Site icon ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

Η εθνική διαχρονία των επιβιώσεων πατρίων θρησκευτικών εθίμων έως τις μέρες μας

Η εθνική διαχρονία των επιβιώσεων πατρίων θρησκευτικών εθίμων έως τις μέρες μας

Η σημερινή διεθνιστική, φιλελεύθερη και μαρξιστική καθεστηκυία τάξη, προπαγανδίζει με ρυθμό βομβαρδιστικό στον Λαό μας την ιδέα πως το Ελληνικό Έθνος είναι γέννημα μιας εξέγερσης κατά τον 19ο αιώνα, των χριστιανικών πληθυσμών της Βαλκανικής ενάντια στον Οθωμανό δυνάστη. Στόχος της αντεθνικής αυτής προπαγάνδας, είναι να διαμορφωθεί στους σύγχρονους Έλληνες η πεποίθηση πως δεν έχουν καμία σχέση με τον πανάρχαιο εκείνο Λαό, ο οποίος ου μόνον κατέκτησε τα εκπολιτιστικά ύψη, αλλά και επιδίωξε κατά το μέτρο του δυνατού, τον εκπολιτισμό της οικουμένης. Ο Ηρόδοτος πρώτος, προσδιόρισε το Έθνος ως την ενότητα της Λαϊκής Κοινότητος την οποία χαρακτηρίζουν τα εξής στοιχεία: το όμαιμον, το ομόγλωσσον, το ομόθρησκον και το ομότροπον. Το παρόν πόνημα, σκοπό έχει να καταδείξει, πως ο σύγχρονος Ελληνισμός αποτελεί την αδιάρρηκτη φυλετική συνέχεια του αρχαίου Ελληνικού αλλά και του Βυζαντινού Ελληνισμού μέσα στο διάβα της Ιστορίας, υπό το πρίσμα των εθίμων του Λαού μας, τα οποία δεν επιβίωσαν απλώς από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, αλλά πολύ περισσότερο έγιναν κτήμα της Ορθόδοξης χριστιανικής Πίστεως σε βαθμό τέτοιο, ώστε να υπερισχύσει ο εθνικός έναντι του οικουμενικού του χαρακτήρος.

Οι ιστορικοί συνηθίζουν να λέγουν πως η εποχή της Ρωμαιοκρατίας στον μητροπολιτικό ελλαδικό χώρο στιγματίσθηκε από την παραδοξότητα της υποταγής της ρωμαϊκής σιδηροφράκτου δυνάμεως υπό την ανωτερότητα του ελληνικού Πνεύματος. Κατ’ αντιστοιχία, δεν θα περιείχε ίχνος υπερβολής εάν  ισχυριζόμεθα πως η επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας τόσο στην ελληνική επικράτεια όσο και γενικότερον στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ήταν αποτέλεσμα της εισδύσεως και εν τέλει επιβολής των ελληνικών πατρίων τύπων εντός της νέας θρησκείας. Η τελευταία, στα πλαίσια του λυσσαλέου αγώνος της δια την κυριαρχία επί των παλαιών θρησκειών και των κατά τόπους δοξασιών, υποχρεώθηκε εκ των συνθηκών να αποδεχτεί την πραγματικότητα αυτή, προσαρμοσμένη κατά κάποιο τρόπο, στις εθνικές και κοινωνικές συνθήκες.

Πράγματι, ο νεαρός Χριστιανισμός υπέστη ανηλεείς διώξεις και οι πιστοί του πλήθος μαρτυρίων, μέχρις ότου κατορθώσει να επιβληθεί επί των αντιπάλων του, με την ανακήρυξή του ως επίσημη θρησκεία του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους. Στη σκληρή και αιματηρή σύγκρουση η οποία έλαβε χώρα, ο Χριστιανισμός επικράτησε αλλού με βιαιότητα και αλλού δίχως σοβαρή αντίσταση, το γεγονός όμως παραμένει πως γιγαντώθηκε και παγιώθηκε χάρη στην ανυπέρβλητη δύναμη της ελληνικής παιδείας και κυρίως γλώσσας, οι οποίες είχαν πρωτύτερα κερδίσει τον Ρωμαίο κατακτητή. Παρά λοιπόν την αρχική απουσία τύπων και τελετουργικών στα πρώιμα χριστιανικά χρόνια, η συνέχεια υπήρξε εντελώς διαφορετική, με τη νέα θρησκεία να υιοθετεί πλήθος πατρίων τύπων και τελετών, προκειμένου να εγκολπωθεί στη συνείδηση του Λαού. Επιπλέον, η ελληνική γλώσσα υπήρξε ο καθοριστικός εκείνος παράγοντας της Ιστορίας, ο οποίος μετέτρεψε μια θρησκεία κατ’ αρχήν αφηρημένη  και πνευματική και όχι τυπολατρική, σε ένα καθάριο σύστημα φιλοσοφικών ιδεών και απαρτιωμένης πίστης.

