«Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ‘βλεπαν
κι αυτοί γελούσαν.
Όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
πάνω νερά∙
να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
στα τυφλά πεισματάρης
και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σαν το πολύροζο λιόδεντρο –
άφησε κι ας γελούν.
Και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος
στη σημερινή πνιγερή μοναξιά
στ’ αφανισμένο τούτο παρόν –
άφησέ τους.
Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής
υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας».
Γιώργος Σεφέρης
«Θερινό Ηλιοστάσι- Θ΄»
Μικρό παιδί περνούσα τα καλοκαίρια σε ένα νησί γειτονικό στην Αθήνα. Η ημερήσια διάταξη περιελάμβανε πρωινή πεζοπορία, νερό πηγής, μάθημα επιτόπιο των χορταριών και των δέντρων, και αμέτρητες ώρες κολύμπι. Δυο ήταν οι πρωταγωνιστές εκείνων των ημερών: Τα τζιτζίκια και οι αχινοί.
Μέχρι που ένα καλοκαίρι κατέλαβε ετσιθελικά, απρόοπτα, την κυρίαρχη θέση του στις παιδικές μου αναμνήσεις. Οι φωτιές του Αγιαννιού ξεδιπλώθηκαν σε όλη την παραλία, από πάνω ως κάτω. Κορίτσια κι αγόρια χαχάνιζαν ομάδες-ομάδες, μεσημεριανές κουβέντες, μισάνοιχτα παράθυρα, ψίθυροι και κοκκινισμένα μάγουλα. Κι εκεί, όπως σε όλες τις ιστορίες που αξίζει να διαβάσεις, έκανε την εμφάνισή του ο «κακός μαύρος λύκος». Δεν είναι σίγουρο ότι ήταν πραγματικά κακός. Ήταν όμως βέβαιος για το δίκαιο της εξουσίας του και το κράδαινε με την ίδια απελπισμένη βεβαιότητα που κράδαινε και την μαγκούρα του.
Θυμωμένος, βλοσυρός, πικαρισμένος έκλεινε με θόρυβο παραθυρόφυλλα, επικαλούνταν τον Θεό που χολωνόταν, λέει, με τα αγόρια που δρασκέλιζαν τις φλόγες και τα κορίτσια που έλυναν τα μαλλιά τους κι έριχναν από ένα τσιμπιδάκι στο πλαστικό κανάτι. Γεμισμένο αμίλητο νερό απ’ την πηγή, θα μαρτυρούσε το ξημέρωμα το όνομα εκείνου που θα συντρόφευε αυτό που ονειρεύονταν πως θα ‘ναι η ζωή τους. Καταριόταν ο γέρος κι ορκιζόταν πως ποτέ πια δεν θα γινόμασταν μάρτυρες του κλήδονα, πως ήταν εκείνη, σίγουρα, η τελευταία φορά, κι ύστερα θα ‘πεφτε η συντέλεια. Προσώρας σκεφτόμουν πώς θα ‘ταν που θα ‘πεφτε η κατάρα πάνω τους, πάνω εκείνων των κοριτσιών και αγοριών που πίστευαν και έκαναν ίδιο κι απαράλλακτο το έθιμο όπως οι μανάδες κι οι γιαγιάδες και οι παππούδες τους, μια κι εγώ δεν πιανόμουν λόγω ηλικίας στους έφηβους που συμμετείχαν στην απαγορευμένη μυσταγωγία. Κι αναρωτιόμουν πώς δεν έπεσε ο χαλασμός πάνω στους παππούδες και προσπαππούδες τους που για γενιές χόρευαν και τραγουδούσαν με την ίδια βεβαιότητα το ίδιο εκείνο τραγούδι.
Λίγα χρόνια αργότερα, ξεχασμένη όπως συνήθιζα σε ένα βιβλίο, στο χάζεμα των βράχων και του ήλιου που χάνονταν και ξαναγεννιόταν στον ορίζοντα, δεν πήγα στον κλύδωνα. Μα πήγε η καλή μου φίλη, η Άννα, που μοιραζόμασταν άγουρες, καλοκαιρινές έννοιες και κοροϊδέματα. Και το επόμενο καλοκαίρι, έτσι, αναπάντεχα, λίγο μετά του Αγιαννιού, μ’ έπιασε απ’ το χέρι, και πάνω σε ένα ασπρισμένο αυλόγυρο, δίπλα από τενεκέδες με βασιλικά, μου εκμυστηρεύτηκε ένα μεσημέρι, πως είχε βρει το ταίρι της.
