Ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ υπήρξε ένας εκ των σημαντικότερων ψυχολόγων του 20ου αιώνα και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίας μελετητές της ανθρώπινης ψυχής, ο οποίος διαμέσου του ερευνητικού του έργου έθεσε τα θεμέλια της Αναλυτικής Ψυχολογίας. Από την πολύ νεαρή του ηλικία, ήδη, είχε παρατηρήσει ότι η συμπεριφορά και τα συναισθήματα των ανθρώπων γύρω του ήταν παράξενα και μπερδεμένα, κάτι που του κίνησε το ενδιαφέρον, οδηγώντας τον σε μια προσπάθεια να κατανοήσει τους μηχανισμούς που τα επηρέαζαν.
Μελέτησε Ιατρική και Φιλοσοφία με μεγάλο ζήλο, και ανέπτυξε και εμβάθυνε την θεωρητική του προσέγγιση λαμβάνοντας ερεθίσματα και υλικό μελέτης τόσο από την κλινική του πρακτική, όσο και από την μελέτη ευρέων και ποικίλων θεμάτων όπως η αλχημεία, η αστρολογία, η μυθολογία, η μαντεία, η τηλεπάθεια, η τηλεκίνηση, ο πνευματισμός, τα παραμύθια, ο θρησκευτικός συμβολισμός, η ενόραση, τα οράματα, τα όνειρα, οι ανατολικές θρησκείες, η εξωαισθητηριακή αντίληψη, καθώς και από πλήθος παραφυσικών και απόκρυφων ιδεών, στοχεύοντας στην βαθύτερη κατανόηση του θρησκευτικού συναισθήματος και της φιλοσοφίας γενικότερα. Η ενασχόληση με τον πνευματισμό και τα μυστικιστικά φαινόμενα αποτελούσε πάντοτε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον του, ενώ ήταν εξαίρετος γνώστης του συμβολισμού πολύπλοκων μυστικιστικών παραδόσεων. Ωστόσο, μέσω της ενασχόληση του με τα πεδία αυτά, σύντομα άρχισε να καταλήγει στο συμπέρασμα της ύπαρξης μιας άμεσης σχέσης ανάμεσα στις εκδηλώσεις του και στα σύμβολα των μυθολογιών.
Ως φοιτητής της Ψυχιατρικής, αρχικά στο Πανεπιστήμιο του Baselκαι αργότερα της Ζυρίχης, περί το 1900 συνεργάστηκε με τον Eugen Bleuler, που διατελούσε διευθυντής του Ασύλου στο Burghölzli και μελετούσε το πρόβλημα των ψυχικών ασθενειών, όχι μόνο από ιατρικής, αλλά και από φιλοσοφικής πλευράς. Σταδιακά, λοιπόν, μέσα από την προοδευτική ατμόσφαιρα του Ασύλου, ο Καρλ Γιουνγκ είχε στενή συνεργασία με τους ασθενείς, ενώ κατάφερε να θεραπεύσει πολλούς από αυτούς, καθώς είχε συνειδητοποιήσει ότι αιτία των περισσότερων ψυχικών νοσημάτων ήταν τα «συμπλέγματα σκέψεων», τα οποία παραμένουν ανέκφραστα στο υποσυνείδητο του ασθενή, γιατί αυτός είτε αισθάνεται άσχημα για αυτά, είτε διαφωνεί μαζί τους λογικά ή ηθικά, αλλά αυτά εκδηλώνονται σε όνειρα ή οράματα, αποτελώντας ομάδες συσχετιζόμενων, συχνά απωθημένων ιδεών ή ενορμήσεων. Στο σημείο αυτό, δε, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η ανάπτυξη και η συνοχή της προσωπικότητας του ανθρώπου διαμορφώνεται βάσει των συμπλεγμάτων αυτών, στο επίπεδο του «ασυνειδήτου», ενώ κάθε τέτοιο σύμπλεγμα σκέψεων ο Γιουνγκ το ονόμασε «complex». Ακόμη, είχε παρατηρήσει ότι οι φαντασιώσεις και οι ψευδαισθήσεις τωνασθενών του παρουσίαζαν μεγάλη ομοιότητα με το περιεχόμενο πολλών μύθων και φαντασιώσεων, που συνόδευαν τους ανθρώπους τόσο σε σύγχρονες, όσο και σε αρχαίες κοινωνίες, ενώ πίστευε ότι το υλικό που του αποκάλυπταν υπερέβαινε κατά πολύ την συλλογή αναμνήσεων μόνο από την παιδική ή την ενήλικη ζωή τους, καταλήγοντας στην ύπαρξη ενός «συλλογικού ασυνείδητου», από το οποίο ανέσυραν πολλά από τα βιώματα τους.
