Ζούμε αναμφίβολα σε μια εποχή διαστρέβλωσης των Αξιών και παραχάραξης των Εννοιών. Σε χρόνους μίζερους και σκοτεινούς, στους οποίους η μιζέρια και το σκοτάδι γίνονται ακόμη πιο πηχτά από το μέγεθος της υποκρισίας και της παραφροσύνης που αποτελούν επίσης κυρίαρχες καταστάσεις. Σ’ αυτή την εποχή και σ’ αυτόν τον κόσμο είμαστε υποχρεωμένοι όχι μόνο να ζήσουμε, αλλά να επιχειρήσουμε και την ολοκληρωτική αλλαγή τους. Ποια είναι, όμως, εκείνα τα ερεθίσματα και τα κίνητρα σε μια πλήρως αρρωστημένη κοινωνία γεμάτη ερείπια ανθρωπίνων ψυχών, που σε οδηγούν να κρατηθείς όρθιος ανάμεσα σ’ αυτά και να ατενίζεις αισιόδοξα το μέλλον; Πολλές φορές, αυτά τα ερεθίσματα και κίνητρα έχουν μια μοναδική και προσωπική χροιά για τον κάθε Συνειδητοποιημένο Άνθρωπο, ο οποίος έχει επίγνωση τόσο της ύπαρξης όσο και της αποστολής του στην Ζωή. Μια ανεπανάληπτη στιγμή στην ροή του Χρόνου που αντικατοπτρίζεται σε μια εικόνα, έναν ήχο, ένα χρώμα, ένα συναίσθημα. Κάτι σφριγηλό, σταθερό, σίγουρο και συνεπές, το οποίο ηλεκτρίζει την ψυχή και δίνει το σινιάλο της Ευτυχίας στην καρδιά και το μυαλό και μας καθοδηγεί σαν πυξίδα για τις μελλοντικές κινήσεις.
Τα προαναφερόμενα ταυτίζονται με ένα προσωπικό ορεινό οδοιπορικό του γράφοντος, σύντομο και μαγευτικό, αλλά συνάμα αιώνιο και σημαδιακό. Μια λυτρωτική αναβατική πορεία σε υψόμετρο 1200 μέτρων, στην καρδιά της Πίνδου, εκεί όπου αρκούδες, λύκοι, ζαρκάδια, αγριοκάτσικα, γεράκια συναντούν τα πεύκα, τα έλατα και τις βελανιδιές. Η ανάβαση στα “σύνορα” Τρικάλων – Γρεβενών – Ιωαννίνων (το μοναδικό σημείο στην Ελλάδα όπου συναντώνται όχι απλώς τρεις νομοί, αλλά τρία γεωγραφικά διαμερίσματα, αυτά Θεσσαλίας, Μακεδονίας, Ηπείρου), εκεί όπου κυριαρχεί αγέρωχα και εντυπωσιακά ο ορεινός όγκος της Πίνδου, θυμίζοντας ακοίμητους και αθάνατους φύλακες που μετρούν το πέρασμα των χιλιετηρίδων.
Η ανάβαση στο “ασύμβατο” ερημικό εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου αποτελεί μια εμπειρία συγκλονιστική, μια ανείπωτη μυσταγωγία. Δύο, περίπου, ώρες πεζοπορίας και ανάβασης, με το ξεκίνημα να γίνεται αρκετά πριν το χάραμα της Αυγής, μέσα από μια ολότελα δασική διαδρομή, η οποία ευτυχώς γλύτωσε από τους σχεδιαστές της γειτονικής Εγνατίας οδού. Η σιωπή επικρατεί απόλυτα μέσα στην νυχτερινή επί της ουσίας διαδρομή και μόνο το θρόισμα σε κάποια φυλλωσιά, το οποίο υποδηλώνει το φευγαλέο πέρασμα κάποιου άγνωστου και μη ορατού ζώου, που έχασε προσωρινά την ησυχία και την ηρεμία του, έρχεται να την σπάσει προσωρινά. Παρά το πολύ πρωινό της ώρας η απότομη και κακοτράχαλη ανηφόρα οδηγεί τον ιδρώτα στα μάτια, με το τοπίο γύρω να γίνεται ακόμη πιο “βαρύ”. Απομονωμένος και βυθισμένος σ’ ένα εξαίρετο, απ’ όλες τις απόψεις, τοπίο φθάνω στον προορισμό μου, ενώ κοντεύει ήδη να ξημερώσει.
