Ένα σώμα θανατηφόρα μολυσμένο, ένα κτήριο με τρεμάμενους τοίχους και σάπια θεμέλια, ένα μισητό μίασμα. Είναι ον τρομερά άσχημο και τρισάθλιο, που σπέρνει την κακοτυχία και την δυσθυμία. Είναι οικοδόμημα που προδίδει την καλαισθησία και διαφθείρει τον περίγυρό του με την δύστροπη παρουσία του. Απόρροια του δημιουργήματος αυτού, μονάχα η κακοδαιμονία και η παρακμή. Δίδυμα τέκνα, η γέννηση των οποίων προοικονομεί μια αργή, μα συνεχιζόμενη φθορά, μέχρις η ολοσχερής καταστροφή να επισκιάσει κάθε τι, έστω πρότερα γκρίζο. Ώσπου, το σκότος σαν άχρωμος μανδύας, καλύψει το κενό, γινόμενο ο πρωταγωνιστής τόσο του παρασκηνίου, όσο και του προσκηνίου. Το “τίποτε”, σαν μόνος απόκληρος του γκρίζου θα γίνει ο κύριος μέτοχος της αναδημιουργίας, σε αυτό το ωδείο της ζωής.
Το εσωτερικό του κτηρίου κοσμούν με την περιττή παρουσία τους όντα γελοία και τιποτένια, καθώς αγνοούν την πρόχειρη κατασκευή διαβιώντας εντός μιας ανθρωποπαγίδας. Γνήσια τρωκτικά, χωρίς ίχνος αυτοσεβασμού διαιωνίζουν την κατάρα της σήψης, καυχούμενοι ακόμη για αυτό τους το κατόρθωμα. Προσπαθούν με κάθε τρόπο, είτε σκοπίμως είτε αφελώς, να επισκευάσουν τυχών ατέλειες που καταντούν πασιφανείς και τρομακτικές για τους υπόλοιπους κατοίκους. Προσπαθώντας να συγκρατήσουν τα παρηκμασμένα φύλλα του γερασμένου δένδρου, καθώς ο εκτελεστής του θέρους και προπομπός του παγερού χειμώνα θερίζει τους χιτώνες των κλαδιών, επιτελώντας τον αέναο κυκλικό σκοπό της Φύσης. Διαθέτουν την εντύπωση πως αυτές οι μάταιες επισκευές, μπορούν τελικώς να εξυγειάνουν την άρρωστη στέγη τους. Εθελοτυφλούν, καθώς επενδύουν στο ύστατο εκ των δεινών που εξήλθαν του χαιρέκακου δοχείου της Πανδώρας, την ελπίδα. Το κτίσμα δεν δύναται να σωθεί, ενώ κάθε παράταση της ζωής του, μπορεί να επιφέρει μονάχα τον πόνο. Μια φλεγματική ηθική είναι αυτή που το κρατά όρθιο. Η φυσική και πνευματική αδυναμία των θιασωτών, μεταμφιεσμένη σε μια συντηρητική ηθική. Όμως, το κτίσμα δεν δύναται να σωθεί, και ο τερματισμός του αποτελεί την μόνη αληθινή διέξοδο.
Το ετοιμόρροπο οίκημα, επιδεικνύει γοερά τη χολερική ορθοστασία του, γεμάτο αλαζονεία!
Ανάμεσα στα συντρίμμια που περικλείουν το κατασκευαστικό ανοσιούργημα, η εκκωφαντική νεκρική σιγή προδίδει μια σιωπηλή συνωμοτική ωδή, αποτελούμενη από άτακτες ανάσες, κιβωτούς μιας μακροχρόνιας απέχθειας για το οικοδόμημα αντίκρυ. Διακρίνοντας προσεκτικότερα, αινιγματικές λάμψεις ξεπροβάλλουν κρυμμένες πίσω από στοχαστικές ρωγμές και ερείπια. Ζεύγη και μη οφθαλμών, φορέων μια απύθμενης οργής, έτοιμης να ξεπηδήσει μέσα από τα έγχρωμα πετράδια που ενυπάρχουν στο μέσο τους. Παραμονεύουν, στις εσχατιές της βασανιστικής ζωής τους, αναμένοντας αυτή να λάβει τέλος. Είναι αυτοί οι μνηστήρες της καταστροφής, που πρέπει να επέλθει σαν αυτοδίκαιος κριτής, δίνοντας λήξη στο βδέλυγμα της ύπαρξης του εν λόγω κτιρίου. Δεν παραμένουν οκνηροί, αλλά υποβοηθούν οι ίδιοι την Μοίρα, υποσκάπτοντας όποιον κίονα φαίνεται να παρέχει στήριξη στο φοβερό εξάμβλωμα.
