Με ψευδή στοιχεία, που αφορούσαν κυρίως στο έλλειμμα της χώρας ως προς το Α.Ε.Π., η κυβέρνηση Σημίτη ενέταξε την Ελλάδα στην Ο.Ν.Ε. (Οικονομική και Νομισματική Ένωση) χωρίς ωστόσο η χώρα μας να πληροί τις προϋποθέσεις ένταξής της. Έγκυρες πηγές εκτιμούν ότι η πλαστογραφία του Σημίτη, που εμφάνισε το έλλειμμα κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες μικρότερο, κόστισε στον ελληνικό λαό περί τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ.
Επί κυβερνήσεως Σημίτη, το 2001, συνάφθηκε το γνωστό swap μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και της αμαρτωλής επενδυτικής τράπεζας Goldman Sachs, το οποίο τελικά αποδείχθηκε τεράστιο σφάλμα καθώς επιβάρυνε τον ελληνικό Προϋπολογισμό με αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ.
Κατά την περίοδο του «εκσυγχρονιστικού» κλεφτοΠΑΣΟΚ έγιναν μεγάλες ρεμούλες τόσο από υπουργούς και κομματικά στελέχη, όσο και από μεγάλα δημοσιογραφικά συγκροτήματα. Δικαιολογημένα, η κυβέρνηση του Σημίτη ονομάστηκε «Κυβέρνηση των Νταβατζήδων».
Η οκταετία Σημίτη σημαδεύτηκε με το «σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου», ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της μεταπολιτευτικής περιόδου. Ο Σημίτης, ο υπόδικος πρώην υπουργός Γιάννος Παπαντωνίου και άλλα πασοκόσκυλα ώθησαν τους πολίτες να επενδύσουν τις οικονομίες τους στο Χρηματιστήριο για να πλουτίσουν κάποια λαμόγια εις βάρος των κορόϊδων.
Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, κυριευμένοι από την μανία του εύκολου πλουτισμού, έσπευσαν να ανταποκριθούν. Όταν τελικά έσκασε η φούσκα και δεκάδες χιλιάδες οικογένειες καταστράφηκαν, ο ανάλγητος απατεώνας Σημίτης, αντί να ζητήσει συγγνώμη, δήλωσε κυνικά «Ας πρόσεχαν».
Παρόλο που το «σκάνδαλο του χρηματιστηρίου» υπήρξε ένα από το μεγαλύτερα οικονομικοπολιτικά σκάνδαλα της μεταπολεμικής Ελλάδας, το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα συγκάλυψε όλες τις ευθύνες των εμπλεκομένων.
Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Σημίτη η «ισχυρή Ελλάδα» των νεόπλουτων λαμογιών ξόδεψε για τα Olympic Games του 2004 τουλάχιστον 13 δισ. ευρώ αν και πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι το πραγματικό κόστος ήταν κατά πολύ υψηλότερο. Με αφορμή τα Olympic Games κάποιοι θησαύρισαν εις βάρος του υπόλοιπου λαού που καλείται τώρα να πληρώσει τα «σπασμένα».
Επί πασοκρατίας η παιδεία συνέχισε να είναι παραδομένη στον άκρατο κομματισμό. Οι καταλήψεις των πανεπιστημιακών σχολών από τους αναρχοκομμουνιστές ήταν καθημερινό φαινόμενο, η παραπαιδεία συνεχιζόταν ακάθεκτη, η αξιολόγηση και η αναβάθμιση του έργου των εκπαιδευτικών ανύπαρκτη. Η αξιοκρατία λέξη άγνωστη. Χτυπήθηκε η γλώσσα, το εθνικό φρόνημα, η αριστεία. Καταργήθηκαν τα πρότυπα σχολεία, τα οποία λειτουργούσαν μέχρι τότε παράλληλα με τα υπόλοιπα δημόσια σχολεία, και μετατράπηκαν σε πειραματικά, εξαιτίας ενός ακραίου υστερικού λαϊκισμού και μαρξιστικών ιδεοληψιών που διακατείχε πολλά από τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Το επιχείρημα ήταν ότι τα πρότυπα σχολεία είχαν έναν κοινωνικά ελιτίστικο χαρακτήρα, αποτελώντας έτσι «μηχανισμό κοινωνικής διάκρισης και αναπαραγωγής» και ότι δεν μπορούν να υπάρχουν σχολεία δύο ταχυτήτων στη δημόσια εκπαίδευση.
Το ΠΑΣΟΚ κατάργησε το θεσμό του επιθεωρητή και τον αντικατέστησε με το θεσμό του σχολικού συμβούλου (εκείνη την χρονική περίοδο οι σχολικοί σύμβουλοι, οι διευθυντές σχολικών μονάδων, όπως και όλα τα ανώτερα στελέχη της εκπαίδευσης, ήταν σχεδόν όλοι τους πρασινοφρουροί), συμβάλλοντας έτσι στην υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης, μιας και καταργήθηκε στην ουσία την αξιοκρατία, την αριστεία και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Ο εξισωτισμός – ισοπεδωτισμός κυριάρχησε για πολλές δεκαετίες στον πολύπαθο χώρο της παιδείας, με τα «γαλάζια» κομματόσκυλα να εναλλάσσονται με τα «πράσινα». Σήμερα, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί τις ίδιες χρεοκοπημένες αριστερές ιδεοληψίες, που εφαρμόσθηκαν από το κλεφτοΠΑΣΟΚ και συνεχίστηκαν από την ψοφοδεξιά.