Αξίζει χαρακτηριστικά να επισημάνουμε ότι η επικράτηση του Χριστιανισμού κατέστη δυσκολότερα στην ύπαιθρο, όπου στη συνείδηση των χωρικών είχαν χαραχθεί αταβιστικά και καλλιεργηθεί τύποι και λατρευτικές τελετές των οποίων οι ρίζες ανάγονταν στα κατάβαθα της Ελληνικής προϊστορίας, στοιχεία τα οποία αποτελούσαν βίωμα του Λαού μας, μα εξέλειπαν στη νέα θρησκεία. Επιπρόσθετα, η αφηρημένη και συγχυτική θεωρητικότητα και η αφυλοποιημένη και ασαφής μεταφυσική χριστιανική λατρεία υπήρξαν δυσκολονόητες για το εθισμένο στην λεπτομερή και φυσική διαύγεια της πάτριας θρησκείας  μορφωτικό επίπεδο και το ολιστικό –πραγματιστικό αισθητήριο του Λαού της υπαίθρου. Εκεί κατά ένα σημαντικό βαθμό, οφείλεται επί παραδείγματι η ρωμαλέα αντίσταση των Μανιατών, συνεχιστών των Σπαρτιατών – Ελευθερολακώνων,  στην επιβολή της νέας θρησκείας, η οποία κατόπιν τεράστιων δυσκολιών και χρονικής αργοπορίας σε σχέση με τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, επιτεύχθηκε μετά τον 9ο μ.Χ. αιώνα στην χερσόνησο της Μάνης.

Από την άλλη πλευρά, αποτελεί αναμφισβήτητη ιστορική πραγματικότητα πως ο Ελληνικός Πολιτισμός διατήρησε την πανώρια και υπέρλαμπρη δύναμή του την σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας, χάρη στην παρουσία της χριστιανικής θρησκείας. Διότι ακριβώς, μέσα από την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, κατόρθωσαν σε μεγάλο βαθμό  να επιβιώσουν η γλώσσα, τα ήθη και έθιμά του Λαού μας και φυσικά το εθνικό του φρόνημα, η συνείδηση της ελληνικής του καταγωγής, εντός μιας εποχής στυγνού οθωμανικού σκοταδισμού και απάνθρωπης επίδειξης της ασιατικής βαρβαρότητος.

Το ομότροπον της Ελληνικής Λαϊκής Κοινότητος, το οποίο διασώζεται ατόφιο από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι και την εποχή μας, δίνοντας την ασφαλέστερη και πειστικότερη απάντηση στις δόλιες απόπειρες των εχθρών του Ελληνισμού, να διαρρήξουν με ψεύδη, καθώς και με επιστημονικά και ιστορικά ατεκμηρίωτα επιχειρήματα την αέναη και ακατάπαυστη Ενότητα της ελληνικής παρουσίας στο ιστορικό γίγνεσθαι, αποδεικνύεται από πλήθος εθίμων τα οποία υιοθετήθηκαν από τη χριστιανική θρησκεία και διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη θρησκευτική υπόσταση του Ελληνικού Λαού. Τα διασωθέντα μέχρι τις μέρες μας πάτρια τελετουργικά, περιλαμβάνουν μία μακρά σειρά Αγίων και Οσίων της χριστιανικής Πίστεως, συμφώνως προς την πολυθεϊστική αρχαία λατρεία, τα έθιμα που αφορούν το θάνατο(τα λεγόμενα νεκρικά έθιμα), τα έθιμα τα οποία σχετίζονται με τις ημέρες των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων καθώς τέλος και την σταδιακή μετατροπή των αρχαίων Ναών σε χριστιανικούς. Τούτα είναι ίσως και τα σημαντικότερα δείγματα της αδιαμφισβήτητης επιρροής του αξεπέραστου και μεγαλειώδους Ελληνισμού επί της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας.

