O Αυτοκράτορας Βασίλειος ο Β΄, του οποίου είχε δοθεί το προσωνύμιο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος εξαιτίας των συντριπτικών μαχών που έδωσε με τους Βούλγαρους, βασίλεψε από τις 10 Ιανουαρίου του 976 έως και το θάνατό του στις 15 Δεκεμβρίου του 1025. Γιος του αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄ και της αυτοκράτειρας Θεοφανούς (η οποία ήταν Ελληνίδα) στέφθηκε συμβασιλέας του πατρός του από το 960 σε ηλικία μόλις δυο ετών. Ο πατήρ του Βασιλείου απέπνευσε το 962 αλλά λόγω της μη ενηλικίωσής του (ο Βασίλειος ήταν μόλις 5 ετών) παραμερίστηκε μετά το θάνατο του προγόνου του και τα ηνία της Αυτοκρατορίας ανέλαβαν πρώτος ο Νικηφόρος Φωκάς ο οποίος έγινε σύζυγος της αυτοκράτειρας Θεοφανούς μετά τη χηρεία της και μετέπειτα ο Ιωάννης Τσιμισκής, ο οποίος δολοφόνησε τον Νικηφόρο Φωκά και βασίλεψε για επτά έτη, έως ότου πέθανε. Κατόπιν τη βασιλεία ανέλαβε ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο οποίος είχε πλέον ενηλικιωθεί.
Ο Βασίλειος όμως δεν βιάστηκε να βασιλεύσει. Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, η διοίκηση παρέμεινε στα χέρια του ευνούχου Βασίλειου Λεκαπηνού (νόθου γιου του αυτοκράτορα Ρωμανού Α’), προέδρου της Γερουσίας. Ο Βασίλειος περίμενε υπομονετικά ρουφώντας όλη τη γνώση για τις διοικητικές επιχειρήσεις και μαθαίνοντας τα πάντα για τις στρατιωτικές δράσεις.
Κύριο μέλημα του Βασιλείου ήταν να αντιμετωπίσει τον Σαμουήλ, γιο του κόμιτος Νικολάου. Αυτός, έπειτα από τον θάνατο του τσάρου Βόρι και των τριών γιων του κόμιτος Νικολάου, αναλαμβάνει την εξουσία των Βουλγάρων με σκοπό να πετύχει την ανασύσταση του Βουλγαρικού κράτους. Το νέο βουλγαρικό κράτος είχε επίκεντρο την Αχρίδα, ενώ επιδίωξη του Σαμουήλ ήταν να επεκτείνει το κράτος του έως τη Λάρισα, ίσως και νοτιότερα. Ο Σαμουήλ υπήρξε ένας ηγεμόνας αιμοσταγής, χωρίς ηθικούς φραγμούς, ο οποίος δεν έδειχνε κανένα έλεος στους κατοίκους των Ελληνικών πόλεων που λεηλατούσε. Οι στρατιώτες του βίαζαν τις γυναίκες, τα κορίτσια τις μοναχές, ενώ συγχρόνως σκόρπιζαν παντού το θάνατο. Το 986, η εκστρατεία του Βασιλείου εναντίον του Σαμουήλ κατέληξε σε πλήρη αποτυχία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την αμφισβήτηση της εξουσίας του Βασιλείου όσο και την ικανότητά του να διοικήσει το κράτος.
Ο Βασίλειος, όπως και κάθε αυτοκράτορας του δικού του βεληνεκούς είχε τους δικούς του εσωτερικούς εχθρούς. Δύο μέλη της στρατιωτικής ελίτ της Μ. Ασίας ο Βάρδας Σκληρός, οποίος ήταν παλαιότερα συνεργάτης του Ιωάννου Τσιμισκή καθώς και ο Βάρδας Φωκάς προσπάθησαν να προβούν σε ανοιχτές εξεγέρσεις εναντίων της κεντρικής εξουσίας με σκοπό να εκμηδενίσουν το ρόλο του αυτοκράτορα Βασιλείου.
Ο Βασίλειος με περίσσια σκληράδα, πράγμα το οποίο θα γινόταν και το σήμα κατατεθέν στη μετέπειτα στρατιωτική του πορεία αντιμετώπισε με επιτυχία την εξέγερση των δυνατών Βάρδα Σκληρού και Βάρδα Φωκά χάρη στη βοήθεια του πρίγκιπα του Κιέβου, του Ρώσου ηγεμόνα Βλαδίμηρου. Σε αντάλλαγμα της βοήθειας αυτής ο Βλαδίμηρος ζήτησε να παντρευτεί την αδελφή του Βασιλείου την πορφυρογέννητη Άννα. Ο Βασίλειος, πιεζόμενος από τις καταστάσεις και τούς εξωτερικούς αλλά και εσωτερικούς εχθρούς της αυτοκρατορικής εξουσίας του δέχθηκε με τον όρο ότι ο Βλαδίμηρος και όλος ο λαός του θα ασπάζονταν τη χριστιανική θρησκεία.