Απειλές, ξόρκια και κατάρες, έγιναν καπνός εκεί στην ασπρισμένη αυλή. Γιατί η ζωή, έχει τον τρόπο της να κλείνει το στόμα σε όσους αμφισβητούν την δύναμή της. Άγρια κι αδιαπραγμάτευτη ξεπετάγεται όπου φανεί υποψία ελπίδας, κι εκεί, σε μια χούφτα χώμα, γραπώνεται, και μεγαλώνει σαν αυθάδικο λουλούδι γιατί αυτή είναι η δύναμή της: να περιφρονεί τις αντιξοότητες, και τους προφήτες, και τα αναθέματα. Και να υπάρχει, χωρίς κανείς να το ζητήσει. Αρκεί να ανοίξει τη χούφτα, να βάλει χάμω το χώμα του, να πιστεύει, και να περιμένει.
Μέρες οικονομικού Αρμαγεδώνος που είναι, αλλά και μέρες καλοκαιριού, ήρθε στο νου μου αυτή η ιστορία.
Τρίβολοι με κουδούνια και λύκοι με δέρατα αρνιών, απειλώντας και βρίζοντας, περιφρονώντας και χλευάζοντας την Πατρίδα και τον Λαό μας, έχουν αμοληθεί και λένε, λένε… Πρόμαχοι τάχα του λαού, του αρνούνται δικαίωμα και ικανότητα να αποφασίζει. Μάγοι και τσαρλατάνοι φοβερίζουν με τις φλόγες της κολάσεως. Δεν ξεσυνερίζομαι εκείνους που φοβούνται. Έμαθαν να κρύβουν ζηλόφθονα στην τσέπη το τάλαντο που τους δόθηκε, και να πορεύονται στα τυφλά και τρομαγμένα σε κάθε θρόισμα, σε κάθε ίσκιο. Δεν τους κατηγορώ που ενώνουν τις φωνές τους με των δημίων. Τα κεφάλια τους, σκυμμένα πάνω στον ποτισμένο στο αίμα, πάγκο του χασάπη, περιμένουν αδιαμαρτύρητα τον δίκαιο χαμό τους.
Διάβαζα το σχόλιο ενός που έλεγε πως προτιμούσε να του κάνουνε κουμάντο οι Εβραίοι και οι Μασόνοι, παρά οι κομμουνιστές που θα μας πάρουν λέει το βιός και θα εγκαθιδρύσουν την κομμουνιστική δικτατορία. Και αγνοούσε ο πολυδιαβασμένος με το ύφος και τον τουπέ αποκριάτικου Δρυίδη, πως καπιταλισμός και κομμουνισμός πάνε χέρι-χέρι, όψεις του ίδιου νομίσματος. Ξεχνούσε ή απέκρυπτε πως οι εκλεκτοί του κόψαν συντάξεις και μισθούς, πήραν σπίτια κι έκλεισαν επιχειρήσεις. Οι εκλεκτοί του έβαλαν στην φυλακή τους Εθνικιστές, κι εκείνοι είναι οι ηθικοί αυτουργοί, αν όχι οι εντολοδότες της δολοφονίας του Γιώργου και του Μάνου, με εκτελεστικά όργανα το αριστερό παρακράτος.
Το πολιτικό θέατρο του κοινοβουλευτισμού είναι αρκετά παλιό και επαρκώς σχεδιασμένο ώστε να δίνει στο λαό την ψευδαίσθηση της Δημοκρατίας. Λίγο ενδιαφέρει ο ξεπεσμός του. Μα χαίρομαι που η ελληνική φωτιά γλύφει τις αυλές των Φασουλήδων στις Βρυξέλλες και τα γυάλινα κάστρα των χρηματιστών της Νέας Υόρκης, κι εύχομαι να τους δούμε να πέφτουν έντρομοι από τα ψηλά άλογα πού ‘χουν καβαλικέψει και τσαλαπατούν ανθρώπους κι έθνη.
Αν κάτι κατάφεραν οι Έλληνες Εθνικιστές της Χρυσής Αυγής στα τρία χρόνια της κοινοβουλευτικής τους παρουσίας είναι πως έκαναν χιλιάδες ανθρώπους να πετάξουν το πουκάμισο του φόβου, να βρουν και να πιστέψουν στην πιο βαθιά και αδιάψευστη ουσία τους: την αλήθεια της ράτσας τους. Αν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε, είναι να εξακολουθήσουμε να βαδίζουμε με τις Ιδέες μας θαλερές και τις Ψυχές μας ακέραιες.
Οι άνθρωποι φεύγουν κι έρχονται στην ζωή. Μα τη δύναμή της ποιος μπορεί να την αμφισβητήσει; Ατάραχη στον δρόμο της καλεί να την ακολουθήσεις. Αντέχεις;
ΕΙΡΗΝΗ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ-ΠΑΠΠΑ
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/fwtia-stis-aules-ths-eurwphs#ixzz3ejA0F62D