Ο απόηχος της μεγάλης, από κάθε άποψη, νίκης του Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές της 8ης Νοεμβρίου είναι τόσο ευρύς, ακριβώς γιατί μπορεί να αποτελέσει την έναρξη μιας τεράστιας παγκόσμιας αλλαγής. Τα χαρακτηριστικά αυτής της αλλαγής βρίσκονται στην σαφή στροφή προς την αναφορά της Εθνικής Κυριαρχίας, η οποία συνοδεύεται από την επιστροφή στην θεμελίωση της πολιτικής πάνω στις αξίες της Εθνικής ταυτότητας.
Μέσα στην ίδια την μητρόπολη του καπιταλισμού είχαμε ένα καίριο εκλογικό χτύπημα στην αφομοιωτική διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, κυρίαρχο πολιτικό χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η αφαίρεση, επί της ουσίας, της Εθνικής Ανεξαρτησίας από τα ευρωπαϊκά κράτη, η προσπάθεια μετατροπής των ομοιογενών Λαών τους σε ετερογενείς πληθυσμούς και η μεταφορά της κυριαρχίας των κρατών αυτών σε υπερεθνικά μορφώματα και διεφθαρμένες ελίτ, οι οποίες δεν υπακούν στην Λαϊκή βούληση, ούτε ελέγχονται απ’ αυτήν, αλλά δίνουν λογαριασμό μόνο στους διεθνείς τοκογλύφους.
Μετά, λοιπόν, το Brexit της Μεγάλης Βρετανίας, ήρθε η σειρά της Αμερικής να επαναφέρει την επικράτηση της πολιτικής σφαίρας πάνω στην επικοινωνία και την οικονομία, τοποθετώντας στο επίκεντρο το ζήτημα της Εθνικής Κυριαρχίας ως ένα καθαυτό πολιτικό ζήτημα.
Η νίκη του Τραμπ αποτέλεσε ταυτόχρονα και νίκη της αληθινής πολιτικής απέναντι στην επικοινωνία και την διαφήμιση. Αφήνοντας στην άκρη τις ξεκάθαρα στημένες και αποπροσανατολιστικές “δημοσκοπήσεις” συγκεκριμένων κέντρων που εξυπηρετούσαν ανάλογα συμφέροντα, θα πρέπει να σταθούμε στις περιπτώσεις εκείνων των δημοσκόπων και των δημοσιογράφων, οι οποίοι δεν μπορούν να αντιληφθούν την υπαρκτή κοινωνική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα την γελοιοποίηση και τον εξευτελισμό τους. Συνέβη με το Brexit, συνέβη και με τον Τραμπ.
Και οφείλεται στο γεγονός ότι αντιμετωπίζουν την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα αποκλειστικά με όρους διαφήμισης και μάρκετινγκ, κατασκευάζοντας “ανάγκες” που δεν αφορούν την βασική δομή της κοινωνίας, αλλά επιμέρους ομάδες, έτσι ώστε τα συλλογικά πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα να αντικαθίστανται από τα ατομικά, τα οποία είναι πανεύκολο να πουληθούν, να καταναλωθούν, να χειραγωγηθούν καταλλήλως. Όποιοι, όμως, θέλουν πάνω σ’ αυτόν τον “ιδεατό” κόσμο της διαφήμισης και του μάρκετινγκ να κατασκευάζουν μοντέλα ερμηνείας της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, την οποία μάλιστα θεωρούν ως δεδομένη, είναι προορισμένοι και καταδικασμένοι να αποτύχουν πλήρως.
Γι’ αυτόν τον λόγο, άλλωστε, η προεκλογική εκστρατεία της Κλίντον ναυάγησε. Υποστηριζόμενη σε αφάνταστα ολοκληρωτικό βαθμό από τα καθεστωτικά ΜΜΕ και το χρηματιστικό κατεστημένο των ΗΠΑ, από τις εθνικές μειονότητες, τις “ευπαθείς κοινωνικές ομάδες”, τους “διανοούμενους” του αμερικανικού κατεστημένου και τους βουτηγμένους στην διαφθορά και την παρακμιακή ζωή “σταρς” του Χόλυγουντ και της μουσικής βιομηχανίας, νόμιζε ότι ήταν δυνατόν να κερδίσει τις εκλογές βασιζόμενη στην (υποτιθέμενη) αρνητική στάση του Τραμπ απέναντι στις γυναίκες. Λες και θα υπήρχε αξιοσέβαστος αριθμός ψηφοφόρων, οι οποίοι θα έπαιρναν στα σοβαρά “καταγγελίες” κάποιων γυναικών που “θυμήθηκαν” ύστερα από 15 και 20 χρόνια ότι ο Τραμπ τις… “χούφτωνε”. Ακόμα και οι ίδιες οι γυναίκες ως φύλο απαξίωσαν, ως γελοίες, τέτοιου είδους “καταγγελίες”, καθώς το 54% των λευκών γυναικών ψήφισαν Τραμπ.
