Με ροζ ταπετσαρίες στο κελί απομόνωσης και κουρτίνες στα παράθυρα των κελιών αντί για κάγκελα, αλλά και με κατεδάφιση των φυλακίων που είχαν στηθεί για να σκορπούν τον τρόμο στους κρατούμενους, «ξορκίζουν» τα δεινά που πέρασαν οι πρόγονοί τους, στο στρατόπεδο γκουλάκ, στην περιοχή Αντζερόμ.
Περίπου χίλια άτομα αποφάσισαν να «σβήσουν» τις μαύρες μνήμες του παρελθόντος, δίνοντας ζωή στην περιοχή αυτή, που βρίσκεται περίπου 50 χλμ. έξω από την πόλη Σίκτιβκαρ, στη Βόρεια Ρωσία.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν το έβαλαν στα πόδια για να βρουν μια νέα πατρίδα και να … θάψουν το παρελθόν, αλλά μετέτρεψαν τις παράγκες, το ιατρικό κέντρο φυλακών και το κτίριο της φυλακής σε σχολείο, κρατικές υπηρεσίες και γραφεία.
Οι πρώτοι εξόριστοι -κυρίως από τις Βαλτικές χώρες, Πολωνία και Φιλανδία- έφθασαν στο μεγαλύτερο στρατόπεδο γκουλάκ, στο Αντζερόμ, το φθινόπωρο του 1932, κατηγορούμενοι ως πράκτορες ξένων δυνάμεων. Στην αρχή, αυτοί που έκτισαν τις πρώτες παράγκες για κρατούμενους, έμεναν σε πιρόγες, μερικές από τις οποίες σώζονται ακόμα στο δάσος.
Ο πρώην κρατούμενος Ανατόλι Σμιλίγκις περπάτησε με τα πόδια όλη την αυτόνομη δημοκρατία Κόμι. Είδε τα ερειπωμένα κτίρια των στρατοπέδων, κατέγραψε ατελείωτες διηγήσεις πρώην κρατούμενων και έβαλε στον χάρτη περίπου 50 ξεχασμένους οικισμούς – στρατόπεδα και πάνω από 20 νεκροταφεία με θαμμένους φυλακισμένους, που τελικά δεν άντεξαν τις κακουχίες… Όλα αυτά τα στοιχεία φυλάσσονται, κάτω από άκρα μυστικότητα, στα αρχεία της Ομοσπονδιακής Ασφάλειας της Ρωσίας (FSB).
Πάντως, ακόμα και σήμερα, καταγράφονται αντιφατικά τα συναισθήματα, αλλά και οι ερμηνείες, σχετικά με το ποιος ευθύνεται για την κατάσταση των γκουλάκ, των στρατοπέδων δηλαδή που έχτισαν οι ίδιοι οι κρατούμενοι σε διάφορες περιοχές της ΕΣΣΔ. Κάποιοι λένε, «ήταν τέτοια πολιτική, για να φοβούνται. Επί Στάλιν, όλοι φοβόντουσαν», άλλοι πάλι δηλώνουν άγνοια λέγοντας: «ήταν πολιτικοί κρατούμενοι.. Γιατί τους φυλάκισαν – δεν ξέρω, δεν τους ρώτησα… Δεν με ένοιαζε. Εγώ υπηρετούσα, εργαζόμουν ως κρατούμενος και δεν είχα δικαίωμα να ρωτώ το γιατί». Βέβαια, υπάρχουν και εκείνοι που υποστηρίζουν την πρακτική που ακολουθείτο και λένε ότι «τα στρατόπεδα χτίστηκαν για τους εγκληματίες και με αυτούς τα γέμισαν».
GULAK- Πέντε γράμματα θανάτου
Σύμφωνα με τις στατιστικές της ΕΣΣΔ, από την 1η Ιουλίου του 1944, στη χώρα υπήρχαν 56 στρατόπεδα εργασίας και 69 εθνικές, επαρχιακές και περιφερειακές διοικήσεις και τμήματα των στρατοπέδων εργασίας – αποικιών των καταδικασμένων και των οικογενειών τους. Τα κεντρικά γραφεία του γκουλάκ NKVD είχαν τρεις διοικήσεις και 13 ανεξάρτητα τμήματα και 525 μονάδες
Ο 81χρονος Μοσχοβίτης Έλληνας Αλέξανδρος Διονυσιάδης, για πολλά χρόνια δεν μιλούσε ποτέ για ό,τι πέρασε ο πατέρας του στις πιο σκληρές φυλακές των γκουλάκ, το Σοσουμάν, της περιοχής του Μαγκαντάν (Άπω Ανατολής της Ρωσίας).
