Site icon ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

Το Βουνό στην Ελληνική Αντίληψη

Το Βουνό στην Ελληνική Αντίληψη

Μια από τις πιο διαδεδομένες παρερμηνείες και παραχαράξεις της σύγχρονης εποχής αφορούν το ότι σκοπίμως αγνοείται πως η πνευματικότητα αποτελεί στην ουσία έναν συνειδητοποιημένο Τρόπο Ζωής, ο οποίος δεν μετριέται με έννοιες, θεωρίες και σκέψεις που μπορεί απλώς να υπάρχουν μόνο στο μυαλό κάποιου. Στην πραγματικότητα, η πνευματικότητα είναι ό,τι έχει επιτυχώς πραγματοποιηθεί και μεταφραστεί σε ένα ξεχωριστό είδος εξύψωσης, που

βιώνεται αρχικά από την ψυχή και στην συνέχεια εκφράζεται μέσω του σώματος. Θα μπορούσε, άραγε, η άμεση, ευθεία και ειλικρινής επαφή, επικοινωνία με τα Βουνά και τα Δάση που τα περιβάλλουν να οδηγήσει σε μια τέτοιου είδους εξύψωση; Τι είναι αυτό στους ορεινούς όγκους που ωθεί τους ξεχωριστούς ανθρώπους σε ανάλογες κινήσεις για την εύρεση του αληθινού νοήματος της Ζωής; Μήπως, λοιπόν, μέσα στα Βουνά και τα Δάση, τόσο κοντά στον ουρανό, ανάμεσα στο ακλόνητο και ήρεμο μεγαλείο των ελάτων, των πεύκων, των οξιών, μέσα στους κρύους και θυελλώδεις ανέμους και τις άγριες καταιγίδες, μπροστά στην θέα των απόκρημνων και άγριων βράχων, μπορεί να κρύβεται ένα σύμβολο υπερβατικότητας, μέσα από το οποίο δύναται να πραγματοποιηθεί η επαφή με τις αρχέγονες δυνάμεις που υπάρχουν μέσα στην καρδιά και τα υπόλοιπα μέλη του ανθρωπίνου σώματος; Μήπως με αυτόν τον τρόπο, η μετάβαση στα δασώδη όρη υπερβαίνει την όποια απλή ευχαρίστηση των οφθαλμών, αντιπροσωπεύοντας επί της ουσίας κάτι που υπερβαίνει το καθαρά ανθρώπινο επίπεδο; Είναι τυχαίο, άραγε, ότι η κορυφή του Ολύμπου, ενός Βουνού δηλαδή, θεωρήθηκε ως η Κατοικία των Ελλήνων Θεών;

Ο Μεγάλος Φρειδερίκος Νίτσε στο αριστουργηματικό «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» γράφει χαρακτηριστικά:

«Ω ουρανέ από πάνω μου! Ω αγνέ βαθύ ουρανέ! Εσύ άβυσσε του φωτός! Κοιτάζοντάς σε, τρέμω με θεϊκές επιθυμίες. Το να βρεθώ στα ύψη σου – αυτό είναι το βάθος μου! Το να κρύψω τον εαυτό μου στην αγνότητά σου – αυτή είναι η αθωότητά μου. Και όταν περιπλανήθηκα μόνος, τι πόθησε η ψυχή μου μετά τη νύχτα και τα δόλια μονοπάτια; Και όταν σκαρφάλωσα βουνά ποιον αναζητούσα πάντα εκτός από εσένα; Και όλη μου η περιπλάνηση και η ορειβασία, ήταν απλώς μια αναγκαιότητα και σκοπιμότητα αδεξιότητας. Η μόνη μου επιθυμία είναι να πετάξω μέσα σε σένα».

