Καθώς και το 2016 φτάνει κι αυτό στο τέλος της ύπαρξής του μέσα στην διαδρομή της Ζωής και της Ιστορίας, έρχεται ξανά εκείνη η εσωτερική επιθυμία, που με διακατέχει κάθε φορά που ένα ακόμη έτος βαδίζει στην ολοκλήρωσή του, και με οδηγεί σε μια ακόμη κατάθεση εκ βάθους καρδίας. Ίσως να παραξενέψει, προβληματίσει και δημιουργήσει απορίες η επιλογή μου να ξεκινήσω με την παράθεση ενός αποσπάσματος από ένα βιβλίο, το οποίο αποτελεί για εμένα ένα από τα πιο συγκλονιστικά που έχω μελετήσει τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για την αυτοβιογραφία του Κορνήλιου Ζέλεα Κοντρεάνου «Για τους Λεγεωνάριούς μου» και αφορά μια προσωπική εμπειρία του Μεγάλου αυτού Άνδρα σε μια δύσκολη γι’ αυτόν στιγμή, όταν επέλεξε να απομονωθεί για λίγο χρονικό διάστημα στον ορεινό όγκο της Μπουκοβίνα στην Ρουμανία.
«Άφησα στην τύχη της την τουβλοποιία και τον κήπο και επιβιβάστηκα στο πρώτο τρένο για το Campulung στην Μπουκοβίνα όπου, μέσα από καταπράσινα μονοπάτια, σκαρφάλωσα σιγά-σιγά στο βουνό, φέροντας στην ψυχή μου το βάρος της χθεσινής ταπείνωσης, καθώς και τα μελλοντικά βάσανα. Έμοιαζε να μην έχω κανέναν φίλο στον κόσμο, εκτός από το όρος Rarau, ένα πραγματικό αναχωρητήριο. Σαν έφτασα στα 1500 μέτρα υψόμετρο, σταμάτησα. Κοίταξα τα βουνά και τους λόφους εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, αλλά καμία θέα δεν μπορούσε να καλύψει στα μάτια μου την ατιμία και την ταπείνωση την οποία αντιμετώπισα εγώ και οι συναγωνιστές μου. Άκουγα ακόμα και τους λυγμούς τους και με πονούσε».
Αυτό το συγκεκριμένο απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Κοντρεάνου πραγματικά με συγκλόνισε, ακριβώς γιατί αναγνώρισα μέσα απ’ αυτό στιγμές τις οποίες έζησα στο παρελθόν κι εγώ από την δική μου πλευρά. Περίοδο κατά την οποία η μοναξιά του ιδεολογικοπολιτικού αγώνα της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ ήταν αισθητή ως προς την μη ευρεία ακόμη λαϊκή της απήχηση, με αποτέλεσμα την στιγμιαία απομόνωσή μου, όταν μου δινόταν η ευκαιρία, σε ένα υψόμετρο 1200 μέτρων στα βουνά της Πίνδου, όπου ατενίζοντας την απεραντοσύνη του ορεινού όγκου και των δασών, έκανα τις δικές μου σκέψεις και τα ανάλογα σχέδια για το μέλλον τόσο σε ιδεολογικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο.
Ακόμη και σήμερα, κάτω από πολύ καλύτερες συνθήκες ευόδωσης της πολιτικής μας προσπάθειας, αλλά με την ανέντιμη και παράνομη πολεμική του κράτους και του παρακράτους εναντίον μας να έχει πολλαπλασιασθεί στο έπακρο, προσπαθώ, και πάλι όποτε μου δίνεται η ευκαιρία, να «δραπετεύω» στο υπέροχα απολαυστικό αυτό τοπίο και εκεί να αφουγκράζομαι, να σκέπτομαι, να αποφασίζω για τις μελλοντικές κινήσεις που θα κάνω σ’ όλους τους τομείς της ζωής μου.