Μέσα από την ερευνητική του δραστηριότητα εκτίμησε γρήγορα την εργασία του Σίγκμουντ Φρόυντ στον τομέα στης Ψυχανάλυσης και το 1907 συνεργάστηκε μαζί του, χρησιμοποιώντας τον όρο«ασυνείδητο» που είχε θεμελιώσει, εννοώντας το «μη συνειδητό», δηλαδή ότι σκεφτόμαστε και πράττουμε ακούσια, χωρίς να δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή, το οποίο όμως μελλοντικά δύναται να πάρει μορφή στην συνείδηση του ατόμου. Το «ασυνείδητο» αποτελεί στην ουσία την μήτρα του συνειδητού, και εκεί εδρεύουν απωθημένες οδυνηρές σκέψεις, αναμνήσεις και συναισθήματα, ένα συνονθύλευμα προσωπικών, αλλά και αρχέγονων μακρόχρονων εμπειριών. Εντούτοις, έπειτα από πέντε περίπου έτη ήρθε η συνειδητοποίηση ότι οι απόψεις τους διαφωνούσαν, καθώς ο Καρλ Γιουνγκ δεν μπορούσε να περιορίσει την σκέψη του αποδίδοντας όλες τις ψυχικές διεργασίες στην σεξουαλικότητα, όπως επέμενε να κάνει ο Φρόυντ, ο οποίος υποστήριζε ότι το «ασυνείδητο»αποτελεί την χώρα εξορίας των σεξουαλικών ορμών και καταπιέσεων.
Η διαφωνία τους, συγκεκριμένα, έγκειτο τόσο στο περιεχόμενο που είχε αποδώσει ο Φρόυντ στο «ασυνείδητο», όσο και στο ρόλο και στην σημασία της θρησκείας σχετικά με τον ανθρώπινο ψυχισμό, καθώς ο Γιουνγκ υποστήριζε ότι η πλειοψηφία των ασθενών του άνω των τριάντα πέντε ετών έπασχε από «έλλειψη θρησκείας», με αποτέλεσμα ο κλονισμός του θρησκευτικού ενστίκτου να ακολουθείται από τον κλονισμό του ίδιου του ανθρώπου. Έτσι, στόχος του ήταν η καλλιέργεια του θρησκευτικού ενστίκτου ξανά, μέσω αρχέγονων εικόνων και συμβόλων, με βάση την θεωρία που ανέπτυξε διαμέσου των πολύχρονων μελετών του, την «θεωρία του συλλογικού ασυνείδητου». Ωστόσο, το 1912 επήλθε η μεγάλη ρήξη ανάμεσα στους δυο ψυχολόγους, έπειτα από έντονη διαφωνία μεταξύ τους, ενώ ο Γιουνγκ που από το 1911 υπήρξε ιδρυτής και πρόεδρος της Παγκόσμιας Αναλυτικής Ψυχολογίας, παραιτήθηκε το 1914, αποχωρώντας ακόμη και από μέλος της, με στόχο να εξελίξει τις δικές του θεωρίες, τις οποίες αργότερα αποκάλεσε «Ψυχολογία του Βάθους».
