Η «πολιτικώς ορθή» προσέγγιση της Ιστορίας στα πλαίσια του σημερινού αντεθνικού και προσεχώς πολυφυλετικού Κράτους, θα σπεύσει να χαρακτηρίσει την εξιστόρηση τούτη, ως κήρυγμα μίσους. Είναι βλέπετε σαφέστατα προκλητικό, να γράφει κανείς για τους Ήρωες και Μάρτυρες του Ελληνικού Έθνους σε μια εποχή κατά την οποία βασιλεύει η υποτέλεια και η δουλοπρέπεια. Πολλώ δε μάλλον, όταν το Καθεστώς επιδιώκει δολίως να βαφτίσει τον ραγιαδισμό ως «σεβασμό προς την διαφορετικότητα», σπέρνοντας κίβδηλα κηρύγματα συναδέλφωσης με λαούς που ανέκαθεν εποφθαλμιούσαν την ιερή Ελληνική γη, ενώ ταυτόχρονα ονομάζει την ηττοπάθεια σωφροσύνη, θαρρώντας πως κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποποιείται των εγκληματικών του έναντι του Έθνους, ευθυνών. Η αρχέγονα ελληνική Μακεδονική Πατρίδα – την οποία η σημερινή κατάπτυστη κυβέρνηση των πολιτικών ανδρείκελων παζαρεύει στους διεθνείς οργανισμούς, διακηρύσσοντας αναίσχυντα και με περίσσιο θράσος πως είναι έτοιμη να συμβιβαστεί με την παραχώρηση του ονόματος «Μακεδονία» σε μία σύνθετη ονομασία για το κρατίδιο των Σκοπίων- δεν αποδόθηκε στο ελληνικό Κράτος δια υπογραφών και συμφωνιών. Αντιθέτως, απελευθερώθηκε από τον οθωμανικό ζυγό και απέκρουσε την βουλγαρική επιβουλή χάρη στην λάμψη των ελληνικών κανονιών και την κοφτερή λεπίδα του ελληνικού ξίφους! Ποτίστηκε δε, από το Αίμα της θυσίας χιλιάδων Μαρτύρων και Ηρώων, οίτινες ανταποκρίθηκαν γενναίως στο κάλεσμα των σκλαβωμένων τους αδερφών. Εις εξ αυτών υπήρξε ο ανυπέρβλητος Παύλος Μελάς.
Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε την 29η Μαρτίου του 1870 στην Μασσαλία της Γαλλίας. Ο πατέρας του, Μιχαήλ, υπήρξε πετυχημένος έμπορος, διαθέτοντας μέρος της περιουσίας του για εθνικούς και κοινωνικούς σκοπούς, σύμφωνα με την παράδοση της πατριωτικής αυτής οικογένειας η οποία έλκει την καταγωγή της από την Ήπειρο. Τέσσερα έτη μετά την γέννηση του Παύλου, η οικογένεια Μελά εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου περνά την παιδική του ηλικία μαζί με τα έξι αδέρφια του ο κατοπινός Ήρως του ένδοξου Μακεδονικού Αγώνος. Εντός της οικογενειακής εστίας, ο νεαρός Παύλος γίνεται μάρτυς της εθνικής δράσεως του πατέρα του, η οποία δεν περιορίζεται μονάχα σε φλογερές πατριωτικές θέσεις επί των εθνικών θεμάτων αλλά φτάνει μέχρι του σημείου της φύλαξης οπλισμού, ο οποίος επρόκειτο να αποσταλεί στους επαναστατημένους και μαχόμενους τον Οθωμανό κατακτητή, Κρήτες αδελφούς. Βαθύτατα επηρεασμένος από το οικογενειακό περιβάλλον, ο Παύλος δεν αργεί να εκφράσει το όνειρό του: να καταταγεί στον Ελληνικό Στρατό ώστε να αγωνισθεί για την απελευθέρωση των υπόδουλων συμπατριωτών του!
