Οι θρύλοι είναι ακόμα ζωντανοί…
Ο νόμος του ισχυρού, το μοιρολόι, ο γδικιωμός. Η ομορφιά είναι ακόμα αδυσώπητη. Τα τραχιά βουνά, οι απόκρημνες ακτές, τα ολοπέτρινα χωριά. Η Μάνη είναι ακόμα (και θα ’ναι πάντα) μοναδική. Γιατί έτσι.
Αγαπημένη θαλασσινή γωνιά το Λιμένι. Στο βάθος το Καραβοστάσι κι από πάνω το Οίτυλο…
Αγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός, άγιος αθάνατος ελέησον ημάς.
Κι άθεος να ’σαι, μια προσευχή θα την κάνεις. Ασυναίσθητα. Το ταξίδι στη Μέσα Μάνη θέλει κότσια. Να τη βγάλεις καθαρή άλλη μια φορά. Να αναμετρηθείς με το παράλογο, το απόλυτο, το ακραίο και να νικήσεις. Να κατανοήσεις αποκλείεται. Να αντέξεις, τουλάχιστον.
Αέρηδες και ανελέητα λιοπύρια. Στουρναρόπετρες και κοφτερά κοτρόνια. Σκληράδα, γύμνια, ένταση. Βλέμματα κι αιχμηρές ψυχές. Τον εαυτό σου. Μια ζωή τα ίδια. Και να θες να τη δεις αλλιώς, δεν μπορείς. Η πέτρα είναι πάντα πέτρα, τα βουνά πάντα ξυρισμένα από τους αέρηδες, οι θεόψηλοι, θεόλιγνοι, θεόκλειστοι πύργοι αυστηροί κι αμείλικτοι.
Ατεγκτη, άνυδρη, πετροσπαρμένη. Αυστηρή, δωρική, σκληρή. Ζήτω τα κλισέ. Λένε για τους Μανιάτες τα μύρια όσα. Πως οι άγραφοι νόμοι τους έφτιαξαν μια κοινωνία τόσο σκληρή όσο και οι πέτρες γύρω τους. Πρωτόγονη. Ισως να υπάρχει δόση δίκιου. Ισως να υπήρχε κάποτε. Ποιος ρωτά έναν Μανιάτη πόσα από τα μανιάτικα αντέτια κουβαλά ακόμη στο αίμα του; Ποιες πεποιθήσεις έχουν ποτίσει το πετσί του;
Εδώ πάντως αλλάζεις τα δεδομένα σου. Εδώ αν δεις κηδεία δεν φτύνεις τον κόρφο σου. Σιμώνεις να ακούσεις τα περίφημα οκτασύλλαβα μοιρολόγια. Να δεις τις μοιρολογίστρες σε μια συγκλονιστική τελετουργία που θυμίζει αρχαία τραγωδία. Να μην καταλαβαίνεις αν σχωρούν τα αποθαμένα τους ή τα ζωντανά τους.
Εδώ άμα σου βάλουν πιστόλι στο χέρι είναι ένδειξη τιμής. Κι άμα ρωτήσεις για τις σημερινές αξίες παίρνεις διφορούμενες απαντήσεις, ανάλογα τι έχει ο καθένας στη μανιάτικη κούτρα του. Κάθε τόπος είναι οι άνθρωποί του, δεν πίστευες; Κι όμως εδώ χέρια, πρόσωπα, βλέμματα μοιάζουν να αντανακλούν τη σκληράδα του Σαγγιά.
Τζάμπα τυραννιέσαι. Λίγα θα εξηγήσεις από τη μανιάτικη ιδιοσυγκρασία. Κι ακόμη λιγότερα θα κατανοήσεις. Συνθήκες που δεν βάζει ο νους σου τα κανόνισαν όλα. Γιατί άμα είσαι Μανιάτης το σπίτι σου είναι πύργος κι αντί για παράθυρα έχει τουφεκίστρες. Ετσι μαθαίνεις να ζεις παραφυλώντας.
