Site icon ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

Νάμα Αθανάτων

Νάμα Αθανάτων

Η ελληνική παρουσία στις περιοχές όπου άνθισε ιστορικά ο Μείζων Ελληνισμός, αναδύεται μέσα από την αχλύ των εθνικών Μύθων, οι οποίοι μιλούν για την παρουσία των γιών του Τιτάνα Ιαπετού και του Τιτάνα Προμηθέα στο προϊστορικό Αιγαίο, πολύ πριν από τους αποικισμούς που μάθαμε στο σχολείο ως αρχή της ελληνικής ιστορίας.

Επ’ αυτών, ο πολύς Αρτύρ ντε Γκομπινώ, Γάλλος κόμης, διπλωμάτης, περιηγητής ιστορικός και διηγηματογράφος στο «Εγχειρίδιόν περί της ανισότητος των ανθρωπίνων φυλών», τέταρτο βιβλίο – τρίτο κεφάλαιο («Οι αυτόχθονες Έλληνες, οι σημίτες άποικοι, οι Άριοι Έλληνες») γράφει :  [« Ο Δευκαλίων, ο πρώτος από τους Έλληνες, φαίνεται ότι ήταν ο υιός του Προμηθέως και της Κλυμένης, προερχόμενος από τον Ωκεανό…..  Ο Δευκαλίων αντλεί όλη του την ιδιαιτέρα αξία από τον πατέρα του, οπότε είναι σημαντικό να αναγνωρισθεί η φυλή αυτού του πατρός. Ο Προμηθεύς ήταν ένας Τιτάν, όπως και ο αδερφός του Επιμηθεύς, από τον οποίον κατάγονται εκ γυναικός και οι Άριοι Έλληνες. Κατά συνέπειαν πιστεύω ότι ουδείς δεν θα ημπορέσει να καταπολεμήσει αυτό το συμπέρασμα : Οι Άριοι Έλληνες προ του Δευκαλίωνος, οι Άριοι Έλληνες, ακόμη  σχεδόν ανέγγιχτοι από όλες τις μίξεις, είναι οι Τιτάνες. Η κανονικότης της συγγενείας των απογόνων πράγματι δεν αφήνει τίποτα σε αφηρημένο επίπεδο. (Ο Ησίοδος αντλεί τη λέξη «Τιτάν», από το ρήμα τιταίνω, «οι τεἱνοντες τὰς χεῖρας», εκείνοι που εκτείνουν τις χείρες τους. Αυτό το νόημα εδόθη στον «βασιλέα» και εκείνοι στους οποίους απεδόθη ήσαν δεδομένοι ως κατ’ εξοχήν βασιλείς. Κατά τον ίδιον τρόπο οι Ζωροαστρικοί Άριοι απεκάλουν τους προγόνους τους, πιθανώς συγχρόνους και αδελφούς των Τιτάνων, Κάϊ, ή Κάβα, «οι Βασιλείς». Ο ψευδο-Ορφεύς και ο Διόδωρος παριστούν τους Τιτάνες ως τους πρώτους ανθρώπους, τους τυπικούς ανθρώπους. (Διόδωρος, ΙΙΙ – 57, V – 66). Η Θεσσαλική διάλεκτος διετήρησε πιστώς το ίχνος της αρχαίας ιδέας και η λέξη Τιτάν εσήμαινε τον άρχοντα, τον αρχηγό. (Βλέπε Böttiger, «Ideen zurKunstmythologie» (Δρέσδη, 1826), τόμος Β’, σελίς 47 και ένθεν).

Μέχρι τότε είναι αδιαμφισβητήτως αποδεδειγμένο ότι, οι Έλληνες είναι απόγονοι αυτού του λαμπρού και τρομερού έθνους. Όμως κάποιος ημπορεί να αμφιβάλει ότι οι Τιτάνες ήσαν οι ίδιοι οι Έλληνες, προηγουμένως διαχωρισθέντες από την οικογένεια των Αρίων στις πλαγιές των  Ιμαλαΐων ορέων και των οποίων το μακρό ταξίδι στα βόρεια όρη από την Ασσυρία, κατά μήκος της Κασπίας Θαλάσσης, μάλλον το αισθανθήκαμε παρά το διαπιστώσαμε. Στην πραγματικότητα, εάν η αναδυομένη γενεαλογία των Τιτάνων είχε χαθεί εντελώς, το γεγονός θα εκαθιερούτο τουλάχιστον με κάθε δυνατή βεβαιότητα, από την φιλολογία και τα φυσιολογικά επιχειρήματα. Αλλά, καθώς η ιστορία ενέχει  εδώ πολύ σπανία σαφήνεια και ακρίβεια, βεβαίως και δεν θα απορρίψω την βοήθεια που μου παρέχει και θα ολοκληρώσω την επίδειξή μου.