Στα «στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην πρώην ΕΣΣΔ, εξορίζονταν οι πάσης φύσεως αντιφρονούντες πολιτικοί, κρατούμενοι, ύποπτοι, αλλά και οι κοινοί εγκληματίες – δολοφόνοι» λέει ο ίδιος στο Αθηναϊκο Πρακτορείο Ειδήσεων ( ΑΠΕ -ΜΠΕ ).
«Όλοι ξέρουμε πώς τα στρατόπεδα γκουλάκ έγιναν διαβόητα καθώς εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που κρατούνταν στις φυλακές αυτές εξαφανίζονταν και έχαναν κάθε επαφή με τις οικογένειές τους, βασανίζονταν και έμεναν φυλακισμένοι υπό φριχτές συνθήκες διαβίωσης για χρόνια- συχνά χωρίς καν νόμιμες δικαστικές διαδικασίες» τονίζει.
Όπως εξηγεί, στα στρατόπεδα εργασίας, μαζί με πολικούς κρατούμενος κρατούνταν και οι πραγματικοί εγκληματίες -ληστές, λαθρέμποροι, λιποτάκτες, διεφθαρμένοι κρατικοί λειτουργοί- αλλά και μικρά παιδιά, από την ηλικία των 12 ετών. Μάλιστα, όπως επισημαίνει, για τα παιδιά εφάρμοζαν τις ίδιες σκληρές ποινές με αυτές που ίσχυαν για τους ενήλικες και αν δεν ακολουθούσε το παιδί τους κανόνες συμπεριφοράς στο στρατόπεδο, απλώς το… εκτελούσαν.
Στα προπολεμικά χρόνια, πριν το ’40, ο θεσμός των γκουλάκ ήταν ένα σημαντικό μέσο για την επίλυση των οικονομικών προβλημάτων της χώρας, την εφαρμογή του «Προγράμματος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης». Οι αυτοκρατορίες, όπως μας επισήμανε, «θέλουν και τους σκλάβους τους… Στην ΕΣΣΔ ήταν εκατομμύρια φυλακισμένοι – ένα μεγάλο εργατικό και φτηνό δυναμικό».
Στη Δύση, τα στρατόπεδα γκουλάκ έγιναν γνωστά το 1973, μέσω της δημοσίευσης του έργου «Αρχιπέλαγος Γκουλάκ» του Ρώσου νομπελίστα συγγραφέα Αλεξάντερ Σολζενίτσιν, ενώ ο Αλέξανδρος Διονυσιάδης για πρώτη φόρα έμαθε για τα γκουλάκ την εποχή της περεστρόικα, όταν έγινε μέλος μιας ομάδας «Memorial», του Συλλόγου Θυμάτων της εποχής των γκουλάκ, υπό την ηγεσία του Αντρέι Ζαχάρωφ.
«Ήμουν ένας από τους ιδρυτές του συλλόγου και τα πρώτα τέσσερα χρόνια ήμουν μέλος του διοικητικού συμβουλίου του» λέει ο κ. Διονυσιάδης και προσθέτει: «με την ενασχόλησή μου με τον σύλλογο, συνειδητοποίησα τι είχε πραγματικά περάσει στη φυλακή ο πατέρας μου Νίκος Διονυσιάδης. Κατάλαβα τι ήθελε να πει πίσω από λακωνικές φράσεις στα γράμματά του: «Αγαπητή Ευγενία, σε παρακαλώ να πας στη Μόσχα να ζητήσεις τον φάκελό μου. Και να μάθεις για την υπόθεσή μου, αφού δεν με βλέπω να αντέξω ακόμα επτά χρόνια». Αυτά έγραφε ο πατέρας μου τον Αύγουστο του 1940, θυμάται.
Ο κ. Διονυσιάδης, που έχει σχεδόν ολοκληρώσει την πολυσέλιδη αυτοβιογραφία του, αναφέρει, ακόμη, ότι πολλοί από αυτούς που είχαν σταλεί στα γκουλάκ ήταν άνθρωποι που δεν ήξεραν το… έγκλημά τους και στο πλαίσιο αυτό η απόγνωσή τους ήταν «ανυπόφορη».
