Ένα ακόμη εξαιρετικά εμπεριστατωμένο και επιστημονικά τεκμηριωμένο νομικό κείμενο έρχεται να καταρρίψει το άθλιο κατηγορητήριο που έστησε το μνημονιακό καθεστώς κατά της Χρυσής Αυγής.
Μετά την Εισήγηση του Εφέτη Νίκου Σαλάτα που αποδομεί πλήρως την σαθρή κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης, έρχεται η επιστημονική γνωμοδότηση του Καθηγητή Ποινικού Δικαίου Λεωνίδα Κοτσαλή και ανατρέπει οριστικά το τερατούργημα της συμμορίας Σαμαρά-Αθανασίου.
Το πλήρες κείμενο της γνωμοδότησης ξεπερνά τις 100 σελίδες και συμπεριλαμβάνεται στην σχετική δικογραφία.
Ακολουθούν ορισμένα αποσπάσματα, όπως δημοσιεύθηκαν στο έγκριτο νομικό περιοδικό “Ποινικά Χρονικά”:
Περί της ποινικής ευθύνης αρχηγού πολιτικού κόμματος και βουλευτή για το αδίκημα της συγκρότησης, διεύθυνσης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση
Μέρος Πρώτο – Ερωτήματα Ι. Αν από τα διαλαμβανόμενα στο πόρισμα του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαρ. Βουρλιώτη, στην αίτηση των ειδικών εφετών ανακριτριών προς τη Βουλή για άρση ασυλίας ορισμένων βουλευτών του πολιτικού κόμματος της Χρυσής Αυγής και στο κατηγορητήριο που απαγγέλθηκε από τις ειδικές εφέτες ανακρίτριες κατά του αρχηγού και βουλευτή του πολιτικού κόμματος της Χρυσής Αυγής Νικολάου Μιχαλολιάκου περιστατικά στοιχειοθετείται η ποινική υπόσταση της συγκρότησης, διεύθυνσης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση (εφεξής ΕΟ). […] 1Ι.-ΙΙΙ. […] Εξάλλου, υπόψη μου τέθηκαν τα εξής έγγραφα: […]
Μέρος Δεύτερο – Απαντήσεις
Οι απαντήσεις μου επί των ανωτέρω ερωτημάτων είναι οι εξής
1. ΠΡΩΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ 1…] Α. ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ α. ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
1. Η ποινική πρόβλεψη
Στο άρθρο 187 ΠΚ, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 2928/01 «Για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», συμπληρώθηκε με το άρθρο 11 παρ. 3 του Ν. 3064/02 και στη συνέχεια τροποποιήθηκε με μεταγενέστερους νομικές διατάξεις, ορίζονται: «Άρθρο 187 Εγκληματική οργάνωση […]
2. Χαρακτηρολογικά γνωρίσματα
Με το Ν. 2928/01, όπως τροποποιήθηκε από τους Ν. 3064/02 και 3251/04, αντικαταστάθηκε το άρθρο 187 ΠΚ, άλλαξε τούτο ονομασία και από σύσταση και συμμορία τιτλοφορήθηκε “εγκληματική οργάνωση’. Περαιτέρω, εισήχθησαν στο σώμα του ΠΚ τα νέα άρθρα 187Α για τις τρομοκρατικές οργανώσεις και 1876 για τα μέτρα επιείκειας και τυποποιήθηκε για πρώτη φορά η ευθύνη των νομικών προσώπων. Η ποινική τυποποίηση της ΕΟ, που έγινε με την αντικατάσταση του άρθρου 187 ΠΚ από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 2928/01 «Για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», υπαγορεύθηκε από τη συμβατική δέσμευση της Ελλάδος από τη Σύμβαση του Παλέρμο, η οποία συνήφθη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ το Δεκέμβριο 2000, και από τη συστράτευσή της με τις σχετικές πρωτοβουλίες της ΕΕ ενάντια στο οργανωμένο έγκλημα, όπως αποτυπώνονται στα Σχέδια Δράσης της ΕΕ της 21 Δεκεμβρίου 1998 και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 29ης Μαρτίου 1999 [βλ. Φ. Ριζάβα, Το οργανωμένο έγκλημα, 2012, σελ. 371]. Από τη σύγκριση των ορισμών που δίδονται στη Σύμβαση του Παλέρμο και στο άρθρο 187 ΠΚ, προκύπτει ότι στο άρθρο 187 ΠΚ μεταξύ των εννοιολογικών στοιχείων του ΟΕ δεν συγκαταλέγεται ο σκοπός προσπορισμού αθεμίτου οικονομικού οφέλους, ο οποίος αντιθέτως στη Σύμβαση του Παλέρμο αποτελεί ειδοποιό γνώρισμα της ΕΟ [βλ. Αριστ. Τζαννετή, Η έννοια της ΕΟ κατά το νέο άρθρο 187 ΠΚ, ΠοινΧρ 2001/1016].
Το άρθρο 187 ΠΚ περιέχει α) έξι μορφές εγκληματικής συμπεριφοράς, β) πέντε επιβαρυντικές περιστάσεις και γ) δύο ελαφρυντικές περιστάσεις. α) Οι έξι μορφές εγκληματικής συμπεριφοράς της ΕΟ είναι: 1) η συγκρότηση ΕΟ [παρ. 1], 2) και η ένταξη σε ΕΟ [παρ. 1], 3) η υποβοήθηση των σκοπών ΕΟ με παροχή πληροφοριών και υλικών μέσων [παρ. 2], 4) η ματαίωση με εκβιαστικά μέσα ή με δωροδοκία της αποκάλυψης, της δίωξης ή της τιμωρίας των δραστών [υπόθαλψη] της συγκρότησης ή της ένταξης σε ΕΟ [παρ. 3], 5) η ματαίωση με εκβιαστικά μέσα ή με δωροδοκία της αποκάλυψης, της δίωξης ή της τιμωρίας των δραστών [υπόθαλψη], όχι μόνο της συγκρότησης ή της ένταξης σε ΕΟ, αλλά και του στοχευμένου απ’ αυτήν κακουργήματος που περιλαμβάνεται στον κατάλογο της παρ.1 του άρθρου 187 ΠΚ [παρ. 4], και 6) η συμμορία [παρ. 5].