Τόσο τα λόγια αυτά, όσο και όλο το συγκεκριμένο σύγγραμμα, ο Γερμανός Φιλόσοφος τα έγραψε στα απομονωμένα όρη του Eugadine. Για ορισμένους ανθρώπους οι λέξεις αυτές μπορεί να μην σημαίνουν τίποτα περισσότερο από ό,τι μια λυρική συλλογή. Για κάποιους άλλους, όμως, περιέχουν την οικεία αυτή αίσθηση της ηρωικής νοοτροπίας και υπερηφάνειας, της οποίας το σφυρηλατημένο πνεύμα είναι η δράση και η αγωγή της συνειδητής αυτοπειθαρχίας. Ο ναός αυτού του πνεύματος είναι το αρχέγονο μεγαλείο των Βουνών, των δασών και του δίχως όρια γαλάζιου ουρανού. Υπό αυτή την έννοια, λοιπόν, οι βουνοκορφές και οι πνευματικές κορυφές συγκλίνουν σε μια απλή αλλά συνάμα τόσο δυναμική πραγματικότητα. Έναν αιώνα σχεδόν μετά τα μεγαλειώδη συμπεράσματα του Νίτσε, έρχονται οι απαράμιλλοι στίχοι ενός σύγχρονου τραγουδιού, υπό τον τίτλο «Mountains» (Βουνά), το οποίο συνεχίζει την αφήγηση της Νιτσεϊκής Σκέψης, παίρνοντας επάξια την σκυτάλη της ορεινής εντρύφησης και μυσταγωγίας, έτσι όπως μόνο ένας Άνδρας του Πολέμου  (Man Οf War) μπορεί να εξιστορήσει:

«Τόσο ψηλά, σιωπηλό, κόντρα στον ουρανό.
Επάνω, μέσα στα σύννεφα, όπου αετοί πετούν.
Άνεμος και βροχή χτυπούν πάνω σε κάτι τόσο δυνατό.
Χαρακώνουν, αλλά ποτέ δεν άλλαξαν ό,τι για πολύ καιρό στεκόταν.
Ψηλό σαν βουνό, θα σχίσω τον ουρανό, η ζωή είναι για όσους παίρνουν αυτό που θέλουν.
Όπως ο Άνδρας είναι η βουνοπλαγιά, το μεγαλείο περιμένει εκείνους που προσπαθούν.
Τίποτε δεν μπορεί να σε διδάξει, είναι όλα μέσα σου, απλά σκαρφάλωσε.
Είμαι στην γη, είμαι στον αέρα.
Είμαι το παν, ζω στις καρδιές των Ανδρών.
Είμαι το κάλεσμα στο μεγαλείο που δεν το ακούν όλοι.
Αφυπνίζω τον δημιουργό σ’ εκείνους που τολμούν.
Και η μέρα θα έλθει, όταν όλοι θα πρέπει να πεθάνουμε και να εισέλθουμε στην βουνοπλαγιά.
Ψηλό σαν βουνό. Δεν φοβάμαι, θάνατος και δόξα πλησιάζουν και τα δύο».

Επομένως, η ζωή και η δράση στα Βουνά ήταν προνόμιο των ηρώων και των μυημένων, ανθρώπων δηλαδή που είχαν ξεπεράσει τα όρια του απλού και του συνηθισμένου και δρούσαν κινούμενοι σε κάτι που είναι πέρα από την  κοινή ανθρώπινη φύση, το θνητό και το εφήμερο. Είναι απαραίτητο σ’ αυτό το σημείο να επισημάνουμε τους Ελληνικούς θρύλους των μυθικών αυτών χαρακτήρων, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε κάποιο βουνό. Οι Αρχαίοι μας Πρόγονοι είχαν μια ξεχωριστή οπτική για το τι συμβαίνει μετά τον Θάνατο. Η μοίρα των περισσότερων ανθρώπων, οι οποίοι δεν κατάφεραν να υπερβούν την συνηθισμένη ζωή, ήταν ο Άδης. Μια συνέχεια, δηλαδή, της ύπαρξής τους, στερούμενη της πραγματικής συνείδησης στον κόσμο των σκιών. Η Αθανασία, πέραν από προνόμιο των Θεών του Ολύμπου, ήταν και προνόμιο των Ηρώων, των ανθρώπων δηλαδή των οποίων η ύπαρξη αποκτούσε ανώτερο περιεχόμενο μέσω των πράξεών τους. Στις αρχαιότερες των Ελληνικών ιστοριών, μύθων και παραδόσεων βλέπουμε ότι τα επιτεύγματα των Ηρώων που τους απέδιδαν την Αθανασία, συνήθως σχετίζονταν με τον συμβολισμό της ανάληψης ή της εξαφάνισης μέσα στα όρη. Έτσι, βλέπουμε ξανά το μεγαλοπρεπές μυστήριο του Ύψους, μιας και σ’ αυτήν την μετάβαση πρέπει να δούμε τον υλικό συμβολισμό μιας πνευματικής μεταμόρφωσης. Πρέπει να τονίσουμε ότι εκφράσεις όπως «να εξαφανιστεί», «να γίνει αόρατος», «να αναληφθεί στις κορυφές», δεν θα πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε με την κυριολεκτική τους ερμηνεία, αλλά ως την εικονική είσοδο στον κόσμο πέραν των αισθήσεων, στον οποίο δεν υφίσταται το στοιχείο του θανάτου.

