Στην αυγή της μεταπολεμικής περιόδου ο Winston Churchill υποστήριξε τη δημιουργία των ”Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής” στο οποίο εγχείρημα η Βρετανία θα ”ήταν μαζί τους, αλλά όχι ένας από αυτούς” (Ζυρίχη, 19 Σεπτεμβρίου 1946). Η δήλωση αυτή όρισε το πλαίσιο στο οποίο η Μεγάλη Βρετανία (ΜΒ) θα συνυπήρχε με τα κράτη της Ηπειρωτικής Ευρώπης στην κατεύθυνση μιας στενότερης συνεργασίας και ενδεχόμενης ενοποιητικής διαδικασίας.
Την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) στις 18 Μαρτίου 1951 ακολούθησε η Συνθήκη της Ρώμης στις 25 Μαρτίου 1957 όπου τέθηκαν τα θεμέλια για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Το Λονδίνο όχι μόνο απείχε, αλλά ανταγωνιστικά δημιούργησε την Ζώνη των ΕΠΤΑ, μία ζώνη ελεύθερων συναλλαγών με άλλα κράτη της Ευρώπης. Παράλληλα σύναψε ”ειδική σχέση” με τις ΗΠΑ. Οι Άγγλοι ποτέ δεν πίστεψαν στην ιδέα της κοινής αγοράς, θεωρώντας πως η συμμετοχή τους στον τύπο της Κοινότητας που θεμελιωνόταν θα αφαιρούσε τα δικαιώματα των χωρών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Η πρόοδος που σημείωσε η ΕΟΚ και η αποαποικιοποίηση που στέρεψε τις άφθονες πρώτες ύλες των υπερπόντιων κτήσεων, άλλαξε την στάση των Βρετανών. Σε πρώτη φάση η αίτηση συμμετοχής τους στην ΕΟΚ απορρίφθηκε, αφού η Γαλλία έθεσε βέτο στην διεύρυνση (4 Ιανουαρίου 1963). Τελικώς η Μεγάλη Βρετανία θα γίνει ισότιμο μέλος ύστερα από εννέα χρόνια.
Όμως ακόμη και μετά την ένταξή της, η ΜΒ υπήρξε πολύ επιφυλακτική, κατανοώντας ότι το άνοιγμα της κοινής αγοράς ήταν το όχημα για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης που τελικά θα κατέληγε στο να παραδώσει μέρος της εθνικής της κυριαρχίας. Διαχρονικά οι Βρετανοί αρνούνται την πολιτική ολοκλήρωση και για αυτό ζητούν να εξαιρεθούν από τη ρήτρα της Συνθήκης της Ρώμης που προέβλεπε μια όλο και πιο σφιχτή ένωση. Υπό αυτό το πρίσμα, το Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ) έχει επιλέξει να μη συμμετέχει στους δύο βασικούς πυρήνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), την Ευρωζώνη και τη Συνθήκη Σένγκεν.
Η εκλογική νίκη των Συντηρητικών στις εθνικές εκλογές του περασμένου Μάϊου ”κλείδωσε” την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος γύρω από την παραμονή της χώρας στην ΕΕ, αφού αποτελούσε προεκλογική δέσμευση του Πρωθυπουργού David Cameron. Η ανάγκη για να αποτυπωθεί επίσημα η βούληση των Βρετανών πολιτών υπήρξε αναμφισβήτητα επιτυχία του Kόμματος της Βρετανικής Ανεξαρτησίας (UKIP) που άνοιξε πριν από πολλά χρόνια τη συζήτηση για την αναγκαιότητα παραμονής της χώρας ως μέλους στην Ένωση, πρωτοστατώντας στη δημιουργία ενός ισχυρού ευρωσκεπτικιστικού ρεύματος.