Αμα είσαι Μανιάτης η ίδια σου η μάνα σε θέλει αγόρι, σου βάζει το όπλο στο χέρι, σε στέλνει στον πόλεμο και σε περιμένει μόνο νικητή. Αλλιώς δεν σε περιμένει καθόλου. Ετσι γίνεσαι περήφανος, γενναίος, αληθινός πολεμιστής και μαθαίνεις να προσεύχεσαι στον Αϊ-Στράτηγο.
Αμα είσαι Μανιάτης στον τόπο σου φυτρώνει μόνο πέτρα και τότε γίνεσαι πειρατής. Κι άμα δεν γίνεσαι πειρατής συσπειρώνεσαι με τους γύρω σου, κάνεις «πατριές», διεκδικείς γη, από οποιονδήποτε, όσο αίμα κι αν πρόκειται να χυθεί. Γίνεσαι ισχυρός, «νικλιάνος». Κι αν κάποιος άλλος, πιο ισχυρός, σου επιβληθεί γίνεσαι «αχαμνόμερος» και τότε ο «γδικιωμός», η βεντέτα, γίνεται καθήκον.
Και το μοιρολόι. Γιατί κανένας Μανιάτης δεν φεύγει άκλαυτος. Απαγορεύεται. Αμα είσαι Μανιάτης ο τόπος σου είναι αυτόνομος, απαλλαγμένος από κάθε Τούρκο, από κάθε εξωτερική εξουσία, και τότε είσαι περήφανος και ρίχνεσαι πρώτος στη μάχη να λευτερώσεις και τους άλλους. Τότε επίσης, οι όποιες νομοθεσίες γίνονται χαρτοπόλεμος. Κουμάντο κάνουν οι ισχυροί κι οι άγραφοι νόμοι.
Η κ. Γιαννούλα Μαυροειδόγγονα στον Δρύαλο καπνίζει το σύγκλινο και τα μανιάτικα λουκάνικα με πορτοκάλι
Αμα είσαι Μανιάτης. Γιατί άμα δεν είσαι… ψάχνεις μέρος να κρυφτείς, να χωνέψεις αυτό τον ανοίκειο, αιχμηρό κόσμο. Μα στην πετροσπαρμένη Μάνη δεν υπάρχει τέτοιο. Πέτρες μόνο, λες και καλλιεργούνται. Και κάτι στραβοχυμένα λιόδεντρα-νάνοι παρέα με ασπάλαθους και θυμάρια.
Στη Μάνη εκτίθεσαι. Θεόγυμνος, απαλλαγμένος από λογικά επιχειρήματα και καθιερωμένους κανόνες. Αποδέχεσαι άνευ όρων τον μανιάτικο κώδικα, ισχύει-δεν ισχύει πια, ή φεύγεις τρέχοντας. Αναμετριέσαι με τον εαυτό σου. Με μύθους και θρύλους που παραμένουν και θα παραμένουν πάντα ζωντανοί. Το ριζωμένο στη συνείδηση δεν ξεριζώνεται ούτε με σφαίρες στη Μάνη. Αυτό είναι το θέμα.
Ταν ή επί τας
«Από πού ’σαι εσύ, κορώνα μου;». Να τα, καλά ξεκινήσαμε. Από το Γύθειο ακόμη πέφτουν οι προσφωνήσεις. Αν και σχετίζεται με όλη τη «βασιλοφρονική» παράδοση της Μάνης, ηχεί υπέροχα. «Κορώνα μου», σου λέει ο άλλος και από κορώνα του γίνεσαι σκλάβος του. Μανιάτες…
Ο βυζαντινός ναός της Βλαχέρνας με τον ιδιαίτερο τρούλο, κοντά στον Μέζαπο
Πρωτεύουσα το Γύθειο, έτσι; Καμία σχέση με την υπόλοιπη Μάνη. Λιμανάκι, ψαράδες, νεοκλασικά, ωραίες γειτονιές, παραλίες (Βαθύ, Σελινίτσα, Μαυροβούνι, Γλυφάδα). Το ρωμαϊκό θέατρο, η αρχαία αγορά και η ακρόπολη από το λιμάνι του Κοινού Λακεδαιμονίων και Ελευθερολακώνων. Ο φάρος και ο Πύργος Τζανετάκη, στο νησάκι Κρανάη, που στην πραγματικότητα είναι χερσόνησος και κουβαλά και το ρομάντζο του· φιλοξένησε για μια νύχτα τον Πάρη και την Ωραία Ελένη… Μια χαρά.