Στη μονοθεϊστική χριστιανική θρησκεία, οι μάρτυρες της νέας πίστεως, έλαβαν εξέχουσα θέση. Αντικαθιστώντας επί της ουσίας την παλαιά πολυθεΐα, ο Χριστιανισμός ανακήρυξε ένα μεγάλο αριθμό προσωπικοτήτων οι οποίες θυσίασαν τη ζωή τους υπέρ της Πίστεώς τους, ως Αγίους και Οσίους. Χωρίς ουδέποτε να ενοχληθεί η πρωτοκαθεδρία του τριαδικού Θεού, οι Άγιοι της χριστιανικής θρησκείας απέκτησαν ιδιαίτερη αίγλη και ικανότητες, παίρνοντας τη θέση των κατά τόπους αρχαίων θεοτήτων, οι οποίες γίνονταν αντικείμενο της επικλήσεως των πιστών επί συγκεκριμένου σκοπού. Υπό αυτό το πρίσμα δύναται να κατανοηθεί κατά τρόπο απλό και εύκολο, η επίκληση των ναυτικών στον προστάτη Άγιο Νικόλαο, ο οποίος αντικατέστησε τον θεό της θάλασσας κατά την αρχαία θρησκεία, Ποσειδώνα. Οι αγρότες, προσέφυγαν στον Άγιο Γεώργιο, προκειμένου να αντικαταστήσουν τις προστάτιδες της γης και της σποράς, Δήμητρα και Περσεφόνη. Οι αμπελουργοί βρήκαν στον Άγιο Τρύφωνα το διάδοχο του θεού Διονύσου, ενώ οι ασθενείς αναζήτησαν στον Άγιο Ιωάννη τη βοήθεια στα ζητήματα της υγείας, αντί του Ασκληπιού. Η δε Αγία μορφή της Παναγίας με τις διάφορες ονομασίες της, δεν υπήρξε παρά ο εκχριστιανισμός των αρχαίων ελληνικών θεοτήτων με προεξάρχουσα τη θεά Αθηνά.

Τα νεκρικά έθιμα της εποχής μας, έλκουν – λιγότερο ή περισσότερο-  την καταγωγή τους από τα βάθη της ελληνικής αρχαιότητας. Το μοιρολόι του νεκρού, από συγγενείς και φίλους, το λευκό σάβανο με το οποίο σκεπάζεται το νεκρό σώμα και τέλος οι καθαρμοί με καθαγιασμένο ύδωρ, είναι καθιερωμένα έθιμα της ελληνικής αρχαιότητος τα οποία ο Χριστιανισμός αδυνατώντας να εξαλείψει, αναγκάστηκε να αποδεχθεί και να εντάξει στη χριστιανική τελετουργία.

Ευεργετική και σωτήρια για την καταγραφή των επιβιωσάντων ηθών και εθίμων του Λαού μας υπήρξε η συμβολή του λαογράφου Νικόλαου Πολίτη, ο οποίος ίδρυσε στα 1918, το Λαογραφικό Αρχείο. Αυτό με τη σειρά του, ενσωματώθηκε στα 1926 στην νεοϊδρυθείσα τότε Ακαδημία Αθηνών, στης οποίας τη δικαιοδοσία παρέμεινε, υπό την ονομασία Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας. Χάρη σε αυτή τη μνημειώδη και καθοριστικής για το Ελληνικό Έθνος  σημασίας ενέργεια, διασώθηκε πλήθος στοιχείων, τα οποία συντελούν στην επιβεβαίωση της φυλετικής συνέχειας του ελληνικού αίματος μέσα στο ρου της Ιστορίας και φυσικά στην απόδειξη του περάσματος πατροπαράδοτων ηθών και εθίμων από γενιά σε γενιά.

Τα κάλαντα των Χριστουγέννων τα οποία τραγουδιούνται από τα παιδιά τις Άγιες εκείνες ημέρες, αποτελούν συνέχεια του αρχαίου εθίμου, καλυμμένα πια με τον χριστιανικό μανδύα. Ομοίως το χελιδόνισμα, τραγούδι το οποίο τραγουδούν τα παιδιά την πρώτη ημέρα του μηνός Μαρτίου  ακόμη και σήμερα στη Βόρεια Ελλάδα, είναι το αρχαίο παιδικό τραγούδι για την υποδοχή του χελιδονιού, ως σημείου αναφοράς για την έλευση της Άνοιξης. Σε αρκετές επίσης περιοχές της Ελλάδος, συνηθίζεται ως χριστουγεννιάτικο έθιμο, να σφάζεται χοίρος. Αυτό ακριβώς το έθιμο, τα χοιροσφάγια, είναι επιβίωση των αρχαιοελληνικών συνηθειών της ίδιας αυτής περιόδου του έτους.