Το Βουνό και η κατάκτηση της Ευτυχίας

Η ακατάλυτη σχέση του Συνειδητοποιημένου Ανθρώπου με το Βουνό περνά μέσα από συγκεκριμένες ατραπούς. Καταρχάς, θα πρέπει να πούμε ότι ο σύγχρονος άνθρωπος, γαλουχημένος μέσα στην πλαδαρότητα και το κενό ενός κόσμου και ενός συστήματος δίχως ουσιαστικό περιεχόμενο και εσωτερική συνοχή, έχει μια εντελώς λανθασμένη νοοτροπία σχετικά με το τι νιώθει, τι ενστερνίζεται, τι βγάζει προς τα έξω. Είναι τόσο αδύναμος ψυχικά, ώστε δεν βρίσκεται σε θέση να διαχωρίσει το μόνιμο συναίσθημα από τον παροδικό ενθουσιασμό. Τέτοιες (σ)τάσεις μπορούμε να τις δούμε και στην περίπτωση των Βουνών και των Δασών που τα περιβάλλουν.

Όσοι έλκονται ακαταμάχητα από τα Όρη, βιώνουν συχνά μεγαλειώδη ψυχικά συναισθήματα, τα οποία είναι πέρα από την σφαίρα της κατανόησής τους. Δεν έχουν, όμως, μάθει ακόμη να κυριαρχούν ολοκληρωτικά στην εσώτερη κατάσταση, η οποία αναδύεται από τις βαθύτερες κοιλότητες της ύπαρξής τους. Αυτό το οποίο τους έλκει και τους δίνει ώθηση είναι το δυναμικό εσωτερικό μήνυμα, που είναι άμεσα εμφανές σε οτιδήποτε έχει σχέση με τα Βουνά.

Σεβόμενοι την αρμονία της Φύσης πρέπει να αντιληφθούμε ότι το Βουνό είναι καταπληκτικό στην ογκώδη μεγαλειότητά του, στην μοναξιά του, στην δύσκολη προσβασιμότητά του, στην απαράμιλλη ησυχία του, στην αρχέγονή του φύση και στην ροή των καταιγίδων, στην αμεταβλητότητά του μέσα στις εποχές. Ως εκ τούτου, όλα αυτά ας θεωρηθούν ως νύξεις Αθανασίας. Για τους συνειδητοποιημένους μυσταγωγούς και πιστούς της έννοιας του Βουνού, τούτο δεν αποτελεί μια ανέμελη περιπέτεια προσωρινής δραπέτευσης από το αστικό τοπίο, ή έναν κακώς εννοούμενο ρομαντισμό, ούτε μια φευγαλέα ικανοποίηση των οφθαλμών τους. Αντιθέτως, το Βουνό είναι συνδεδεμένο με κάτι που δεν έχει αρχή και τέλος και το οποίο, έχοντας ήδη γίνει μια αναφαίρετη πνευματική κατάκτηση, αποτελεί πλέον αναπόσπαστο  κομμάτι της σύστασης κάθε ξεχωριστού Ανθρώπου.

