Η σιγή ιχθύος χιλιάδων ψυχών
Ενός λεπτού σιγή. στην ολομέλεια της Βουλής, μία ημέρα πριν την αιματηρή επέτειο της 19ης Μαϊου, εις ένδειξη σεβασμού για τους χιλιάδες των Ποντίων που σφαγιάστηκαν από τις τουρκικές ορδές. Ενός λεπτού σιγή και κάποια ξεπουλημένα έδρανα βουλευτών άδειασαν ξαφνικά, είτε γιατί τα συμφέροντα τους με την «γείτονα» χώρα είναι μεγάλα, είτε γιατί στο ντελίριο της ανθελληνικής τους ψυχής αρνήθηκαν να αποδώσουν τον ελάχιστο φόρο τιμής σ’ αυτούς που αντιστάθηκαν, σ’ αυτούς που κατακρεουργήθηκαν από το μίσος των τούρκων.
Αύγουστος του 1923, με την βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης, γερμανών συμβούλων και των δήθεν συμμαχικών δυνάμεων της Ελλάδας (Αγγλία-Γαλλία), ο Μουσταφά Κεμάλ έχει ήδη ολοκληρώσει το έργο του: περίπου 360,000 Πόντιοι έχουν εξοντωθεί και ο υπόλοιπος ελληνικός πληθυσμός εκτοπίζεται από την Πατρίδα του. Την ίδια στιγμή που οι Έλληνες μετρούσαν νεκρούς αδερφούς, πατέρες, βιασμένες μάνες και κόρες την ίδια στιγμή ο Κεμάλ αναφωνεί: «Επιτέλους τους ξεριζώσαμε».
Χάριν της «ελληνοτουρκικής» φιλίας η λέξη γενοκτονία ήταν απαγορευμένη στην Ελλάδα για 70 και πλέον χρόνια, οι ψυχές που χάθηκαν στα αφιλόξενα βουνά του Πόντου υπερασπιζόμενες τους τάφους των πατεράδων τους δεν ήταν αρκετές μπροστά στο πολιτικό συμφέρον και μόλις το 1994 αναγνωρίστηκε στην Βουλή των Ελλήνων η 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης για την γενοκτονία των Ποντίων.
Περιττό να αναφερθεί ότι ιστορικώς και εθνικώς ξένες προς εμάς γενοκτονίες όχι μόνον έχουν αναγνωριστεί από τις κυβερνήσεις της Ελλάδας, αλλά κάθε χρόνο τιμώνται μετά βαΐων και κλάδων από όλες τις πολιτικές παρατάξεις.
19η Μαΐου: αντί της σιωπής
Η έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα σημάνει την γενική επιστράτευση στην Τουρκία, οι Πόντιοι είναι οι μόνοι που αρνούνται να καταταχτούν στον τουρκικό στρατό. Οι «λιποτάκτες» που βρέθηκαν απαγχωνίστηκαν ενώ οι υπόλοιποι παίρνουν τον δρόμο για τα βουνά.
Το ανθελληνικό πρόσωπο της Τουρκίας παίρνει σάρκα και οστά στην Σαμψούντα και στην Πάφρα: στο όνομα της «ασφάλειας του κράτους» μεγάλο μέρος του Ελληνικού πληθυσμού του Πόντου μετακινείται στην ενδοχώρα μέσω των περιβόητων ταγμάτων Αμελέτ ταμπουρού. Τα τάγματα αυτά δεν ήταν τίποτα άλλο από τάγματα εξόντωσης όπου μεγάλος αριθμός γυναικόπαιδων οδηγήθηκε μέσα σε παγετώνες από τόπο σε τόπο με μόνο σκοπό να πεθάνουν στον δρόμο, χωρίς να υπάρχει ένας τελικός προορισμός, ο τελικός προορισμός ήταν ο θάνατος. Και αυτός ο θάνατος, το μόνο σίγουρο ήταν ότι θα ερχόταν αργά και βασανιστικά γιατί πέραν των κακουχιών αυτό το ποτάμι ελληνικών ψυχών δεχόταν καθημερινά επιθέσεις από οργανωμένες ομάδες τούρκων (Τσέτες – Οσμανλήδες), οι οποίοι επάνω στο ανθελληνικό μένος βίαζαν και δολοφονούσαν γυναίκες, μικρά παιδιά (κορίτσια-αγόρια) και γέρους σε καθημερινή βάση.
