Site icon ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

Μεταπολεμικός ιταλικός εθνικισμός

Μεταπολεμικός ιταλικός εθνικισμός

Η ιστορία των μεταπολεμικών ιταλικών εθνικιστικών κινημάτων ξεκινά στις 26 Δεκεμβρίου του 1946 με την ίδρυση του «Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος» (Movimento SocialeItaliano – MSI) από πρώην στελέχη του φασιστικού καθεστώτος, όπως οι Arturo Michelini και Biagio Pace, καθώς και από βετεράνους της «Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας» (γνωστής και ως «Δημοκρατία του Σαλό»), όπως οι Giorgio Almirante και Pino Romualdi. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις  3 Δεκεμβρίου του 1946, είχε προηγηθεί η συνάντηση για τη σύναψη ενσωμάτωσης των διαφόρων μικρών εθνικιστικών κινημάτων και ομάδων, όπως το «Μέτωπο Εργασίας» (Fronte del Lavoro), το «Ιταλικό Κίνημα Κοινωνικής Ενότητας» (Movimento Italiano Unita Sociale), η «Ομάδα Ανεξάρτητων Βετεράνων» κ.λπ. που είχαν αρχίσει να δραστηριοποιούνται αμέσως μετά τη λήξη του 2ου παγκοσμίου πολέμου.

Το πρώτο Εκτελεστικό Συμβούλιο του Κινήματος αποτελείτο από τους Giacinto Trevisonno, Raffaele Di Lauro, Alfonso Mario Cassiano, Giovanni Tonelli και Carlo Guidoboni. Κατόπιν εισηγήσεως του Pino Romualdi, ως Γενικός Γραμματέας του Κινήματος ορίστηκε ο  μετριοπαθής Giacinto Trevisonno, ο οποίος παραιτήθηκε στις 15 Ιουνίου του 1947. Την θέση του ανέλαβε ο χαρισματικός Τζιόρτζιο Αλμιράντε (Giorgio Almirante). Ως σύμβολο του MSI επιλέχτηκε η «τρίχρωμη φλόγα», έμβλημα του επίλεκτου στρατιωτικού σώματος Arditi, το οποίο έδρασε κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.

Στις εκλογές του Απριλίου του 1947, το MSI (Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα) θα λάβει ένα ποσοστό της τάξης του 2% και θα εκλέξει 6 βουλευτές, ανάμεσα στους οποίους και ο Giorgio Almirante. Το πρώτο Συνέδριο του Κόμματος πραγματοποιήθηκε στη Νάπολη μεταξύ 27 και 29 Ιουνίου του 1948. Έκτοτε ακολούθησαν άλλα 17 συνέδρια μέχρι το τελευταίο, που έγινε στην πόλη Fiuggi μεταξύ 25 και 27 Ιανουαρίου του 1995, λίγο πριν την διάλυση του MSI.

Στο πρώτο Συνέδριο  συζητήθηκαν οι θέσεις του κόμματος όσον αφορά στην κοινωνική και οικονομική  πολιτική και προτάθηκε η σύνθεση μεταξύ κορπορατιβισμού και κοινωνικοποίησης, καθώς και ο εθνικός προγραμματισμός σε αντίθεση με την ελεύθερη αγορά. Όσο για τη θέση του κόμματος απέναντι στον Φασισμό, αυτή συνοψίζεται στη φράση του μεγαλοστελέχους Augusto De Marsanich «Ούτε άρνηση, ούτε αποκατάσταση !» (Non rinnegare e non restaurare!).

Από το 1948  έως το 1950 έγιναν από το πολιτικό σύστημα οι πρώτες συλλήψεις στελεχών και φίλων του κινήματος με την κατηγορία της προσπάθειας ανασύστασης του εκτός νόμου φασιστικού κόμματος. Ανάμεσα στους κατηγορουμένους  o Pino Romualdi, o Pino Rauti και ο μεγάλος Ιταλός φιλόσοφος Julius Evola.

Το 1950 ως Γενικός Γραμματέας του κόμματος εξελέγη ο μετριοπαθής Augusto De Marsanich, συντηρητικός και φιλοαμερικάνος, ο οποίος διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις με την Καθολική Εκκλησία  και τους μοναρχικούς, καθώς και με ορισμένους «δεξιούς» του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε ο μεγάλος συνδικαλιστικός φορέας CISNAL (Confederazione Italiana Sindacati Nazionali dei Lavoratori, Ιταλική Συνομοσπονδία Εθνικών Συνδικάτων των Εργαζομένων)που προσέκειτο στο MSI.