Πολλοί είναι εκείνοι σε διάφορα μέρη της ελληνικής επικράτειας, οι οποίοι έχουν ακούσει από τους γεροντότερους να μιλούν κατά το διάστημα από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Θεοφάνεια για την εμφάνιση των καλικάντζαρων. Οι καλικάντζαροι, ενσαρκώνουν κατά τις αρχαίες δοξασίες οι οποίες πέρασαν στο Χριστιανισμό, τις σκοτεινές δυνάμεις οι οποίες συγκεντρώνονται στη γη, κατά το εν λόγω διάστημα. Η φωτιά στο τζάκι των σπιτιών, αποτρέπει κατά την παράδοση την είσοδό τους και τα κρατά μακριά από την οικογενειακή εστία, ενώ η φωτιά κατακαίει άσβεστη μέχρι τα Θεοφάνεια, οπότε το ράντισμα γύρω από την οικία με τη στάχτη από το τζάκι, αποτρέπει το κακό να πλησιάσει. Η σκοτεινή δράση των καλικάντζαρων, εξαλείφεται με την καθαγίαση των υδάτων από τους ιερείς, συμφώνως προς την αρχαία αντίληψη πως το πυρ και το ύδωρ εξαγνίζουν.

Η προσφορά του εορταστικού άρτου προς τους θεούς, κατά τις αγροτικές εορτές της ελληνικής αρχαιότητος(τα Θαλύσια και τα Θαργήλια) ως δείγμα ευγνωμοσύνης για την καλή σοδειά και ούτως ώστε να δώσουν και μια νέα, σχετίζεται άμεσα τόσο με το Χριστόψωμο, όσο και με τη Βασιλόπιτα της πρωτοχρονιάς. Αξίζει δε να επισημάνουμε, πως οι αγρότες της Βόρειας, κυρίως, Ελλάδος, φτιάχνουν κουλούρι με το πρώτο σιτάρι της χρονιάς, αποθέτοντάς το στη βρύση, ως προσφορά στο στοιχείο το οποίο κατοικεί εκεί και θεωρείται πως συμβάλλει στη καλή σοδειά. Η ιστορία επιπλέον, διάφορων δρώμενων τα οποία λαμβάνουν χώρα στον ελλαδικό χώρο την περίοδο του Δωδεκαημέρου (από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Θεοφάνεια), πηγάζει από ατόφιες και ζωντανές λαϊκές λατρείες της αρχαιότητος. Σε αυτή τη κατηγορία ανήκουν οι κατά τόπους μεταμφιέσεις και πάλι με κυρίαρχα τα μέρη της μακεδονικής γης αλλά και του Πόντου, δρώμενα με διάφορες ονομασίες όπως Αράπηδες και μπαμπούγερα ή και τα μωμογέρια του ποντιακού Ελληνισμού.

Ο πατέρας της Ελληνικής Λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, υποστηρίζει πως υπήρξαν ακριβώς οι μεταμφιέσεις των αρχαίων χρόνων εκείνες οι οποίες δημιούργησαν στο υποσυνείδητο του Λαού μας υποχθόνια πλάσματα όπως οι καλικάντζαροι. Με άλλα λόγια, υποδηλώνει πως τα δρώμενα των μεταμφιέσεων προϋπήρχαν της λαϊκής πίστης στην εμφάνιση των καλικάντζαρων  κατά την περίοδο του δωδεκαημέρου. Η ίδια αυτή περίοδος, υπήρξε κατά την αρχαιότητα χρονικό διάστημα τέλεσης πλήθους εορτών και εθίμων, τα οποία ο Χριστιανισμός επιδίωξε να εξαφανίσει, δίχως αυτό να καταστεί δυνατό. Διόλου τυχαία η επιβίωση αυτών των δρώμενων στην ελληνική ύπαιθρο, όπου όπως εξηγήσαμε πρωτύτερα, η εμφάνιση και επιβολή του Χριστιανισμού υπήρξε πιο αργή και δύσκολη σε σχέση με τα αστικά κέντρα, τόσο λόγω της σχέσης του ανθρώπου με τη γη (τα περισσότερα αρχαία έθιμα είχαν ως άξονα τη Φύση και τη γη), όσο και του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου το οποίο υπήρξε ανασταλτικός παράγοντας στη διάδοση της νέας πνευματικής θρησκείας με τις δαιδαλώδεις φιλοσοφικές προεκτάσεις.