β). Οι πέντε επιβαρυντικές περιστάσεις για την αυστηρότερη τιμωρία του δράστη είναι: 1) η διεύθυνση ΕΟ [παρ. 3], 2) η ιδιότητα του υπαλλήλου κατά την τέλεση του επιδιωκόμενου από την ΕΟ εγκλήματος λαθρεμπορίας ή πειρατείας [παρ. 3] 3) η κατασκευή, κατοχή και προμήθεια όπλων προς εξυπηρέτηση των σκοπών ΕΟ ή συμμορίας [παρ. 6], 4) η επιδίωξη από τα μέλη [της ΕΟ ή της συμμορίας] οικονομικού ή άλλου οφέλους [παρ. 6) και 5) η τέλεση του επιδιωκόμενου από την ΕΟ εγκλήματος της λαθρεμπορίας ή της πειρατείας με υλικό αντικείμενο το αργό πετρέλαιο ή άλλο πετρελαϊκό ή ενεργειακό προϊόν [παρ. 6].
γ. Οι δυο ελαφρυντικές περιστάσεις είναι οι εξής: η πρώτη που συνίσταται στη μη τέλεση από τις εγκληματικές αυτές ομάδες [του ΟΕ ή της συμμορίας] οποιουδήποτε από τα επιδιωκόμενα εγκλήματα [παρ. 6] και η δεύτερη που συνίσταται στην μη τιμώρηση της ψυχικής συνέργειας στις εγκληματικές αυτές ομάδες [του ΟΕ ή της συμμορίας], εφόσον τα μέλη τους δεν επιδιώκουν οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος [στη σπάνια δηλ. περίπτωση μιας πολιτικοϊδεολογικής οργάνωσης αμιγώς τρομοκρατικού χαρακτήρα].
Προσβαλλόμενο έννομο αγαθό, από τις διατάξεις του άρθρου 187 ΠΚ είναι η δημόσια τάξη, η οποία τίθεται σε κίνδυνο. Πρόκειται για έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης του έννομου αγαθού της δημόσιας τάξης και αφηρημένης διακινδύνευσης αόριστου αριθμού εννόμων αγαθών προσωπικής ελευθερίας αφενός (ως έμμεση απειλή κατά στενότερου ή ευρύτερου κύκλου προσώπων) και των λοιπών έννομων αγαθών αφετέρου [Σχετικά βλ. Μ. Μαργαρίτη, Π.Κ., 2009, σελ. 454].
“Δημόσια τάξη” είναι η κατάσταση γαλήνης, ηρεμίας, ειρήνης και ευταξίας στην κοινωνία ενός κράτους και ειδικότερα η κατάσταση, στην οποία προσβάλλονται με βλάβη ή διακινδύνευση τα από αυτήν επιλεγόμενα ως προστατευόμενα έννομα αγαθά του κοινωνικού συνόλου, ως αποτέλεσμα της ύπαρξης ρυθμιστικής έννομης τάξης, η οποία απειλεί και επιβάλλει κυρώσεις κατά των παραβατών κανόνων δικαίου, με σκοπό να διατηρούνται αλώβητα τα ατομικά, κοινωνικά ή συλλογικά και κρατικά έννομα αγαθά [βλ. Ιω. Μανωλεδάκη, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, 1998, αρ. περιθ. 607].
Το έγκλημα της ΕΟ χαρακτηρίζεται, συνεπώς, ως “ιδιώνυμο”, γιατί εμφανίζει τέτοια ιδιαιτερότητα ως προς τις περιστάσεις και την κοινωνικοηθική απαξία του, ώστε να λειτουργεί αυθύπαρκτα στο σύστημα των σχετικών ποινικών υποστάσεων. Αν δεν υπήρχε η ειδική αυτή πρόβλεψη, η εν λόγω μορφή εγκληματικής συμπεριφοράς δεν θα μπορούσε να τιμωρηθεί [βλ. Λ. Κοτσαλή, Π.Δ., Γεν. Μέρος, 2013, σελ. 94, ΣυμβΕφΟεσ 93/06 ΠοινΧρ 837/06].
‘Οταν εμφανίζεται με τη μορφή της συγκρότησης είναι στιγμιαίο, ενώ όταν εμφανίζεται με τη μορφή της ένταξης είναι διαρκές [ΕφΟεσ 27/09 ΝΟΜΟΣ, ΣυμβΕφΟεσ 592/2010, Αρμεν. 2011/281]. Περαιτέρω, το πλημμέλημα της συμμορίας της παρ. 5 αποτελεί τη βασική μορφή του ΟΕ κατά της δημόσιας τάξης, ενώ η συγκρότηση και η ένταξη σε ΕΟ της παρ. 1 του άρθρου 187 ΠΚ αποτελεί διακεκριμένη παραλλαγή του [βλ. Φ. Ριζάβα, έ.α., σελ. 384], ΕφΟεσ 93/06 ΠοινΔικ 413/2006, με παρατηρήσεις της Συμεωνίδου-Καστανίδου – contra Εισηγ. ‘Εκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής του Ν. 2928/2001 ].
Τέλος, είναι “υπαλλακτικώς μικτό”, διότι απαρτίζεται από τη συγκρότηση της ομάδας και την ένταξη στη δομημένη ομάδα κι οι τρόποι αυτοί τέλεσης μπορούν να εναλλαχθούν μεταξύ τους, αποτελώντας ένα και μόνο έγκλημα, εκτός και αν μεσολαβήσει ειρήνευση του εννόμου αγαθού της δημόσιας τάξης (βλ. ΣυμβΕφΟεσ 592/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Λ. Κοτσαλή, έ.α. σελ. 96, Α. Χαραλαμπάκη, ΠΚ 2011, υπό το άρθρο 187.