Κάτι δηλαδή, το οποίο το μεταφέρει παντού, κάτι που παραχωρεί ένα νέο ευεργετικό νόημα σε κάθε ενέργεια, σε κάθε εμπειρία και σε κάθε πάλη της καθημερινής ζωής. Επομένως, το Βουνό με τον Τρόπο Ζωής που δημιουργεί, προσκαλεί στην μύηση και την συμμετοχή ανθρώπους με έναν πνευματικό ορίζοντα καθαρό, άδολο, ηρωικό. Καλεί στην επιστροφή στις ρίζες τους, στην εσωτερική πραγματοποίηση και ολοκλήρωση από κάτι που αντανακλά  την απλότητα, το μεγαλείο, την αγνή δύναμη και την αθικτότητα του κόσμου των κορυφών και των θεόρατων δέντρων. Το γεγονός ότι η αρχαία μας Ιστορία και παράδοση γνώριζε τον συμβολισμό του Όρους, με την αντίληψη ότι οι κορυφές αποτελούν είτε τον θρόνο των Θεών του Ολύμπου, είτε την τελική διαμονή των Ηρώων, επιβεβαιώνει αυτή την υποβλητική δύναμη. Μιλώντας, όμως, για την επιστροφή στις ρίζες και για την ανάπλαση του ανθρώπινου χαρακτήρα δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να πέσουμε στην παγίδα μιας άστοχης «διανοουμενίστικης» προσέγγισης ή σε μια στείρα νοσταλγία, αλλά στην σύνδεση μιας άμεσης αίσθησης με το αρχέγονο.

Αυτός, λοιπόν, ο οποίος έχει κατακτήσει την έννοια του Βουνού σ’ όλη της την ουσία, αυτός ο οποίος έχει μάθει να προσαρμόζει τον εαυτό του σ’ αυτήν την έννοια, κατέχει το κλειδί για την κατανόηση του νοήματος της Ζωής στην πιο αγνή, ουσιώδη και μνημειώδη οπτική του. Γιατί το Βουνό διδάσκει την ησυχία, αποθαρρύνει την κενολογία και τις άχρηστες κουβέντες, καθώς σ’ ένα αλπικό περιβάλλον η διανοητική σκέψη, οι χειρονομίες, τα νοήματα και η εγρήγορση της καρδιάς είναι πολύ πιο σημαντικά και αποτελεσματικά από τα πολλά άσκοπα λόγια. Το ορεινό πεδίο ξυπνά έναν αρχέγονο θρύλο, συνεισφέροντας σ’ όσους μπορούν να το αντιληφθούν εσωτερικά την σταδιακή εμφάνιση μιας υπερβατικής αίσθησης της Ελευθερίας, η οποία δεν σημαίνει «φυγή από την καθημερινότητα», αλλά αντιθέτως αποτελεί μία αρχή αγνής δύναμης, που οδηγεί στην αναζήτηση και την κατάκτηση της Ευτυχίας.

Αυτή η βουνίσια αίσθηση της Ελευθερίας, η κατάκτηση της Ευτυχίας, βρίσκει την τελειότερη μορφή έκφρασής της μέσα στα όρια ενός Συνειδητοποιημένου Ανθρώπου. Συγκεντρωμένη, δηλαδή, σε μια εσκεμμένη ενέργεια, στην απόλυτη κυριαρχία του αρχέγονου ενστίκτου του Ανθρώπου, και επομένως στην ετοιμότητά του να μεταμορφωθεί σε ένα στοιχείο σκέψης και δράσης, μέσω της οποίας ο στόχος βρίσκεται πάνω απ’ όλους και όλα, πέρα ακόμη και από τα οποιαδήποτε ατομικά συμφέροντα.