Πέρα από τις εθνικού χαρακτήρα ιδιαιτερότητες, το κύριο αίτημα για την έξοδο άπτεται οικονομικών δεδομένων. Το Brexit θα δώσει ώθηση στην επιχειρηματικότητα, απελευθερώνοντας τον χρηματοοικονομικό τομέα. Λειτουργώντας εκτός ΕΕ θα υπάρχει απαλλαγή από το φόρο συναλλαγών ο οποίος τίθεται σε ισχύ μέσα στο 2016. Παράλληλα, η απουσία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών θα οδηγήσει στην άρση των περιορισμών που η ισχυρή αυτή εποπτική αρχή επιβάλλει σήμερα περιορίζοντας την αυτονομία του City.Υπολογίζεται ότι οι βρετανικές επιχειρήσεις επιβαρύνονται με πάνω από 150 εκατομμύρια λίρες ετησίως, διατηρώντας τη θέση τους στην ΕΕ, ενώ από τον κρατικό προϋπολογισμό του 2015 δεσμεύτηκαν 13 δισεκατομμύρια λίρες, για να καταλήξουν στα κοινοτικά ταμεία. Ισχυρή ομάδα επιχειρηματιών υποστηρίζει πως ο απεγκλωβισμός από την κοινή αγορά θα οδηγήσει προς μεγαλύτερη ανάπτυξη με γνώμονα τις εξαγωγές μέσω του εμπορίου με τις αναδυόμενες αγορές.
Η τρέχουσα μεταναστευτική και προσφυγική κρίση αποτελεί το δεύτερο πεδίο αναφορικά με την προοπτική εξόδου της ΜΒ από την ΕΕ. Οι επιπτώσεις στην δημόσια ασφάλεια, στην ανεργία και στο κόστος των κοινωνικών παροχών εγείρουν ζήτημα στην ελεύθερη μετακίνηση προσώπων, που αποτελεί μία από τις τέσσερεις θεμελιώδες αρχές του κοινοτικού κεκτημένου. Η ΜΒ ζητάει εξαίρεση στην μετακίνηση υπηκόων από άλλες χώρες της ΕΕ. Με πρόσφατα στοιχεία υπολογίζεται ότι η μετανάστευση στην Αγγλία από τα κράτη-μέλη είναι στο ίδιο επίπεδο με αυτήν από τρίτες χώρες.
Ο τρίτος παράγοντας άπτεται του αισθήματος ανωτερότητας και κύρους που διακατέχει τη ΜΒ, πηγάζοντας από το αυτοκρατορικό παρελθόν της ως κοσμοκράτειρας δύναμης. Η υψηλή βρετανική διπλωματία και μέρος της πολιτικής ελίτ απρόθυμα δέχτηκε την μεταβίβαση εξουσιών σε υπερεθνικούς θεσμούς, όχι τόσο διαφανείς, καθώς και τη λήψη αποφάσεων πίσω από κλειστές πόρτες για θέματα ζωτικής σημασίας από μη εκλεγμένους τεχνοκράτες αξιωματούχους των Βρυξελλών. Η Margaret Thatcher είχε χαρακτηριστικά δηλώσει ”δεν μειώσαμε με επιτυχία το μέγεθος του κράτους στη Βρετανία, για να το αντικαταστήσουμε από ένα ευρωπαϊκό κράτος που θα μας επιβληθεί από τις Βρυξέλλες” (Μπριτζ, 1998).
Το ενδεχόμενο της βρετανικής αποχώρησης έχει δημιουργήσει πανικό στην Ευρώπη. Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχει δώσει εντολή στα στελέχη και τους οικονομολόγους της να μην γίνεται καμία αναφορά περί εξόδου ή περί των συνεπειών της. Το ΔΝΤ μαζί με τους οίκους αξιολόγησης Fitch, Moody’s και Standard and Poor’s έχουν αναλάβει το ρόλο να ”συνετίσουν” την βρετανική κοινή γνώμη και να επηρεάσουν το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, απειλώντας με υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας και επισημαίνοντας τις μεγάλες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία της.