3. Δομικά στοιχεία
Κατά τον διδόμενο από το άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ ορισμό, ΕΟ αποτελεί μια δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα [οργάνωση], που επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων, τα οποία απαριθμούνται περιοριστικά από την εν λόγω διάταξη. Συνοπτικά, από τον εμπεριεχόμενο στο ανωτέρω άρθρο νομοθετικό ορισμό προκύπτει ότι τρία είναι τα αντικειμενικά στοιχεία που συνθέτουν την έννοια της ΕΟ: Ενα ποιοτικό (δομημένη ομάδα), ένα χρονικό (διάρκεια δράσης) και ένα αριθμητικό-προσωπικό (τρία ή περισσότερα πρόσωπα). Σε αυτά τα τρία αντικειμενικά στοιχεία προστίθεται και ένα υποκειμενικό, η επιδίωξη τελέσεως περισσότερων κακουργημάτων (από εκείνα δηλ. που αναφέρονται στο άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ) [βλ. Αριστ. Τζαννετή, Η έννοια της ΕΟ κατά το νέο άρθρο 187 Π.Κ., ΠοινΧρ 2001/1016].
Αναλυτικότερα, για να καταφαθεί η ΕΟ, σύμφωνα με το άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ, Θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά τα εξής τρία αντικειμενικά στοιχεία: α) Να υπάρχει σύμπραξη τουλάχιστον τριών προσώπων, τα οποία, με την υποταγή της βουλήσεώς τους, ως ατόμων, στη βούληση της ολότητας, επιδιώκουν κοινό σκοπό και μεταξύ τους τελούν σε τέτοια σχέση, ώστε αυτά να αισθάνονται έναντι αλλήλων ως ενιαία μονάδα. Αυτό σημαίνει ότι η σύμπραξη των τριών τουλάχιστον ατόμων για την τέλεση εγκλημάτων θα πρέπει να εκτείνεται πέραν της απλής συμφωνίας και να γίνεται σε σταθερή βάση, θα πρέπει να υπάρχει δηλ. ένα πραγματικό αντικειμενικό υπόβαθρο, το οποίο αποδέχεται το κάθε μέλος της οργάνωσης και υποτάσσει την ατομική του βούληση σ’αυτό. Εχει κριθεί ότι απαιτείται να υφίσταται μεταξύ των μελών πειθαρχία και ενεργός δράση, χωρίς να είναι αναγκαία και η επικοινωνία των μελών μεταξύ τους, αρκεί τα μέλη να εκτελούν τα ανατιθέμενα σε αυτά καθήκοντα χωρίς να απαιτείται το κάθε μέλος να συμμετέχει και στο σχηματισμό της εγκληματικής δράσης [βλ. ΣυμβΕφΟεσ 401/2007, ΣυμβΕφΟεσ 491/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].
β) Η ΕΟ θα πρέπει να είναι δομημένη, υπό την έννοια της ύπαρξης μιας σταθερής αντικειμενικής κατάστασης, με κάποιο καταμερισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών της [βλ. Γ. Μπουρμά, παρατηρ. στο 221/07 βούλευμα ΣυμβΕφΟεσ 58/2009, ΠοινΔικ 2010/811]. Πρέπει να σημειωθεί ότι αν και πολλές φορές οι ΕΟ έχουν ιεραρχική δομή και διακριτούς ρόλους, εντούτοις, για την πλήρωση του συγκεκριμένου όρου της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ δεν απαιτείται να υπάρχουν και τυπικά καθορισμένοι ρόλοι για τα μέλη ή ανεπτυγμένη δομή της ΕΟ. Και
γ) η ΕΟ Θα πρέπει να έχει διάρκεια, δηλ. να μην έχει δημιουργηθεί ad hoc για τη διάπραξη ενός ή περισσότερων κακουργημάτων, τα οποία συναποτελούν, όμως, ένα ιστορικό γεγονός, περίπτωση που θα μπορούσε να κριθεί ενδεχομένως σύμφωνα με τις διατάξεις για τη συμμετοχή. Επομένως, η χρονική διάρκεια της ΕΟ δεν είναι δυνατό να είναι εκ των προτέρων καθορισμένη, αλλά μπορεί να είναι είτε αόριστη, είτε μη επακριβώς προσδιορισμένη, αρκεί να εκτείνεται σε βάθος χρόνου. Τέλος, η εγκληματική δράση της ΕΟ δεν είναι αναγκαίο να περιορίζεται εντός εθνικών ορίων, αλλά μπορεί να εκτείνεται και πέραν αυτών [βλ. Φ. Ριζάβα, έ.α., σελ. 384].
Τα τρία αυτά αντικειμενικά στοιχεία της εγκληματικής οργάνωσης αποτελούν συγχρόνως και τα στοιχεία διαφοροποίησής της, καθόσον, αν δεν πρόκειται περί δομημένης και με διαρκή δράση ομάδας από τρία ή περισσότερα άτομα, δεν στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης, αλλά πρόκειται περί απλής συμμορίας που τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος (άρθρο 187 παρ. 3 ΠΚ) που έχει επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με την παρ. 1 του άρθρου αυτού (Βλ. Εισηγ. Εκθεση Ν. 2928/2001, ΕφΑθ 2993/2004 ΠοινΧρ ΝΕ’, 931, ΕφΑθ 3028/2003 ΠοινΧρ ΝΕ’, 164, ΕφΑθ 2544/2006, 2007/2006 αδημ., ΕφΛαμ 58/2009, ΠοινΔικ 2010/811].
Συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης είναι η καθοδηγητική και κατευθυντήρια συμβολή στη δημιουργία της, ήτοι η πρωτοβουλία και κάποιες αρχικές κινήσεις για τη στρατολόγηση προσώπων και τη δημιουργία της εγκληματικής ομάδας. Αν τώρα ο συγκροτήσας τυγχάνει να διευθύνει συγχρόνως την εγκληματική ομάδα, τότε θα τιμωρηθεί ως εκείνος που «διευθύνει την οργάνωση της πρώτης παραγράφου», δηλ. με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Ως τέτοια ομάδα νοείται η οργάνωση, η οποία λόγω της ενυπάρχουσας σ’ αυτήν ίδιας δυναμικής και λόγω του εκτεθέντος στην εσωτερική της δομή σκοπού τέλεσης εγκλημάτων, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη.
Δομημένη είναι εκείνη η ομάδα, που δεν σχηματίζεται περιστασιακά για την άμεση διάπραξη ενός εγκλήματος, αλλά συγκροτείται με εγκληματική σε βάθος χρόνου προοπτική. Προέχει δηλ. ο τρόπος λειτουργίας της, ο οποίος διέπει σε τέτοιο βαθμό την εγκληματική δράση, ώστε τα πρόσωπα που την διεκπεραιώνουν να έχουν δευτερεύουσα σημασία, με τη έννοια ότι μπορούν να αντικατασταθούν. Εξάλλου, δεν απαιτείται να έχουν καθοριστεί, τυπικά, οι ρόλοι κάθε μέλους ή να έχει (η οργάνωση) ανεπτυγμένη δομή, πλην όμως απαιτείται η ιδιότητα του μέλους να εμφανίζεται ως συνεχής.
Μέλος της οργάνωσης αυτής είναι εκείνος που υποτάσσει τη βούλησή του στη βούληση αυτής, χωρίς να είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή του στις κατ’ ιδίαν πράξεις της οργάνωσης. Η ένταξη του μέλους εκδηλώνεται με την ενεργητική συμμετοχή του στις εκδηλώσεις και στις δραστηριότητες της εγκληματικής ομάδας, με την αποδοχή των σκοπών της, ενώ μπορεί να εκδηλώνεται με τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων, με την προπαγάνδα υπέρ της οργάνωσης, με τη χρηματοδότηση ή με άλλες παροχές προς αυτή, με την προσέλκυση νέων μελών ή με άλλου είδους στήριξη της οργάνωσης. Είναι αδιάφορο αν στην ομάδα οι αποφάσεις λαμβάνονται ή όχι κατά τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας ή παμψηφίας ή, λόγω καθιδρυμένης σ’ αυτή σχέσης υποταγής και υπακοής, οι αποφάσεις λαμβάνονται από τον αρχηγό, αρκεί η όποια απόφαση να θεωρείται βούληση της ομάδας. Η απλή, όμως, υποστήριξη των σκοπών της οργάνωσης από έναν extraneus δεν καθιστά τούτον μέλος της. Στην εγκληματική οργάνωση, η βούληση του συνόλου για την πραγμάτωση των στόχων της είναι δεσμευτική για καθένα από τα μέλη, χωρίς να απαιτείται η συμμετοχή όλων στο σχεδιασμό των εγκλημάτων, αρκεί κάθε μέλος να γνωρίζει ότι συνεισφέρει, διά της ασκήσεως των ανατεθειμένων σ’αυτό καθηκόντων, στην πραγμάτωση των στόχων της.
Για την τέλεση των παραπάνω εγκλημάτων απαιτείται η ύπαρξη δόλου, ήτοι οι συγκροτούντες ή διευθύνοντες ή εντασσόμενοι ως μέλη στην εγκληματική ομάδα πρέπει να θέλουν τη συγκρότηση, τη διεύθυνση ή την ένταξή τους σ’αυτήν. Ο δόλος τους αποδεικνύεται με βάση τη συμμετοχή σε πάσης φύσεως εκδηλώσεις της οργάνωσης και, κυρίως, με βάση τη γνώση γεγονότων που μαρτυρούν επιδίωξη χρήσης βίας και διάπραξης κακουργημάτων, την αποδοχή αυτών ως θεμιτών σκοπών, τη μη αποκήρυξη της βίας και τη μη αποχώρηση από την ομάδα. Η επιδίωξη διάπραξης των εγκλημάτων αυτών πρέπει να υπάρχει, κατά την έστω και άτυπη βούληση των μετέπειτα μετεχόντων, δεν είναι δε αναγκαίο να έχουν εξειδικευθεί οι κατ’ ιδίαν πράξεις της ομάδας ή να έχει εκδηλωθεί προς τα έξω δραστηριότητα ή και να έχει σχεδιαστεί και μία ακόμη πράξη, αλλά αρκεί η ύπαρξη της οργάνωσης με τον άνω σκοπό.
Εξάλλου, αν κάποιος, κατά την εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης, δεν επιδιώκει, αλλά απλά αποδέχεται την τέλεση των ως άνω εγκλημάτων, ως αναγκαία δράση της ομάδας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί φυσικός αυτουργός του εγκλήματος του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ, αλλά ενδεχομένως μόνο απλός ή άμεσος συνεργός, αφού ελλείπει η απαιτούμενη εκ του νόμου υπαιτιότητα για να καταστεί φυσικός αυτουργός. Άγνοια ή αμφιβολία ή ακόμη και βεβαιότητα, αλλά όχι επιδίωξη, ως προς τους στόχους της εγκληματικής οργάνωσης, συνεπάγεται ένταξη είτε από αμέλεια, είτε με ενδεχόμενο δόλο, είτε άμεσο δόλο, μορφές υπαιτιότητας που δεν επαρκούν για την κατάφαση της υποκειμενικής ευθύνης του δράστη. Πολλώ δε μάλλον, τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση εμπλοκής κάποιου σε εγκληματική οργάνωση παρά τη θέλησή του. Σε περίπτωση που κάποιος εντάχθηκε σε εγκληματική οργάνωση αγνοώντας τους εγκληματικούς στόχους της ή θεωρώντας ότι τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα είναι διαφορετικά από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ τότε ευρίσκεται σε πραγματική πλάνη, η οποία αποκλείει το δόλο και την υπαιτιότητα, αφού δεν προβλέπεται ποινική ευθύνη για το συγκεκριμένο έγκλημα από αμέλεια [βλ. σχετικά Λ. Κοτσαλή, έ.α., σελ. 506]. Ειδικά, στην τελευταία περίπτωση, ενδέχεται να υπάρχει ποινική ευθύνη σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 187 παρ. 5 ΠΚ για την πλημμεληματική ένωση κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας [βλ. /ω. Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και ελευθερία του Ν. 2928/01 σελ. 115, Φ. Ριζάβα, έ.α., σελ. 392].
