Προδημοσίευση από το προς έκδοση βιβλίο του Συναγωνιστή Γεωργίου Λιναρδή με θέμα την «Ανατομία της Εξωτερικής Πολιτικής και Γεωπολιτικής της Μεταοθωμανικής Τουρκίας»
Άνευ αμφιβολίας πολλοί εσωτερικοί παράγοντες επηρεάζουν την τουρκική εξωτερική πολιτική. Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις κατέχουν μια εξέχουσα θέση μεταξύ αυτών των παραγόντων, καθώς έπαιξαν και παίζουν έναν σημαντικό ρόλο στην τουρκική πολιτική σκηνή, ιδιαίτερα μετά το 1960. Η τουρκική ελίτ και οι κεμαλικοί κύκλοι του πολιτικού κατεστημένου αντιλαμβάνονταν και αντιλαμβάνονται τις στρατιωτικές παρεμβάσεις ως αναγκαίο κανόνα για τις περιπτώσεις εκείνες που οι κυβερνήσεις απομακρύνονταν ή αμφισβητούσαν την κεμαλική ιδεολογία.
Ο κανόνας αυτός της παρέμβασης στα πολιτικά δρώμενα έχει ιστορική βάση και εξηγείται από τον ρόλο του στρατού στην τουρκική πολιτική ιστορία και στις τουρκικές παραδόσεις. Είναι γεγονός ότι ο στρατός ήταν εκείνος ο οποίος διέσωσε την Τουρκία στην φθίνουσα φάση της αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από την ολοκληρωτική διάλυση, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι ιδρυτές του νεοτουρκικού κράτους Μουσταφά Κεμάλ και Ισμέτ Ινονού ήταν αξιωματικοί του τουρκικού στρατού και έξι από τους δέκα έως σήμερα προέδρους της Τουρκικής Δημοκρατίας ήταν στρατηγοί. Ο στρατός στην Τουρκία είναι ένα σημαντικότατο θεσμικό όργανο και η επιρροή του στην εξωτερική πολιτική συσχετίζεται με την επίδραση που ασκεί και την θέση που κατέχει στην εσωτερική πολιτική σκηνή.
Ο τουρκικός στρατός, οι ένοπλες δυνάμεις έχουν παρέμβει στην πολιτική σχεδόν ανά δεκαετία μετά το 1960. Ο στρατός αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως φύλακα του νεοτουρκικού κράτους και βλέπει την αποστολή του όχι μόνο ως υπερασπιστή της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, αλλά και ως προστάτη έναντι των όποιων εσωτερικών προκλήσεων που δεν συνάδουν με την κεμαλική ιδεολογία. Οι παρεμβάσεις των ενόπλων δυνάμεων στην πολιτική δεν έχουν γίνει μόνο δια του παραδοσιακού τρόπου, ήτοι πραξικοπημάτων όπως το 1960, το 1971 και το 1980, αλλά και δια έμμεσων και μεταμοντέρνων μεθόδων όπως το 1997 και το 2007. Το 2007 οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θέλησαν να παρέμβουν στις προεδρικές εκλογές στέλνοντας εκατομμύρια ψηφιακά μηνύματα υπέρ του αρεστού τους υποψηφίου, ενώ το 1997 επεδίωξαν με διάφορους ανώνυμους και παράνομους τρόπους να πείσουν την τουρκική κοινωνία να ψηφίσει τον κεμαλικό υποψήφιο. Το τελευταίο πραξικόπημα το 2016 που έγινε από μικρή ομάδα ανωτάτων αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων απέτυχε να εξουδετερώσει τον Ερντογάν και τα σχέδια του για ολική εκθρόνιση της κεμαλικής ιδεολογίας που ήταν η κυρίαρχη συνιστώσα του νεοτουρκικού κράτους.