Τον Φεβρουάριο του 1918 οι μπολσεβίκοι ανταποδίδουν την υποστήριξη του παντουρκικού κινήματος που δρούσε στη Ρωσία κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση, εγκαταλείποντας την Τραπεζούντα στην εκδικητική μανία των Τούρκων.
Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των γερμανών και σοβιετικών συμβούλων του έχοντας σαν αρχηγό τον αιμοσταγή Τοπάλ Οσμάν.
Ο Κεμάλ μεταξύ άλλων αναφέρει στον Οσμάν: «Aφού έχεις την υποστήριξη του τουρκικού λαού, φτιάξε αμέσως την οργάνωσή σου, πάρε το αξίωμα του αρχηγού, ώστε η πόλη να βρίσκεται εμπράκτως υπό την κατοχή τη δική σου και των ανθρώπων σου. Aντί να φύγεις εσύ και να πάρεις τα βουνά, ας φύγουν οι Πόντιοι και οι Pωμιοί. Mε την πάροδο του χρόνου και μόλις θα έχουμε ενδείξεις ότι παρανομούν θα τους καθαρίσουμε όλους».
Ο Τοπάλ Οσμάν με την έγκριση των τουρκικών κυβερνήσεων εξαπολύει τα τάγματά του για να εξοντώσει πλήρως τον ποντιακό ελληνισμό. Μεταξύ των βαρβαροτήτων που συντελέστηκαν όπως οι βιασμοί και οι δολοφονίες καθημερινό φαινόμενο ήταν και η 18ωρη ακατάπαυστη εργασία, η γυμνή πεζοπορία κάτω από δριμύ χειμωνιάτικο ψύχος κ.ά.
Και όλα αυτά γινόταν υπό το βλέμμα των συμμάχων της Ελλάδας. αξίζει να αναφερθεί πως ο Άγγλος ύπατος αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη σερ Ραμπολντ σ’ ένα σημείο της αναφοράς του προς την κυβέρνηση του, με ημερομηνία 10 Μαΐου 1922 επισημαίνει: «Νέες αποτρόπαιες εξορίες άρχισαν σ’ όλα τα μέρη της Μικρασίας… τα 2/3 των εξόριστων είναι γυναίκες και παιδιά…Ένας συνεργάτης του είδε και μέτρησε 1500 πτώματα στο δρόμο προς Χαρπούτ. Στην Αμερικανική Επιτροπή Περίθαλψης Εγγύς Ανατολής δεν επέτρεψαν να περιμαζέψει τα παιδιά, των οποίων οι γονείς πέθαναν πάνω στο δρόμο…»
Ένα προμελετημένο έγκλημα που σώπασε όλα αυτά τα χρόνια κι ας το μαρτυρούν τόσο η διεθνής βιβλιογραφία όσο και τα κρατικά αρχεία πολλών χωρών.
Η Ελλάδα βέβαια όλα αυτά τα χρόνια, παρά τις προκλήσεις της Τουρκίας φρόντισε να δείχνει με κάθε τρόπο τον γενιτσαρισμό της.
Η 19η Μαΐου έχει καθιερωθεί από την Τουρκία ως ημέρα γιορτής της νεολαίας αλλά και του ξεριζωμού των Ελλήνων. Το 1998 με την σφραγίδα του υπουργού πολιτισμού Ε. Βενιζέλου αποφασίζεται να σταλεί η κρατική ορχήστρα Αθηνών στην γιορτή της τουρκικής νεολαίας, η αποστολή δεν ακυρώνεται αλλά αναστέλλεται γιατί τα μέλη της ορχήστρας αρνήθηκαν να παρευρεθούν την συγκεκριμένη ημερομηνία. Δυο χρόνια μετά ο τότε υπουργός εξωτερικών Γ. Παπανδρέου καταθέτει στεφάνι στο μνημείο του σφαγέα των Ποντίων Κεμάλ Ατατουρκ. Τέλος, οι τούρκοι έως και σήμερα στα περίχωρα της Σαμψούντας έχουν ιδρύσει χωριό που φέρει την ονομασία 19 Μαΐου.