Είναι αυτοί, οι εθελουσίως εξόριστοι. Απόκληροι, που αρνήθηκαν να γίνουν κοινωνοί μιας μαζικής αποχαύνωσης τόσο μίζερης, όσο και ανάξιας. Παραδείγματα προς αποφυγήν, για τους ταπεινούς ένοικους. Τρομερά δαιμόνια, αλήθεια ίσως, αναφερόμενα μονάχα κάποιες βουβές νύκτες, διαμέσου μιας σκοτεινής σιγής σε νεαρές και μη ψυχές, με σκοπό την πρόκληση φόβου. Κι ενώ το αισθητήριο του φόβου εξαπλώνεται, τόσο αυτές οι άτακτες ψυχές βαδίζουν στο περίεργο μονοπάτι που ο ίδιος ο Ηρακλής διάλεξε, πνοές πριν. Που ταιριάζοντας σε ξέφωτο εν μέσω πυκνών φυλλωμάτων, ένα απόκρυφο και συνάμα φιλόδοξο φως τις εθίζει, πείθοντας αυτές να συνεχίζουν. Και καθώς οι ψυχές ταξιδεύουν στις παρυφές της δαιδαλώδους γνώσης, ξυπνούν ξαφνιασμένα στο δίλλημα της οριστικής εξόδου από το οίκημα της αποτρόπαιης υποταγής. Διστάζουν, όμως μία απόκοσμη βίαιη ώθηση τις σπρώχνει εμπρός, καθώς αυτές βυθίζονται σταδιακά σε μια υπαρξιακή φλόγα που κατακαίει την ενδότερη φύση τους, σαν μια ιερή όξινη βροχή που εξαγνίζει το λιπαρό στρώμα λήθης που προϋπήρχε στην σωματική επιφάνεια των πρώην δεσμωτών. Ο μαινόμενος αγών μόλις ξεκινά. Είχαν γίνει οι ίδιοι δαιμόνια της ελευθέριας κραυγής τους.
Οφθαλμοί καρφωμένοι επάνω στο κτήριο, ενώ το βλέμμα σαν μια ακούραστη εμμονή αναζητεί κάποιο τρωτό σημείο, από το οποίο θα μπορούσε φέρει την νίκη. Ένα κενό στην κατασκευή, τόσο σωτήριο και ευπρόσδεκτο, αλλά αυτό ακόμη να φανεί. Στέκεται, μολύνοντας τον αέρα, ως το πηγαίο κακό που σκορπίζει δυσπιστία. Στέκεται, όμως αβάστακτο βασανιστήριο το θέαμα, αφού δείχνει ετοιμόρροπο κι ακόμη τόσο αργεί να πέσει. Κι όσο παραμένει ορθό, τόσο περισσότερο εμμένουν να το καταρρίψουν.
Κραυγές βροντόφωνες και με ανείπωτη οργή, Καταπονημένες απαστράπτουσες σχισμές, που μιλούν, χωρίς όμως ποτέ να ακούγονται… Μια ρωμαλέα σκέψη που κατήντησε ονειρική σπουδή, Ρυθμός αλλόκοτος, να ψιθυρίζει εις ολίγους μια διδαχή αρχέγονη, που θ’ακουστεί.