Κάστρο Κελέφας και κάστρο Πασσαβά ορίζουν τη Μάνη. Η νοητή γραμμή που τα ενώνει για την ακρίβεια. Δυτικά η Απόσκιερη Μάνη. Ανατολικά η Προσηλιακή. Πορεία δυτικά καλύτερα, γιατί αν το Γύθειο είναι η πρωτεύουσα της Μάνης η Αρεόπολη είναι η μάνα της.
Αρεόπολη από τον Αρη, τον θεό του πολέμου. Μανιάτες… Ομορφιά όσο δεν πάει. Αν δεν μπεις στο καλντερίμι, πέρασες και δεν άγγιξες. Πέτρινα σπίτια και εντυπωσιακοί πύργοι, ωραία μαγαζάκια, λιθόστρωτα καλντερίμια· κι όμως, στον αέρα πλανάται ο επαναστατικός της αέρας. Αυτός που φυσά από το 1821, όταν στις 17 Μαρτίου οι οπλαρχηγοί της Μάνης υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη ύψωσαν εδώ το λάβαρο της Επανάστασης. Στη γιορτή να δεις τι γίνεται κάθε χρόνο…
Πιο πάνω βγαίνεις Οίτυλο. Στο ίδιο πέτρινο μοτίβο. Από κάτω του τα επίνεια· Καραβοστάσι, Νέο Οίτυλο, Λιμένι. Δίκαια ανεπτυγμένα τουριστικά. Καμία σχέση με αυτό που η υπόλοιπη Ελλάδα εννοεί βέβαια. Ευτυχώς. Αυτό ισχύει για όλη τη Μάνη. Πάλι ευτυχώς. Μονή Ντεκούλων· βαρβάτη στάση. Ενα πραγματικό μεταβυζαντινό κόσμημα. Και μέσα ο Παντοκράτορας στο κέντρο του ζωδιακού κύκλου. Να ’ταν το μόνο… Μπορεί να ’ναι και εκατοντάδες οι βυζαντινοί ναοί στη Μάνη. Ο ένας πιο όμορφος από τον άλλο.
Αγαπημένος άγιος, ο Αι-Στράτηγος, ο Μιχαήλ Αρχάγγελος. Πολεμιστής όπως κι οι Μανιάτες. Ψυχοπομπός. Στρατιωτική στολή, σπαθί, ένα βρέφος στο χέρι σύμβολο της ψυχής. Κι αποτροπαϊκές κεφαλές πάνω του. Σαν των αρχαίων πανοπλιών. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στη Μάνη, να θυμάσαι. Συμβολισμοί παντού, που μια ζωή και ντουζίνες μελετητών δεν φτάνουν για να ερμηνεύσουν.
Κάτω από την Αρεόπολη πιάνεις τον δυτικό δρόμο. Ενα κάρο τα χωριά της Απόσκιερης Μάνης. Απόσκιερη μα τη λούζει ο ήλιος βέβαια. Τα απογεύματα. Και; Ούτε αυτό το χρυσό φως δεν είναι ικανό να τη γλυκάνει. Ως και τα ηλιοβασιλέματα αγκάθια έχουν. Είναι βασανιστικά, αδυσώπητα.
Ωραία λέξη το αδυσώπητο για τη Μάνη. Γάντι της πάει. Ενενήντα οχτώ παραδοσιακοί οικισμοί σε όλη τη χερσόνησο. Σκέψου τώρα… Αντε να αποφασίσεις στάσεις. Να κάνεις ζάφτι τον χρόνο. Υπερβολικά αραιοκατοικημένοι πια. Καμία σχέση με την Τουρκοκρατία που έβραζε ο τόπος. Συχνά χωριά-φαντάσματα. Σκηνικά.