Στο σημείο αυτό, δε, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Καρλ Γιουνγκ βασανιζόταν από μικρή ηλικία από πολύ έντονα όνειρα και δυνατά οράματα, τα οποία αποφάσισε να καταγράψει προσεκτικά, για να τα μελετήσει στην συνέχεια. Ένα όραμα, όμως, που είδε το Φθινόπωρο του 1913, και το οποίο απεικόνιζε μια τεράστια πλημμύρα αίματος να καταπνίγει την Ευρώπη, στάθηκε η αφορμή να αισθανθεί τον φόβο ότι είχε αρχίσει να τον κυριεύει η παράνοια. Ωστόσο, τον Αύγουστο του 1914 ξεκίνησε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, και τότε ο Γιουνγκ κατάλαβε ότι το όραμα του ήταν μια προειδοποίηση, για να καταλήξει έπειτα από πολύ σκέψη στην θεωρία ότι υπήρχε ένα «παγκόσμιο συλλογικό ασυνείδητο», δηλαδή μια «ψυχική κληρονομιά» όλων των ανθρώπων, που περιείχε όχι μόνο τα «φαντάσματα» του ασυνείδητου των ζωντανών, αλλά και των νεκρών. Κατά την άποψη του, λοιπόν, στο «συλλογικό ασυνείδητο» ζουν αρχέγονες μορφές, εικόνες, σύμβολα, ένστικτα και πεποιθήσεις που επηρεάζουν τον ψυχισμό και κατ’ επέκταση την συμπεριφορά τόσο του ατόμου, όσο και του έθνους ολόκληρου. Συνεπώς, ο Καρλ Γιουνγκ, πέρα από το «ατομικό ασυνείδητο»,υποστήριζε πως το «ασυνείδητο» αποτελείται και από ένα άλλο ευρύτερο υποσύνολο, πιο βαθύ και πιο δύσκολο να εξερευνηθεί, το οποίο απαρτίζεται από εμπειρίες, σκέψεις, συναισθήματα και βιώματα που η ψυχή του ατόμου έχει κληρονομήσει από τους Προγόνους του, με τις ρίζες του να χάνονται στα βάθη των αιώνων.
Θεωρούσε ότι η δημιουργία και η έκφραση των συμβόλων αποτελεί κλειδί για την κατανόηση της ανθρώπινης φύσης, καθώς το σύμβολο αποτελεί τον καλύτερο δυνατό τρόπο έκφρασης τουαγνώστου και του ασυνειδήτου. Σκοπός του ήταν η διερεύνηση της ομοιότητας μεταξύ συμβόλων που εντοπίζονται σε θεολογικά, μυθολογικά και μαγικά συστήματα διαφόρων πολιτισμών και εποχών. Έτσι, προκειμένου να επεξηγήσει παρόμοια σύμβολα διαφορετικών πολιτισμών και εποχών, έκανε χρήση, όπως προαναφέρθηκε, δυο επιπέδων του «ασυνειδήτου»: το «ατομικό ασυνείδητο», το οποίο εμπεριέχει οτιδήποτε το άτομο έχει αποκτήσει κατά την διάρκεια της ζωής του, το οποίο όμως έχει ξεχαστεί ή απωθηθεί, και το «συλλογικό ασυνείδητο», το οποίο εμπεριέχει μνημονικά ίχνη κοινά σε όλο το ανθρώπινο είδος. Τα περιεχόμενα του «συλλογικού ασυνειδήτου»αποκαλούνται «αρχέτυπα» και αποτελούν πρωτότυπα, αυθεντικά μοντέλα, βάσει των οποίων άλλα όμοια πράγματα διαμορφώνονται και διαπλάθονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/karl-gkoustab-gioungk-h-thewria-tou-sullogikou-asuneidhtou-kai-twn-archetup#ixzz3oukQNV9p