Αρχικά, τον Ιούνιο του 1975, διαγράφτηκαν τα παλιά στελέχη των κεντρώων («Δημοκρατική Άμυνα» κτλ.) που ήταν αντίθετοι με την μαρξιστική ιδεολογία κινήματος. Στη συνέχεια, στις αρχές του 1976, διαγράφτηκαν οι τροτσκιστές και λοιποί ακροαριστεροί και ακολούθησαν άλλοι «διαφωνούντες» και «αντάρτες».
Το 1981 το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές με ποσοστό 48%. Σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση με 173 βουλευτές και ο Ανδρέας Παπανδρέου γίνεται πρωθυπουργός.
Γράφει στο βιβλίο του «Το φριχτό φιάσκο της Αλλαγής» (Εκδόσεις ΓΟΡΔΙΟΣ, 2011) το πρώην μέλος του Π.Α.Κ. και του ΠΑΣΟΚ, Γιάννης Τσαγκούδης: «Μόλις το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας, πρέπει να ήταν αρκετοί εκείνοι, που πίστευαν – σ’ όλα τα κλιμάκια, από τις Τ.Ο. ως την κορυφή, δηλαδή την Κεντρική Επιτροπή (Κ.Ε.) και το Εκτελεστικό Γραφείο (Ε.Γ.) -, ότι οι Τοπικές Οργανώσεις θα μπορούσαν να παίξουν ένα ρόλο Σοβιέτ, δηλ. να συγκυβερνούν ή να κυβερνούν. Στα πρώτα χρόνια είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος….Κατά την αντίληψη όλων αυτών δεν είχε νικήσει ο τριτοδρομικός σοσιαλισμός του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά ο κομμουνισμός του σταλινικού μοντέλου…. Αρκετοί θα έπρεπε να ήταν εκείνοι μέσα στο ΠΑΣΟΚ – με λίγες ή πολλές γραμματικές γνώσεις – , που ζήλευαν τις πολιτικές σταδιοδρομίες του Τσαουσέσκου, του Ζίφκωφ και του Στάλιν, και που ονειρεύονταν κι αυτοί να αναρριχηθούν στην εξουσία με παρόμοιο τρόπο…».
Ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ έφεραν από το Παραπέτασμα δεκάδες χιλιάδες κομμουνιστοσυμμορίτες που αιματοκύλισαν τη χώρα και τους συγγενείς τους, δίνοντάς τους παχυλές συντάξεις και εφάπαξ, και διορίζοντάς τους σε περίοπτες θέσεις του δημόσιου τομέα. Πολλοί από αυτούς, ενώ παρέμειναν κομμουνιστές, στήριζαν και ψήφιζαν το κλεφτοΠΑΣΟΚ, καθώς συμμετείχαν στο «μεγάλο φαγοπότι».
Ανάμεσα σε εκείνους που επέστρεψαν από το Παραπέτασμα ήταν και ο μπολσεβίκος μακελάρης του συμμοριτοπόλεμου «Καπετάν Μάρκος» (Μάρκος Βαφειάδης).
Ο Βαφειάδης έγινε ένθερμος υποστηρικτής του Ανδρέα Παπανδρέου, συνεργάστηκε μαζί του και εξελέγη βουλευτής του κλεφτοΠΑΣΟΚ. Παρέμεινε όμως πιστός κομμουνιστής και προσπάθησε να συμβάλλει στην πολιτική ένωση των κομμουνιστικών δυνάμεων της χώρας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου και οι μαρξιστές πρασινοφρουροί ανέδειξαν σε εθνικό ήρωα τον αιμοσταγή μπολσεβίκο του συμμοριτοπολέμου Άρη Βελουχιώτη (Θανάση Κλάρα). Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ότι το πορτρέτο του Κλάρα ήταν αναρτημένο σε όλα σχεδόν τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ, δίπλα στα πορτρέτα του Ανδρέα Παπανδρέου και του Καρλ Μαρξ. Τον Μάιο του 1984 ο αμετανόητος Βαφειάδης συμμετείχε ως τιμητικός προσκεκλημένος στο πρώτο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, όπου το χειροκρότημα που έλαβε από τους συνέδρους ήταν τόσο ενθουσιώδες όσο και εκείνο για τον Ανδρέα Παπανδρέου. Σε επίσημη εκδήλωση στο Πεντάγωνο του απονεμήθηκε ο βαθμός του αντιστράτηγου του Ελληνικού Στρατού (SIC!)
