Λόγω του άκριτου καταναλωτικού δανεισμού, μέσω του οποίου είχε δημιουργηθεί μία εικόνα πλασματικής ανάπτυξης και μιας καλά θωρακισμένης οικονομίας, η Ελλάδα οδηγήθηκε στη σημερινή δυσχερή θέση. Τις τελευταίες δεκαετίες επικρατούσε μία οικονομική ευφορία, ενώ στην πραγματικότητα η οικονομία βρισκόταν υπό κατάρρευση.
Προέκυψε έτσι μία «δανειοκαταναλωτική» φούσκα, με σχεδόν ανύπαρκτη παραγωγική βάση, ενώ τεράστια κέρδη που είχαν προκύψει από τη χρηματιστηριακή φούσκα-απάτη του 1999 φυγαδεύονταν εκτός Ελλάδος, εις βάρος της εγχώριας αποταμίευσης και των επενδύσεων που θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν από αυτήν.
Οι εθνοπροδοτικές κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης αντί να χρησιμοποιήσουν παραγωγικά τον εξαιρετικά χαμηλότοκο δανεισμό που μας προσέφεραν οι συνθήκες με την ένταξη μας στην ευρωζώνη, τον σπατάλησαν σε ψηφοθηρικά μέσα προς ίδιον πολιτικό όφελος, εις βάρος όμως της εθνικής παραγωγής και της εξωστρέφειάς της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, κατέστη μηδαμινή η δυνατότητα της Ελλάδας να παράγει διεθνώς ανταγωνιστικά εμπορεύσιμα προϊόντα.
Στη διεθνή βιβλιογραφία συναντάμε την «ολλανδική ασθένεια», έναν όρο που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το φαινόμενο που εμφανίστηκε στην Ολλανδία την δεκαετία 1960, όπου επήλθε συρρίκνωση των παραγωγικών μεταποιητικών δυνατοτήτων της ολλανδικής οικονομίας για ανταγωνιστικά διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα, λόγω της αυξημένης εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων και συγκεκριμένα του φυσικού αερίου της Βόρειας Θάλασσας. Η εισροή ξένου συναλλάγματος αύξησε την αξία της ολλανδικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, η οποία με τη σειρά της έκανε τις εξαγωγές του μεταποιητικού τομέα πάρα πολύ ακριβές, υπονομεύοντας τον εν λόγω τομέα.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ελληνική οικονομία πάσχει από την πιο σοβαρή εκδοχή του φαινομένου της «ολλανδικής ασθένειας». Τα αίτια αυτής υπήρξαν αδιαμφισβήτητα η ένταξή μας στην Οικονομική Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) με πλαστά οικονομικά στοιχεία από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Σημίτη, καθώς και ο ασύδοτος δανεισμός, που αντί να τονώσουν την εθνική παραγωγή και την εξωστρέφεια αυτής, ενίσχυσαν την μεταπρατική δραστηριότητα στις πωλήσεις πολυτελών αγαθών και την ραγδαία αύξηση του καταναλωτισμού.
Το εμπορικό ισοζύγιο (εισαγωγές – εξαγωγές), ανετράπη πλήρως. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδοτούσε τους Έλληνες αγρότες για να είναι παραγωγικά «μη ενεργοί» με αποτέλεσμα, η ελληνική γη να μένει χέρσα και να αναγκαζόμαστε να εισάγουμε βασικά γεωργικά προϊόντα από την Αίγυπτο και την Τουρκία. Επίσης, μειώθηκαν δραματικά οι εξαγωγές προς τρίτες χώρες, καθώς με την ένταξή μας στη ζώνη του ευρώ αυτομάτως τα ελληνικά προϊόντα έπαψαν να είναι ανταγωνιστικά λόγω της αύξησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Είναι προφανές πως η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σηματοδότησε την διάλυση του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας μας και την απόλυτη καταστροφή της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας. Η μοναδική φωνή αντίδρασης στην είσοδο της Ελλάδας στην ΟΝΕ ήταν η Χρυσή Αυγή, καθώς το Εθνικό νόμισμα ισοδυναμεί με Εθνική ανεξαρτησία, η οποία και αποτελεί τον βασικότερο στόχο του Λαϊκού Συνδέσμου. Επιπροσθέτως, η αυτάρκεια σε όλα τα βασικά είδη διαβιώσεως του λαού, όπως τα τρόφιμα, τα φάρμακα, τα καύσιμα και τα όπλα είναι απαραίτητη για να μπορέσει ένα κράτος να είναι ανεξάρτητο και ικανό να ευημερήσει.
Εν κατακλείδι, η επιστροφή στον πρωτογενή τομέα παραγωγής είναι η μόνη λύση στο πρόβλημα της Ελλάδας, καθώς αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα και κατά συνέπεια μίας υγιούς και ισχυρής οικονομίας. Μέσω της Εθνικής παραγωγής και μιας Εθνικής κυβέρνησης της Χρυσής Αυγής θα μπορέσει η Ελλάς να απαλλαγεί από την «ολλανδική ασθένεια» αλλά και από την «γάγγραινα» της μεταπολίτευσης.
Σιδέρη – Τσάμη Μαρία
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/ollandikh-astheneia-h-nosos-ths-ellhnikhs-oikonomias#ixzz4fRxuaJs6