Σ’ αυτή ακριβώς την βάση πρέπει να απομονώσουμε το νόημα όλων των παραπάνω και να προστατέψουμε το κύρος και την ευρεία αισθητική των βουνών από την ανίερη εισβολή των «τουριστών», οι οποίοι επιχειρούν να μεταφέρουν την δική τους αστική νοοτροπία και ματαιοδοξία στα ορεινά μέρη. Όσοι, δηλαδή, αμαυρώνουν την ηρεμία και την καθαριότητα των Βουνών, με τον υλισμό, τον καταναλωτισμό, τον «χομπισμό», την επιδειξιομανία και την ασέβεια προς ό,τι αντιπροσωπεύουν αισθητικά και πνευματικά τα Όρη και οι δασώδεις περιφέρειές τους. Το να αντιμετωπίζεται η έννοια και η αισθητική του Βουνού απλώς σαν κομμάτι του φυσικού τοπίου από απόσταση ασφαλείας και να περιγράφεται ως κάτι το «γραφικό», δείχνει ότι η εμβάθυνση που έχει γίνει είναι καθαρά επιφανειακή και επιδερμική χωρίς σοβαρό περιεχόμενο και δίχως να εκφράζουν μια ειλικρινή όσο και άμεση εμπειρία.

Το να μιλάς για τις χιονισμένες κορυφές, την μυρωδιά του πεύκου, το κελάηδισμα των πουλιών, το πέταγμα των πτηνών, το θρόισμα των φύλλων, τους ήχους των ανέμων, την ροή των ορεινών ποταμών μέσα από την ευκολία του παροδικού και φευγαλέου λεκτικού ενθουσιασμού, και έχοντας ως μόνιμη βάση τον τρόπο κίνησης και δημιουργίας μιας τερατούπολης από αμέτρητους τόνους τσιμέντο, οδηγεί σ’ έναν φαύλο, όσο και ψευδεπίγραφο, κύκλο. Επομένως, ας αναρωτηθούμε πόσοι απ’ αυτούς που πηγαίνουν στα βουνά, είτε παροδικά είτε συχνά είτε και κατοικώντας σ’ αυτά σε μόνιμη βάση, κατέχουν την απαραίτητη ποιότητα χαρακτήρα, ώστε να κατανοήσουν και να καλωσορίσουν την δύναμη της εσωτερικής μετάλλαξης που προσφέρει η καταλυτική και απελευθερωτική εμπειρία του Όρους. Σ’ αυτό το μεγαλοπρεπές και επιβλητικό τοπίο, όπου υπάρχει μόνο ο από πάνω ουρανός και οι αγνές και ελεύθερες δυνάμεις της Φύσης, η ψυχή του Συνειδητοποιημένου Ανθρώπου συμμετέχει σε μια αντίστοιχη αναλογία αγνότητας και ελευθερίας, όπου μπορεί να γίνει η αφετηρία αντίληψης για το πραγματικό νόημα της Ζωής και την κατάκτηση της Ευτυχίας.

Φύση και Ελληνικός Τρόπος Σκέψης

Κάθε σημείο της Ελληνικής Γης αποτέλεσε κατά την διάρκεια της μακραίωνης Ιστορίας του Έθνους μας το σκηνικό μιας θεογονίας, μιας ηρωικής πράξης, μιας τιτανικής σύγκρουσης, ενός έρωτα θεϊκού, ενός κατορθώματος ημίθεου ή μιας αποθεωτικής ανύψωσης θνητού. Είναι οι ίδιοι οι αιώνιοι ποιητές και συγγραφείς της Πατρίδας μας που άφησαν ανεξίτηλο χάραγμα με τα έργα τους, με ύμνους στην Ελληνική φύση, στα αχανή δάση, στους ποταμούς, τις πηγές, τις λίμνες, τις χιονισμένες κορυφές των βουνών, τα προσωπόμορφα σύννεφα και τα ατίθασα κύματα που βολοδέρνουν στις φουρτουνιασμένες θάλασσες. Η περιγραφή της φύσης με τρόπο που ξεπερνά σε ομορφιά κάθε τι το συνηθισμένο, απογειώνει την ωραιότητα στα απρόσιτα ύψη των καθαρών ιδεών.