Το όνειρό του θα γίνει πραγματικότητα το έτος 1886. Τρεις μόλις μέρες πριν από τις εισαγωγικές εξετάσεις της Σχολής Ευελπίδων, σημειώνει στο προσωπικό του ημερολόγιο: «Επιλέγων το στάδιο αυτό, δεν υπήκουσα παρά εις μίαν ιδέαν, να φανώ χρήσιμος εις τον πλησίον και εις τον τόπον μου… Αυτή είναι όλη μου η φιλοδοξία και, όπως κάθε καλός στρατιώτης, θέλω να υπηρετήσω την Πατρίδα μου και δι’ αυτήν να αποθάνω. Καμιά δυσκολία δεν θα με σταματήσει… Δεν θα υποχωρήσω ποτέ προ των εμποδίων. Προς το παρόν, άλλωστε, δεν θα υποστώ εις την Στρατιωτικήν Σχολήν, παρά πειθαρχίαν, ολίγον σκληράν, και μερικές στερήσεις…». Τον Σεπτέμβριο του έτους εκείνου, ο Παύλος Μελάς γίνεται δεκτός στη Σχολή. Ο πατέρας, περήφανος Ηπειρώτης Εθνικιστής, τον συμβουλεύει: «Υποταγή στο καθήκον, έτσι θα πάρωμε τα Γιάννενα», εκφράζοντας στον γιό του τον μεγάλο του πόθο για την απελευθέρωση των πατρογονικών εστιών. Κι η μητέρα του Ελένη, του δίνει την ευχή της: «ο Θεός μαζί σου, γιέ μου»… Ένα μήνα μετά, τον Οκτώβριο του 1886, ορκίζεται πρωτοετής Εύελπις. Με έντονα φορτισμένη διάθεση, δείγμα της απολύτου συνειδήσεως της εθνικής αποστολής την οποία ανέλαβε, γράφει στον πατέρα του: «Σεβαστέ μου πατέρα… Προχθές το πρωί έδωσα τον νενομισμένον όρκον… Σας βεβαιώ ότι ορκίσθην έχων πλήρη συναίσθησιν των υπό του όρκου επιβαλλομένων καθηκόντων, σταθεράν δεν απόφαση να τα εκτελέσω. Διά τούτο και εκ βάθους καρδίας ωρκίσθην υπακοήν εις τους νόμους της Πατρίδος, σέβας, πίστιν και αφοσίωσιν εις τον Βασιλέα μου, και ότι θέλω υπερασπίσει μέχρι τελευταίας πνοής την Σημαίαν και την Πατρίδαν… Πριν τελειώσω την επιστολή μου σας παρακαλώ, Σεβαστέ μου πατέρα, να μ’ ευχηθείτε όπως ο Θεός με βοηθήσει να τηρήσω εντίμως τον όρκον μου, μέχρι τελευταίας στιγμής της ζωής μου»!
Κατόπιν πενταετούς φοιτήσεως, μέσα από στερήσεις και σκληραγώγηση σώματος και πνεύματος, ο Παύλος Μελάς αποφοιτά με τον βαθμό του Υπολοχαγού του Πυροβολικού, τον Αύγουστο του 1891. Επί τρίμηνο, υπηρετεί αρχικά ως απλός στρατιώτης και ακολούθως ως υπαξιωματικός στους στάβλους και στους θαλάμους του Α΄ Συντάγματος Πυροβολικού. Το καλοκαίρι του 1891, μετά την αποφοίτησή του, γνωρίζει τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του πολιτικού Στέφανου Δραγούμη και αδερφή της επιβλητικότερης ίσως μορφής του Ελληνικού Εθνικισμού, του Ίωνος Δραγούμη. Στην οικογένεια Δραγούμη, ο φλογερός πατριωτισμός του νεαρού αξιωματικού θα αποκτήσει την ιδεολογική αποκρυστάλλωση, μετατρέποντάς τον σε συνειδητοποιημένο πλέον, Εθνικιστή. Χαρακτηριστική επ’ αυτού, είναι επιστολή του Παύλου Μελά προς τη σύζυγό του: «τα πολυάριθμα παραδείγματα πατριωτισμού και θάρρους φυσικού, αλλ’ ιδίως ηθικού, τα οποία συνάντησα εις την αγαπητήν, την αγία σου οικογένεια μ’ εβοήθησαν», γράφει γεμάτος ευγνωμοσύνη. Το 1894, ο Παύλος και η Ναταλία αποκτούν το πρώτο τους παιδί. Είναι ο Μιχαήλ, τον οποίο φωνάζουν χαϊδευτικά Μίκη.