Η σημαιοστόλιστη Αρεόπολη γιορτάζει στις 17 Μαρτίου την κήρυξη της Επανάστασης του 1821
Αλλοτε νιώθεις και τον αλληλοσπαραγμό, τα ποτάμια αίματος που έχουν χυθεί. Ετσι ζητάς την ιστορία κάθε χωριού. Ή όποιου τέλος πάντων σου «μιλήσει» αλλιώς. Ετσι και στους πύργους. Σε ποια πατριά ανήκε; Μέρος ποιας βεντέτας αποτελούσε; Κατασκευές στιβαρές, με διακοσμήσεις ή όχι. Πόσοι οι όροφοι; Τόση κι η δύναμη της οικογένειας. Καλπάζει η φαντασία. Πίσω από τους αδιαπέραστους ή κατατουφεκισμένους τοίχους βλέπεις σχέδια θανάτου, θρήνους και μοιρολόγια, χαρές στη γέννηση ενός αγοριού, ενός «τουφεκιού» ακόμη.
Κεφάλια να κρυφοκοιτούν απ’ τα ανοίγματα, δήθεν παράθυρα. Σαν μάτια είναι. Οχι σαν, μάτια. Από εκεί μόνο έβλεπαν οι Μανιάτες, καρτερούσαν τον εχθρό. Αιχμάλωτοι της ιδεολογίας τους. Κατηφορίζοντας είναι η Χαριά, τα συγκλονιστικά σπήλαια του Διρού, απ’τα σπουδαιότερα και ομορφότερα του κόσμου, ο ίδιος ο Διρός.
Πύργος Σκλαβουνάκου εδώ· ο ψηλότερος της Μάνης, λέει. Στη Χαρούδα κάτι αλλόκοτα μεγαλιθικά κτίσματα. Στην Καφιόνα η εκκλησία των Αγ. Θεοδώρων. Και στην Ερημο η Αγ. Βαρβάρα. Αν όχι σ’ αυτά, χειρόφρενο στον Τσόπακα, στα «Τρισάκια», τον Αγ. Θεόδωρο.
Τα περίφημα «Τρισάκια» στον Τσόπακα
Ερημωμένη και γοητευτική η Κάτω Μέζαπος. Και ο βυζαντινός ναός έξω από την Αγ. Κυριακή. Αν θες να δεις τι θα πει αγριάδα όμως τράβα ντουγρού για το Τηγάνι. Εύστοχο όνομα. Πέτρες τόσο κοφτερές που δυσκολεύεσαι να βαδίσεις. Το κάνεις. Για τις περίφημες αλυκές, τις σγούρνες των ντόπιων. Εδώ εξορίζονταν οι αχαμνόμεροι, οι χαμένοι των μανιάτικων βεντετών… Εδώ και τα ερείπια κάστρου· ίσως της Μεγάλης Μαΐνης.
Στην αντίθετη κατεύθυνση ήμερο το μονοπάτι. Ευχάριστο περίπατο το λες μέσα στα αγριολούλουδα ως την Αγήτρια. Ισως ο ομορφότερος ναός. Σπάνια γλυκιά αναλαμπή. Κούρνιασμα στον βράχο, παζλ από πέτρα, βρύα και αρχαιοελληνικά κατάλοιπα. Πιστεύεις; Δεν πιστεύεις; Προσκυνάς.
Το Κατωπάγκι εμπρός. Ολόκληρη περιοχή. Απαγκιασμένη. Στάση στη βυζαντινή Επισκοπή, στο αμίλητο Σταυρί, στην Κηπούλα: ο εναγκαλισμός Αγ. Παρασκευής και Αγ. Δημητρίου ο λόγος. Με μπόλικα θαυμαστικά ο ναός του Σωτήρος στην Κάτω Γαρδενίτσα, ο Αγ. Ιωάννης στην Κέρια, ο Αγιος Νικόλαος στην Οχιά. Ορεξη έχεις; Να ’χεις.
Εδώ κι η Κοίτα. Καλά λέει το όνομά της, κοίτα. Τα 28 πυργόσπιτα και τους 11 πολεμόπυργους. Ακου κιόλας. Την Ιστορία. Τον ρόλο της. Αυτή καθόρισε, λένε, την αρχιτεκτονική και τα ήθη της Μάνης. Από εδώ ξεκίνησαν όλα.
