Ξεκούραστα νέφη σκέπαζαν τον Ηπειρωτικό ουρανό, με έναν ορίζοντα, όπου το φως καταλάμβανε αρμονικά όλο και περισσότερο χώρο. Η γη που κάποτε τόλμησε να τρομάξει την ακμάζουσα Ρώμη, όταν οι υπόλοιποι Έλληνες λυσσομανούσαν μεταξύ των ιδίων, έμοιαζε ενωμένη. Φάνταζε ενιαία, υπό το εθνικό λάβαρο έπειτα από τόσους χειμώνες στην οθωμανική σκιά. Τίποτε δεν θα μπορούσε να κρατήσει την Ήπειρο ακρωτηριασμένη από τον εθνικό κορμό. Έμελλε να φτάσει το τέλος της πνευματικής δυστυχίας αυτών ή μάλλον έτσι πίστεψε ο κουρασμένος αετός.
Η Βόρεια Ήπειρος, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Ηπείρου, συνεπώς της υπόλοιπης Ελλάδας. Υπήρξε λίκνο του Ελληνικού πολιτισμού, εξ αρχαιοτάτων χρόνων, με τις επιτυχείς αποικίες να δίνουν την θέση τους σε ακμάζουσες κώμες και πόλεις επί Ρωμαίων, αλλά και Βυζαντινών. Υπήρξε οχυρή περιοχή, όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος υπό τον Ελληνοσερβικής καταγωγής Γεώργιο Καστριώτη. Δεν άργησε όμως να κατακαεί από την Τουρκική λαίλαπα, επίσης. Παρέμενε στην υποτέλεια των Τούρκων, μέχρις που η Υψηλή Πύλη άρχισε να καταρρέει υπό το αβάσταχτο βάρος των εξεγερμένων της χερσονήσου του Αίμου και των εθνικών σκοπών αυτών.
Εν μέσω υπογείων συμφωνιών, Ελλάδα, Μαυροβούνιο, Βουλγαρία και Σερβία είχαν συνάψει μια άτυπη Βαλκανική Συμμαχία, η οποία θα αντιτίθεντο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πράγματι, επισήμως ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος κηρύχθηκε στις 9 Οκτωβρίου του 1912, με την Ελλάδα να προελαύνει αρχικώς προς την Μακεδονία, υπό την ηγεσία του διαδόχου Κωνσταντίνου, μιας και ο Ελ. Βενιζέλος επιθυμούσε ομοψυχία στο στράτευμα. Ο εθνικός στρατός καταλαμβάνει τελικώς την Θεσσαλονίκη, προλαμβάνοντας τον μαραθώνιο του Βουλγαρικού “συμμαχικού” στρατού που στόχευε στην οπωσδήποτε κατάληψη του στρατηγικού και εν μέρει βιομηχανοποιημένου λιμένα. Παράλληλα, δευτερευόντως είχε ξεκινήσει και η προέλαση προς την Ήπειρο. Τα Ελληνικά στρατεύματα ανακόπηκαν νότια των Ιωαννίνων, στο Μπιζάνι, όπου οι Οθωμανοί είχαν κατασκευάσει εκτενή οχυρωματικά έργα, πρώιμο δείγμα της θανατηφόρου αμυντικής στρατηγικής που εφαρμόστηκε στον μετέπειτα “Μεγάλο Πόλεμο”. Με την επιτυχία των στόχων του Θεσσαλικού-Μακεδονικού Μετώπου, περισσότερα στρατεύματα διατέθηκαν στην Ήπειρο, με αποτέλεσμα την κατανίκηση της Μάχης του Μπιζανίου, με την παράδοση των εντόπιων Τουρκικών δυνάμεων στις 6 Μαρτίου 1913. Η σταδιακή κατάληψη ολόκληρης της Ηπείρου ακολούθησε με ιδιαίτερη ευκολία.