Το έτος 1897, ο νεαρός αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού θα λάβει το Βάπτισμα του Πυρός. Η πεδινή πυροβολαρχία στην οποία υπηρετεί, διατάσσεται να μεταβεί στη Λάρισα. Αποχαιρετά την οικογένειά του και επιβιβάζεται με τη μονάδα του σε πλοία τα οποία ξεκινούν από το λιμάνι του Πειραιά και καταλήγουν στο Βόλο. Από εκεί η πεδινή πυροβολαρχία του Μελά θα μεταβεί στη Λάρισα, αναμένοντας το ξέσπασμα των πολεμικών επιχειρήσεων. Ο ενθουσιασμός του, εκδηλώνεται εξόχως, μέσα στα γράμματα προς την αγαπημένη του σύζυγο: «είμαι ευτυχής μόνον με την ιδέαν ότι είμεθα εδώ διά να υπερασπίσωμεν την πατρίδα» και συνεχίζει «από στιγμής εις στιγμήν αναμένομεν να φύγωμεν. Ο Θεός να δώση»! Και η μεγάλη ημέρα για τον Εθνικιστή Παύλο Μελά, έρχεται στις 5 Απριλίου του 1897: «Ευχηθήτε υπέρ Πατρίδος μόνον. Ασπάζομαι πάντας. Εύχομαι Μίκης αισθανθή ποτέ και αυτός χαράν μου», γράφει καιγόμενος από τον εθνικιστικό του ενθουσιασμό!
Ο άκρατος παροξυσμός της πολεμικής συγκρούσεως, μετατρέπεται για τον Παύλο Μελά σε βαθύτατη απογοήτευση για την έκβασή της, μετά από τριάντα μέρες ενός πολέμου, ο οποίος πέρασε στην Ελληνική Ιστορία υπό τον τίτλο «ο ατυχής πόλεμος». Η ανακωχή της 6ης Μαΐου του 1897, τον συνθλίβει ψυχολογικά. Τούτη τη δοκιμασία έρχεται να επιβαρύνει, λίγες εβδομάδες μετά, ο θάνατος του πατέρα του. Ο Παύλος Μελάς υπομένει την απώλεια του αγαπημένου του πατέρα, ταυτόχρονα με την ανείπωτη θλίψη της εθνικής καταστροφής. Το χτύπημα είναι βαρύ, όμως εκείνος δεν χάνει την Πίστη του στην πραγμάτωση των εθνικών πεπρωμένων. Άλλωστε από την σκλαβωμένη Μακεδονία, καταφθάνει στην ελεύθερη Πατρίδα πλήθος ζωηρών περιγραφών φρικαλεοτήτων ενόπλων βουλγάρικων συμμοριών εις βάρος του ντόπιου ελληνικού πληθυσμού. Στα 1900, ο Παύλος Μελάς προχωρά στο αποφασιστικό βήμα: εντάσσεται στο Μακεδονικό Κομιτάτο, το οποίο αποτελεί την ελληνική απάντηση στη τρομοκρατική δράση των Βούλγαρων κομιτατζήδων.
