Είναι γνωστό ότι η πολύπαθη περιοχή της Δυτικής Θράκης, κατελήφθη από τους τούρκους το διάστημα 1360-1385 και έμεινε κάτω από την οθωμανική κυριαρχία μέχρι το 1912, δηλαδή για 530 περίπου χρόνια. Παρ’ όλα αυτά όμως ποτέ δεν έχασε ο πληθυσμός την Ελληνική και Χριστιανική ταυτότητά του, αλλά αντίθετα παρουσίασε ανάπτυξη και άνθιση, κυρίως μετά το 1860.
Την Θράκη κατέλαβαν τα βουλγαρικά στρατεύματα το 1912 κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, όταν ο Ελληνικός Στρατός ξεχύνονταν από την Μελούνα και το Σαραντάπορο προς τα βόρεια. Έτσι στις 7 Νοεμβρίου του 1912, στρατεύματα της 2ης βουλγαρικής μεραρχίας του Κοβάτσεφ αφού κατέλαβαν τη Σταυρούπολη Ξάνθης, προήλασαν και εισήλθαν την επομένη 8 Νοεμβρίου στην Ξάνθη μαζί με τμήματα του 21ου Συντάγματος του Σεραφίμοβ.
Προκειμένου η Βουλγαρία να αποδείξει στις Μεγάλες Δυνάμεις ότι οι περιοχές που κατέλαβε εθνολογικά κατοικούνταν στην συντριπτική τους πλειονότητα από Βουλγάρους ή Εξαρχικούς με βουλγαρική γλώσσα και συνείδηση, μετήλθε κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο ώστε να εξαναγκάσει τους κατοίκους να πολιτογραφηθούν Βούλγαροι. Ή δήλωνες Βούλγαρος ή αντιμετώπιζες το θάνατο, την εξορία, ξυλοδαρμούς και βιασμούς και άλλα φρικτά βασανιστήρια. «Το παν πρέπει να εκβουλγαρισθεί» επαναλάμβαναν καθημερινά στρατιωτικοί, παραστρατιωτικοί, υπάλληλοι, κομιτατζήδες και τυχοδιώκτες, ονειρευόμενοι την Μεγάλη Βουλγαρία του βασιλέα Βόρις.
Δεν υπάρχει πόλη ή χωριό της δυτικής Θράκης που να μην γεύθηκε τη μισαλλοδοξία και τον φανατισμό των Βουλγάρων. Το μένος τους στράφηκε κυρίως προς τον κλήρο και τους ορθόδοξους ναούς. Οι ναοί του Τιμίου Προδρόμου, των Ταξιαρχών, του Ακάθιστου Ύμνου, του Αγίου Γεωργίου των Αγίων Αποστόλων και του Αγίου Κήρυκος, όπως επίσης και τα Μοναστήρια των Ταξιαρχών, της Καλαμούς και της Παναγίας της Αρχαγγελιώτισσας της Ξάνθης, υπέστησαν λεηλασίες και πυρπολήσεις.
Κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, όταν οι μάχες του Ελληνικού Στρατού κατά των Βουλγάρων διαδέχονταν η μια την άλλη, τμήματα της 8ης Μεραρχίας προελαύνοντα από το Παρανέστι και την Σταυρούπολη την 12η Ιουλίου 1913 πλησίαζαν την Ξάνθη, ενώ άλλες μονάδες από την Χρυσούπολη της Καβάλας μέσω Τοξοτών έφθαναν στο Νότιο Δυτικό τμήμα της πόλεως. Οι Βούλγαροι κατακτητές αντιλαμβανόμενοι τη δεινή θέση λεηλατούσαν και αναχώρησαν πριν προλάβουν να πυρπολήσουν τα σπίτια και τα καταστήματα των Ξανθιωτών.
Το πρωί της 12ης Ιουλίου ο βουλγαρικός στρατός της Ξάνθης, εγκατέλειψε την πόλη μαζί με τις κατοχικές αρχές και τις οικογένειές τους. Ο Ντάνεφ και η παρέα του τις νυχτερινές ώρες πυρπόλησαν τις φυλακές της πόλης (εκεί που είναι τώρα το σιντριβάνι της κεντρικής πλατείας), όπου υπήρχαν έγκλειστοι αρκετοί Ξανθιώτες και Αβδηρίτες αλλά κατάφεραν να ανοίξουν την κεντρική είσοδο και σώθηκαν.
Το πρωί της επόμενης ημέρας, 13 Ιουλίου 1913, εισήλθαν νικηφόρα τα Ελληνικά στρατεύματα της 8ης Μεραρχίας στην πόλη της Ξάνθης υπό τον Μέραρχο Δημήτριο Ματθαιόπουλο. Η Ξάνθη έπλεε στα γαλανόλευκα και μετά την άφιξη 22 ομήρων προκρίτων και του Μητροπολίτη Άνθιμου στην πόλη (απελευθερώθηκαν στην Κομοτηνή), εψάλλη δοξολογία και οι εκδηλώσεις χαράς και υποδοχής των στρατευμένων συνεχίστηκαν μέχρι αργά το βράδυ.
Χαρακτηριστικό της φιλοπατρίας των Ξανθιωτών είναι το γεγονός ότι μέσα σε λίγες ώρες αυθόρμητα συγκεντρώθηκαν 10.000 φράγκα, τα οποία απέστειλαν στον Βασιλέα υπέρ των αναγκών του πολέμου, ενώ οι κυρίες της πόλης εγκατέστησαν εντός μιας ημέρας ένα νοσοκομείο 30 κλινών για τις ανάγκες του στρατεύματος. Η απελευθέρωση αυτή έβαλε φραγμό στα σχέδια των τούρκων, αφού ήδη είχανε σχεδιάσει την αυτονόμηση της Δυτικής Θράκης το 1913 και την ενσωμάτωσή της στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/h-apeleutherwsh-ths-janthhs-apo-ton-nikhforo-ellhniko-strato-ths-megalhs-id#ixzz3flYkMFdj