Στις 5 Νοεμβρίου του 1912, ο εθνικά και στρατιωτικά ενεργός ταγματάρχης της Χωροφυλακής Σπύρος Σπυρομήλιος, είχε παρατόλμως αποβιβαστεί με 200 εθελοντές στην Β. Ήπειρο, έχοντας καταλάβει την πόλη της Χιμάρας και την ευρύτερη περιοχή. Ο ίδιος, βαπτισμένος στην τέχνη του ανορθόδοξου πολέμου είχε υπηρετήσει ως άτακτος τόσο στην Μακεδονία, με πλούσια δράση ως Μακεδονομάχος, όσο και την Ήπειρο. Κατάφερε να εμπεδώσει την κυριαρχία της δύναμης του, αντιμετωπίζοντας σώματα Αλβανών άτακτων, προασπίζοντας τα εθνικά συμφέροντα, την περίοδο που ο Ελληνικός στρατός βρισκόταν καθηλωμένος στο Μπιζάνι. Η γενναία πράξη του Σπυρομήλιου έφερε εις πέρας την δημιουργία ενός προκεχωρημένου προγεφυρώματος ασφαλείας στην Β. Ήπειρο, ώστε να εμποδίσει τυχόν κατάληψη της περιοχής από τρίτη, συμμαχική ή μη δύναμη. Επιπροσθέτως, επιχειρήθηκε η παρακώλυση του κινήματος των Αλβανών που με Ιταλικό δάκτυλο επιθυμούσαν ξεχωριστό κράτος, διαπράττοντας εγκλήματα κατά των εντόπιων Ελλήνων. Τέλος, ο Σπυρομήλιος επέτυχε την ομαλή άφιξη των τακτικών Ελληνικών στρατευμάτων στην Β. Ήπειρο, κατά τις αρχές του 1913.
Η παρέλευση των Βαλκανικών Πολέμων βρήκε την Β. Ήπειρο υπό Ελληνική κατοχή, όμως βάσει των Συνθηκών του Λονδίνου και Βουκουρεστίου, προβλεπόταν η δημιουργία Αλβανικού κράτους, του οποίου κομμάτι θα αποτελούσε και η καθ’όλα Ελληνική Β. Ήπειρος. Ο Σ. Σπυρομήλιος έχοντας αντιληφθεί την τροπή των συνομιλιών με τις Μεγάλες Δυνάμεις, κοινοποιεί επανειλημμένως την δυσαρέσκεια του εντόπιου πληθυσμού σε τυχόν παράδοση της Β. Ηπείρου στο νεοϊδρυθέν Αλβανικό πριγκιπάτο. Στις 9 Φεβρουαρίου 1914, αρνείται να πειθαρχήσει σε εντολή απομάκρυνσης του από την Χιμάρα, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί λιποτάκτης από το σώμα που με υπέρμετρη υπερηφάνεια υπηρέτησε, αφού εκδόθηκε απόφαση σύλληψης του. Δίχως χάσιμο χρήσιμου χρόνου, επικοινώνησε με τους Μητροπολίτες Βασίλειο Δρυϊνουπόλεως και Σπυρίδωνα Βέλλας και Κονίτσης, συμβουλεύοντας τους να κηρύξουν την αυτονομία των περιοχών τους, όπως ο ίδιος θα πράξει, καθώς ο Ελληνικός Στρατός αποχωρούσε.
Πράττοντας με τρόπο αξιοθαύμαστο, χωρίς προεργασία, ο Σπυρομήλιος είχε πάρει μια απόφαση σημαντική. Έθεσε κατά μέρος όποιες προσωπικές φιλοδοξίες, περί καριέρας ο λόγος· προτιμώντας το ιδανικό χρέος προς το Έθνος, αντί ενός ταπεινωτικού κομφορμισμού στην κρατική του υποτέλεια, εφόσον αυτή δεν εξυπηρετούσε τα πηγαία δικαιώματα των Βορειοηπειρωτών. Κατήργησε γραφειοκρατικώς την Ελληνική στρατιωτική διοίκηση επί της Χιμάρας, κηρύττοντας την αυτονομία. Διπλωματικά αδιάφορος, μα ηθικά αγνός υπηρέτης των φυλετικών του υποχρεώσεων παρέμεινε εκεί. Έτοιμος να σκοτώσει, αλλά και να σκοτωθεί.
“Αι Ελληνικαί αρχαί καταργούνται και αυταί αι οποίαι ελειτούργουν μέχρις σήμερον θα λειτουργούσι εν ονόματι της Αυτονόμου Ηπείρου. Ο Ελληνικός Στρατός ο οποίος πρόκειται αποχωρήσει, θα θεωρείται πάντοτε ο εθνικός ημών στρατός, ον θα περιμένωμεν ως ελευθερωτήν.”