Η ελληνική Κυβέρνηση, υπό την πίεση του εξοργισμένου από τις βουλγαρικές ωμότητες Ελληνικού Λαού, καθίσταται αδύνατο να μείνει απαθής μπροστά στα όσα δραματικά βιώνουν τα εν Μακεδονία σκλαβωμένα αδέρφια. Ο Παύλος Μελάς και τρεις ακόμη αξιωματικοί, οι Α. Κοντούλης, Α. Παπούλας και Γ. Κολοκοτρώνης, λαμβάνουν την άδεια να εισβάλουν στα κατεχόμενα μακεδονικά εδάφη, προκειμένου να εκτιμήσουν τις δυνατότητες της ελληνικής αντίστασης. Προς τούτο και τους παραχωρούνται διαβατήρια, στα οποία αναγράφονται ψευδώνυμα. Ο Παύλος Μελάς επιλέγει το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, Μίκης από το χαϊδευτικό του γιού του και Ζέζας από το αντίστοιχο χαϊδευτικό της κόρης του Ζωής. Τούτο είναι τ’ όνομα που θα στοιχειώνει Βούλγαρους και Τούρκους και θα γεμίζει ελπίδα κι ενθουσιασμό τον υπόδουλο Ελληνισμό της Μακεδονικής γης!
Την 24η Φεβρουαρίου 1904, σημειώνει γεμάτος περηφάνια στο ημερολόγιό του: «σήμερον επί τέλους εκπληρούται ο πόθος μου»! Δεν παραλείπει να επισκεφτεί τον τάφο του πατέρα του, να μεταφέρει, θαρρείς, λίγη από τη χαρά του σπουδαίου νέου της αποστολής του. Επιστρέφει στην οικογένειά του, αποχαιρετά τη σύζυγο και τα παιδιά του με την ιαχή «Ζήτω η Μακεδονία!» και αναχωρεί για την πραγμάτωση του ιστορικού του πεπρωμένου.
Μετά από ένα δύσκολο και κοπιώδες ταξίδι, ο Μίκης Ζέζας και οι σύντροφοί του, πατούν τα ιερά χώματα της μακεδονικής, ελληνικής Πατρίδος. Περιδιαβαίνει την μακεδονική ύπαιθρο, αντλεί πληροφορίες, δημιουργεί δίκτυο πληροφοριών, συντονίζει δράσεις και κυρίως εμψυχώνει τους σκλαβωμένους μας αδελφούς που προσμένουν με περίσσια λαχτάρα την ώρα της Λευτεριάς. Εντούτοις, η παρουσία του στη Μακεδονία έχει προδοθεί και γίνει γνωστή στις οθωμανικές αρχές. Δια κρυπτογραφικής επιστολής, ο Ίων Δραγούμης τον πληροφορεί πως η κυβέρνηση των Αθηνών θα τον καλέσει να επιστρέψει, προκειμένου να μετριαστούν οι τουρκικές αντιδράσεις. Δίνεται μεγάλος αγώνας ούτως ώστε να πειστεί ο ενθουσιώδης Μίκης Ζέζας να εγκαταλείψει τα μακεδονικά εδάφη και να επιστρέψει στην Αθήνα. Τέτοιος ήταν ο ζήλος για την ιερή του αποστολή, ώστε οι σύντροφοί του υποχρεώθηκαν να του υπενθυμίσουν σε έντονο ύφος πως είναι Αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και οφείλει να τηρήσει τον Όρκο του για υπακοή στις εντολές! Μόνον δι’ αυτού του τρόπου, επείσθη ο Μίκης Ζέζας να λάβει την απόφαση να εγκαταλείψει την Μακεδονία.