Ο κοινός σκοπός, που μπορεί να έχει οποιοδήποτε κίνητρο, οικονομικό ή και ιδεολογικό ή άλλο, πρέπει να αναφέρεται στην τέλεση κάποιου ή κάποιων από τα κακουργήματα που αναφέρονται περιοριστικά στην ως άνω διάταξη. Άλλωστε, τα κακουργήματα αυτά, που δεν χρειάζεται να είναι, εκ των προτέρων, καθορισμένα ως προς το είδος ή τις λεπτομέρειές τους και, κυρίως, ως προς το αντικείμενο εκάστης πράξεως, πρέπει να προβλέπονται με τρόπο που η αφηρημένη επιδίωξή τους αφενός μεν να χαρακτηρίζει τη συγκρότηση ή τη λειτουργία της ομάδας, αφετέρου δε να εμπίπτει στη γνώση και στη θέληση ενός εκάστου απ’ αυτούς που τη συγκροτούν ή που εντάσσονται σ’ αυτήν [βλ. ΑΠ 1040/2012, ΑΠ 473/2011, ΑΠ 1375/2009, ΑΠ 1040/11, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].
4. Η συμβατότητα του πολιτικού κόμματος με την ΕΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 1 Σ, και 29 παρ. 1 Ν. 3023/02, οι οποίες ορίζουν ότι το πολιτικό κόμμα οφείλει με την οργάνωση και τη δράση του να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, συνάγεται ότι τα πολιτικά κόμματα αποτελούν sυί generίs ενώσεις προσώπων προς εκπλήρωση της συνταγματικής τους αποστολής [βλ. ΓνωμΝΣΚ 411/2006] και δεν μπορεί να ταυτιστούν με την εγκληματική οργάνωση, η οποία έχει σκοπό τη διάπραξη εγκλημάτων και δρα με μυστικότητα, όπως η Μαφία (με όρκο σιωπής, ομερτά, του οποίου η παράβαση συνεπάγεται κυρώσεις μέχρι και θάνατο). Ο σκοπός και οι δράσεις τους δεν είναι μεταξύ τους συμβατές [βλ. Χρ. Σατλάνη / Λ. Μαργαρίτη, Είναι δυνατή η θεώρηση ενός πολιτικού κόμματος ως εγκληματική οργάνωση; ΠοινΔικ 2013/761]. Πλην όμως, επειδή το έγκλημα της εγκληματικής οργάνωσης είναι κοινό [όχι ιδιαίτερο], αφού υποκείμενο τέλεσής του μπορεί να είναι οποιοσδήποτε [βλ. Λ. Κοτσαλή, έ.α., σελ. 86], δεν αποκλείεται μέλη του πολιτικού κόμματος να είναι και μέλη μιας ΕΟ ή εντός ενός πολιτικού κόμματος, όπως και εντός μιας οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας, να αναπτυχθούν θύλακες μιας ΕΟ. Η διαπίστωση εντούτοις αυτή, της διπλής δηλ. ιδιότητας κάποιου προσώπου ως μέλους πολιτικού κόμματος και ως μέλους ΕΟ, πρέπει να εδράζεται σε αντικειμενικά στοιχεία, σε πραγματικά δηλ. στοιχεία που θεμελιώνουν την ποινική υπόσταση του εγκλήματος της ΕΟ, και όχι στην ισοπεδωτική αντίληψη ότι παν μέλος του πολιτικού κόμματος, εντός του οποίου έχουν τυχόν αναπτυχθεί θύλακες μιας ΕΟ, να θεωρείται ταυτόχρονα και μέλος της ΕΟ. ‘Εχουμε Ποινικό Δίκαιο της πράξης. Θεμελιώδης αρχή του Ποινικού Δικαίου και χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού αποτελεί η ύπαρξη “πράξης” για την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς προσώπου. Άλλωστε, το άρθρο 14 του ΠΚ ορίζει επακριβώς τι είναι “αξιόποινη πράξη” [βλ. σχετικά Λ. Κοτσαλή, έ.α. σελ. 23 επ.].
Και τούτο διότι η ιδιαίτερη απαξία που αποδίδεται στην ΕΟ, ενόψει της ύπαρξης και της λειτουργίας αυτής ως εγκληματικής οργανωμένης ομάδας σε ετοιμότητα δράσης, στηρίζεται στην άποψη ότι αυτή συνιστά διακινδύνευση της δημόσιας τάξης. Επομένως, η συμμετοχή κάποιου σε ΕΟ ή η ένταξή του σ’ αυτή πρέπει να αφορά κατ’ ελάχιστον συμπεριφορές που είναι ίδιες με την ΕΟ, συμπεριφορές δηλ. που να συμβάλλουν σ’ αυτόν τον κίνδυνο της δημόσιας τάξης, καταδεικνύοντας τη δική τους αντικειμενική συμπεριφορά στο απαιτούμενο εξειδικευμένο άδικο με το να συμβάλλουν στην ύπαρξη, την τυχόν διεύρυνση, τη δομή ή την επειχειρησιακή λειτουργικότητα της οργάνωσης καθεαυτή. Η συμμετοχή δηλ. σε ΕΟ έγκειται στο ότι αυτή θεμελιώνει αυτοτελή απαξία, παρόμοια με την απαξία της ίδιας της ΕΟ, διότι προσβάλλουν εξίσου το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης, γιατί κατευθύνουν τη δράση τους στην τέλεση σοβαρών αξιόποινων πράξεων. Η επιμέρους με άλλα λόγια συμπεριφορά της ενεργούς συμμετοχής κάποιου στις εγκληματικές δραστηριότητες της οργάνωσης πρέπει να στηρίζει και η ίδια τη συγκεκριμένη αυξημένη απαξία, γιατί διαφορετικά θα είναι σαν να αποδίδουμε σε ένα πρόσωπο ένα άδικο, που δεν εκπορεύεται από τη δική του πράξη, αλλά από τις πράξεις άλλων προσώπων.