Μια στάση, προσοχής τώρα, και στο Δίπορο. Μπρος στον Αϊ-Στράτηγο. Ασύλληπτος ναός. Κι αμέσως ο Γερολιμένας. Τον ξέρεις, στοίχημα. Διάσημος. Οχι πια το διαμετακομιστικό κέντρο της Μάνης. Ατμοσφαιρικός όσο δεν πάει όμως. Ο επιβλητικός βράχος του Κάβο Γκρόσο, βλέπεις… Πινακίδα για Αλικα. Ραντεβού με τον άλλο δρόμο που ‘ρχεται από Γύθειο, τον ανατολικό. Πιο κάτω, πάνω απ’ το Αχίλλειο, συναντάς κι άλλον. Μαζί τραβούν για το Ακροταίναρο. Μονόδρομος.
Προσηλιακά
Γενικώς στη Μάνη μην περιμένεις σπουδαίες παραλίες. Μην περιμένεις αμμουδιές και άλλα ειδυλλιακά, βασικά. Κοτρόνια, βράχια, σπηλιές. Κάτι υπέροχες λαλλούδες πότε πότε και βαθιά νερά. Ελευθερία κι αγριάδα. Μόνο στο Γύθειο, το Μαρμάρι και στην Προσηλιακή παίζει λίγη άμμος.
Λιμένι. Σπάνια περίπτωση ειδυλλιακής στιγμής στη σκληρή Μάνη
Προσηλιακή· το ανατολικό τμήμα της ανατολικής Μάνης. Από το Γύθειο ως το Σκουτάρι 5 τα χλμ. Να άμμος. Να κι η παμπάλαια Αγ. Βαρβάρα πάνω της. Μετά ο Κότρωνας. Ανεπτυγμένος κι αυτός. Από εδώ ανεβαίνεις για κάτι χωριά σβησμένα απ’ τον χάρτη. Ριγανόχωρα, Σκαλτσιοτάνικα, Γωνιά. Μπα…
Για τη θέα ανεβαίνεις και τη μονή Γωνέας. Κελιά κι εγκαταστάσεις παραδομένα στα χόρτα. Καθολικό φουλ στο χρώμα. Κι ο ζωδιακός κύκλος να περιφρουρεί τον Παντοκράτορα. Μετά κολύμπι στη Χαλικιά και παράκαμψη για Πύρριχο για τον αρχαιολογικό χώρο και τα πηγάδια του Παυσανία.
Φημισμένο πετροχώρι το Φλομοχώρι. Και ζωντανό. Αυτή η πλατεία, λέει, ποτέ δεν ησυχάζει. Οι πύργοι πανήσυχοι. Λέξη δεν τους παίρνεις. Χρονολογίες μόνο σε κάθε όροφο. Μετά Αλύπα, μετά Νυφί. Αμφότερα ωραία. Στο πρώτο παράταση για ούζα. Στο δεύτερο παράταση για περπάτημα. Το μονοπάτι από τη Βίγλα πάει πρώτα στη μονή Κουρνού με τις δυο πηγές (!), μετά στην αρχαία Αιγίλα, τα «Κιόνια» των Μανιατών. Αξίζει.
Πιο κάτω η Κοκκάλα. Ακόμη πιο κάτω Πύργαρος, Μέσα Δημαρίστικα, Πέρα Δημαρίστικα, Κόζουνας, Σπείρα. Σπαρμένα χωριά στις πλαγιές. Λες κι επικοινωνούν, σαν φρυκτωρίες. Λες; Από πάνω τους ο Προφήτης Ηλίας και τα αρχαία λατομεία μαρμάρου. Κόκκινου μαρμάρου, rosso antico με το όνομα. Στόλισε και Αγια-Σοφιά.
Από κάτω τους ο Αγιος Κυπριανός κι η Αμπελος για απολαυστικές βουτιές. Πιο πέρα η Λάγια. Κούκλα. Πλατεία, σπίτια και πύργοι αλλιώτικοι, κλείνουν προς τα μέσα όσο παίρνουν ύψος. Φημισμένοι οι μάστορές της. «Και το Αλικάκι!». Εντάξει, γιαγιά, και το Αλικάκι. Για τη Βουγιουκλάκη λέει.