Τον Μάρτιο του 1904, ο Παύλος Μελάς βρίσκεται στην Αθήνα, όμως η Ψυχή του περιδιαβαίνει τα μακεδονικά βουνά. Την 8η Μαρτίου, σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Το ψύχος είναι δριμύτατον. Τα πόδια μας παγωμένα, διότι η πυκνοτάτη δρόσος επάγωσε και περιπατούμεν επί πάγου. Πίπτομεν ημιθανείς σχεδόν, τυλισσόμενοι εις την κάπαν μας. Εν τούτοις είναι περίεργον ότι τα βασανιστήριά μας τώρα μόνον τα ενθυμούμεθα. Όταν τα υφιστάμεθα, ο νους μας όλων ήτο εις την Μακεδονίαν»! Κινητοποιεί τις αθηναϊκές πατριωτικές οργανώσεις, γυρεύοντας υλικά και πολεμικά εφόδια προκειμένου να οργανώσει την ελληνική αντίσταση στο σκλαβωμένο μακεδονικό έδαφος, μιλά με πρωτόγνωρο ενθουσιασμό για τον πόθο των Μακεδόνων για ένοπλη αντίσταση ενάντια στον οθωμανό κατακτητή και τους Βούλγαρους κομιτατζήδες. Στα τέλη του Ιουνίου του 1904, δέχεται την επίσκεψη δύο Κοζανιτών, οι οποίοι και τον ενημερώνουν πως έχουν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ένοπλο αντάρτικο, ζητώντας του να μεσολαβήσει προκειμένου τούτο να τεθεί υπό τη διοίκηση Αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού, ώστε να επιτύχει. Ο Παύλος Μελάς συγκινείται βαθύτατα, η δε ευχή των δύο Ελλήνων από την Κοζάνη, να τον δουν σύντομα κοντά τους, φλέγει την καρδιά του! Τίποτε δεν μπορεί να σταθεί ικανό να βαστάξει τον Μίκη Ζέζα μακριά από την αγαπημένη του Μακεδονία: στις 19 Ιουλίου, μετά από αμέτρητους κινδύνους και κακουχίες, βρίσκεται στην Κοζάνη!Το οργανωτικό του δαιμόνιο τίθεται σε αδιάκοπη δράση, οργανώνοντας τις τοπικές εστίες του ελληνικού αντάρτικου. Αναθαρρούν οι υπόδουλοι Έλληνες και τ’ όνομα του Μίκη Ζέζα σιγοψιθυρίζεται στα ελληνικά ώτα, γεμίζοντας τον σκλαβωμένο Μακεδονικό Ελληνισμό με ελπίδα. Οι Μακεδόνες τον λατρεύουν κι εκείνος τους ανταποδίδει την αγάπη τους, θέτοντας εξ’ ολοκλήρου τον εαυτό του στη διάθεση του Μακεδονικού Αγώνος. Γεμάτος συγκίνηση, γράφει στην αγαπημένη του σύζυγο: «δεν έχεις ιδέα πόσο πατριωτισμό έχουν αυτοί οι άνθρωποι, πρέπει κανείς να γνωρίζει τους κινδύνους που καθημερινά διατρέχουν, για να εννοήσει και το θάρρος και τον πατριωτισμό τους».
Πράγματι, οι υπόδουλοι Έλληνες της Μακεδονικής γης, ζουν υπό το καθεστώς της συνεχούς και ανελέητης βουλγαρικής τρομοκρατίας. Βούλγαροι κομιτατζήδες επιχειρούν τον εκβουλγαρισμό των ντόπιων πληθυσμών, ενώ απειλούν με αφανισμό εκείνους που αντιστέκονται. Ο Μίκης Ζέζας αντιλαμβάνεται αμέσως, πως πρώτο του μέλημα είναι να κάμψει το κλίμα τρομοκρατίας μέσω της τρομοκρατίας: από στόμα σε στόμα, διαδίδεται σε ολάκερη την μακεδονική ύπαιθρο πως οι αντάρτες του Ζέζα θα κάψουν τα σπίτια εκείνων που θα τολμήσουν να συμπράξουν με τους βούλγαρους κομιτατζήδες! Τούρκοι και Βούλγαροι τον αναζητούν απεγνωσμένα, δίχως να κατορθώσουν να τον εγκλωβίσουν. Ο Μίκης Ζέζας έχει πλέον γίνει σύμβολο του Αγώνα και θρύλος στα μάτια των σκλαβωμένων Μακεδόνων!