Με βάση, λοιπόν, τα όσα ανέφερα προηγουμένως, νιώθω ότι όποιος άνθρωπος έχει συνείδηση της εποχής του, καθώς και αντίστοιχη συνείδηση της αποστολής του μέσα σ’ αυτήν, είναι αναγκαστικά μόνος μέσα στην κυρίαρχη άποψη και αντίληψη. Ταυτόχρονα, αυτός ο ίδιος άνθρωπος, από την στιγμή κατά την οποία αισθάνεται υπεύθυνος για τον εαυτό του, έχει και πλήρη συνείδηση της ευθύνης του απέναντι στην κοινωνία. Το γεγονός δε ότι η ευαισθησία της καρδιάς μας οδηγεί κατά καιρούς σε συναισθηματικές εξάρσεις, υποδηλώνει ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να πληγωθεί τόσο βαθιά στην καρδιά του, αν δεν διαθέτει το ανάλογο βάθος. Σε όποιον συμβαίνει κάτι τέτοιο, τείνει -από το άλλο μέρος- προς τα ύψη, δηλαδή σ’ αυτό το βάθος αντιστοιχεί ένα δυνητικό ύψος και στο σκοτάδι της εσωτερικής του νύχτας ένα κρυφό, αλλά τόσο ισχυρό, φως.
Όλα αυτά αποτελούν τον φυσικό δεσμό που ενώνει τους ανθρώπους με τις ιδέες. Οι ιδέες, οι οποίες είναι ψυχικές πραγματικότητες, αποτελούν φυσικά και ηθικά αναμφισβήτητες και ακαταμάχητες δυνάμεις που είναι ισχυρότερες από τον ανθρώπινο παράγοντα. Ο άνθρωπος ίσως να νομίζει ότι είναι αυτός που δημιουργεί τις ιδέες, στην πραγματικότητα όμως εκείνες είναι που τον δημιουργούν και τον χρησιμοποιούν ως προαγωγό τους. Ιδέες που επικροτούνται από μια μεγαλύτερη ακολουθία και την φυσική ταύτιση με την Αλήθεια δεν ανήκουν καν ούτε στον λεγόμενο δημιουργό τους, αφού κι αυτός μπορεί να θεωρηθεί ως προαγωγός και υπερασπιστής της ιδέας του.
Οι ιδέες αυτές έχουν κάτι το ιδιαίτερο, καθώς προέρχονται από μια αχρονικότητα, από μια παντοτινή τους ύπαρξη, από μια μητρική και ψυχική πρώτη αιτία, από την οποία το ερευνητικό πνεύμα του ξεχωριστού ανθρώπου αναπτύσσεται σαν ένα λουλούδι που ανθίζει, καρποφορεί, αφήνει σπόρο, μαραίνεται και πεθαίνει. Έτσι, λοιπόν, οι ιδέες προέρχονται από κάτι πολύ ανώτερο από τον άνθρωπο. Δεν δημιουργούνται απ’ αυτόν, αλλά αντιθέτως δημιουργούν αυτόν. Επομένως, έχοντας ως δεδομένο ότι οι μεγάλες αποφάσεις της ανθρώπινης ζωής εξαρτώνται πολύ περισσότερο από εσωτερικά ένστικτα και άλλους μυστηριώδεις και ασυνείδητους παράγοντες, παρά από την «ελεύθερη» βούληση και την συνηθισμένη λογική, και στο νέο έτος που θα έρθει ας φροντίσουμε και πάλι να στηρίξουμε τα θεμέλια του εαυτού μας που θα οδηγήσουν σε τέτοιες μεγάλες αποφάσεις.
Γιατί, όπως έγραφε ο Κοντρεάνου σ’ ένα άλλο μέρος της αυτοβιογραφίας του, «Στον πόλεμο νικούν αυτοί που ξέρουν να επικαλούνται τις μυστηριώδεις δυνάμεις του αθέατου κόσμου από ψηλά για να επιβεβαιώσουν την νίκη τους […] Όταν γίνεται επίκληση σε αυτές τις δυνάμεις, έρχονται σε βοήθειά μας και μας δίνουν δύναμη, θέληση και οτιδήποτε άλλο μας είναι απαραίτητο για να επιτύχουμε την νίκη». Επειδή, λοιπόν, όπως λέει ξανά ο Κοντρεάνου, «Αυτές οι μυστηριώδεις δυνάμεις είναι οι ψυχές των νεκρών», ο Γιώργος Φουντούλης και ο Μάνος Καπελώνης συν τοις άλλοις, μας δίνουν την βοήθεια που χρειαζόμαστε για να επιτύχουμε τις μικρές και τις μεγάλες νίκες στον αγώνα μας και το 2017. ΖΗΤΩ Η ΝΙΚΗ!
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/o-anthrwpos-ths-ideas#ixzz4UPMXvPAi