Συνεπώς, για να υπάρχει στη συμμετοχή σε ΕΟ μία αυτοτελής απαξία για τη δημόσια τάξη, που υπερβαίνει την τυχόν συμμετοχή σε επιμέρους εγκλήματα, Θα πρέπει να υπάρχει μια διαρκέστερη σύνδεση του συγκεκριμένου προσώπου με την εγκληματική ομάδα, από την οποία να είναι δεδομένη η στήριξη του έργου της και με τη δική του συμβολή. Μόνο έτσι η συμπεριφορά, που εξειδικεύεται σε διάφορες ενέργειες συμμετοχής στις επιμέρους εγκληματικές δραστηριότητες της ομάδας, παρέχει δυναμική στην ομάδα και συνεπώς γίνεται αυτοτελώς επικίνδυνη για τη δημόσια τάξη [βλ. Μ. Μαργαρίτη, έ.α. σελ. 454,65]. Τέτοιες μπορεί να αποτελούν π.χ. η συμβολή στη στρατολόγηση νέων μελών, η παροχή πληροφοριών από αστυνομικούς για την ασφαλέστερη κάλυψη της ομάδας κ.ο.κ. ‘Οχι όμως και η συμμετοχή σε άλλες δραστηριότητες που μπορεί να αναπτύσσει παράπλευρα νόμιμα η οργάνωση, ακόμη και αν χρησιμοποιείτο προϊόν από αυτές για την πραγμάτωση των εγκληματικών της δραστηριοτήτων. Γιατί έτσι το κέντρο βάρους στην αξιολογούμενη συμπεριφορά του συμμετόχου μετατίθεται πλήρως στο υποκειμενικό πεδίο, χωρίς οι πράξεις να συμβάλλουν στον κύκλο των δραστηριοτήτων της ΕΟ, στην ύπαρξη, τη δομή ή την επιχειρησιακή της λειτουργία [βλ. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Η έννοια του ΟΕ, ΠοινΔικ 2013/538, επίσης Χρ. Σατλάνη /Λ. Μαργαρίτη, ΠοινΔικ 2013/761].
5. Ο σκοπός προσπορισμού οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους ως αναγκαίου στοιχείου για τη στοιχειοθέτηση του ΟΕ
Σύμφωνα με τη Σύμβαση του Παλέρμο, που συνήφθη το 2000 υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, ως “οργανωμένη εγκληματική ομάδα” ορίζεται «μια δομημένη ομάδα τριών ή περισσότερων προσώπων, που υφίσταται για κάποια χρονική περίοδο και ενεργεί από κοινού, με σκοπό να τελέσει ένα ή περισσότερα σοβαρά εγκλήματα ή αδικήματα που Θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, έτσι ώστε να προσπορισθεί, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος» [άρθρο 2]. Η Ελλάδα με το Ν. 3875/2010 έχει κυρώσει και έχει ενσωματώσει στον εθνικό της δίκαιο τη Συνθήκη του Παλέρμο [βλ. άρθρ. 28 Σ]. Ο σκοπός προσπορισμού οικονομικού ή άλλου οφέλους προβλέπεται από την Απόφαση-πλαίσιο του 2008/841 /ΔΕΥ του Συμβουλίου της 24 Οκτωβρίου 2008 για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, Επίσημη Εφημερίδα ΕΚ 11.11.2008 [βλ. επίσης άρθρ. 28 Σ], σύμφωνα με την οποία ως “εγκληματική οργάνωση” ορίζεται «η εγκαθιδρυμένη επί ένα χρονικό διάστημα και διαρθρωμένη ένωση περισσοτέρων των δύο προσώπων, που δρουν από κοινού προκειμένου να τελέσουν αξιόποινες πράξεις, οι οποίες επισύρουν ποινή στερητικής της ελευθερίας ή μέτρο ασφαλείας στερητικό της ελευθερίας μεγίστης διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων ετών, ή βαρύτερη ποινή, με σκοπό να προσπορισθούν, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος». Επομένως, τα εγκλήματα στα οποία κατατείνει η ΕΟ ή η συμφωνία περιορίζονται και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης από το κίνητρο του δράστη, ο οποίος επιδιώκει την απόκτηση ενός άμεσου ή έμμεσου υλικού οφέλους [βλ. Φ. Ριζάβα, έ.α., σελ. 300]. Οι αποφά-σεις του Συμβουλίου της ΕΕ δεσμεύουν τα Κράτη μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών την επιλογή του τύπου και των μέσων γι’ αυτό [βλ. άρθρ. 34 παρ. 2 περ. β”, Φ. Ριζάβα, έ.α., σελ.311 ].’Ηδη, από τη Συνθήκη της Λισσαβόνας ενισχύθηκε Θεαματικά η δυνατότητα της ΕΕ να παράγει πρωτογενώς ποινικό δίκαιο εις βάρος των κυριαρχικών εξουσιών των Κρατών-μελών.
Οι διατάξεις της Λισσαβόνας αναγνωρίζουν πλέον με σαφήνεια την ευρεία εξουσία της ΕΕ να θεσπίζει κανόνες ποινικού δικαίου δεσμεύοντας τους εθνικούς νομοθέτες τόσο ως προς την τυποποίηση των εγκληματικών συμπεριφορών, όσο και ως προς τις ελάχιστες επιβαλλόμενες κυρώσεις. Συνεπώς, η διατήρηση από την ελληνική Πολιτεία της σημερινής μορφής του άρθρου 187 ΠΚ γιατο οργανωμένο έγκλημα θέτει θέμα πεδίου τριβής με το ενωσιακό δίκαιο, ήτοι ευθείας παραβίασής του.