Πένθος και οργή πλημμυρίζει ανεξαιρέτως, σε κάθε πόλη ή χωριό. Σε κάθε οικία, το αίσθημα του φόβου γεμίζει τις καρδιές των ξεχασμένων Ηπειρωτών του βορά, καθώς ήταν πλέον παραδομένοι στις διαθέσεις των Αλβανών. Η 17η Φεβρουαρίου είχε καθοριστεί ως η ημέρα παράδοσης της Κορυτσάς στην Αλβανική χωροφυλακή, ενώ θα ακολουθούσαν οι υπόλοιπες εστίες του αλύτρωτου Ελληνισμού. Παραταύτα, κάποιος γενετήσιος ζήλος ωθούσε το αίμα των εντόπιων, όσο και αξιωματικών που υπηρετούσαν στην Β. Ήπειρο. Σε έναν αναβρασμό, σε μία διλληματική θέρμη που τους καθιστούσε έρμαια των αρχέγονων ενστίκτων τους. Οι κατασταλτικές επιδιώξεις και απειλές του Ελληνικού κράτους υπήρξαν μάταιες, με αποκορύφωμα την ανυπακοή του Αντισυνταγματάρχη Δ. Δούλη προς τις πιέσεις του Παλατιού. Ακόμη, αγνοώντας τις κυβερνητικές συμβουλές, ο καταγόμενος από το Αργυρόκαστρο Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος, απαντώντας στο αγωνιστικό κάλεσμα της Πανηπειρωτικής Συνέλευσης, καταφθάνει στις 15 Φεβρουαρίου, αποδεχόμενος την πολιτική ηγεσία της Αυτόνομης Πολιτείας της Β. Ηπείρου. Καθώς αυτή εκφράστηκε ατύπως τις προηγούμενες ημέρες και επισημοποιήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου, μαζί με τις απαιτούμενες πολιτικές και διπλωματικές ενέργειες, των οποίων ο Ζωγράφος ήταν γνώστης, ως έγκριτος διπλωμάτης.
Η σύσταση της Αυτόνομης Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου συντέλεσε ως ένα γεγονός, στο οποίο η Ελληνική κυβέρνηση ήταν εξ αρχής αρνητική, έως και επιθετική, καθώς η φημολογούμενη στήριξη της στους “στασιαστές” έπληττε το διπλωματικό της κύρος. Η Προσωρινή Κυβέρνηση είχε δημιουργηθεί και κοινοποιηθεί προς της Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ προετοιμαζόταν για την αντιμετώπιση των επερχόμενων Αλβανών. Η υποστολή της Ελληνικής σημαίας στα διοικητικά κέντρα της Πολιτείας υπήρξε τελετουργική και συνάμα καταθλιπτική, ενώ η έπαρση του Ελληνογενούς λάβαρου της νέας Πολιτείας απετέλεσε είδος αναγκαίου φαρμάκου και φορέας ελπίδας, ώστε να καταφέρουν οι πληγωμένοι στρατιωτικοί και κάτοικοι να γεμίσουν στα στήθια τους.
Η ανάσες στέρευαν, καθώς οι πνεύμονες με δυσκολία μπορούσαν να ακολουθήσουν τους αιμοσταγείς χτύπους της καρδιάς. Χτύποι, που ξαφνικά συγχύσθηκαν με τις μελωδικές νότες των πολεμικών εργαλείων.
Σκοποί της Αυτόνομης Πολιτείας ήταν η προστασία του Ελληνικού πληθυσμού της Β. Ηπείρου, ενώ αναγνωρίζοντας την Ελληνική βιολογική ταυτότητα των ιθαγενών μουσουλμάνων, υποσχόταν δικαιωματική ισότητα στους “εξισλαμισμένους αδελφούς”. Κυριότερα, εφόσον η πολυπόθητη ένωση με το Ελληνικό κράτος διαφαινόταν αδύνατη, η Πολιτεία αγωνιζόταν για την κατοχύρωση αυτόνομου καθεστώτος, έστω εντός του Αλβανικού κράτους, με αυξημένες τοπικές αρμοδιότητες και δικαιώματα. Η διαφύλαξη της Ελληνικής ταυτότητας και κουλτούρας με κάθε μέσο.
Την 1η Μαρτίου 1914, τα τελευταία Ελληνικά στρατεύματα αποχωρούν από την Β. Ήπειρο, ενώ η περιοχή της Κορυτσάς παραδίδεται στην Αλβανική χωροφυλακή. Ταυτόχρονα, υπό την Πολιτεία έχουν σχηματιστεί ένοπλες ομάδες Βορειοηπειρωτών με την ονομασία “Ιεροί Λόχοι”, για την άμυνα των Αυτόνομων περιοχών, αφού σαν άλλοι Ιερολοχίτες αγωνίζονταν ξεχασμένοι από σύμμαχους, έχοντας στραμμένο το βλέμμα, μονάχα έμπροσθεν, έναντι της Τουρκαλβανικής απειλής. Οι συμπλοκές σύντομα γενικεύτηκαν, με τους αυτονομιστές να κατατροπώνουν τις απείθαρχες ορδές των Αλβανών, που μονάχα η Ολλανδο-αυστριακή στρατιωτική ηγεσία τους, έφερε εις πέρας την μετατροπή τους σε “τακτικά” σώματα. Η Κορυτσά κατελήφθη έπειτα από εξέγερση των κατοίκων της, όμως Αλβανικές ενισχύσεις την ανακατέλαβαν διώκοντας πλήθος Ελλήνων. Οι Βορειοηπειρώτες, πάντως είχαν επιφέρει καίρια πλήγματα εις βάρος των Αλβανών. Οι όλες συνθήκες, έπειτα από εξωτερικές πιέσεις, οδήγησαν στην αναγνώριση της αυτονομίας της Β. Ηπείρου, μαζί με τα δικαιώματα που επιζητούσε η Ελληνική πλευρά, εντός του Αλβανικού κράτους, κατά το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας στις 4 Μαΐου 1914.
Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου τα τέλη του Οκτωβρίου, υποκινούμενες από Νεότουρκους αναταραχές ξεσπούν στα Τίρανα, με τις Μεγάλες Δυνάμεις να επιτρέπουν την είσοδο του Ελληνικού Στρατού εκ νέου στην Β. Ήπειρο, για την προστασία του τοπικού πληθυσμού. Η Αυτόνομη Πολιτεία της Β. Ηπείρου έπαψε να ισχύει με την είσοδο και την παράδοση της διοίκησης στον Ελληνικό Στρατό. Κατά το τέλος του Πολέμου, η Β. Ήπειρος επιδικάστηκε στην Αλβανία, έπειτα από Ιταλικές πιέσεις, αναγκάζοντας τον Εθνικό Στρατό σε δεύτερη υποχώρηση, χωρίς να έχει υποστεί ήττα. Το μέλλον προδιαγραφόταν οδυνηρό, με τους Βορειοηπειρώτες να παρακολουθήσουν κι άλλη μάταιη άφιξη του αδελφικού στρατού τους κατά την Ελληνική προέλαση στην Αλβανία, το 1940.
Ουδεμία φιλία ή συμμαχία δεν στάθηκε ικανή, ώστε να ενώσει την Β. Ήπειρο με την υπόλοιπη Ελλάδα. Η Ιταλική διπλωματία, η οποία επεδίωξε και επέτυχε την δημιουργία του Αλβανικού κρατικού μορφώματος, ως ένα πελατειακό προτεκτοράτο της Ρώμης, δεν μπορεί να σταθεί ως το εξιλαστήριο θύμα της παταγώδους πολιτικής ήττας του Ελληνικού κράτους. Ο Εθνικός Διχασμός, με τις δημοκρατικές ατέλειες αποτελούν σημαίνοντες λόγους για την παραπάνω αποτυχία. Ο διαχωρισμός βάσει σαθρών πολιτικών ιδεολογημάτων “Μοναρχισμού” και “Βενιζελισμού” επέφερε, ή μάλλον διαιώνισε και αναπαρήγαγε την πολιτική ανικανότητα που διέπει τον Έλληνα, μέχρις των ημερών μας. Αντίθετα, η θέληση και η δύναμη που επέδειξαν οι μαχητές της Β. Ηπείρου, πρέπει να αποτελεί κληρονομιά και θετικό αποτέλεσμα προς εξέταση.
…
Τι κι αν το άρμα του Ήλιου φάνηκε τόσες φορές στον ουρανό.
Κι αν ξεγέλασε με το φωτοφόρο άστρο του τόσες φορές τον σκοτεινό τον θόλο.
Ο απόκληρος, ο ξεπεσμένος.
Άλλες τόσες το Άστρο έπεσε,
Χαμένο..– Προδομένο.
…
Τα λόγια του Σπυρομήλιου μένουν να αιωρούνται, στοιχειώνοντας τις νεανικές ψυχές, που συλλογίζονται τον αγώνα του· πιέζοντας αυτές να πειθαρχήσουν στις δικές του ιαχές, που όχι και τόσο διαφέρουν από τις σύγχρονες αυτών.
“Σας εξορκίζω Χειμαρριώται να πειθαρχήτε εις τον Αρχηγόν υπακούοντες εις την Αυτόνομον Ήπειρον. Επικαλούμαι την βοήθειαν του Θεού και την ανεγνωρισμένην ανδρεία υμών.“
Η Αυγή προδόθηκε. Όμως, απόρροια αυτής της προδοσίας μπορεί να σημαίνει μονάχα ολική Αντεπίθεση!
Αυτόνομη Β. Ήπειρος – 17 Φεβρουαρίου 1914, Αργυρόκαστρο
Διαβάστε επίσης: Η Χρυσή Αυγή στην πορεία για την Αυτονομία της Βορείου Ηπείρου μας – Φωτογραφίες, Βίντεο
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/mia-prodomenh-augh-autonomh-politeia-b.-hpeirou#ixzz57MIxsp4d