψυχή που παίρνει σάρκα και οστά στα δημώδη δημιουργήματα της φιλολογίας των λαών. Φιλοσοφία των ρομαντικών ο Ιδανισμός.
Από άλλη πηγή σας παραθέτω όχι τον ορισμό, γιατί ακριβής ορισμός για τον ρομαντισμό δεν μπορεί να υπάρξει, αλλά μία ακόμη αξιοπρόσεκτη προσέγγιση: «Ως αντίδραση στον ορθολογισμό και τις απόλυτες «αλήθειες» του διαφωτισμού, αρχίζουν να ακούγονται και οι πρώτες εκκλήσεις για επιστροφή στις πατροπαράδοτες αξίες και ήθη, στην λαϊκή παράδοση και στη φύση. Το τέκνο της γονιμοποίησης όλων αυτών των παραγόντων ήταν ένα εξαιρετικά δημιουργικό πνευματικό κίνημα που, με επίκεντρο τη Γερμανία, την Αγγλία και τη Γαλλία, σάρωσε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα και ονομάστηκε Ρομαντισμός.»
Το 1817 ο Coleridge ορίζει την ποίηση ως το προϊόν «εκείνης της συνθετικής και μαγικής δύναμης, στην οποία έχουμε αποκλειστικά επιφυλάξει το όνομα της φαντασίας». Με τον ορισμό αυτό δίνει το στίγμα της λογοτεχνικής παραγωγής που εντάσσεται στα πλαίσια του ρομαντικού κινήματος. Τέχνη και ζωή, άλλωστε, είναι για τον ρομαντικό άνθρωπο έννοιες αδιαχώριστες. Χαρακτηριστικό των ρομαντικών συγγραφέων είναι το συναίσθημα της νοσταλγίας μιας ανεπιτήδευτης παρελθούσας εποχής, που οδηγεί στο ενδιαφέρον για την παραδοσιακή αγροτική κοινωνία, για την ιδιαίτερη ιστορία κάθε λαού και για τον Μεσαίωνα. Πολύ συχνά οι ρομαντικοί ποιητές αντλούν τα θέματά τους από τις λαϊκές παραδόσεις, την εθνική ιστορία κάθε χώρας και τους μεσαιωνικούς θρύλους. Συχνότερα δε, ενδιαφέρονται για εκείνες τις δοξασίες που περιέχουν υπερφυσικά στοιχεία, καθότι αυτά συνάδουν με «τη ρομαντική αντίληψη της ενορατικής δύναμης της καλλιτεχνικής φαντασίας, με την οποία ο ποιητής εκφράζει την ‘υπερβατική αλήθεια’, πέρα από την επιφανειακή πραγματικότητα του κόσμου.
Ο Γκαίτε στο ποίημά του Το Εξωτικό αντλεί το θέμα του από τις κελτικές και τευτονικές παραδόσεις της Βόρειας Ευρώπης. Ο υπεραισθητός κόσμος των αερικών της λαϊκής παράδοσης συνδυάζεται με την ρομαντική πίστη σ’ εκείνη την ανομολόγητη δύναμη που υποβόσκει κάτω από τη φυσική τάξη των πραγμάτων για να δημιουργηθεί ένα λυρικό ποίημα επικού χαρακτήρα. Σ’ αυτή τη ρομαντική μπαλάντα, το μοτίβο «του νεκρού καβαλάρη, που πορεύεται σ’ ένα μελαγχολικό νυχτερινό τοπίο συνοδεύοντας έναν ζωντανό, στο Εξωτικό παραλλάσσεται για να περιγράψει τον απελπισμένο αγώνα της πατρικής αγάπης απέναντι σ’ έναν υπέρτερο αντίπαλο».
Οι σκοτεινές δυνάμεις που κρύβει η φύση είναι μόνο ένας από τους τρόπους, με τους οποίους η τελευταία εμφανίζεται στα έργα των ρομαντικών ποιητών… «Η συνεχής πάλη με αυτή τη δαιμονική μορφή του χρόνου, ο οποίος παρέρχεται τάχιστα και αφανίζει τα πάντα ανεπιστρεπτί, κάνει τους ποιητές να στέκουν εκστατικοί μπροστά στην ενατένιση του απείρου του χώρου και του χρόνου, επιδιώκοντας να ταυτιστούν συναισθηματικά με το αίσθημα της αιωνιότητας.»
Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, ο ρομαντισμός υπήρξε ένας αγέρας παγερός, ένα κίνημα γεμάτο πάθος, κίνημα αντιστάσεως ενάντια στην ψυχρή εκδοχή του κλασικισμού και στον ισοπεδωτισμό του ορθολογισμού και του διαφωτισμού. Όλα αυτά όμως δεν είχαν προλάβει να ριζώσουν στο νέο κράτος της Ελλάδος στα μέσα του 19ου αιώνος. Έτειναν όμως να καταστούν η κυρίαρχη ιδεολογία του νέου Ελληνισμού και αυτό προκειμένου να κερδίσουμε το χαμένο έδαφος και να γίνουμε «Ευρώπη».
Ελληνικός Ρομαντισμός
Απέναντι σε αυτό το κίνημα του διαφωτισμού και του ορθολογισμού του νέου Ελληνισμού, που ήθελε να ισοπεδώσει τα πάντα και να φέρει νέα ήθη ορθώθηκε ωσάν τοίχος το Ελληνικό ρομαντικό κίνημα, που κηρύσσει την μεγάλη επιστροφή στις ρίζες. Κίνημα εν πολλοίς ασυνείδητο. Κυρίαρχος τρόπος εκφράσεως η ποίηση. Οι πρώτοι ρομαντικοί ποιητές όμως, προσπάθησαν μέσα από μία κατ’ ουσίαν νεκρή γλώσσα, την λεγόμενη καθαρεύουσα, να δημιουργήσουν έργα, τα οποία όμως δεν μπορούσαν να έχουν καμμία ανταπόκριση ούτε στον λαό, ούτε σε κάποια πνευματική ελίτ. Προσπάθεια ατυχής χωρίς καμμία εθνική πνοή, γεμάτη από μια αρρωστημένη μελαγχολία, η οποία επιχειρούσε να μετατρέψει σε μεγάλη τέχνη την θανατολαγνεία και τα προσωπικά αδιέξοδα. Αναφέρομαι εδώ στην πλειοψηφία των ποιητών της Αθηναϊκής σχολής. Στο σημείο αυτό πρέπει να θυμηθούμε τον Γερμανό ρομαντικό ποιητή Χέρντερ, ο οποίος πίστευε και δημιούργησε μέσα από τα δημώδη άσματα και την λαϊκή ψυχή και καθόρισε σαν ενεργές δυνάμεις της ποιήσεως του την φαντασία και το συναίσθημα. Με τέτοιους ακριβώς τρόπους έκτισε το αθάνατο έργο του ο Ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Έχοντας σαν θεμέλια του τον δεκαπεντασύλλαβο των δημοτικών μας τραγουδιών και σαν πηγή της εμπνεύσεώς του τους ηρωικούς μύθους και θρύλους του λαού μας, ιστορίες παλιές για κλέφτες και αρματολούς, για στοιχειά, ξωτικά και νεράιδες, για φαντάσματα, βρικόλακες και μαγεμένους τόπους! Τι κρίμα, στην σημερινή εποχή τα παιδιά μας είναι ζήτημα να μαθαίνουν ένα ή δύο και αυτά από τα πλέον απλοϊκά ποιήματα του Βαλαωρίτη στο σχολειό τους… Πριν κάποιες δεκαετίες μάθαιναν περισσότερα. Σε κάθε σχεδόν σχολική γιορτή υπήρχε η δραματική απαγγελία του Αστραπόγιαννου και ακόμη παλαιότερα σε χρόνια περασμένα, πριν ακόμη και από τον Πόλεμο μάθαιναν την προσευχή του Διάκου, απόσπασμα από το έργο του Αριστοτέλους Βαλαωρίτη «Αθανάσιος Διάκος»,το οποίο είναι και το πλέον μεταφυσικό, το πλέον ρομαντικό, γεμάτο Ήλιο Ελληνικό, αλλά και σκοτάδια της ψυχής αβυσσαλέα, βγαλμένα μέσα από θρύλους λαϊκούς, ποίημα του Βαλαωρίτη.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/romantismos-ena-kinhma-pneumatiko-enantia-se-orthologismo-kai-diafwtismo#ixzz3RuOhzMS0