Αφού λοιπόν κατανίκησε τους δύο αποστάτες και στέρησε από κάθε δύναμη τον παρακοιμώμενο ευνούχο Βασίλειο, τακτοποίησε τα εσωτερικά του κράτους και ξεκίνησε την τρισένδοξη στρατιωτική του δράση.
Οι προαναφερθείσες εξεγέρσεις είχαν βαθιά επίδραση στις προοπτικές και τη μέθοδο διακυβέρνησης του Βασίλειου Β’. Ο ιστορικός Μιχαήλ Ψελλός περιγράφει τον ηττημένο Σκληρό να συμβουλεύει τον αυτοκράτορα να καθαιρεί τους κυβερνήτες που γίνονται υπερβολικά περήφανοι, να μην αφήνει στους στρατηγούς που είναι σε εκστρατείες να έχουν πολλούς πόρους, να τους εξαντλεί με άδικες ενέργειες για να είναι απασχολημένοι συνεχώς με υποθέσεις, να μην επιτρέπει την παρουσία γυναικών στα αυτοκρατορικά συμβούλια, να μην είναι προσβάσιμος σε κανέναν και να μοιράζεται με λίγους τα προσωπικά του σχέδια. Ο Βασίλειος φαίνεται πως έλαβε πολύ σοβαρά υπόψη του αυτή τη συμβουλή.
Η κουραστική προσπάθεια του Βασιλείου για να μπορέσει να αντιμετωπίσει το μεγάλο βουλγαρικό κίνδυνο και να περιορίσει τη δύναμη των μεγαλογαιοκτημόνων αλλά και των διαφόρων εχθρών του είχαν εμφανείς συνέπειες στο χαρακτήρα του. Έπαψε να είναι χαμογελαστός, ανοιχτόκαρδος και να διασκεδάζει. έγινε καχύποπτος, αυταρχικός, κλεισμένος στον εαυτό του, λιτοδίαιτος, ζούσε αυστηρά σαν ασκητής και στρατιώτης και στόχος του έγινε η νίκη του έναντι των Βουλγάρων. Για το λόγο αυτό μελετούσε συνεχώς εγχειρίδια στρατιωτικής τέχνης. Κατάφερε με νόμους να περιορίσει την ισχύ των μεγαλογαιοκτημόνων και των κίνδυνο στρατιωτικών πραξικοπημάτων.
Το διάστημα, όμως, που ο Βασίλειος καταγινόταν για το πώς θα αντιμετωπίσει τα διάφορα κοινωνικά ζητήματα που έχρηζαν άμεσης προτεραιότητας, ο Σαμουήλ επιτίθεται στη Θεσσαλονίκη. Μετά την κατάκτησή της επακολούθησε σφοδρή λεηλασία της. Στη συνέχεια στράφηκε προς τα νότια, στη Βοιωτία, στην Αττική, ακόμα και στην ίδια την Πελοπόννησο. από όπου περνούσε ο Σαμουήλ με το στρατό του έκαιγαν και κατέστρεφαν τα πάντα . Ο Σαμουήλ, αφού χόρτασε με αίμα και λάφυρα, αποφάσισε να γυρίσει στην πατρίδα του μαζί με χιλιάδες αιχμαλώτους. Κατά την επιστροφή του, αιφνιδιάστηκε από το βυζαντινό αρχιστράτηγο Νικηφόρο Ουρανό. Ο τελευταίος αποδεκάτισε το βουλγαρικό στρατό, και με δυσκολία μεγάλη κατάφεραν να του ξεφύγουν ο τραυματισμένος Σαμουήλ και ο γιός του Ρωμανός.
Ύστερα από αυτήν την τροπή της εισβολής του Σαμουήλ στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα, εκείνος στράφηκε στα βόρεια και τα δυτικά εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τότε ο Βασίλειος αποφάσισε πώς έπρεπε να χτυπηθούν κέντρα με αμιγώς βουλγαρικό πληθυσμό. Σιγά –σιγά ο Βασίλειος κατόρθωσε να περιορίσει να κατακτήσει πολλές βουλγαρικές πόλεις, στρατηγικής σημασίας. Ο κλοιός γύρω από την επικράτεια του Σαμουήλ γινόταν όλο και πιο ασφυκτικός. Ο Σαμουήλ μην μπορώντας να αντιμετωπίσει το στρατό του Βασιλείου είχε καταφύγει σε έναν πόλεμο φθοράς πού έπληττε όχι μόνο τα αυτοκρατορικά εδάφη, αλλά περιοχές αποκομμένες από τη βυζαντινή διοίκηση με πληθυσμούς πού στήριζαν το βούλγαρο ηγέτη.
Ο Βασίλειος με τη βοήθεια των στρατιωτικών του Νικηφόρου Ξιφία έδωσε το τελικό χτύπημα στο βούλγαρο Σαμουήλ, στις 29 Ιουλίου 1014. Τότε ο βυζαντινός στρατός κέρδισε την αποφασιστική μάχη του Κλειδιού. Η Μάχη του Κλειδίου αποτέλεσε το αποκορύφωμα της 50χρονης διαμάχης μεταξύ του Σαμουήλ της Βουλγαρίας και του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου.