Το ευρέως σήμερα διαδεδομένο έθιμο του «ποδαρικού», ανήκει επίσης στη κατηγορία των πανάρχαιων πατρίων εθίμων τα οποία διασώθηκαν στην χριστιανική Πατρίδα. Ο κρητικός Λαογράφος Γιώργος Αικατερινίδης σημειώνει πως η έννοια του δεξιού, ανάγεται στην αρχέγονη πίστη, καλώντας μας να ανατρέξουμε σε έθιμα τα οποία σχετίζονται με την ανατολή του Θεού Ήλιου. Χαρακτηριστικά αναφέρει, πως ο Επίσκοπος Νύσσης Γρηγόριος αποκαλύπτει για τους Βυζαντινούς του 4ου μ. Χ. αιώνος πως την πρώτη Ιανουαρίου «δεξιάς τινάς συντυχίας επετήδευον», επιδιώκοντας να υποδεχθούν στο σπίτι τους άτομο το οποίο θεωρούσαν τυχερό, μεταδίδοντας την καλή τύχη και στην οικία τους.

Κατά την εορτασμό των Θεοφανείων, η χριστιανική παράδοση θέλει τους ιερείς να ρίπτουν τον Σταυρό στο νερό, ενώ οι πιστοί συναγωνίζονται για το ποιός θα τον ανασύρει πρώτος, κερδίζοντας την ευλογία του Θεού, του ιερέως και τις τιμές των συντοπιτών του. Συναφές προς τούτο και ένα έθιμο το οποίο απαντάται σε διάφορα μέρη της Ελλάδος την ίδια ημέρα, όπου ο Λαός μας πλένει στο νερό εικόνες και αγροτικά εργαλεία. Η συνήθεια αυτή, παραπέμπει ευθέως στα αρχαία Πλυντήρια, γιορτή αφιερωμένη στην Παλλάδα Αθηνά.

Ο κύκλος των εθίμων τα οποία θεωρείται πως αποτελούν συνέχεια του Δωδεκαημέρου, κλείνει στις 8 Ιανουαρίου, με ένα επίσης αρχέγονο έθιμο, εκείνο το οποίο ακούει στο όνομα Γυναικοκρατία. Το έθιμο έχει τις ρίζες του στην γη της Θράκης, συναντάται δε ακόμη και σήμερα σε χωριά του νομού Σερρών, Ξάνθης, Ροδόπης και Έβρου. Σύμφωνα με το έθιμο, οι γυναίκες αποκτούν τη συγκεκριμένη ημέρα τη διοίκηση του σπιτιού, λαμβάνοντας τη σκυτάλη από τους άνδρες. Συνεπεία τούτης της «αλλαγής φρουράς», οι γυναίκες φορώντας ανδρικά ρούχα, μιμούνται τις συνήθειες των ανδρών, συγκεντρώνονται στα καφενεία και κάνουν ότι και οι άντρες τις υπόλοιπες μέρες του έτους. Κατά την παράδοση, οι άνδρες απαγορεύεται να κυκλοφορήσουν εκτός σπιτιού, φροντίζοντας για όλες τις εργασίες του νοικοκυριού.

Τα συγκεκριμένα δρώμενα, προερχόμενα από τις αρχαίες τελετές της γονιμότητος τόσο της γης όσο και της γυναίκας, εξελίχθηκαν προϊόντος του χρόνου σε αναγκαίες εκφράσεις της ψυχικής υπόστασης των Ελλήνων. Θεωρήθηκαν και θεωρούνται ακόμη και σήμερα δρώμενα καλούμενα ευετηρικά, εκείνα δηλαδή τα οποία χαρίζουν μια καλή χρονιά. Αυτό είναι και το αληθές βάθος της λαϊκής πεποιθήσεως πως η καλοτυχία ή κακοτυχία του έτους, εξαρτάται από την κακοτυχία ή καλοτυχία της πρώτης του ημέρας!