Οι Τιτάνες ήσαν οι άμεσοι υιοί αυτού του αρχαίου Αρίου θεού, Βεδικών καταβολών,  τον οποίον  είδαμε ήδη στην Ινδία, αυτού του «Βαρούνα», μιας σεβασμίου εκφράσεως της ευσεβείας των λευκών δημιουργών, του οποίου το όνομα οι Έλληνες δεν είχαν καν μεταποιήσει,  διατηρούντες αυτό και  μετά από πάρα πολλούς αιώνες, στην κατ’ ελάχιστον αλλοιωθείσα μορφή του «Ουρανός». Οι Τιτάνες, οι υιοί του Ουρανού, του αρχικού θεού των Αρίων, ήσαν οι ίδιοι αναμφισβητήτως, όπως είδαμε, οι Άριοι, ομιλούσαν δε μια γλώσσα της οποίας τα υπολείμματα, τα οποία διασώζονται στις ελληνικές διαλέκτους, ήσαν αναμφιβόλως εγγύτερα μεταξύ τους. Και δη με πολύ στενό τρόπο και με την σανσκριτική, την ζενδική, την κελτική και την παλαιοτέρα σλαβική.

Οι Τιτάνες, αυτοί οι υπερήφανοι κατακτητές των ορεινών περιοχών της βορείου Ελλάδος, αυτοί οι βίαιοι και ακαταμάχητοι άντρες, έμειναν στη μνήμη των πληθυσμών της Ελλάδος και, κατ’ επέκταση, παρέμεινε  στην μνήμη των ιδικών τους απογόνων, ακριβώς η ιδία ιδέα περί της φύσεώς τους, την οποίαν οι αρχαίοι Λευκοί Χαμίτες, οι πρώτοι Ινδοί, οι Άριοι Αιγύπτιοι, οι Άριοι Κινέζοι, όλοι οι κατακτητές γονείς τους, κατέλειπαν στην μνήμη των άλλων λαών. Ήσαν θεοποιημένοι, τοποθετημένοι υπεράνω του ανθρωπίνου πλάσματος, ομολογήσαμε δε ότι  είμεθα μικρότεροι από αυτούς και, όπως έχω ήδη ειπεί κάποιες φορές, με έναν τέτοιο τρόπον αντιλήψεως των πραγμάτων, απεδόθη ακριβής δικαιοσύνη και στα πρωτόγονα έθνη της αγνής και αμιγούς λευκής φυλής, καθώς και  στα πλήθη μετρίου αξίας που τα διεδέχθησαν.

(Είναι πολύ πιθανόν ότι οι προτάσεις του Βουζύγου, (που λέγεται ότι ήσαν το στέλεχος του Δρακοντείου νομοθετικού κώδικος), ημπορούν να θεωρηθούν ως μνημείον της τιτανικής νομοθεσίας. Τρεις εντολές αποτελούσαν το σύνολον που διετηρήθη μέσα στους αιώνες: «Τιμάτε τους γονείς σας, προσφέρετε στους θεούς τους πρώτους καρπούς της γης, μην βλάψετε τον ταύρο». Αυτό είναι προφανώς ολόκληρος ο Ινδουιστικός και Ζωροαστρικός νόμος, είναι το καθαρό Άριον πνεύμα. Είναι γνωστόν ότι μόνον οι Έλληνες ημπόρεσαν να απαλλαγούν από τον παραδοσιακό σεβασμό για το βόειο κρέας. Όταν επέτρεπαν εις εαυτούς να θυσιάζουν αυτό το ζώο, εφαντάσθησαν, ως μια παρηγορία της κακής δράσεως που διενήργησαν, την τελετή των «βουφονίων» ή «διιιπολίων», στην οποίαν ο ιερεύς αφού έπληττε το θύμα του έφευγε καταλείπων τον θυσιαστικόν πέλεκυ, ο οποίος εδικάζετο αντί του ιερέως (Böttiger, Ideen zur Kunstmythologie, II, 267.)