6. Το ανοικτό εννοιολογικό περιεχόμενο της ΕΟ και ο σύμφυτος με αυτό εμφωλεύων κίνδυνος καταχρήσεων
Η αοριστία των στοιχείων που απαιτούνται για την ποινική υπόσταση του εγκλήματος της ΕΟ έχει εντοπιστεί και καταγγελθεί από τη θεωρία από το χρόνο της ισχύος του Ν. 2928/01, που αντικατέστησε το άρθρο 187 ΠΚ. Υποστηρίχθηκε ότι ο Ν. 2928/01 αποτελεί ένα εσωστρεφές νομοθέτημα δικαστηριακού χαρακτήρα που, προκειμένου να συγκεράσει την καταπολέμηση του μορφώματος οργανωμένο έγκλημα και της τρομοκρατίας, αυτοπεριορίζεται σε συμβιβασμούς ή -αντίστροφα- δημιουργεί δυνατότητες καταχρήσεων και του οποίου η εφαρμογή προϋποθέτει επαγρύπνηση για τη διαφύλαξη των βασικών αρχών του κράτους δικαίου [βλ. Χρ. Μυλωνόπουλο, Ο Ν. 2928/01 για την προστασία του πολίτη κλπ. ΠΛογ 2001/793].
Το ΟΕ αποτελεί ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο φαινόμενο και οι εγκληματικές του δραστηριότητες δεν αποτελούν ένα σταθερό μέγεθος, αλλά εξαρτώνται από τους νόμους της οικονομίας της αγοράς. Επόμενο είναι, όταν ως πρωτεύον στόχος τίθεται η αντιμετώπισή του, το νομικό οπλοστάσιο να μη δύναται εκ των πραγμάτων να περιοριστεί αποκλειστικά σε κάποιες διατάξεις του Ειδικού Μέρους του ΠΚ και να εμφανίζεται η αναγκαιότητα να υπάρξουν ορισμένες ειδικές ρυθμίσεις σε ειδικούς ποινικούς νόμους, οι οποίοι ρυθμίζουν την επιβίωση, αλλά και για την επιτυχία των στόχων των εγκληματικών οργανώσεων ζητήματα [βλ. Φ. Ριζάβα, έ.α., σελ. 384].
Ο Ν. 2928/01 χαρακτηρίζεται από μία βεβιασμένη προχειρότητα, η οποία γίνεται φανερή από τη χρήση αόριστων ή και εντελώς ακατάλληλων όρων κατά τη διατύπωση των αντικειμενικών και υποκειμενικών υποστάσεων των εγκλημάτων που τυποποιεί.
Οι υπαρκτές δυνατότητες καταχρήσεων του σχετικού νομοθετικού πλαισίου θέτουν επί τάπητος το ζήτημα της συνεχούς επαγρύπνησης κατά την εφαρμογή του, προκειμένου να διαφυλαχθούν οι βασικές αρχές του κράτους δικαίου [βλ. Φ. Ριζάβα, έ.α., σελ. 687].
Ο εντοπισμός του κινδύνου καταχρήσεων των διατάξεων για το ΟΕ γίνεται με σαφήνεια από την καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου Ελ. Συμεωνίδου-Καστανίδου, η οποία σε άρθρο της με τίτλο «Για ένα νέο ορισμό του ΟΕ στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση» [ΠοινΧρ 2006/865) αναφέρει: «Η επικινδυνότητα του ΟΕ χρησιμοποιείται μεν ως νομιμοποιητική βάση όλων των μέτρων που έχουν ληφθεί στα πλαίσια της ΕΕ, καθώς όμως το περιεχόμενο του εγκλήματος αυτού δεν είναι σαφώς οριοθετημένο, το σύνολο των επαχθών μέτρων εκτείνεται τελικά σε συμπεριφορές που δεν έχουν καμία σχέση με το ΟΕ. Η πρακτική αυτή αναιρεί βασικές αρχές του κράτους δικαίου και οδηγεί τελικά σε υπονόμευση την ίδια την προσπάθεια της ΕΕ να επιτύχει μία εναρμόνιση της ποινικής της νομοθεσίας στον τομέα αυτό. Χρειάζεται λοιπόν μία αποσαφήνιση του περιεχομένου του ΟΕ, μία «νέα οριοθέτηση» της έννοιάς του».
Για να αντιμετωπισθεί η ανασφάλεια ως προς την εφαρμογή ιδιαίτερα επαχθών για τον πολίτη μέτρων, αρκετοί στην Ελλάδα έχουν επιχειρήσει τα τελευταία χρόνια να περιορίσουν την έννοια της εγκληματικής οργάνωσης, αξιοποιώντας για το σκοπό αυτό την ιστορικοβουλητική ερμηνεία του νόμου και ειδικότερα το γεγονός ότι ο ίδιος ο νομοθέτης έχει δηλώσει ότι συναρτά τις αυξημένες ποινές και τα ειδικά μέτρα που έχει υιοθετήσει με την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος. Επιχειρώντας, επίσης, να αποδώσουν το περιεχόμενο του εγκλήματος αυτού έχουν επιμείνει στην “πραγματοπαγή” φύση της εγκληματικής οργάνωσης, στην αυτοτέλειά της δηλ. έναντι της φυσικής υπόστασης των επιμέρους μελών της. Το στοιχείο αυτό θεωρείται ότι αποτυπώνεται αντικειμενικά στην υποδομή που διαθέτει κάθε οργάνωση, τα μέσα δηλ. που έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει για να υποστηρίξει τη δράση της [βλ. Μ. Μαργαρίτη, Π.Κ., έ.α., σελ. 455].