Η μάχη διεξήχθη στην περιοχή μεταξύ των βουνών των Μπέλλων και του Ογκραζντέν, στο σημερινό βουλγάρικο χωριό Κλείδιο και είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των Βουλγάρων. Αυτή η μάχη αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για τους Βούλγαρους. Οι στρατιώτες τους αιχμαλωτίστηκαν και τυφλώθηκαν μετά από διαταγή του Βασιλείου Β’, ο οποίος αργότερα πήρε το όνομα «Βουλγαροκτόνος».
Εδώ να συμπληρώσουμε ότι το Δημ. Συμβούλιο των Άνω Λιοσίων πριν από μερικά χρόνια πήρε την μεγαλειώδη ιστορική απόφαση, να αφαιρέσει το προσωνύμιο «Βουλγαροκτόνος» από μια οδό της πόλης και να λέγεται απλά οδός Βασιλείου Β΄! Με αυτή την συλλογιστική, να βγάλουμε και το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος» από τον Νικηταρά και πάει λέγοντας… Ο Σαμουήλ λοιπόν επέζησε από τη μάχη αυτή, αλλά πέθανε 2 μήνες αργότερα από καρδιακή ανεπάρκεια. Θεωρείται πως πέθανε όταν είδε τους τυφλούς Βούλγαρους στρατιώτες. Έτσι ο Βασίλειος έδωσε ένα οριστικό, ίσως και κυνικό, τέλος στις επεκτατικές βλέψεις κάθε επίδοξου συνεχιστή του Σαμουήλ.
Ο Βασίλειος, όμως, ήξερε όχι μόνο να είναι σκληρός εκεί που έπρεπε αλλά άφηνε να φανεί και το ανθρώπινο πρόσωπό του, όπως συνέβηκε με τη χήρα του ηγεμόνος Ιωάννη Βλαδισλάβου Μαρία, την οποία πήρε υπό την προστασία του. Επιεικής και γενναιόδωρος υπήρξε και με τα μέλη της βουλγαρικής βασιλικής οικογένειας και της ηγετικής στρατιωτικής τάξεως, τα οποία τα ενέταξε στη βυζαντινή αυλική ιεραρχία με τιμητικές διακρίσεις.
Ο Βασίλειος συνέχισε να ζει με λιτό στρατιωτικό τρόπο τη ζωή του έως το 1025 πού πέθανε. Στα χρόνια του το βυζαντινό κράτος είχε συγκεντρώσει μεγάλα χρηματικά αποθέματα στο θησαυροφυλάκιο, παρ όλες τις συνεχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις, οι πτωχοί και οι αδύνατοι βοηθήθηκαν και η αυτοκρατορία είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία όλους τους βασικούς εχθρούς της.
Η ιστορία τίμησε το Βασίλειο με το προσωνύμιο Βουλγαροκτόνος. Άλλωστε αυτό ήταν η ελάχιστη τιμή πού μπορούσε να του αποδοθεί, αφού εάν δεν υπήρχε ο Βασίλειος, ίσως οι Βούλγαροι να είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος των Βυζαντινών εδαφών και να ήταν διαφορετικός ο ρους της ιστορίας. Σήμερα πολλοί είναι εκείνοι πού αυθαίρετα αποφασίζουν να διαγράψουν αυτό το χαρακτηρισμό πού η ιστορία έδωσε στο Βασίλειο με το πρόσχημα της καλής γειτονίας των λαών.
Η ιστορία όμως δεν πρέπει ούτε να αλλοιώνεται ούτε να καπηλεύεται από κάποιους. Οι καλές σχέσεις μεταξύ των λαών δε σημαίνει ότι πρέπει να θυσιάζεται ένα μέρος της ιστορίας τους η να παραποιείται εξολοκλήρου αυτή. Η ιστορία διδάσκει. Οι λαοί μαθαίνουν από τα λάθη τους, ενώ η ιστορία αποτελεί το καλύτερο οχυρό στη διασφάλιση των εδαφικών και κυριαρχικών δικαιωμάτων του κάθε λαού και είναι στενά δεμένη με τη μέχρι τώρα απόστασή του. Ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός Θουκυδίδης προειδοποιεί ότι ο λαός πού ξεχνάει τήν ιστορία του, εξαφανίζεται. Όταν δεν έχεις παρελθόν ως λαός, δεν μπορείς να έχεις ούτε μέλλον. Ας τιμούμε, λοιπόν, τον Βασίλειο τον Β΄ τον Μακεδόνα, ως Βουλγαροκτόνο, αναφερόμενοι στις τότε στρατιωτικές επιτυχίες του έναντι των Βουλγάρων.
ΚΟΡΙΝΑ ΠΕΝΕΣΗ
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/basileios-b-boulgaroktonos#ixzz51QRpsPjo