Γιατί όμως η καθεστηκυία πολιτική τάξη και η οικονομική ελίτ τρέμουν στην ιδέα της αποχώρησης των Βρετανών;
Καταρχάς, η έξοδος της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας και στρατιωτικής δύναμης της Ευρώπης θα αποτελέσει από μόνη της εξέλιξη ιδιαίτερης σημασίας. Αν και δεν θα συνιστά την πρώτη περίπτωση χώρας που ενδεχομένως να αποφασίσει να πορευτεί διαφορετικά (οι Νορβηγοί δεν ενέκριναν την απόφαση της τότε κυβέρνησης για τη συμμετοχή στην ΕΟΚ κατόπιν δημοψηφίσματος το 1972), ωστόσο η βαρύτητά της θα κλυδωνίσει συθέμελα την Ένωση των 28 που σήμερα βρίσκεται σε βαθύτατη δομική κρίση. Ενώ από το 1992 υπάρχει συνεχής διεύρυνση, η αποχώρηση ενός κράτους-μέλους τόσο σημαντικού θα σηματοδοτήσει την ακριβώς αντίστροφη διαδικασία.
Η έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας μέσω δημοψηφισμάτων, κάτι το οποίο η πολιτική ελίτ σε Βρυξέλλες και Βερολίνο διακαώς αποφεύγουν, αφού στις πλείστες των περιπτώσεων επιφύλαξαν δυσάρεστες εκπλήξεις στους θιασώτες για περισσότερη οικονομική και πολιτική ένωση, είναι αίτημα που ασπάζεται η συντριπτική πλειοψηφία την ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Το δημοψήφισμα στην ΜΒ, και ειδικά στην περίπτωση που θα συνοδευτεί από τη νίκη του ”Ναι”, θα πιέσει ακόμη περισσότερο τις κυβερνήσεις να αποδεχθούν το αυτονόητο, δηλαδή τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την παραμονή στην ευρωζώνη, μιας και το 47% των πολιτών των 19 κρατών-μελών ζητούν την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα σύμφωνα με την τελευταία έρευνα.
Όσο για τα υπόλοιπα κράτη έκτος ευρωζώνης το δίλημμα το οποίο θα ανακύψει είναι το ίδιο με αυτό στη ΜΒ: εντός ή εκτός. Ο Τσέχος Πρωθυπουργός δήλωσε ότι σε περίπτωση εξόδου του ΗΒ η χώρα του πιθανότητα θα ξεκινήσει αντίστοιχες διαδικασίες για να εξετάσει την παραμονή της στην Ένωση, εισάγοντας κιόλας το νέο όρο Czexit στην γενικότερη συζήτηση. Ενώ στην Γαλλία το 53% επιθυμεί τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με το ποια θα πρέπει να είναι θέση της χώρας στην ΕΕ.
Αλλά ακόμη και αν οι Βρετανοί πολίτες αποφασίσουν την παραμονή τους, το δημοψήφισμα θα οδηγήσει αναπόφευκτα στο άνοιγμα ενός αντίστοιχου διαλόγου στις περισσότερες χώρες.
Η αποχώρηση της ΜΒ θα αποτελέσει μια διαδικασία καθαρτική, υπό την έννοια ότι βρίσκεται στο αντίθετο πλαίσιο με τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, τον ηγεμονισμό του Βερολίνου και του ελέγχου της ΕΚΤ που λειτουργούν ως διευθυντήρια-κέντρα εξουσίας για την λήψη/επιβολή αποφάσεων με την μορφή υψηλής εποπτείας στις άλλες χώρες. Η βρετανική έξοδος θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τα εθνικιστικά κινήματα τα οποία καλπάζουν όχι μόνο δημοσκοπικά, αλλά και εκλογικά, καθιστώντας τα εν δυνάμει κόμματα εξουσίας. Και αναπόφευκτα θα δώσει εξ αντανακλάσεως νέα ώθηση στο αίτημα για απόσχιση τόσο της Καταλονίας όσο και της Σκωτίας. Ειδικά μάλιστα για την δεύτερη σε περίπτωση που οι Σκωτσέζοι αποφασίσουν υπέρ της παραμονής τους στην ΕΕ.
Τα τέσσερα κεντρικά σημεία των βρετανικών απαιτήσεων είναι τα ακόλουθα:
Υπερκράτος – Ρητή δέσμευση από τις Βρυξέλλες ότι η Βρετανία δεν θα συμμετέχει σε καμία κίνηση προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού υπερκράτους και θα εξαιρεθεί από την θεμελιώδη ευρωπαϊκή αρχή της μεγαλύτερης ενοποίησης.