Η περίπου δίωρη αναβατική πορεία με καθοδηγεί ψυχικά και πνευματικά να αφουγκραστώ την σιωπηρή αλήθεια που απορρέει από τον στιβαρό όγκο των βουνών. Φτάνοντας στον προορισμό μου, ατενίζω από ψηλά όλο το απέραντο δασικό μεγαλείο της Πίνδου. Τουλάχιστον μέχρι εκεί που φτάνουν τα όρια των ματιών μου. Την απόλυτη σιωπή διαδέχεται λίγο πριν την έλευση της Αυγής το βούισμα των μελισσών και το τιτίβισμα διαφόρων φτερωτών εκπροσώπων του ζωικού βασιλείου, με το γεράκι κερκινέζι να έχει την πιο επιβλητική ιπτάμενη παρουσία, ενώ ένας σκίουρος υποδηλώνει την εκπροσώπηση των θηλαστικών, τα οποία αφθονούν στην περιοχή. Εκεί, στα 1200 υψόμετρο, κι ενώ μόλις 100 μέτρα πιο πάνω η ομίχλη έχει κάνει ήδη επιβλητική την παρουσία της, προμηνύοντας την κάθοδό της και σε πιο χαμηλό υψόμετρο, βρίσκεται το εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου. Χτισμένο λίγο πιο πάνω από εκεί όπου το 1898 έγινε το ξακουστό Ολοκαύτωμα της Κουτσούφλιανης, το εξωκλήσι έμμεσα υποδηλώνει χρώματα, εικόνες και συναισθήματα άγνωστα, ίσως και “άχρηστα”, για τον αποπροσανατολισμένο συνέλληνα των θλιβερών καιρών μας.
Ένας “απλός” ναός, ο οποίος λειτουργεί μια φορά τον χρόνο και μετά βυθίζεται στην σιωπή του απέραντου πράσινου τοπίου που κυριαρχεί στην ευρύτερη περιοχή, ο οποίος όμως χωρίς κωμικοτραγικές μεγαλοπρέπειες, φωτισμένους πολυελαίους, λεκτικές φανφάρες, ξεχείλωμα της υποκρισίας, φτηνούς θεατρινισμούς, “θέσεις για επισήμους” και εντέλει μακριά από την οποιαδήποτε περιττή λεπτομέρεια, σε ωθεί να έρθεις σε μια πραγματική και ουσιαστική επαφή τόσο με το Θείο όσο και με την Φύση που “το ντύνει” υπέροχα οπτικά (και όχι μόνον). Σε ένα χώρο όπου κυριαρχούν ταυτόχρονα επιβλητικά η λιτότητα, η αρχοντιά, η λεβεντιά, η ανυποκρισία, εκεί λοιπόν, μια δωρική στεντόρεια φωνή βγαίνει από την Πίστη της Ψυχής μου, διαπερνώντας σαν ηλεκτρικό ρεύμα την ραχοκοκαλιά μου, φανερώνοντας έτσι το Νόημα της Ζωής, καθώς και το πώς πρέπει να πορευθώ στο υπόλοιπο του βίου μου.
Όταν συμπληρώνοντας ένα ακόμη δίωρο παραμονής εντός και εκτός του Ναού του Αγίου Γεωργίου, και αφού πλέον η ομίχλη έχει φτάσει “απειλητικά” πάνω από το κεφάλι μου, ξεκινώ την κατάβαση της επιστροφής στο Χωριό όπου γεννήθηκα, μια αόρατη μα τόσο αισθητή δύναμη με ωθεί να γυρίσω το κεφάλι προς το εξωκλήσι, όχι μόνο για να δω τι αφήνω πίσω μου, αλλά και για να αντιληφθώ τον βαθμό, στον οποίο το όλο τοπίο και περιβάλλον “με παρακολουθεί”. Τότε αντιλαμβάνομαι “ανατριχιάζοντας” ότι γνωρίζω πια πολύ καλά ότι υπάρχει “κάτι”, που δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια και για το οποίο οφείλω να ζω και να το υπερασπίζομαι. Αυτό το “κάτι” υπάρχει για να κρατηθώ απ’ αυτό, αλλά και για να το κρατήσω. Ανανεώνοντας τους Όρκους Πίστης και Αφοσίωσης γυρίζω πίσω όχι για να “αράξω”, αλλά για να προετοιμαστώ ακόμη καλύτερα! ΖΗΤΩ Η ΝΙΚΗ!
Γιώργος Μάστορας
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/ekei-pou-h-fush-sunanta-to-theio#ixzz4DdLdsrmC