Η εκστρατεία από μέρους του Καθεστώτος προκειμένου να καλλιεργηθεί στην κοινή γνώμη η πεποίθηση ότι η βία είναι απαραίτητο συστατικό της εθνικιστικής πρακτικής και δράσης, είναι ένας ακόμη θεμελιώδης μύθος της Αριστεράς. Μιας Αριστεράς η οποία κατατρέχεται από το ενοχικό σύνδρομο της καθολικής της υποταγής στον Καπιταλισμό, με συνέπεια να βρίσκεται σήμερα εκτεθειμένη στις λαϊκές μάζες τις οποίες υποτίθεται πως προστάτευε. Η ανάδειξη του Εθνικισμού και η επαναφορά του στο πολιτικό προσκήνιο, αποτελεί για τους κόκκινους μια πρόκληση η οποία δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί με άλλον τρόπο, παρά μόνο με εκείνον που έχουν υιοθετήσει από τις αρχές του περασμένου αιώνος, όταν η μαρξιστική πανούκλα εξαπολύθηκε εξαρχής στην Ευρώπη και ακολούθως στον κόσμο όλο: δια της πολιτικής βίας.
Αυτή την ίδια πολιτική βία, επιχειρούν σήμερα οι κόκκινοι σε πλήρη συνεργασία με τους καπιταλιστές και τους μηχανισμούς τους (βλέπε μέσα μαζικής εξαπάτησης) να αποδώσουν στους Εθνικιστές. Αποφεύγουν όμως και οι πρώτοι αλλά και οι δεύτεροι να απαντήσουν σε ένα κρίσιμο ερώτημα: πως γίνεται η πολιτική βία να εκπορεύεται από την ιδεολογία του Εθνικισμού, όταν το Λαϊκό Εθνικιστικό Κίνημα μετρά τις περισσότερες από κάθε άλλο πολιτικό οργανισμό επιθέσεις τόσο προς μέλη και στελέχη του, όσο και προς τα κατά τόπους γραφεία του σε όλη την Ελλάδα;
Ακόμη και όταν η κυβέρνηση Σαμαρά εξαπέλυσε τις παράνομες πολιτικές διώξεις εις βάρος εκλεγμένων εκπροσώπων της Χρυσής Αυγής, μελών και φίλων του Κινήματος, υπήρξαν φωνές από το χώρο της Αριστεράς οι οποίες διακήρυσσαν μεγαλοφώνως και με κομπασμό πως η Χρυσή Αυγή δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί δικαστικά, αλλά πολιτικά. Το παράδοξο είναι ότι εκείνοι που τα έλεγαν, έσπευσαν να καταθέσουν εις βάρος της Χρυσής Αυγής στην αστική -καπιταλιστική- δικαιοσύνη, αποδίδοντας όχι βεβαίως ακράδαντα ενοχοποιητικά στοιχεία, αλλά φήμες και παραμύθια τα οποία άρχιζαν με το μονότονο «μου είπαν» ή «άκουσα πως», κατά τα πρότυπα των περίφημων καταγγελιών για υποτιθέμενες επιθέσεις Χρυσαυγιτών εναντίον πολιτικών τους αντιπάλων και μεταναστών.
Στην πραγματικότητα, στην Ελλάδα υπάρχει ένας ολόκληρος χώρος, ο οποίος περιλαμβάνει πολιτικούς και κόμματα, οργανώσεις, εκδότες εφημερίδων, στρατευμένους δημοσιογράφους, καθηγητές όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, συνδικαλιστές του δημοσίου, χώρος του οποίου η ύπαρξη επιχειρείται να δικαιολογηθεί δια της έννοιας «αντιφασισμός». Εντούτοις, οι καλοπληρωμένοι προαναφερθέντες αντιφασίστες, άπαντες προνομιούχοι του κατά τα λοιπά «εχθρικού και τρισκατάρατου» καπιταλιστικού συστήματος, συνοψίζουν το βάθος της ιδεολογικής τους δράσης στο όχι και τόσο ειρηνικό σύνθημα «τσακίστε τους φασίστες».
Τον Φεβρουάριο του 1975 στη Ρώμη και το Νοέμβριο του 2013 στην Αθήνα, η πολιτική βία της Αριστεράς έλαβε την πλέον στυγνή της μορφή: η δολοφονία του Έλληνα Εθνικιστή φοιτητή Μίκη Μάντακα και των μελών της Χρυσής Αυγής Γιώργου Φουντούλη και Μάνου Καπελώνη αντίστοιχα, αποτέλεσαν το αποκορύφωμα της παρακρατικής δράσης ενός χώρου ο οποίος επί της ουσίας συνιστά την κατ’ εξοχήν πραιτοριανή φρουρά ενός Καθεστώτος τυραννικού και αντεθνικού, ενός χώρου ο οποίος συνασπίσθηκε με τους ολιγάρχες της πλουτοκρατίας ούτως ώστε να αντιμετωπίσουν ενωμένοι τον κοινό τους εχθρό: τον Λαϊκό Εθνικισμό.
Εν κατακλείδι και προς εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων, ας αναρωτηθεί ο αναγνώστης τι είναι εκείνο το οποίο ενώνει τους γραβατωμένους φιλελεύθερους απατεώνες του πολιτικού καθωσπρεπισμού με τους επί δεκαετίες υμνητές των τρομοκρατών της 17 Νοέμβρη, του Ε.Λ.Α. και των σύγχρονων ερυθρών τρομοκρατικών οργανώσεων, τους οποίους η Αριστερά έχει κατατάξει στο ψευδεπίγραφο κάδρο των «κοινωνικών αγωνιστών». Η πολιτική βία συνεπώς, είναι προνόμιο των καθεστωτικών δυνάμεων και σ’ αυτές αναμφισβήτητα, δεν ανήκει η Χρυσή Αυγή, διότι εάν ανήκε θα το μαρτυρούσαν προπαντός οι κολακείες γλοιωδέστατων δημοσιογραφίσκων, σε τσοντοκάναλα και ρυπαροφυλλάδες.
Ευάγγελος Καρακώστας
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/h-politikh-bia-ths-aristeras-kai-h-chrush-augh#ixzz3T4vPZX1C