Λίγο αργότερα, ο λαοπλάνος Ανδρέας Παπανδρέου, για να προσελκύσει την μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, έβαλε σε δεύτερη μοίρα τις σοσιαλμαρξιστικές – διεθνιστικές αρχές του κινήματος και προσπάθησε να εκμεταλλευτεί το εθνικό φρόνημα και τον πατριωτισμό των μαζών. Το πατριωτικό σύνθημα του πολιτικού απατεώνα Ανδρέα «Η Ελλάδα στους Έλληνες» ήταν αντιγραφή του αντίστοιχου συνθήματος «Η Γερμανία στους Γερμανούς» των Εθνικοσοσιαλιστών. Ακόμη και η μουσική στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ προέρχονταν από το περίφημο έργο Carmina Burana του Γερμανού εθνικοσοσιαλιστή μουσικοσυνθέτη Carl Orff,.
Να σημειωθεί, επίσης, ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου διατηρούσε στενές σχέσεις με τον συνταγματάρχη Καντάφι και χαρακτήρισε το καθεστώς της Λιβύης «διακυβέρνηση στα πρότυπα του δήμου των αρχαίων Αθηναίων».
Η πρώτη οκταετία του κλεφτο-κόμματος ταυτίστηκε με την λεηλασία του δημόσιου χρήματος από την «πράσινη ακρίδα», τους χιλιάδες διορισμούς πασοκόσκυλων, συγγενών και φίλων στο δημόσιο, την έξαρση των σκανδάλων, τον νεοπλουτισμό, την εμφάνιση «νέων τζακιών», τον χυδαίο «αυριανισμό» κτλ, και έκλεισε με το διαβόητο «σκάνδαλο Κοσκωτά».
Λίγο πριν τις εκλογές του 1989, βλέποντας τη δημοσκοπική πτώση του κόμματός του, ο εξουσιομανής Ανδρέας αντικατέστησε τον υπουργό οικονομικών Κώστα Σημίτη με τον Δημήτρη Τσοβόλα και συνέχισε την πολιτική των παροχών. Έτσι περάσαμε από το «Σταθεροποιητικό οικονομικό πρόγραμμα» του Σημίτη (που τέθηκε σε εφαρμογή για να περιορισθούν κάπως οι σπατάλες του δημοσίου, καθώς στο ταμείο του κράτους υπήρχαν μόνο 200.000 δολάρια και το ισοζύγιο πληρωμών είχε έλλειμμα 3,5 δισ. δραχμές) στο «Τσοβόλα δώστα όλα» (Πρόκειται για την περιβόητη φράση που απηύθυνε ο πολιτικός απατεώνας προς τα συγκεντρωμένα πασοκόσκυλα σε προεκλογική συγκέντρωση στο Περιστέρι στις 20 Απριλίου του 1989).
Μετά μια σύντομη παρένθεση (κυβέρνηση Τζαννετάκη, οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα (23 Νοεμβρίου 1989 – 11 Απριλίου 1990) στην οποία συμμετείχαν ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ και ΕΑΡ και κυβέρνηση Μητσοτάκη) το κλεφτοΠΑΣΟΚ επανήλθε στην εξουσία το 1993 λαμβάνοντας ποσοστό 46,8%!
Εκατοντάδες ήταν τα σκάνδαλα από τα «πράσινα λαμόγια» στη διάρκεια της πρώτης οκταετίας του κλεφτοΠΑΣΟΚ: σκάνδαλο του καλαμποκιού, σκάνδαλο της Αγροτικής Ασφαλιστικής, σκάνδαλα ΕΤΒΑ, σκάνδαλο ΠΡΟΜΕΤ, σκάνδαλο ΑΓΡΕΞ, σκάνδαλο ΚΥΔΕΠ, σκάνδαλο ΕΒΟ, σκάνδαλο Κοσκωτά, ο περίφημος «κουτσονόμος» (νόμος που δημιουργήθηκε από τον τότε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Δικαιοσύνης Μένιο Κουτσόγιωργα, τον οποίο ψήφισε σύσσωμο το κλεφτοΠΑΣΟΚ, που απαγόρευε το άνοιγμα των λογαριασμών στις τράπεζες ώστε να προστατεύονται τα λαμόγια), κ.λπ.