Η πραγματικότητα των προβλημάτων της Αμερικής, την οποία η Κλίντον και το επιτελείο της αγνόησαν σε προκλητικό βαθμό, είναι εντελώς διαφορετική. Δηλαδή, πλήρης αποβιομηχανοποίηση του Βορρά, μεταφορά βιομηχανιών στην Κίνα και το Μεξικό, έξαρση της λαθρομετανάστευσης, εκτόξευση της εγκληματικότητας, αποκοπή των αγροτικών και ημιαστικών περιοχών από τα χρηματιστικά και πνευματικά κέντρα των μεγάλων πόλεων. Απέναντι στα υπαρκτά αυτά προβλήματα της Αμερικής η εκλογική καμπάνια της Κλίντον αντέταξε όλη την κατασκευασμένη ατζέντα της “πολιτικής ορθότητας”, με τις γνωστές κατηγορίες εναντίον του Τραμπ, αποδεικνύοντας έτσι ότι είναι πλήρως αποκομμένη από τα λαϊκά στρώματα, τα οποία απεχθάνεται, και ταυτόχρονα είναι εγκλωβισμένη σ’ έναν περιθωριακό όσο και παρακμιακό μικρόκοσμο, που δεν έχει την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα. Αντιθέτως, ο Τραμπ απέναντι στην κλισέ φρασεολογία της Κλίντον είχε έτοιμες τις σωστές λύσεις, τοποθετώντας την ουσία σε συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα για τα οποία ευθύνονται ο Ομπάμα και η Κλίντον.
Αυτό το δίδυμο, εκτός από την μίζερη κατάσταση στην οποία έφερε τον αμερικανικό λαό, φρόντισε να φέρει το χάος στην Ασία και την Μέση Ανατολή, κατέστρεψε Έθνη και Λαούς, δημιούργησε και εξέθρεψε την ισλαμική τρομοκρατία, παρέσυρε τις ΗΠΑ σε μια επιθετική εξωτερική πολιτική, η οποία τις έβλαψε και τις έκανε ακόμα πιο αντιπαθείς στο διεθνές στερέωμα. Φυσικά, η εκλογή του Τραμπ από μόνη της δεν εξασφαλίζει απολύτως τίποτα, ακόμη κι αν αυτός είναι όντως ειλικρινής ως προς το να πράξει όλα αυτά (ή έστω ένα μεγάλο μέρος τους) τα οποία υποσχέθηκε. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα κάνει ο Τραμπ, αν θα επιδείξει δηλαδή συνέπεια λόγων και έργων. Επίσης, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσο πραγματικά θέλει να αλλάξει τις ΗΠΑ, σε ποιον βαθμό το θέλει και φυσικά κατά πόσο θα τον αφήσουν να συγκρουστεί σε ουσιαστικό βαθμό με το κατεστημένο των ΗΠΑ.
Ανεξάρτητα, λοιπόν, από το αν θα φανεί συνεπής ή όχι, η υποστήριξη της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ προς το πρόσωπό του έγινε με βάση μια συγκεκριμένη πολιτική ατζέντα και την ανάλογη τακτική και όχι στα πλαίσια μιας ακαθόριστης “ιδεολογικής καθαρότητας”. Κάτι τέτοιο, όμως, χρειάζεται σοβαρή και εμπεριστατωμένη σκέψη και όχι το “μυαλό” αμοιβάδας που διαθέτουν οι διάφοροι “κουραμπιέδες” και “τσουκνίδες” του διαδικτύου που παριστάνουν ανεπιτυχώς τους εθνικιστές. ΖΗΤΩ Η ΝΙΚΗ!
Γιώργος Μάστορας
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/h-shmasia-ths-nikhs-tou-tramp#ixzz4QojFxaOC