Άρθρο της διευθύντριας της εφημερίδας “Εμπρός”, Ειρήνης Δημοπούλου – Παππά στην στήλη “Εγέρθητι”
«Πάει ο Λίβανος…». Η σκέψη του χανόταν σε ένα παρελθόν που φάνταζε σαν παραμύθι, κι έκανε το παρόν χειρότερο εφιάλτη. Ο Δημήτρης, Έλληνας καθηγητής στο Γαλλικό Ινστιτούτο, είχε έρθει από τον Λίβανο, μερικά χρόνια μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου που κράτησε από το 1975 ως το 1990. Εγώ θα τον γνώρισα στα μέσα της δεκαετίας του ‘80. Γεννημένος και μεγαλωμένος στον Λίβανο, ο πατέρας του εργαζόταν για τους Σιδηροδρόμους, κι η οικογένειά του ζούσε την παράξενα μπλεγμένη, έτσι μου έμοιαζε τότε, ζωή των Ελλήνων που έμειναν στην καθ’ ημάς Ανατολή, όταν η Ελλάδα συρρικνώθηκε στην παλιά της κοίτη.
Πού και πού το όνειρο ξεχείλιζε και οι αναμνήσεις που μύριζαν αλάτι και ζάχαρη, έβρισκαν τον δρόμο τους σε μας τους μαθητές. Κάθε είδηση για τους βομβαρδισμούς, για την Βηρυττό, την κοιλάδα Μπεκάα, το Χαλέπι, την Ταρσό, τον πήγαινε ακόμη πιο μακριά μας, σαν το καράβι που το παρασέρνει ένα αόρατο ρεύμα. Ποτέ δεν ξέχασα τον καθηγητή που έμοιαζε χαμένος με τον πιο ακατανόητο τρόπο, που ταξίδευε με το μυαλό του εκεί που δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει κανείς μας.
Ποτέ δεν κατάλαβα ποιο ήταν ακριβώς εκείνο το συστατικό που έκανε κάθε μυρωδιά της γενέθλιας γης του πιο δυνατή, σε τι ήταν ξεχωριστός ο τόπος που ήταν αιτία της νοσταλγίας του, σαν την πρώτη και μοναδική αληθινή αγάπη της ζωής. Μέχρι που πριν μια εβδομάδα ταξίδεψα η ίδια στον Λίβανο, μετέχοντας σε αποστολή της Χρυσής Αυγής, έπειτα από πρόσκληση του Συριακού Kοινοβουλίου. Κι εκείνη η απροσδιόριστη νοσταλγία του δασκάλου, που έμεινε μαζί μου για τρεις και πλέον δεκαετίες, ήρθε και με βρήκε, με τον απρόσμενο, φευγαλέο, και στο τέλος γλυκό πόνο που έχει το τσίμπημα μιας μέλισσας. Κι έμεινε.
Θα πούμε, Θεού θέλοντος, περισσότερα για τον Λίβανο, και τους Έλληνες Ορθοδόξους, την εκεχειρία που αποφασίστηκε καθώς φθάναμε στην Δαμασκό, και τις άγριες δολοφονίες αθώων μια μέρα μετά την αναχώρησή μας. Για όσα είδαμε και ακούσαμε και μπορούν να ειπωθούν. Γιατί τρεις επισκέπτες γίναμε δεκτοί με αγάπη και εμπιστοσύνη, στο όνομα της Ελλάδας και της Χρυσής Αυγής. Γιατί η αντίσταση ενάντια σε ένα κόσμο διαβολικό, ψεύδους και μίσους, δεν μας είναι άγνωστη.
Μετά από την επιστροφή μου στην Αθήνα, διάβασα ένα άρθρο με τίτλο «Τα Έθνη δεν γίνονται από χαρτί». Αν και ο τίτλος είναι απόλυτα συμβατός με τα πιστεύω ημών των Εθνικιστών, με έκανε να σταματήσω επιτόπου και να σκεφτώ. Τα Έθνη δεν γίνονται από χαρτί. Πράγματι. Καμιά απόφαση, συμφωνία, υπογραφή, διαβατήριο ή ταυτότητα δεν σε κάνει Αιθίοπα, Κινέζο ή Ιρλανδό. Η τουλάχιστον αυτό απαντούν οι νόμοι της Φύσης.
Τι κάνει λοιπόν, το Έθνος; Στην αρχή της εβδομάδας, την Μ. Τρίτη, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής των Ελλήνων, αυτή που απαλλάσσει καταχραστές και παραπέμπει αυτούς που τολμούν
να σκέφτονται, αποφάσισε να παραπέμψει στην Ολομέλεια με την κατηγορία της παράβασης του ρατσιστικού κατά των Ελλήνων νόμου, τρεις βουλευτές της Χρυσής Αυγής. Μόνοι τους οι βουλευτές των κομμάτων του μνημονιακού αντισυνταγματικού τόξου, ομολόγησαν πως η κατηγορία ήταν παντελώς αβάσιμη, το «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» είναι για τους εχέφρονες εκ των sine qua non. Γιατί είναι έγκλημα να λες πως σαν είσαι Έλληνας, η Ελλάδα σου ανήκει όπως σου ανήκει κάθε κύτταρο του σώματός σου, και του ανήκεις κι εσύ;
Από τι λοιπόν γίνονται τα Έθνη; Είναι μερικές μέρες που γύρισα από το ταξίδι στον Λίβανο και την Συρία. Ένα ταξίδι που, ωμό ακόμη στην ψυχή μου, αισθάνομαι πως με άλλαξε κάμποσες μοίρες. Θα σας πω λοιπόν πώς γίνεται το έθνος που είδα. Έθνος φτιάχνουν τα παιδιά της Συρίας. Τα μάτια τους λάμπουν σαν κάρβουνο αναμμένο, που εξατμίζει τα δάκρυα προτού προφτάσουν να κυλήσουν στα μάγουλά τους. Έθνος είναι τα νήπια με τα μπλε μάτια, φωλιασμένα στις αγκαλιές των μανάδων και των γιαγιάδων τους, μέσα στα περιβόλια με τις κερασιές, εκεί όπου όπως λένε οι άμωμοι με τις δορές των προβάτων, φυτρώνουν οι μαχητές του κόμματος του Θεού. Και τα κορίτσια που κρατούν στα χέρια τους αυτά τα μωρά, κλωνάρια ενός τόπου που γονιμοποίησαν οι Έλληνες. Και τα αγόρια που βαστούν στα χέρια τους το όπλο και περιμένουν στην ερημιά. Που φοβούνται μόνο την δικαιοσύνη του Θεού, Aυτού που τους τοποθέτησε Ακρίτες να φυλούν τις εσχατιές της γης Του, από τις επιδρομές των άπληστων δολοφόνων.
Κι είναι και αυτοί που τολμούν να σηκώνουν τα ράσα, να τινάζουν τα χέρια στον ορίζοντα, και να σου λένε επιτακτικά «Να πείτε, πως είμαστε εδώ, και θα μείνουμε εδώ!». Εις το επανιδείν.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/eimaste-kai-tha-meinoume-edw#ixzz47IcjtU6h