Επί πασοκρατίας γιγαντώθηκε η αποβιομηχάνιση της χώρας και η συρρίκνωση του πρωτογενούς τομέα παραγωγής. Έργα υποδομής μηδέν. Αεροδρόμια, σταθμοί λεωφορείων, σιδηροδρομικοί σταθμοί, οδικά δίκτυα, λιμάνια κ.λπ. παρέμεναν τριτοκοσμικά.
Η πασοκρατία αποδόμησε την κοινωνία, την οικονομία, τους θεσμούς. Η διαφθορά και η ατιμωρησία είχαν λάβει τεράστιες διαστάσεις και είχαν απλωθεί σ’ ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Το ΠΑΣΟΚ συνέβαλε (μαζί με τη ΝΔ) στην καθιέρωση της ηγεμονίας της αριστεράς σε όλους τους τομείς.
Με τους υπέρογκους δανεισμούς, τις ξέφρενες σπατάλες, τη λεηλασία των κρατικών πόρων από την «πράσινη ακρίδα», χτίστηκε το πασοκικό πελατειακό κράτος της φαυλοκρατίας, της αναξιοκρατίας, της κλεπτοκρατίας, ενώ κατεδαφίστηκαν η ιεραρχία, η αξιοκρατία, η αξιολόγηση. Όλες οι υπηρεσίες του δημοσίου κατακλίστηκαν από στρατιές χαχόλων πραιτωριανών-πρασινοφρουρών, οι οποίοι είχαν γίνει κράτος εν κράτει, διανέμοντας προνόμια και παροχές στους ημετέρους και κατακλέβοντας το Δημόσιο.
Άριστος γνώστης των επιθυμιών των μαζών, o ο λαοπλάνος Ανδρέας είχε την ικανότητα να κολακεύει και να παραπλανάει τα πλήθη με σλόγκαν όπως «το ΠΑΣΟΚ κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία», «τα περήφανα γηρατειά», «η φωτισμένη νεολαία μας» κ.λπ. αλλά και να διχάζει το λαό με συνθήματα όπως «σήμερα πεθαίνει η Δεξιά» «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά» κ.λπ.
Γράφει ο Γιάννης Τσαγκούδης στο βιβλίο του «Το φριχτό φιάσκο της Αλλαγής»: «Ο Ανδρέας γνώριζε καλά την ψυχολογία του ελληνικού λαού από τα χρόνια εκείνα που μπήκε στην πολιτική με τη σημαία της Ένωσης Κέντρου. Ήξερε να επαινεί και να κολακεύει τις αδυναμίες και τα ελαττώματα των Ελλήνων. Έτσι συμπεριφέρονται οι λαϊκιστές ηγέτες. Αυτά είναι τα όπλα τους. Ο Ανδρέας έπαιζε τέλεια το ρόλο του ηθοποιού. Κατέβαινε στο επίπεδο του αγρότη, του εργάτη, του βιοπαλαιστή, κέρδιζε τη συμπάθειά του και του υφάρπαζε την ψήφο. Οι αφελείς και ευκολόπιστοι αυτοί βιοπαλαιστές δεν σκέπτονταν, ότι ο Ανδρέας δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτούς, αντίθετα μάλιστα ήταν γόνος ενός πολιτικού τζακιού, που έφερε συνευθύνες για την ταλαιπωρία των Ελλήνων και τη μιζέρια της Ελλάδας».
Ο Ανδρέας προτιμούσε να περιστοιχίζεται από κόλακες, καιροσκόπους, απατεώνες, ψευτο-ιδεολόγους σιασια-ληστές, παρά από έντιμα στελέχη. Κάθε φορά που ένας πολιτικός ή συνεργάτης του τολμούσε να πει την αλήθεια ή να προτείνει κάποιες ρεαλιστικές λύσεις που πιθανόν να δυσαρεστούσαν τους μπολσεβίκους του ΠΑΣΟΚ και τα «πράσινα» τρωκτικά, ο Ανδρέας τον καρατομούσε.
Τον υφυπουργό Εξωτερικών Ασημάκη Φωτήλα τον διέγραψε «εν πτήσει» στις αρχές του 1982, όταν ο τελευταίος επέστρεφε στην Ελλάδα, διότι είχε συνυπογράψει ανακοινωθέν μαζί με άλλους συναδέλφους του Ευρωπαίους με το οποίο καταδίκαζαν την πολιτική του κομμουνιστή δικτάτορα της Πολωνίας, στρατηγού Γιαρουζέλσκι. Οι υπουργοί Οικονομίας του ΠΑΣΟΚ Δημήτρης Κουλουριάνος, Μανώλης Δρεττάκης, Απόστολος Λάζαρης, που είχαν κάνει προτάσεις ρεαλιστικές για την οικονομική πολιτική που έπρεπε να ακολουθηθεί, αναγκάστηκαν σε παραίτηση ή μετακινήθηκαν από το συγκεκριμένο υπουργείο.