«Όλα τα σωζόμενα γράμματα του πατέρα μου δημοσιεύθηκαν στο βιβλίο του ερευνητή – ιστορικού Ιβάν Τζουχά «Γράφω με δικά μου λόγια….». Στις σελίδες του βιβλίου αυτού, που εκδόθηκε στην Αγία Πετρούπολη, το 2009, ο Τζούχα έχει «κλείσει» γράμματα από τις φυλακές γκουλάκ. Ο Ιβάν Τζούχα έχει εκδώσει και αλλά ιστορικά βιβλία με θέμα την εξόντωση των Ελλήνων της ΕΣΣΔ. Είναι βιβλία – ντοκουμέντα, στα οποία αναφέρει -μεταξύ άλλων- ότι την περίοδο 1937-1939 εκτελέστηκαν πάνω από 2000 μόνο Έλληνες και 15.000 συνελήφθησαν μόνο τις τρεις πρώτες ημέρες του Δεκέμβρη του 1937.
Για την ιστορία αναφέρεται ότι ο πατέρας του Διονυσιάδη βρέθηκε στο χρυσωρυχείο των φυλακών Σουσουμάν. Καταδικάστηκε βάσει του άρθρου 58 ως αντικαθεστωτικός, πράκτορας ξένων δυνάμεων και η ποινή του ήταν 10 χρόνια… θανάτου στις πιο απάνθρωπες φυλακές.
«Οι εργασίες στα ορυχεία άφηναν ελάχιστες πιθανότητες επιβίωσης. Ο πατέρας μας σώθηκε, επειδή ήταν μορφωμένος και μερικές φορές τον χρησιμοποιούσαν στο λογιστήριο» αφηγείται ο κ. Διονυσιάδης. «Δεν μπορεί κανείς ακόμα και να φανταστεί πώς επιβίωναν οι άνθρωποι σε πολικό κρύο με ρούχα – κουρέλια, με χρόνια πείνα, με εξαντλητική πολύωρη σωματική εργασία και την επικείμενη δαμόκλειο σπάθη – με φόβο εκτέλεσης επί τόπου ανά πάσα στιγμή, χωρίς κανένα λόγο, μόνο με το καπρίτσιο του φύλακα» συνεχίζει.
«Μάσκα της Οδύνης»- ο τόπος εξορίας, τόπος ζωής
Η Κυριακή (Κίρα) Γεροντίδη είναι το παιδί ενός εξ αυτών των εξόριστων Ελλήνων. Όλη τη ζωή της ζει σε μια μικρή πόλη, κοντά στο Μαγκαντάν, τόπο φυλάκισης του πατέρα της και τόπο της δικής της ζωής…
«Δύσκολες οι συνθήκες εδώ, αλλά αγαπήσαμε τον τόπο» λέει στο ΑΠΕ -ΜΠΕ η Κίρα Γεροντίδη, γιατρός η ίδια στο επάγγελμα, ενώ τα παιδιά της Αναστάσης και Βάνια ακολούθησαν τον δρόμο της Νομικής.
«Αδικήθηκαν οι γονείς μου- τον πατέρα μου τον εκτέλεσαν το 1937, αλλά τα εγγόνια του ίσως διορθώσουν τα κακώς κείμενα της ζωής, υπηρετώντας τη δικαιοσύνη» σημειώνει και συμπληρώνει: «Ύστερα από επτά δεκαετίες, αρχίσαμε να μαθαίνουμε για τον τόπο και την αιτία θανάτου των πατεράδων μας. Κι όλα αυτά χάρη στην έρευνα του Ιβάν Τζούχα, το ‘Ελληνικό Μαρτυρολόγιο’, που ερευνά όλες τις διαστάσεις των καταπιέσεων της σταλινικής εποχής κατά των Ελλήνων».
Στην πόλη των πολλών σταλινικών φυλακών και στρατοπέδων, σήμερα υπάρχει ήδη ένα μεγάλο μνημείο για τα θύματα των γκουλάκ. Είναι η «Μάσκα της Οδύνης», έργο του παγκοσμίως γνωστού γλύπτη κι αρχιτέκτονα Έρνεστ Νεϊζβέστνι. Ωστόσο, ο «Σταυρός της Μνήμης» που τοποθετήθηκε στη πόλη το 2011 είναι το πρώτο μνημείο, αφιερωμένο σε Έλληνες – θύματα του σταλινικού τρόμου.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