Αξιοσημείωτη ήταν η ανοχή (αν όχι συγκάλυψη) που έδειξε το ΠΑΣΟΚ στις δεκαετίες του ’80 και ’90 απέναντι στην αριστερή τρομοκρατία. Το 1983, το ΠΑΣΟΚ κατήργησε τον αντιτρομοκρατικό νόμο 774/1978 «περί καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος» ως αντιδημοκρατικό και αντίθετο στις ατομικές ελευθερίες.
Ο νόμος 1916/1990 «για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα» που ακολούθησε επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη – με τον οποίο μεταξύ άλλων, ενισχύονταν οι δικαιοδοσίες της αστυνομίας και απαγορευόταν οι δημοσιοποιήσεις των προκηρύξεων των τρομοκρατικών οργανώσεων- καταψηφίστηκε τόσο από το ΠΑΣΟΚ όσο και από τα υπόλοιπα κόμματα της αριστεράς.
Όταν συλλαμβάνονταν κάποιος ύποπτος για τρομοκρατικές ενέργειες, βλέπαμε πασόκους και άλλους αριστερούς βουλευτές-δικηγόρους (Μαγκάκης, Αλεξανδρής, Γιαννόπουλος, Κουβέλης, Κωνσταντόπουλος κ.α.), δημοσιογράφους, ψευδομάρτυρες, πρασινοφρουρούς και κομμουνιστές συνδικαλιστές να υπερασπίζονται τους κατηγορουμένους, με τον αριστερό όχλο να κατακλύζει τις δικαστικές αίθουσες και τους χώρους εκτός δικαστηρίων, διαδηλώνοντας υπέρ των τρομοκρατών. Υπήρξαν περιπτώσεις που αυτοκίνητα εισαγγελέων, δικαστών, ενόρκων πυρπολήθηκαν πριν τις δίκες. Αν κάποιος δικαστής ή εισαγγελέας τολμούσε να προτείνει την καταδίκη ενός κατηγορουμένου για τρομοκρατία, δεχόταν υβριστικές επιθέσεις από τους δικηγόρους-βουλευτές υπερασπιστές.
Αποτέλεσμα ήταν, σχεδόν πάντα, οι κατηγορούμενοι να αθωώνονται.
Ο γράφων θυμάται τους πανηγυρισμούς πολλών πασοκόσκυλων στο χώρο εργασίας, ύστερα από κάθε χτύπημα των τρομοκρατών και την απογοήτευσή τους όταν συνελήφθησαν τα μέλη της 17 Νοέμβρη τον Ιούλιο του 2002.
Η δράση της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη» σταμάτησε το καλοκαίρι του 2002, επί κυβερνήσεως κλεφτοΠΑΣΟΚ, με υπουργό Δημόσιας Τάξης τον Δημήτρη Χρυσοχοΐδη. Ήδη η τότε κυβέρνηση του μεταλλαγμένου «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ δεχόταν πιέσεις από τις Η.Π.Α και την Μεγάλη Βρετανία για την εξάρθρωση της αριστερής τρομοκρατίας ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (2004). Στις 29 Ιουνίου του 2002 συνέβη ένα τυχαίο γεγονός: η σύλληψη του τραυματισμένου τρομοκράτη Σάββα Ξηρού έπειτα από πρόωρη έκρηξη του αυτοσχέδιου εκρηκτικού μηχανισμού που πήγε να τοποθετήσει στα εκδοτήρια της ακτοπλοϊκής εταιρίας «Hellas Flying Dolphins» στο λιμάνι του Πειραιά. Σύντομα ακολούθησε η σύλληψη πολλών μελών της 17 Νοέμβρη και λίγο αργότερα η δίκη κατά την οποία δεκατέσσερις κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε ποινές που κυμάνθηκαν από 8 χρόνια μέχρι ισόβια.
Από τους αριστερούς τρομοκράτες που έδρασαν από το 1974 και μετά, οι περισσότεροι ουδέποτε συνελήφθησαν είτε λόγω παραγραφής είτε λόγω απροθυμίας του σάπιου μεταπολιτευτικού καθεστώτος. Κάποιοι αθωώθηκαν στις δίκες και άλλοι στο εφετείο, ενώ από τους συλληφθέντες της «17 Νοέμβρη» το 2002, οι περισσότεροι έχουν αποφυλακισθεί.
Εξοργιστική είναι η ανοχή που δείχνει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στις αναρχοκομμουνιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις, κάποια από τα μέλη των οποίων είναι γιοι και συγγενικά πρόσωπα βουλευτών και υπουργών του. Από τότε που ανάλαβε την εξουσία η «πρώτη φορά αριστερά», πρωτοκλασάτα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τάχθηκαν απροκάλυπτα υπέρ της απελευθέρωσης όλων των αριστερών τρομοκρατών.
Μόνο δύο από τους αμετανόητους δολοφόνους της 17 Νοέμβρη βρίσκονται ακόμη στη φυλακή και αυτοί πρόκειται ελευθερωθούν σύντομα. Ο ένας μάλιστα, ο αρχιεκτελεστής Κουφοντίνας (γνωστός με το ψευδώνυμο «φαρμακοχέρης») απολαμβάνει προνομιακής μεταχείρισης, αφού έχει μεταφερθεί στις αγροτικές φυλακές για να εκτίσει τα υπόλοιπα δύο χρόνια φυλάκισής του.
Παύλος Γκάσταρης
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/44-chronia-apo-thn-idrush-tou-kleftopasok-meros-g#ixzz5QEb92LyY