Κατά την άποψη αυτή, οι εγκληματικές οργανώσεις που υπάγονται εννοιολογικά στο οργανωμένο έγκλημα διαθέτουν μεγάλα χρηματικά ποσά για την ενίσχυση της δράσης τους και τεχνικά μέσα κάθε είδους που δεν διαθέτουν οι συμμορίες και που προσδίδουν σε αυτές αυξημένη δυνατότητα τέλεσης μεγάλης κλίμακας εγκληματικών πράξεων. Στις πράξεις αυτές εντάσσονται λ.χ., όπως έχει δεχτεί η νομολογία μας, η διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών με οχήματα διεθνών μεταφορών, με ποντοπόρα ή ακτοπλοϊκά σκάφη, με αεροπλάνα ή ελικόπτερα, η παραχάραξη και η κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων σε μεγάλη κλίμακα, ανθρωποκτονίες κατά παραγγελία (Μαφία) κ.λπ.
Το στοιχείο που διαφοροποιεί το ΟΕ από τις συμμορίες και το καθιστά ιδιαίτερα επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη, δικαιολογώντας την κατά κυριολεξία πολεμική στάση του κράτους απέναντί του, είναι αφενός η δόμησή του με τέτοιο τρόπο, ώστε η οργάνωση να είναι ανεξάρτητη από τη φυσική υπόσταση των μελών της και αφετέρου -και κυρίως- η δύναμη διαφθοράς και παρέμβασης στη νόμιμη οικονομία την οποία διαθέτει. ‘Οπως ορθά έχει παρατηρηθεί για τις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες με ανοιχτή οικονομία της αγοράς και την προϊούσα πολιτική ενοποίηση, το ΟΕ δεν αποτελεί τόσο πρόβλημα εγκείμενο στην παροχή αποτελεσματικής προστασίας σε συγκεκριμένη αντικείμενα ή έννομα αγαθά, όσο συνιστά πρόβλημα αντιμετώπισης της οικονομικής και πολιτικής ισχύος που συγκεντρώνεται στα χέρια των ΕΟ. Επομένως, για ένα ορισμό του ΟΕ Θα ήταν αναγκαία, αλλά και αρκετή η αναφορά στα δύο αυτά στοιχεία.
Μια οργάνωση θεωρείται ότι έχει επιχειρηματική δομή, όπως προκύπτει από την Αιτιολογική ‘Εκθεση του νόμου, όταν συντρέχουν τα ακόλουθα στοιχεία α) κατανομή ρόλων, β) ιεραρχική δομή και γ) συγκεκριμένη υποδομή
α) Κατανομή ρόλων γίνεται δεκτό ότι υπάρχει όταν ένα μέρος των μελών της οργάνωσης ασχολείται μόνο με το σχεδιασμό και την προετοιμασία, ένα άλλο μέρος με την εκτέλεση και -σε πολλές περιπτώσεις- ένα τρίτο μέρος με την εξασφάλιση των εσόδων.
β) Για να γίνει λόγος για ιεραρχική δομή, απαιτείται να διαπιστώνεται μια ορισμένη σχέση ανωτέρων προς κατωτέρους μεταξύ των μελών, χωρίς όμως να θεωρείται αναγκαίο να αποδεικνύεται ότι υπάρχει εξουσία εντολών και υποχρέωση υποταγής σε εντολές.
γ) Τέλος, το στοιχείο της υποδομής θεωρείται ότι υπάρχει όταν η ομάδα διαθέτει μία δική της αυτοτελή περιουσία. Το τελευταίο αυτό στοιχείο είναι απολύτως καθοριστικής σημασίας. Γιατί το ΟΕ σε αντίθεση με τις απλές συμμορίες δε χρησιμοποιεί μόνο τη δομή του για την τέλεση εγκλημάτων, αλλά χρησιμοποιεί παράλληλα τα κερδη του από τα εγκλήματα ως τροφοδότη για την υλοποίηση των εγκληματικών του στόχων και αξιοποιωντας για το σκοπό αυτό όλα τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα. Άλλωστε, οπως ειπωθηκε, οι οικονομικές δυνατότητες που διαθέτει το ΟΕ, μέσω των οποίων μπορεί να επηρεάζει την πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου, ήταν εκείνες που έχουν δικαιολογήσει μέχρι σήμερα την υιοθέτηση όλων των ειδικών ρυθμίσεων, οι οποίες υποτίθεται ότι τείνουν στην αντιμετώπιση του [βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Για ένα νέο ορισμό του ΟΕ στην ΕΕ, ΠοινΧρ 2006ι’865].
Εξάλλου, οι πρωτοβουλίες κατά του ΟΕ σε πολλές ττεριπτώσεις, όπως παρατηρεί η Φ. Ριζάβα [έ.α., σελ. 687], προσβάλλουν ευθέως ακόμη και τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα. Ο μόνος φραγμός για να μην καταστούν και οι ίδιες εγκληματικές είναι η ευλαβική τήρηση των προϋποθέσεων που κάθε φορά απαιτούνται και η διασφάλιση μιας πραγματικά δίκαιης δίκης για όσους συλλαμβάνονται. Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, αν και η αύξηση του ΟΕ απαιτεί τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, εν τούτοις η δίκαια διαχείρίση της δικαιοσύνης κατέχει τέσο εξέχουσα θέση σε μια δημοκρατική κοινωνία που δεν μπορεί να θυσιάζεται για χάρη της σκοπιμότητας και, ως εκ τούτου, πρέπει να αποτελεί κριτήριο και οδηγό για κάθε μέτρο κατά του ΟΕ που υιοθετείται και εφαρμόζεται από τις έννομες τάξεις.
Αθήνα 29 Σεπτεμβρίου 2014
Ο γνωμοδοτών
Λεωνίδας Κοτσαλής,
Καθηγητης Ποινικού Δικαίου
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/lewnidas-kotsalhs#ixzz3rgZ202Qd