Το τελευταίο ξημέρωμα του 1956, 31η Δεκεμβρίου, και ενώ η υφήλιος περιμένει το νέο έτος με γιορτές, δώρα και στολίδια, σε μια μικρή γωνιά του Ελληνισμού ακόμα κάποιοι μάχονται για τη Λευτεριά και την Ένωση. Για αυτούς δεν έχει γιορτές και πανηγύρια, για αυτούς γιορτή είναι ο Αγώνας, κι άλλο δώρο δε θέλουνε από τη πολυποθούμενη Ένωση με τη Μητέρα. Ο Γεωργάλλας Μιχαήλ αφήνει τέτοια μέρα τη ζωή του, θυσιάζει τη ψυχή στο βωμό της Πατρίδας, ποτίζει με τη σειρά του το δέντρο της Λευτεριάς.
Ο Μάκης ήταν ο θεοσεβής νέος, ο μαχητής με τα υψηλά ιδανικά. Παρά το μικρό της ηλικίας του παρουσίασε άριστες απόψεις και μεγάλη κρίση στα θέματα του επιχειρησιακού κομματιού, και είχε προτάσεις και λύσεις για τη κατασκευή οπλισμού και πυρομαχικών, καθώς και άλλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η Οργάνωση. Διακρίθηκε με δράση στο εκτελεστικό της Λευκωσίας, συνελήφθη και αφού δραπέτευσε συνέχισε δράση στην αντικατασκοπία και την κατασκευή βομβών.
Ο Λιάκος, όπως ήταν το ψευδώνυμο του, κατάθεσε ψυχή λιονταριού. Τα αποθέματα του ήταν τεράστια, πάντα μαχητικός και εμπνευστής στον αγώνα. Μιλά για αυτόν ο σύντροφος του και Ηρωομάρτυρας, ο Σταυραετός του Μαχαίρα Γρηγόρης Αυξεντίου:
«Μην το βλέπετε έτσι λεπτό κι αδύνατο, είναι πολύ δυνατός στην Ψυχή»
Ψυχή Έλληνα που έχει νοιώσει το ιερό Χρέος του Αγώνα, που έχει διαθέσει σε αυτόν το κάθε του κύτταρο, τη κάθε του σκέψη, τη κάθε του δράση, και μπορούσε να δώσει μέχρι τη τελευταία σταγόνα αίματος του για να σφραγίσει τη Μεγάλη Ιδέα που εχει ταχθεί να υπηρετήσει!
Ο Γεωργάλλας ξημερώματα της Παραμονής βρίσκεται μαζί με τον Αυξεντίου και την υπόλοιπη ομάδα σε οικία στο χωριό Ζωοπηγή. Τούρκικα σκυλιά με τη συνοδεία σύγχρονων εφιαλτών φθάνουν στο σπίτι και ζητούν τον οπλισμό και τους κρυμμένους αντάρτες. Ο Γρηγόρης και ο Μάκης ανταλλάσσουν πυρά με τους εισβολείς. Ο τούρκος επικουρικός κτυπάει θανάσιμα το Γεωργάλλα. Ναι, πράμα “πρωτοφανές” για τους θιασώτες της “ελληνοτουρκικής φιλίας”, τούρκος «αδελφός» κτυπάει Έλληνα- με αυτούς ψάχνουν φιλίες και κοινό κράτος οι σύγχρονοι γραικύλοι. Τους τούρκους λοιπόν και περισσότερο τους προδότες του Αγώνα θα κληθούν μια μέρα να κρίνουν, ίσως και πάλι τα όπλα.
Ο Γεωργάλλας παραδίδει τη ψυχή του, φωνάζοντας στον Σταυραετό, με το αίμα να πνίγει τις λέξεις:
“Μάστρε μου, μάστρε μου, πεθαίνω. Ζήτω η Ελλ…”
Η θυσία του Μιχάλη Γεωργάλλα θα δικαιωθεί, όταν εμείς σαν γνήσιοι συνεχιστές του Ωραίου Αγώνα του ολοκληρώσουμε τα λόγια του πάνω στο ματωμένο Πενταδάκτυλο, και τότε να ακουστεί ξανά:
«Ζήτω η ΕΛΛΑΣ – Ζήτω η ΈΝΩΣΙΣ!»