Μετά το πραξικόπημα του 1980 οι πραξικοπηματίες στρατηγοί παρέμειναν στην εξουσία έως το 1983 χωρίς να λειτουργεί το Κοινοβούλιο (Τουρκική Εθνοσυνέλευση). Ουσιαστικά το σημερινό Σύνταγμα της Τουρκίας, του οποίου ορισμένα άρθρα αναθεώρησε δια δημοψηφίσματος ο Ερντογάν μετατρέποντας το σε προεδρική απολυταρχία, δημιουργήθηκε το 1982 από τους πραξικοπηματίες στρατηγούς. Επειδή οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις ήθελαν να διαφυλάξουν την επιρροή τους στην διακυβέρνηση της χώρας, σχημάτισαν ένα υψηλού επιπέδου Συμβούλιο Ασφαλείας με αναγνωρισμένη από το Σύνταγμα δομή και εξουσία, μέσω του οποίου μπορούσαν να επεμβαίνουν στην διακυβέρνηση ως πολιτικοί θεματοφύλακες της κεμαλικής ιδεολογίας. Έτσι μετά τις εκλογές του 1983 τις οποίες κέρδισε ο Τουργκούτ Οζάλ, ο στρατός εξακολούθησε να επηρεάζει τα πολιτικά δρώμενα στην χώρα κυρίως στην εξωτερική πολιτική και στην πολιτική εσωτερικής ασφαλείας, μέσω του προέδρου-στρατηγού Kenan Evren και του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας.
Ο Οζάλ προσπάθησε στο μέτρο του δυνατού να περιορίσει την επιρροή των ενόπλων δυνάμεων στην πολιτική σκηνή, όμως αυτή η προσπάθεια του περιορίσθηκε από τα εξής γεγονότα: Την εμφάνιση σημαντικών κουρδικών αποσχιστικών τάσεων στην νοτιοανατολική Τουρκία και την ισχυροποίηση του πολιτικού Ισλάμ στο εκλογικό σώμα. Αυτά τα γεγονότα έδωσαν την κατάλληλη βάση για την κυριαρχία του στρατού στην κατακερματισμένη δομή της τουρκικής πολιτικής σκηνής. Έτσι το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας ήταν de facto ο μηχανισμός λήψης αποφάσεων της Τουρκίας, κάτι που συνεχίστηκε και στα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του Ερντογάν.
Τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του κόμματος AKP χαρακτηρίστηκαν από έναν αγώνα κατά της ηγεμονίας στην πολιτική σκηνή του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας. Ο Ερντογάν σε αυτό τον αγώνα είχε σύμμαχο τις Βρυξέλλες και την προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς πολλοί ευρωπαίοι ηγέτες αμφέβαλλαν για τα λεγόμενα «δημοκρατικά διαπιστευτήρια» της Άγκυρας αφού ο στρατός έπαιζε κυρίαρχο ρόλο στην διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων. Οι Βρυξέλλες απαιτούσαν από την Τουρκία τον διαχωρισμό μεταξύ των πολιτικών και στρατιωτικών εξουσιών και με αυτό το πρόσχημα ο Ερντογάν ξεκίνησε μια σειρά μεταρρυθμίσεων που περιόριζαν τις εξουσίες του στρατού. Με αυτές τις μεταρρυθμίσεις το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας μετασχηματίστηκε σε ένα συμβουλευτικό όργανο χωρίς εκτελεστικές εξουσίες, ενώ την πλειοψηφία στο Συμβούλιο την είχαν πλέον οι πολιτικοί και όχι οι στρατιωτικοί. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις άλλαξαν την δομή της τουρκικής πολιτικής σκηνής και οδήγησαν στον περιορισμό της επιρροής των ενόπλων δυνάμεων στην τουρκική εξωτερική πολιτική, καθώς και στην περιστολή της κεμαλικής ιδεολογίας στα πολιτικά δρώμενα. Έτσι από το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας 2000-2010 μειώνεται η επίδραση των τούρκων στρατηγών στην πολιτική, παρ’ όλα αυτά ο στρατός συνέχισε να παρεμβαίνει στο πολιτικό σκηνικό χρησιμοποιώντας νέες μεθόδους και τεχνικές. Προτίμησε πλέον να κάνει συστάσεις στην κυβέρνηση και στους πολιτικούς θέτοντας διλλήματα εφαρμογής πολιτικών αποφάσεων που να συνάδουν με θέματα εσωτερικής ασφαλείας και κάνοντας χρήση ανεπίσημων μηχανισμών. Με το δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου 2010 η επιρροή του τουρκικού στρατού στην τουρκική πολιτική και κατά συνέπεια στην εξωτερική πολιτική αναμφίβολα μειώθηκε, ενώ ο κεμαλισμός δέχθηκε ένα σοβαρότατο πλήγμα από την ανατέλλουσα συντηρητική σουνιτική ισλαμική ιδεολογία. Παρ’ όλα αυτά η Τουρκία την δεκαετία 2010-2020 συνέχισε να υπόκειται σε μια διαδικασία μετασχηματισμού αναφορικά με τις σχέσεις στρατού-πολιτικής, κάτι που σαφέστατα έγινε ορατό με το αποτυχημένο πραξικόπημα των Κεμαλιστών εναντίον του Ερντογάν τον Ιούλιο του 2016, ένα πραξικόπημα το οποίο ήταν απότοκο της ισχνής επικράτησης του Ερντογάν στο δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου 2017.
Ο Ερντογάν και το κόμμα του AKP μαζί με τους Γκρίζους Λύκους πέτυχαν μια νίκη στην κόψη του ξυραφιού σε αυτό το δημοψήφισμα που μεταστοιχειώνει την Τουρκία σε μια προεδρική ισλαμιστική δημοκρατία, ουσιαστικά σε μια σουλτανικού τύπου δικτατορία. Το βέβαιο είναι ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν θα μπορέσει να λύσει τα χρόνια προβλήματα της εσωτερικής ασφάλειας της χώρας, το κοινωνικό και πολιτικό χάσμα που έχει διαμορφωθεί καθώς και τον διεθνή απομονωτισμό στον οποίο έχει οδηγηθεί η Άγκυρα μετά την αποτυχημένη πολιτική του Ερντογάν στην Μέση Ανατολή. Το αποτέλεσμα όμως διαμορφώνει την φύση της επερχόμενης εσωτερικής αναταραχής και αστάθειας και το τελικό στάδιο της εποχής Ερντογάν, ο οποίος πλέον είναι αντιμέτωπος με τους Κεμαλιστές και τους Γκιουλενιστές καθώς και με την πνευματική ελίτ της χώρας του.
Η περίοδος Ερντογάν μετά το ισχνό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος βαίνει προς το τέλος της. Ουδείς πλέον υπολογίζει ότι ο Ερντογάν θα παραμείνει επί μακρόν στον θώκο του προέδρου της Τουρκίας και πιθανότατα θα ανατραπεί είτε από τον στρατό, παρ’ όλες τις εκκαθαρίσεις Κεμαλιστών και Γκιουλενιστών που έχει πραγματοποιήσει, είτε από την αντιπολίτευση που το τελευταίο διάστημα ισχυροποιείται. Η Τουρκία θα ζήσει μια περίοδο αστάθειας, ενώ οι σχέσεις με την Ελλάδα ουδόλως πρόκειται να επηρεαστούν από τις εσωτερικές διεργασίες στην Τουρκία, εξ άλλου οι αδυναμίες της Ελλάδας σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο αποτελούν δεδομένα που θα θελήσουν να εκμεταλλευτούν οι Τούρκοι, είτε κυβερνά ο Ερντογάν είτε κάποιος προερχόμενος από το στρατιωτικό ή πολιτικό κατεστημένο διάδοχος του.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/o-rolos-tou-stratou-sthn-tourkikh-politikh#ixzz4mEKq0NQ0