Επιστρέφει στην Αθήνα, μετά από 20 ημέρες ακατάπαυστης δράσης. Ζητά επιτακτικά από την ελληνική κυβέρνηση την άδεια να σχηματίσει εκστρατευτικό σώμα, για να τσακίσει τους κομιτατζήδες και να αποτελέσει ένα διαρκή εφιάλτη για τον Τούρκο κατακτητή. Στη Μακεδονία όμως, το κλίμα της βουλγαρικής τρομοκρατίας προς τους ελληνικούς πληθυσμούς φθάνει στο απόγειό της. Η ελληνική κοινή γνώμη έχει ευαισθητοποιηθεί από το δράμα των υπόδουλων Ελλήνων ο Αγώνας λαμβάνει νέα διάσταση. Ο Παύλος Μελάς μοιάζει πλέον με λιοντάρι κλεισμένο σε κλουβί: η ελευθερία του ταυτίζεται με την επιστροφή του στην αιώνια ελληνική γη της Μακεδονίας. Στις 18 Αυγούστου, η οικογένειά του τον ξεπροβοδίζει για ύστατη φορά. Δεν αποχαιρετούν η σύζυγος και τα τέκνα του, έναν κοινό θνητό: αποχαιρετούν έναν Ημίθεο που γυρεύει τον Θάνατο για το υπέρτατο Ιδανικό της Λευτεριάς της Πατρίδος!
Στις 27 Αυγούστου, πατά ξανά τα μπολιασμένα με χιλιάδες χρόνια Ελληνικής παρουσίας χώματα. Επικεφαλής αντάρτικου σώματος 35 ανδρών(Μακεδόνων, Κρητικών και Μανιατών), ο Καπετάν Μίκης Ζέζας εκτελεί χρέη Αρχηγού του Μακεδονικού Αγώνος ενάντια στους Βούλγαρους κομιτατζήδες. Έχει την εντολή να οργανώσει υπό τις διαταγές του και τις ένοπλες ελληνικές ομάδες που δρουν στην περιοχή Μοναστηρίου-Καστοριάς. Στην Καστοριά δε, κρατά άσβεστη τη φλόγα της αντίστασης ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, ο οποίος και δεν λησμονεί να δίνει θάρρος στον υπόδουλο Ελληνισμό: «όπου να ‘ναι φτάνουν από κάτω και Ελληνικά σώματα. Κρητικοί και Μανιάτες. Θα δεις κάθε κλαδί και παλικάρι»! Τα παλικάρια του Μίκη Ζέζα εκριζώνουν και τσακίζουν αλύπητα τις βουλγαρικές εστίες στα χωριά. Τιμωρούν αλύπητα τους προδότες που συμπράττουν με τον εχθρό, θέτοντας σε θανάσιμο κίνδυνο την αρχέγονα ελληνική Μακεδονική Πατρίδα. Και οι μέχρι τότε τρομοκρατημένοι Έλληνες, σπεύδουν να ενταχθούν στο ένοπλο αντάρτικο του Μακεδονικού Αγώνος!