Τελευταία παράκαμψη για τα χωριά του Σαγγιά. Πέπο και Λεοντάκη. Τα μοναδικά που γαντζώνονται πάνω του. Και μόνο γι’ αυτό, πας. Αλλιώς πας προς Καινούργια Χώρα και συναντάς τον δρόμο της Απόσκιερης. Τον μονόδρομο για Ακροταίναρο που λέγαμε.
Στο τέλος του κόσμου
Πόσες φορές έχεις δει τη συγκλονιστική Βάθεια; Σε καρτ ποστάλ, φωτογραφίες, όνειρα; Μπροστά της είναι αλλιώς. Σου σηκώνεται η τρίχα. Φρουριακός οικισμός σαν σιρίτι, λες κι αιωρείται. Σπίτια κτισμένα σφιχτά. Πύργοι ασύλληπτοι. Μοναδικό σκηνικό. Περπάτα την μπας και πάρει ζωή.
Το ψηφιδωτό δάπεδο στο Ακροταίναρο, νύχτα με φεγγάρι. Κάπως έτσι γράφονται οι θρύλοι
Με συνοπτικές διαδικασίες φτάνεις Ακροταίναρο. Η απόληξη της χερσονήσου φάτσα κάρτα. Χωρίς πολλά πολλά βυθίζεται στο πέλαγος επιβλητικά. Σου κόβει και γόνατα, και ανάσα, και όλα. Αριστερά το Πόρτο Κάγιο. Δεξιά το Μαρμάρι. Μπροστά το νοτιότερο σημείο της ηπειρωτικής Ελλάδας και των Βαλκανίων.
Σιωπή. Την επιβάλλει ο τόπος. Οι θρύλοι κι η συνείδησή σου. Εδώ ήταν οι πύλες του Αδη. Ετσι πίστευαν οι αρχαίοι Ελληνες. Εδώ ήταν το ψυχοπομπείο. Και το ιερό του Ποσειδώνα· θεός του Κάτω Κόσμου για τους Λακεδαιμονίους. Στα Κοκκινόγεια, ξέχειλος από δέος μπαίνεις στο μονοπάτι. Δύο χιλιόμετρα ως το τέλος του κόσμου. Γύρω μόνο πέτρες κι ασφόδελοι, φυτό-σύμβολο του Κάτω Κόσμου, υπόψη. Υπερβολές; Οπως θες πάρ’ το. Η ενσυναίσθηση του τέλους θα νικήσει. Του τέλους του δρόμου, του κόσμου, του κόσμου σου. Οποιου.
Λίγα θα δεις. Το εκκλησάκι του Ασώματου φτιαγμένο από αρχαία λιθάρια, το ρωμαϊκό ψηφιδωτό πιο πέρα. Λένε και για τη σπηλιά-ιερό στο Πόρτο Στέρνες. Για ένα λαξευτό «κανάλι» που οδηγούσε τις ψυχές στον Κάτω Κόσμο. Για τη σπηλιά του Αδη. Πολλά λένε.
Εσύ τα λες με τον φαροφύλακα του θρυλικού φάρου. Τα λες με τον αέρα. Με τα καράβια που περνούν στα ανοιχτά. Με τον εαυτό σου. Με τους φόβους και τις αλήθειες σου. Κοίτα κάπου εδώ να ξεμπερδεύεις με δαύτα. Να επιστρέψεις νικητής, ας πούμε. «Ταν ή επί τας», κορώνα μου.
Ευκαιρία μιας κι ήρθες ως εδώ να αποδεχτείς το δικό σου παράλογο. Δίχως προσευχές και μαγικά ξόρκια. Ετσι κι αλλιώς κανένας άγιος δεν σε λυπάται εδώ. Εδώ διαφεντεύει άλλος θεός. Σκληρός και ανακριτικός. Ατεγκτος. Μανιάτης μάλλον κι αυτός.