Στις τοπικές εκλογές του 1951 και του 1952, το MSI σε συνεργασία με το Εθνικό Μοναρχικό Κόμμα, με το οποίο δημιούργησε έναν ισχυρό συνασπισμό,  σημείωσε μεγάλη επιτυχία, ιδιαίτερα στην Νότια Ιταλία.  Ακολούθως, στις εθνικές εκλογές του 1953 έλαβε ποσοστό  5,85% (σχεδόν τριπλάσιο σε σχέση με τις εκλογές του 1948), κερδίζοντας 29 έδρες.

Τον Ιανουάριο του 1954, στο 4ο συνέδριο που διεξήχθη στην Viareggio, γενικός γραμματέας του κόμματος ανέλαβε ο Arturo Michelini, συντηρητικός, φιλοαστός και φιλοαμερικάνος, ο οποίος ήλθε σε αντιπαράθεση με τους «σκληρούς» του κόμματος, όπως οι Pino Rauti, Clemente Graziani κ.α., στην προσπάθειά του να επιβάλλει μια πιο μετριοπαθή πολιτική.

Το 1956, ο Pino Rauti με άλλα στελέχη του MSI αποχωρούν από το κόμμα και ιδρύουν το Κέντρο Μελετών «Νέα Τάξη» (Centro di Studi Ordine Nuovo). Το 1957 αποχωρούν και άλλα στελέχη της «αριστερής» γραμμής του MSI, με επικεφαλής  τον Ernesto Massi και δημιουργούν το «Εθνικό Κόμμα της Εργασίας» (PartitoNazionale del Lavoro).

Για πάνω από δέκα χρόνια το MSI πορεύτηκε με Γενικό Γραμματέα τον Arturo Michelini, έχοντας στις τάξεις του δύο βασικές τάσεις. Η μία αυτή των μετριοπαθών, με επικεφαλής τον ίδιο τον Michelini και η άλλη των «σκληρών», με επικεφαλής τους Giorgio Almirante και Pino Romualdi. Στις εθνικές εκλογές κατά τα  έτη 1958, 1963 και 1968, το MSI λαμβάνει ποσοστά που κυμαίνονται γύρω στο 5%.Στις 29 Ιουνίου του 1969, αμέσως μετά το θάνατο του Michelini, γενικός γραμματέας του κόμματος αναλαμβάνει ξανά o Giorgio Almirante.

Στις περιφερειακές εκλογές του Ιουνίου του 1971, το MSI ενισχύεται, αυξάνοντας σημαντικά τα ποσοστά του, ιδιαίτερα στο Νότο. Στη Reggio Calabria, για παράδειγμα, έλαβε το 21% των ψήφων. Τον Φεβρουάριο του 1972, ο Almirante σχηματίζει συμμαχία με τους μοναρχικούς και το κόμμα μετονομάζεται σε «Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα  – Εθνική Δεξιά» (Movimento Sociale Italiano – Destra Nazionale). Στο κόμμα θα εισχωρήσουν και αρκετοί αξιωματικοί του στρατού και των δυνάμεων ασφαλείας.

Την ίδια χρονιά (1972) ο Pino Rauti, με πολλούς συναγωνιστές του της Ordine Nuovo, προσχωρεί ξανά στο Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα και εκλέγεται βουλευτής. Τεράστια υπήρξε η επιρροή του στην Νεολαία του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος «Μέτωπο της Νεολαίας» (Fronte della Gioventu). Ο Rauti θα δημιουργήσει μια «αντιπολίτευση» εντός του MSI. Για τον ίδιο και τους συναγωνιστές της ιδεολογικής γραμμής του, η φιλελεύθερη αστική δημοκρατία, ο σοσιαλμαρξισμός και οι Η.Π.Α. αποτελούν τους κυριότερους εχθρούς που οδηγούν στον εκφυλισμό και τη διάλυση των ευρωπαϊκών λαών. Ο  Almirante αναγνωρίζει και σέβεται την ιδεολογική γραμμή Rauti, όμως οφείλει να κρατήσει ισορροπίες λόγω ιδεολογικών διαφωνιών μέσα στο κόμμα.

Στις εθνικές εκλογές του 1972, το MSI – DN λαμβάνει σημαντικά ποσοστά, τα μεγαλύτερα στην ιστορική του πορεία: 8,7% των ψήφων για το Κοινοβούλιο και 9,2% για τη Γερουσία. Το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα Χριστανοδημοκρατών – Σοσιαλιστών-Κομμουνιστών ανησυχεί και επιστρατεύει την «Ανεξάρτητη Δικαιοσύνη». Εισαγγελείς του Μιλάνου κατηγορούν τον Almirante για απόπειρα ανασύστασης  του εκτός νόμου φασιστικού κόμματος. H έρευνα των εισαγγελικών αρχών δεν θα αποδώσει καρπούς και οι κατηγορίες σύντομα θα εγκαταλειφθούν.