Η απόδοση Τιμών στο Ελληνικό τοπίο και στις θείες εκφάνσεις της συμπαντικής τάξης, όπως εκφράζεται και από το στοιχείο μύησης στην αισθητική και το πνεύμα του Βουνού, αποτελεί αναντικατάστατο συστατικό του Δράματος, της Ποίησης, της Φιλοσοφίας, της ανατροφής της Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων. Αυτή η ουσιώδης εισαγωγή στην Ιδεολογία και την Στάση Ζωής που γεννά η Φυσιογνωσία καταδεικνύει, συν τοις άλλοις, την χαώδη απόσταση που χωρίζει τις εποχές της αρμονίας και της ουσιαστικής ένδειξης σεβασμού προς το περιβάλλον με την τρέχουσα αντίληψη της θέασης της Φύσης ως ένα «εργαλείο» εξυπηρέτησης υλικών σκοπιμοτήτων.

Για τον Ελληνικό Τρόπο Σκέψης η Φύση δεν αποτελεί κάτι το «νεκρό», ένα άθροισμα οργανικής και ανόργανης ύλης που απλά υπάρχει για να εξυπηρετεί τις ανθρώπινες ανάγκες. Η Χλωρίδα και η Πανίδα, τα Βουνά, τα Δάση, οι Ποταμοί, οι Λίμνες, τα Ρυάκια, οι Ωκεανοί, ο Άνεμος και άπαντα τα στοιχεία της Φύσης αποτελούν εκδηλώσεις του Θείου, κομμάτια από την σάρκα και το πνεύμα του, αέρας από την ανάσα του και γι’ αυτό θα έπρεπε όλα να αντιμετωπίζονται με την δέουσα ευλάβεια. Επομένως, η έννοια του Κάλλους είναι ταυτισμένη με την αίσθηση που εκπέμπει τόσο η Ελληνική Τέχνη, όσο και η «αρχιτεκτονική» της Φύσης. Ας μην ξεχνάμε ότι οι πρόγονοί μας δεν διεκπεραίωναν την ζωή τους, αναμένοντας να «περάσει» λες κι επρόκειτο για αγγαρεία. Αντιθέτως, την ομόρφαιναν και την ωραιοποιούσαν βάζοντας το Θείο και το Ιερό στην καθημερινή εμπειρία τους, η οποία ήταν ένα με την Φύση που τους περιέβαλλε.

Όπως πίσω από κάθε Μύθο και Σύμβολο, έτσι και πίσω από την έννοια του Βουνού υπάρχει ένα πνεύμα, το οποίο μπορεί να έρθει ξανά στο προσκήνιο, εκφραζόμενο με νέους τρόπους και ανάλογες δράσεις. Έχοντας υπ’ όψιν όλες αυτές τις βαθιές αισθήσεις, που υπάρχουν στις ρίζες των εξιστορήσεων των μύθων και των παραδόσεων γύρω από το Όρος και το περιεχόμενό του, ας ελπίσουμε και κυρίως ας αγωνιστούμε, ώστε ενάντια σε μια διαδικασία ανίερης βεβήλωσης της έννοιας του Βουνού, να μπορέσει να εξέλθει η αφύπνιση και η φώτιση μέσα από την ορεινή πνευματική αναβάπτιση. Όσοι έχουν παγιδευτεί σ’ ένα μπερδεμένο «πεδινό» μονοπάτι, το οποίο «κληρονόμησαν» από την φτηνή καθημερινότητα της εμπορικής και μηχανικής ζωής των πόλεων, ας οδηγηθούν από το ένστικτό τους στην ανάβαση και την υπέρβαση των τεχνητών ορίων και εμποδίων. Να πορευθούν, να σκαρφαλώσουν, να αναρριχηθούν στις κορυφές των Βουνών, αγγίζοντας τον ουρανό, γνωρίζοντας ότι εισερχόμενοι στην βουνοπλαγιά αφουγκράζονται το κάλεσμα στο Μεγαλείο, που οι άλλοι δεν μπορούν να ακούσουν, όπως τόσο Υπερήφανα, Επιβλητικά, Λυτρωτικά αναφέρεται στους στίχους του “Mountains”.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ

Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/to-bouno-sthn-ellhnikh-antilhpsh#ixzz4PDWxxX9z

Exit mobile version