Το νόημα του στοχασμού μένει να αιωρείται από δεσμώτη σε δεσμώτη, μέχρις την εύρεση του κατάλληλου ωτακουστή, ώστε να τον στρέψει εκ νέου στο έρεβος της φωτοφόρου αλήθειας και τον αγώνα ενάντια στη δουλοπρεπή ψευδεπίγραφη πραγματικότητα που επικρατεί. Η στρατολόγηση νέων ατίθασων δαιμονίων, μπορεί να αποτελέσει το πιο σίγουρο και μακροπρόθεσμα αποτελεσματικό όπλο.
Σκοπός, η ρίψη του κτίσματος. Η λεπτομερής και όσο το δυνατόν πιο ταχεία αποδόμηση του πέτρα προς πέτρα. Η διαγραφή του, θα σημάνει την λήξη του κραταιού κόσμου και τάξης, των οποίων το οικοδόμημα που σκιαγραφείται δεν είναι παρά μονάχα μια εύκαμπτη και συγχρόνως εύπλαστη ζωηρή αναπαράσταση αυτών. Τρανή επιθυμία, η ισοπέδωση του κόσμου τούτου, αφού γέμισε το υπαρκτό με διαφθορά. Αγώνας παμμέγιστος, η εξαφάνιση του εκ θεμελίων. Αιώνιος πόθος, μολοταύτα, ο ερχομός ενός απομηχανή θεού που με θαυματουργό τρόπο θα εξαφάνιζε μια για πάντα το όλο κτήριο, χωρίς τον δέοντα κόπο, θα ήταν σίγουρα ευχάριστος, αφού μοιάζει με σωστό άθλο.
Όλα θα τελείωναν ανώδυνα, αν αυτό το τέλος ερχόταν με τρόπο εξωπραγματικό και από το μηδέν, πιο εύκολα θα χτιζόταν το αύριο, γνωρίζοντας πως το χθες σβήστηκε.
Αληθινά, τιτάνιος αγώνας η καταστροφή αυτού του κόσμου. Κι αν ο απομηχανής θεός δεν επέλθει, τότε έστω και αβοήθητοι, οι αυτοεξόριστοι θα συνεχίσουν να ξεσπαθώνουν κατά των βάσεων του κτηρίου, αγωνιώντας να αποκτήσουν την ευάρεστη οσμή της σκόνης του γειωμένου τεχνουργήματος. Διψώντας να δουν τα πάντα στο απόλυτο τίποτα, ώστε να μπορέσουν πλέον οι ίδιοι με περίσσεια ορμή και θέληση, να θέσουν τα δομικά συστατικά του δικού τους μέλλοντος. Να τοποθετήσουν τον θεμέλιο λίθο της νέας υγιούς τάξης που κλήθηκαν να επιφέρουν, ως διαρκής υπόσχεση στους πατέρες που αναχώρησαν και τους υιούς που θα καταφθάσουν. Το υλικό γίγνεσθαι καλείται να εκμηδενιστεί, χάριν της ολοτελούς εξυγίανσης του κόσμου, του κράτους, ώστε να ανυψωθεί ένα κτήριο που όμοιο του δεν υπήρξε. Η παρακμή θα δώσει την θέση της στο κενό. Το κενό με την σειρά του θα δώσει την θέση του στον μοναδικό νόμιμο διάδοχο, την ύστατη Νίκη.
Αλυσιδωτές εκρήξεις λάμψης, ξεπροβάλλουν σε ένα ερειπωμένο τοπίο, εμπλουτισμένο με στάχτη, ξεχασμένες προτροπές του παλαιού καιρού και χρησμούς νικητήριους. Η κακοτεχνία στέκεται τρεμάμενη, καθώς την αντικρίζουν αυτοί που επιζητούν το τέλος της με υπερμεγέθη προσμονή. Αγνό μίσος ξεχειλίζει, ενώ ένα υπόκωφο πάθος για την αναδημιουργία ξεχωρίζει.
Είναι οι φοβερότεροι πολέμιοι και φερέλπιδες γκρεμιστές του σήμερα, αλλά και αρχιτέκτονες της σχεδιαζόμενης ακμής. Είναι οι εραστές του Τέλους. Εμείς.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/oi-erastes-tou-telous#ixzz3j43s7meo