Στις εθνικές εκλογές του 1976 το ποσοστό ψήφων που έλαβε το MSI-DN ήταν 6,1%, εμφανώς χαμηλότερο σε σχέση με εκείνο του 1972. Στο 11ο Συνέδριο του Κόμματος που θα πραγματοποιηθεί στη Ρώμη, μεταξύ 13 και 16 Ιανουαρίου του 1977, το κόμμα αποτελείται από τέσσερα βασικά ρεύματα: 1)  «Ένωση για Διαφάνεια» με επικεφαλής τον Γ.Γ. Giorgio Almirante, που αποτελεί και την πλειοψηφία, 2) «Λαϊκή Δεξιά» με επικεφαλής τον Massimo Anderson, 3)  «Εθνική Δημοκρατία» με επικεφαλής τους Ernesto De Marzio και Gastone Nencioni και 4) «Μελλοντική Γραμμή» με επικεφαλής τον Pino Rauti.

Το 1977, οι μετριοπαθείς του ρεύματος «Εθνική Δημοκρατία» θα αποχωρήσουν από το MSI και θα ιδρύσουν νέο κόμμα με την ίδια ονομασία (Democrazia Nazionale). Λίγους μόλις μήνες αργότερα θα προσχωρήσει στην «Εθνική Δημοκρατία» και ο Massimo Anderson με κάποια στελέχη του ρεύματος «Λαϊκή Δεξιά».

Το 1978 το MSI-DN θα αποτελέσει μέρος του ευρύτερου σχηματισμού «Ευρωδεξιά», στον οποίο είχαν προσχωρήσει και άλλα ευρωπαϊκά εθνικιστικά κόμματα, όπως το γαλλικό «Κόμμα των Νέων Δυνάμεων» (Parti des Forces Nouvelles) του Jean-Louis Tixier-Vignancour, το ισπανικό «Νέα Δύναμη» (Fuerza Nueva) του Blas Piñar και το ελληνικό «Εθνική Δημοκρατική Ένωσις».

Στις αρχές της  δεκαετίας του 1980 το MSI-DN παρουσιάζει σχετική αύξηση, όσον αφορά στα εκλογικά του ποσοστά σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια . Συγκεκριμένα λαμβάνει 6,8% στις εθνικές εκλογές του 1983 και 6,47% στις ευρωεκλογές του 1984. Όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 τα εκλογικά ποσοστά που λαμβάνει, συνεχώς θα μειώνονται:  5,9% στις εθνικές εκλογές του 1987, 5,5% στις ευρωεκλογές του 1989 και 5,5% στις εθνικές εκλογές του 1992.Το 1987 ο Almirante αναγκάζεται να εγκαταλείψει την γενική γραμματεία του κόμματος για λόγους υγείας, προτείνοντας ως διάδοχό  του τον Gianfranco Fini, πρώην γραμματέα του «Μετώπου Νεολαίας» (Fronte della Gioventu).

H επιλογή του Fini από τον Almirante για τη θέση του Γενικού Γραμματέα του Κόμματος, όπως αποδείχτηκε αργότερα, υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα του παλαίμαχου ηγέτη του MSI. Τη θέση του Γενικού Γραμματέα διεκδικούσαν ακόμη τρεις υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων και ο Pino Rauti. Στην δεύτερη αναμέτρηση μεταξύ των Fini και Rauti, ο τριανταπεντάχρονος Fini θα εκλεγεί Γενικός Γραμματέας του κόμματος. Ο ίδιος ο Almirante είχε δηλώσει τότε: «Κανείς πλέον δεν πρόκειται να κατηγορήσει ως φασίστα κάποιον που γεννήθηκε μετά τον πόλεμο».

Στις 21 Μαΐου του 1988 απεβίωσε ο επί πολλά χρόνια πρόεδρος και σημαίνον στέλεχος του κόμματος Pino Romualdi.  Την επόμενη μέρα απεβίωσε και ο Giorgio Almirante. Στην μεγαλειώδη κηδεία των δύο ανδρών, που κηδεύτηκαν την ίδια μέρα, παρευρέθη πλήθος κόσμου, καθώς και πολιτικοί από όλα τα κόμματα. Μεταξύ των πολιτικών ήσαν ακόμη και κομμουνιστές, όπως ο Nilde Iotti, πρόεδρος του κοινοβουλίου και ο Giancarlo Pajetta, ιστορικό στέλεχος του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος.

Στο 16ο Συνέδριο του MSI-DN, που έγινε στη πόλη Rimini μεταξύ 11 και 14 Ιανουαρίου του 1990, ο Pino Rauti κατορθώνει να εκλεγεί γενικός γραμματέας του κόμματος στη θέση του Fini. Όμως μετά την σημαντική ήττα που υπέστη το κόμμα στις τοπικές και περιφερειακές εκλογές το 1991 στη Σικελία, ο Rauti θα παραιτηθεί και η Κεντρική Επιτροπή θα εκλέξει εκ νέου τον Fini στη θέση του γενικού γραμματέα.