Ο αριστερός υπουργός Οικονομίας Μανώλης Δρεττάκης, για παράδειγμα, είχε θεσπίσει ένα νομοσχέδιο για τη φορολογία της ακίνητης περιουσίας από τους «έχοντες και κατέχοντες». Ενώ πολλοί πολίτες έσπευσαν να ανταποκριθούν, υποβάλλοντας τις απαραίτητες δηλώσεις, ο απρόβλεπτος «σοσιαλιστής» Ανδρέας έσπευσε να αναθεωρήσει το νομοσχέδιο, καθιστώντας την υποβολή δηλώσεων προαιρετική, προκειμένου να μη συγκρουσθεί με τα συμφέροντα ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού της χώρας και χάσει την εξουσία. Σήμερα, με την είσοδο της χώρας μας στα Μνημόνια, όλοι οι Έλληνες πολίτες, φτωχοί και πλούσιοι, καλούνται να πληρώσουν τον ληστρικό ΕΝΦΙΑ.
Ο έμπειρος οικονομολόγος Απόστολος Λάζαρης (1921-2018), διετέλεσε υπουργός Συντονισμού στα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του κλεφτοΠΑΣΟΚ και παρέμεινε στο υπουργείο αυτό μόνο 9 μήνες (από τον Οκτώβριο του 1981 έως τον Ιούλιο του 1982). Ήταν ένας από τους βασικούς δημιουργούς του οικονομικού προγράμματος του ΠΑΣΟΚ, καθώς ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1978 του ανέθεσε την προεδρία της «Επιτροπής Ανάλυσης και Προγραμματισμού» του Κινήματος. Ακολούθως ο Ανδρέας, μη ανεχόμενος όλους όσους αντιδρούσαν στις ξέφρενες σπατάλες και στην αλόγιστη πολιτική των παροχών, τον μετακίνησε σε άλλο υπουργείο. Από τον Ιανουάριο του 1984 έως τον Ιούλιο του 1985 ο Λάζαρης διετέλεσε υπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως. Το 1988 απέστειλε μια εμπιστευτική έκθεση προς τον Ανδρέα Παπανδρέου, μέσω της οποίας ασκούσε δριμύτατη κριτική στην οικονομική πολιτική του ΠΑΣΟΚ, υπεύθυνη για τη ραγδαία αύξηση των δαπανών, του κρατικού προϋπολογισμού, την συνεχιζόμενη μείωση της παραγωγικότητας, την ξέφρενη σπατάλη, τον τεράστιο «πράσινο» κομματικό στρατό που προσλαμβάνονταν στο δημόσιο, στις ΔΕΚΟ, στις τράπεζες κ.λπ. που είχαν ως συνέπεια την τεράστια αύξηση του δημόσιου χρέους.
Παρόμοια έκθεση συνέταξε και ο σοσιαλιστής τότε πρόεδρος της Κομισιόν, Ζακ Ντελόρ. Την έκθεση του Ντελόρ παρέδωσε αυτοπροσώπως στον Ανδρέα η τότε αναπληρωτής υπουργός Εμπορίου, Βάσω Παπανδρέου, υπεύθυνη για τα θέματα της Ελληνικής Προεδρίας στην Κοινότητα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου όμως και τις δύο εκθέσεις τις έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων του.