Η σταδιακή παρακμή και δύση της αρχαίας λατρείας του Ελληνικού και μετέπειτα Ρωμαϊκού Κόσμου, με σημείο καμπής την βαθύτατη οικονομική κρίση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα, υπήρξε ο βατήρας της κυριαρχίας της νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού. Η επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας και η υποκατάσταση της παλαιάς, υποδηλώνεται σαφέστατα με την οικοδόμηση των ιερών ναών της επί των ερειπίων των αρχαίων. Πάνω σε αυτά τα ιερά μνημεία της αρχαίας θρησκείας, τίθενται οι βάσεις της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης.  Καθώς εύστοχα επισημαίνει ο Χρήστος Δ. Λάζος, «ακόμη και μετά την πτώση του Βυζαντίου, το παγανιστικό υπόστρωμα της χριστιανικής θρησκείας παραμένει συχνά αμετάβλητο στις λαϊκές δοξασίες, τεκμηριώνοντας έτσι την αντοχή των παραδόσεων».

Χαρακτηριστικές περιπτώσεις λατρευτικών χώρων αφιερωμένων στους αρχαίους θεούς οι οποίοι μετατράπηκαν σε χριστιανικούς ναούς, είναι ο Παρθενώνας στην Αθήνα, το ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο και το εργαστήρι του Φειδία στην αρχαία Ολυμπία. Ο Παρθενώνας, ο οποίος κοσμεί την Ακρόπολη, μετατράπηκε σε εκκλησία, αφιερωμένη αρχικά στη Σοφία του Θεού, για να ονομαστεί στα κατοπινά χρόνια σε ιερό ναό της Παναγίας της Αθηνιώτισσας. Το ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο, αφιερώθηκε από τον 5ο μ.Χ. αιώνα στον Άγιο Ιωάννη το Νηστευτή, καλύπτοντας την ίδια ανθρώπινη ανάγκη, με εκείνη της αρχαιότητος: την αναζήτηση της ελπίδας από τους ασθενείς, πρώτα στον Ασκληπιό και μετέπειτα στον Άγιο Ιωάννη. Παρομοίως, το εργαστήριο του Φειδία στην αρχαία Ολυμπία μετεξελίχθηκε σε παλαιοχριστιανική εκκλησία του 5ου αιώνα.

Αυτά είναι μονάχα ελάχιστα από τα πάμπολλα και ποικίλα στοιχεία τα οποία μαρτυρούν την επιβίωση του «ομότροπου» του Λαού μας, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Κάποια από τα έθιμα και τα ήθη εκείνα σώζονται αυτούσια, άλλα τμηματικά και ορισμένα έχοντας τις ρίζες τους σε έθιμα τα οποία έπαψαν από μακρού χρόνου να υφίστανται. Σε κάθε όμως περίπτωση, ο πλούτος της ελληνικής κουλτούρας είναι μοναδικός, αναδεικνύοντας την απλότητα και συνάμα το μεγαλείο αυτού του Λαού. Η δε απόπειρα κοσμοπολιτών φιλελεύθερων και διεθνιστών μαρξιστών να πείσουν τη νέα γενιά πως αποτελεί ένα συνονθύλευμα διάφορων φυλών και ετερόκλητων ανθρωπίνων τύπων, προσκρούει στην φυσική και ιστορική πραγματικότητα η οποία δεν ζει στα αρχαία μνημεία τα οποία διανθίζουν την Ελληνική Πατρίδα, αλλά αντίθετα αποτελεί ζώσα δράση του Ελληνικού Λαού και πατροπαράδοτη έκφραση της κοινωνικής του ζωής. Μάλιστα για να είμαστε ιστορικά ακριβείς, δυνάμεθα να υπερηφανευτούμε πως ο ανίκητος Ελληνισμός είτε δια της αρχαίας θρησκείας, είτε δια της χριστιανικής πίστεως, ενδυναμώθηκε, δεν έπαυσε να λάμπει, παρελαύνει δε ακόμη και σήμερα εμπρός μας ως ο απόλυτος θριαμβευτής!

Ευάγγελος Καρακώστας

Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/h-ethnikh-diachronia-twn-epibiwsewn-patriwn-thrhskeutikwn-ethimwn-ews-tis-m#ixzz3YgblmAFM

Exit mobile version