Ο Fini ανέλαβε να εκσυγχρονίσει το κόμμα, ενώ παρουσιαζόταν ως «μεταφασίστας», προσπαθώντας παράλληλα να εφαρμόσει μια αντισυστημική πολιτική κατά του ιταλικού κλεπτοκρατικού κατεστημένου, με προεξέχον το κόμμα των Χριστανοδημοκρατών, το οποίο ύστερα από μισό περίπου αιώνα στην εξουσία, άρχισε να καταρρέει.

Έτσι ενόψει των εθνικών εκλογών του 1992, το MSI-DN ακολουθεί μια εκστρατεία εναντίον των «κλεφτών του καθεστώτος» («ladri del regime») και δηλώνει ανοιχτά την υποστήριξή του προς τους «δικαστές με καθαρά χέρια». Το ποσοστό 5,3%, των ψήφων, που παίρνει στις εθνικές εκλογές του 1992, είναι αποκαρδιωτικό.

Στις 19 Σεπτεμβρίου του 1992 ο πολιτικός επιστήμονας Domenico Fisichella προέβαλε για πρώτη φορά την ιδέα μιας «Εθνικής Συμμαχίας» μεταξύ Εθνικιστών, δεξιών, κεντροδεξιών, ρεπουμπλικάνων, καθολικών κ.λπ. σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο έντυπο «Il Tempo».

Τον Απρίλιο του 1993, σε άλλο άρθρο που δημοσιεύτηκε στο επίσημο όργανο του MSI-DN «Secolo d’ Italia» («Αιών της Ιταλίας») από τον Francesco Storace, εκπρόσωπο του Γ.Γ. Gianfranco Fini, γίνεται ξανά λόγος για μια νέα «Εθνική Συμμαχία» που θα περιλαμβάνει στις τάξεις της εκτός από τους Εθνικιστές του MSIDN, συντηρητικούς και φιλελεύθερους όλων των αποχρώσεων.

Λίγους μήνες αργότερα, η Κεντρική Επιτροπή του MSI-DN θα εγκρίνει επισήμως το νέο πολιτικό σχήμα-τερατούργημα «Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα- Εθνική Συμμαχία» (Movimento Sociale Italiano – Alleanza Nazionale) που  δημιουργείται, με στροφή προς την κεντροδεξιά. Από το σχήμα αυτό απείχαν όλα σχεδόν τα στελέχη της γραμμής Rauti.  Ήταν η αρχή του τέλους για το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα!

Στις δημοτικές εκλογές του Νοεμβρίου του 1993, το  «Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα – Εθνική Συμμαχία» σημειώνει τεράστια επιτυχία, κυρίως στην Ρώμη και στην Νάπολη. O πολιτικός σαλτιμπάγκος Fini, ως υποψήφιος Δήμαρχος  της Ρώμης, έλαβε το 35,5% των ψήφων και το 47% στις επαναληπτικές εκλογές, ενώ  η Allessandra Mussolini, υποψήφια Δήμαρχος της Νάπολης έλαβε το 31,1% των ψήφων και το 44% στις επαναληπτικές εκλογές του δεύτερου γύρου!

Το «Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα – Εθνική Συμμαχία» πήρε μέρος στις εθνικές εκλογές του 1994, συμμαχώντας με το νεοσύστατο κόμμα «Forza Italia» του μεγαλοεπιχειρηματία και για πολλά χρόνια πρωθυπουργού Silvio Berlusconi και το επίσης νεοσύστατο κόμμα «Polo del Buon Governo» («Πόλος της Καλής Διακυβέρνησης»). H  «συμμαχία» κέρδισε τις εκλογές και την πρωθυπουργία της χώρας ανέλαβε ο Berlusconi («Cavalliere Bunga-Bunga»), αν και για λίγους μόνο μήνες (μέχρι τις 17 Ιανουαρίου του 1995), λόγω των εσωτερικών κλυδωνισμών της κυβερνώσας συμμαχίας που θα τον αναγκάσουν σε παραίτηση.

Μεταξύ 25 και 27 Ιανουαρίου του 1995 διεξάγεται το 18ο  Συνέδριο του  MSI – Alleanza στην μικρή πόλη Fuggio. Στις 27 Ιανουαρίου ώρα 16.30 ο Fini και η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος αποφασίζουν τη διάλυση του M.S.I., σχεδόν μισό αιώνα από την ίδρυσή του, αφήνοντας χώρο μόνο για την «Εθνική Συμμαχία» της κεντροδεξιάς με ηγέτη τον αριστοτέχνη των μεταλλάξεων Fini, πρώην «φασίστα», ακολούθως «μεταφασίστα» και τελικά αντιφασίστα!

Παύλος Γκάστης

Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/metapolemikos-italikos-ethnikismos#ixzz41QNUTyOv

Exit mobile version