Η ημέρα που ποτέ δεν θα ξεχάσω
Τι είναι μια ημερομηνία; Ένας αριθμός, ένας απλός αριθμός που άλλοτε σου θυμίζει ευχάριστες στιγμές και άλλοτε σε γεμίζει δάκρυα λησμονιάς, δάκρυα οργής.
Θυμάμαι, σαν παιδί τις ατέλειωτες ιστορίες της γιαγιάς μου και της προγιαγιάς μου, ιστορίες για ανθρώπους που αναγκάστηκαν να αποχωριστούν αδέρφια, μανάδες και πατέρες γιατί έτσι έπρεπε να γίνει. Ιστορίες που μιλούσαν για την μακρινή μου Πατρίδα, που μόνο στον χάρτη μπορώ να την βλέπω, ιστορίες που σε ταξιδεύουν μέσα από τα λόγια και τον τόνο της φωνής άλλοτε σαν απλό κάτοικο των πλακόστρωτων σοκακιών στον Πόντο και άλλοτε σαν αντάρτη πάνω σε ψηλά βουνά.
Στην ανάπλαση του σκηνικού μέσα στο παιδικό μου μυαλό, βοηθούσαν και τα ντοκιμαντέρ που έβαζε καμιά φορά η ελληνική τηλεόραση όπου και μαζευόταν όλη η οικογένειά μου και κρεμόταν από τα χείλη του παππού και της γιαγιάς.
Περίμεναν μια ιστορία, μια ανάμνηση μιας και δεν μας χρειάστηκε ποτέ κανένα βιβλίο ιστορίας για να μάθουμε. ξέραμε. και αυτό ήταν το πιο τραγικό όλων.
Κι αυτή μας η γνώση ήταν βίωμα κάθε ημέρας κάθε νύχτας που περνούσε. Και ήρθε εκείνο το το βράδυ το επιβεβαιώσει. ενώ κοιμόμασταν. «Τούρκοι, τούρκοι βοήθεια ήρθαν να με πάρουν, πήραν την μάνα μου θα πάρουν και εμένα. Κορίτσια θέλουν. θα με ατιμάσουν.» η προγιαγιά μου η Χριστίνα, στα τελευταία της τότε, έβλεπε εφιάλτες και στον ύπνο της και στο ξύπνιο της, τιναζόταν και κλαίγοντας φώναζε τις μαύρες σκιές των τουρκαλάδων που ερχόταν να την πάρουν και κάθε φορά προσπαθούσαμε να την συνεφέρουν στην πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που λίγα χρόνια μετά θα συγκλόνιζε εμένα.
Ήταν 20 Ιανουαρίου του 2000, όταν ο Γιώργος Παπανδρέου κατέθεσε στεφάνι στη μνήμη του Κεμάλ Ατατουρκ. Δεν θα ξεχάσω πόσο είχε παγώσει το αίμα μου και με μιας έτρεξα να βρω την γιαγιά μου, να της το πω. Δεν μπορούσα να συνειδητοποίησω τον βαθμό προδοσίας των δικών μου ανθρώπων, ενός προπάππου που δεν γνώρισα, μου ερχόταν συνέχεια στο μυαλό η παιδική εικόνα των παππούδων μου να κλαίνε και να ζητάνε τους γονείς τους και αντί γι αυτούς να αντικρίζουν τον βούρδουλα και την ανθρώπινη εξαθλίωση από τις κεμαλικές ορδές. Χιλιάδες εικόνες πλημμύρισαν το είναι μου, γυναίκες που βιάστηκαν, γυναίκες που έπνιξαν το παιδί τους στα αφιλόξενα βουνά του Πόντου γιατί εκείνη την ώρα περνούσε ο εχθρός και δεν έπρεπε να τους καταλάβει. Και οργή, αυτό ξεπήδησε, μόνο οργή!
Μαρία Σιδηροπούλου
Από το στο όγδοο τεύχος του περιοδικού “Μαίανδρος” που κυκλοφορεί
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/19-maiou-hmera-timhs-kai-mnhmhs-gia-th-genoktonia-tou-pontiakou-ellhni#ixzz3aZlHTFj3