Ευρώ – Ρητή δήλωση ότι το ευρώ δεν είναι το επίσημο νόμισμα της ΕΕ, καθιστώντας σαφώς ότι η Ευρώπη είναι μια πολυνομισματική ένωση.
Γραφειοκρατία – Σύστημα «κόκκινης κάρτας» προκειμένου να σταματήσει η έκδοση ανεπιθύμητων οδηγιών και να επιτραπεί η κατάργηση υφιστάμενων νόμων της ΕΕ.
Μεταρρύθμιση – Νέα δομή για την ίδια την ΕΕ. Το Λονδίνο επιθυμεί την αναδιοργάνωση του μπλοκ των 28 χωρών προκειμένου οι εννέα χώρες που βρίσκονται εκτός Ευρωζώνης να μην κυριαρχούνται από τα 19 κράτη-μέλη, με εγγυημένο καθεστώς προστασίας για το City του Λονδίνου.
Αυτό το οποίο ουσιαστικά ζητάει η Μεγάλη Βρετανία είναι μια νέα σχέση με την ΕΕ, με περισσότερη αυτονομία για τα εθνικά κοινοβούλια και ευελιξία στην ολοκλήρωση, δηλαδή ‘‘λιγότερη Ευρώπη’’. Οι παραπάνω θέσεις, που αποτελούν το πλαίσιο στο οποίο η βρετανική ηγεσία θέλει να χτίσει ένα ειδικό καθεστώς με τις Βρυξέλλες, εκφράζουν απόλυτα τους ευρωσκεπτικιστές που πρεσβεύουν το Διακυβερνητικό μοντέλο της Ευρώπης των Εθνών, έναντι μεγαλύτερης ενοποίησης.
Η επίτευξη συμφωνίας (που δεν αποτελεί παρά ένα είδος συμβιβασμού) στη Σύνοδο Κορυφής των Ευρωπαίων ηγετών στις 19 Φεβρουαρίου έχει παραπέμψει το ζήτημα σε δημοψήφισμα στις 23 Ιουνίου 2016, με τους Βρετανούς να είναι μοιρασμένοι για τη συνέχιση ή όχι της ιδιότητας της χώρας τους ως μέλους στην Ένωση. Η βρετανική εξαίρεση, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, θα αποτελέσει αναμφισβήτητα προηγούμενο επιλεκτικής εφαρμογής η οποία θα μπορούσε να συμπεριληφθεί σε μια επόμενη αναθεώρηση των Ευρωπαϊκών Συνθηκών ή να ωθήσει άλλα μέλη της ΕΕ να απειλήσουν με έξοδο, ώστε να υπάρξει επαναδιαπραγμάτευση. Η τάση επανεθνικοποίησης της ευρωπαϊκής πολιτικής είναι διάχυτη μεταξύ των ηγετών των κρατών.
Με τη συντριπτική πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου να έχει ταχθεί ανοιχτά υπέρ του ”Όχι” η επιλογή των Βρετανών να ψηφίσουν πλειοψηφικά για την έξοδο από την ΕΕ θα ισοδυναμεί με πολιτική επανάσταση εναντίον όλων! Στον αντίποδα οι εκφραστές του ”Ναι” έχουν στο στρατόπεδό τους δύο πολύ σημαντικές, αν όχι χαρισματικές προσωπικότητες: Τον Συντηρητικό δήμαρχο του Λονδίνου Boris Johnson και τον ηγέτη του UKIP Nigel Farage που οδήγησε το κόμμα στην πρώτη θέση στις Ευρωεκλογές του 2014. Σήμερα με περίπου 50% υπέρ του Brexit φανερώνεται, αν μην τι άλλο, η αναντιστοιχία μεταξύ των σκοπών της ηγεσίας των κομμάτων και της λαϊκής βούλησης.
Πέτρος Τασιός
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/brexit-istoriko-plaisio-aitia-kai-epiptwseis#ixzz43oUnQjMy