Γράφει ο Μάνος Μάρκογλου, καθηγητής σε διάφορα αμερικανικά πανεπιστήμια, ο οποίος γνώριζε τον Ανδρέα από πολύ κοντά: «Ο Ανδρέας ήταν αντιφατικός, αμφίγνωμος, άφιλος, αγνώμων, ανακριβολόγος, ιδεολογικά αδέσποτος, κοινωνικά αδιάκριτος, πολιτικά άδικος, λεκτικά αοριστολόγος, επιστημονικά ακαθόριστος, αγωνιστικά άκαμπτος, ψυχολογικά αλύτρωτος, κοινοβουλευτικά άκοσμος».Όλοι σχεδόν οι χαρακτηρισμοί που αποδίδει ο Μάρκογλου στον πολιτικό απατεώνα Ανδρέα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Ιδού πως περιγράφει τον Ανδρέα ο φίλος του Άρης Δημητριάδης που τον γνώριζε από το 1948: «Ο Ανδρέας αγαπά μόνο τον εαυτό του. Ειλικρινά, θλίβομαι για την πορεία που ακολουθεί τώρα. Είναι έξυπνος, δυνατός, σε κατακτά εύκολα. Αλλά είναι μεγαλομανής και ξεροκέφαλος. Μου θυμίζει τον χαμαιλέοντα. Αλλάζει συνεχώς. Σήμερα λέει αυτό, αύριο το άλλο, και προσπαθεί να σε πείσει γι’ αυτό. Πηδάει από το ένα στο άλλο, σαν το βάτραχο…»
Ο φίλος και προσωπικός του γιατρός Παρασκευάς Αυγερινός, που υπήρξε και υπουργός του κλεφτοΠΑΣΟΚ, στο βιβλίο «Η Αλλαγή τελείωσε νωρίς» (Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, 2013) περιγράφει τον Ανδρέα ως άτομο παθολογικά ανασφαλές με την ανασφάλειά του να είναι αποτέλεσμα της χρόνιας κατάθλιψης από την οποία υπέφερε ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Για την αντιμετώπιση της «διπολικής διαταραχής», ο Ανδρέας ακολουθούσε μακροχρόνια θεραπεία φαρμακευτικής και ψυχολογικής υποστήριξης.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου γνώριζε εκ των προτέρων που θα οδηγούσε η φαύλη οικονομική πολιτική του, καθώς ήταν ευφυής και καλός γνώστης της οικονομικής επιστήμης. Εξάλλου ο ίδιος είχε δηλώσει-κάπου στα μέσα της δεκαετία του ’80- για το συνεχώς αυξανόμενο χρέος: «ή θα το αντιμετωπίσουμε ή θα μας καταπιεί». Όμως, προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία, συνέχισε τις πολιτικές των παροχών με δανεικά, της αρπαγής και της λεηλασίας των δημόσιων πόρων από την «πράσινη ακρίδα» αντί να νοικοκυρέψει τα οικονομικά της χώρας, η οποία οδηγείτο με μαθηματική ακρίβεια προς την κατάρρευση. Αυτή η στάση του τον καθιστά διπλά υπεύθυνο για την χρεοκοπία της χώρας.
Η κυβέρνηση Σημίτη, που ακολούθησε μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου το 1996, με τη μετάλλαξη του κλεφτοΠΑΣΟΚ σε κεντροαριστερό κόμμα, που υποστήριζε το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο, συνέχισαν με μικρές παραλλαγές την ίδια καταστροφική πολιτική.
O Κώστας Σημίτης κυβέρνησε την Ελλάδα προσπαθώντας μέσω του ψεύδους, της απάτης, της εικονικής πραγματικότητας και των «Greek Statistics», να παρουσιάσει, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, μια «ισχυρή Ελλάδα της ανάπτυξης και της προόδου», που δεν είχε όμως καμιά σχέση με την πραγματική υπερδανεισμένη Ελλάδα, με τους πολίτες της να αμείβονται και να καταναλώνουν πολύ περισσότερο από τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες της χώρας.
Εξακολουθούσε να κυριαρχεί η διαφθορά και η κλεπτοκρατία. H ελληνική ανάπτυξη και παραγωγή υπέστη καθίζηση. Η αποβιομηχάνιση της χώρας και η απογεωργικοποίηση της υπαίθρου συνεχίσθηκαν με ακάθεκτο ρυθμό. Εκατοντάδες επιχειρήσεις έκλεισαν, ενώ άλλες μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό, κυρίως στις βαλκανικές χώρες, με αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας.
Το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ του Σημίτη ώθησε τους Έλληνες στον δανεισμό και την υπερκατανάλωση, θεσμοποίησε την ατιμωρησία των φαύλων πολιτικών, διέλυσε το σύστημα Υγείας, δημιούργησε και εδραίωσε την διαπλοκή, παρέδωσε την χώρα στους λαθρομετανάστες, αποδυνάμωσε τις Ένοπλες Δυνάμεις, υποβάθμισε την διπλωματική ισχύ και το κύρος της χώρας στο εξωτερικό, ενώ αναγνώρισε τις διεκδικήσεις γειτονικών μας κρατών εις βάρος της Ελλάδας.
Παύλος Γκάσταρης
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/44-chronia-apo-thn-idrush-tou-kleftopasok-meros-b#ixzz5Q8ReUj3r