Η δράση του Ζέζα και των ανταρτών του, έχει προκαλέσει τον τρόμο στους Βούλγαρους κομιτατζήδες. Ανίκανοι εκείνοι να τον αντιμετωπίσουν, αποβλέπουν στην αντίδραση των Τούρκων. Στις 13 Οκτωβρίου 1904, ο Μίκης Ζέζας και οι Σύντροφοί του, Μακεδονομάχοι αντάρτες, βρίσκουν στο διάβα τους προς συνάντηση με έτερο ελληνικό αντάρτικο σώμα, το χωριό Στάτιστα(ή Σιάτιστα). Ο Καπετάν Ζέζας δίνει εντολή στα παλικάρια του να ξεκουραστούν. Ο υπαρχηγός του, Νίκος Πύρζας, αντιδρά διότι υπάρχουν πληροφορίες πως τουρκικό απόσπασμα κινείται στην ευρύτερη περιοχή. Ο Μίκης Ζέζας αποκρίνεται: «είναι αμαρτία, τα παιδιά κουρασμένα, βρεγμένα ας μείνωμεν εις το χωριό να στεγνώσουν ολίγον». Η βουλγάρικη συμμορία του κομιτατζή Μήτρου Βλάχου, η οποία πληροφορήθηκε για την άφιξη του Μίκη Ζέζα, δεν χάνει καιρό: σπεύδει να ενημερώσει τους Τούρκους και σύντομα το χωριό περικυκλώνεται από τουρκικό απόσπασμα 150 ανδρών. Η μάχη που ακολουθεί, είναι λυσσαλέα και βαστά δύο περίπου ώρες.
Το τέλος του Ήρωος Παύλου Μελά, περιγράφεται γλαφυρά στο τηλεγράφημα του Έλληνα Προξένου στο Μοναστήρι, προς το υπουργείο των Εξωτερικών στην Αθήνα:
«Παρελθούσαν Τετάρτην, 13 τρέχοντος (Οκτωβρίου) ημετέρων ευρεθέντων εν χωρίω Στάτιστα και περί ώραν 5 μ.μ. ήρξατο πυρός κατά των ημετέρων. Ημέτεροι απήντησαν γενναίως, μετά δίωρον δε ανταλλαγήν πυροβολισμών, απεφάσισαν επιχειρήσωσιν έξοδον. Παύλος Μελάς ώρμησε πρώτος επί κεφαλής αυτών, οπότε σφαίρα τουρκική πλήξασα αυτόν κατά την οσφυακήν χώραν, ετραυμάτισε θανασίμως. Σύντροφοί του τον… εναπέθεσαν παρακειμένω οικίσκω, ένθα, μετά ημίσειαν ώραν, διαρκούσης πάντοτε συμπλοκής, εθνικός ήρως ησύχασε».
Ο θρύλος θέλει οι τελευταίες λέξεις που εξήλθαν του στόματος του Ήρωος Παύλου Μελά, να είναι οι εξής: «Βούλγαρος να μη μείνει»! Το αίμα του φυσικού ηγέτη του Μακεδονικού Αγώνος, πότισε το αιώνιο δέντρο της Φυλής και έδωσε να ξεπηδήσουν εξ’ αυτού οι μεταγενέστεροι μαχητές της απελευθέρωσης της Μακεδονικής, Ελληνικής Πατρίδας.
Σε μια εποχή δειλών και προσκυνημένων, η τιτάνια και μυθική μορφή του Παύλου Μελά τίθεται φυσιολογικά στο περιθώριο και την αφάνεια. Άλλωστε πρέπει να εκλείψουν οι Ήρωες του ένδοξου Παρελθόντος, προκειμένου να πάρουν τη θέση τους τα κατασκευασμένα, κίβδηλα πρότυπα του μεταπολιτευτικού κόσμου. Σε πείσμα των καιρών, εμείς οι Χρυσαυγίτες, ορκισμένοι στο Αίμα της Θυσίας του Εθνικιστή Αντάρτη Παύλου Μελά, αναλαμβάνουμε το Ιερό Καθήκον της περιφρούρησης της ελληνικότητος της Μακεδονίας μας. Εμπρός μας, στέκει αγέρωχος και χαμογελαστός ο Μίκης Ζέζας και στο πλάι μας ακολουθούν οι χιλιάδες των Μακεδονομάχων που έπεσαν μαχόμενοι για τη Λευτεριά του Ελληνικού Λαού και της αιωνίας Πατρίδος!
Ευάγγελος Καρακώστας
Διαβάστε περισσότερα στο έκτο τεύχος του περιοδικού “Μαίανδρος” που κυκλοφορεί
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/paulos-melas-boulgaros-na-mh-meinei#ixzz44HQjfXln