(Ὅτι Ἀττικὸν τοῦτο τὸ ἔθος, ὅταν ὁ βοῦς ἀποσφαγῇ, τῶν μὲν ἄλλων ἀποψηφίζονται, κρίνοντες ἕκαστον ἐν τῷ μέρει φόνου· καταγινώσκουσι δὲ τῆς μαχαίρας, καὶ λέγουσι ταύτην ἀποκτεῖναι αὐτόν. καὶ ἐν ᾗ ταῦτα ἡμέρᾳ δρῶσι, Διιπόλια τὴν ἑορτὴν καλοῦσι καὶ Βουφόνια. Αιλιανός, «Ποικίλη Ιστορία», 8, 3, 5)]

Πρόδηλα οι ρίζες του Μεγάλου Γένους μας αρδεύονται από τα νάματα όλων των πεδίων του φυλετικού μας υπεδάφους, καθώς χάνονται στα αθώρητα βάθη της προϊστορίας, τρέφοντας με τους χυμούς τους το πανώριο δέντρο του Ελληνισμού. Δέντρο αιμοφόρο και καρπερό, απ’ το οποίο βλάστησαν οργανικά και σε αλυσιδωτή εξελικτική διαδικασία, η ιδιαίτερη ατομική, συλλογική και πολιτισμική φυσιογνωμία των Ελλήνων.

Μια φυσιογνωμία ανάλογη με το πολυποίκιλο και τρισχαριτωμένο ελληνικό τοπίο. Το γεμάτο εναλλαγές, αντιθέσεις, συνθέσεις, αλλά και κατακλυσμένο από το άπλετο φως του Φοίβου, φως που σαϊτεύει  κάθε ασχήμια, ατέλεια και νόσο. Ένα Ολύμπιο περιβάλλον όπου σφυρηλατήθηκαν χαρακτηριστικά όπως :  Το ηθικό σθένος και το αγωνιστικό φρόνημα, η μύχια αγάπη για το κάλλος και το μέτρο, η αισθητική του λιτού και του απέριττου.

Όλα εκείνα τα στοιχεία δηλαδή μέσα από τα οποία το ελληνικό Έθνος, από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του στην ιστορία, διενεργεί μιαν αγωνιώδη προσπάθεια να αγγίξει τον «Αληθή Τρόπο Υπάρξεως» : Το αθανατίζειν δια του κοινωνείν – αληθεύειν. Αυτόν τον μοναδικό  τρόπο της ελληνικής αρχαιότητας, που συμπληρώθηκε και ολοκληρώθηκε με την παρακαταθήκη της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας της Βασιλεύουσας, παραδίδοντας στην ανθρωπότητα έναν πολιτισμό μοναδικό και ανεπανάληπτο,  τον «Πολιτισμό της Ελευθερίας».

Πάνω από πέντε χιλιάδες χρόνια ιστορικής παρουσίας, βασισμένης σε μιαν ηθική κληρονομιά κι επιταγή, που διά στόματος του Αθηναίου Ξενοφώντος λέγει ότι: «Ουδέν μείζον εστιν ανθρώποις Έλλησιν της ελευθερίας» – «Τίποτα δεν είναι πιο σπουδαίο για τους Έλληνες από την ελευθερία».

Είναι αυτή η λατρεία της Ελευθερίας και η αίσθηση της κοινωνικής και ατομικής Ευθύνης, που γέννησε διαχρονικά ατρόμητους ανθρώπους, γενναίους πολεμιστές στη μάχη, ανυπόταχτα πνεύματα στην ειρήνη.

Είναι μια λατρεία που διατρέχει οριζόντια, ολόκληρη την πελώρια ιστορία του Ελληνισμού, συνιστώντας τον πυκνότερο ιδεοψυχολογικό πυρήνα της υπαρκτικής και πολιτισμικής του ιδιοπροσωπείας.

Είναι ο τρισμάκαρ «Ένδοξος Θάνατος», ο «Θριαμβικός Θάνατος» για την ελευθερία της Πατρίδας, το υψηλότερο ιδανικό της ελληνικής αρχαιότητας που διαποτίζει διαχρονικά ανεξίτηλα τον ψυχισμό και τη νοοτροπία των αείποτε Ινδοευρωπαίων Ελλήνων.

Αυτήν που εννοεί ο «Χρυσούς  Κυβερνήτης» Περικλής του Ξανθίππου ο Χολαργεύς, όταν λέγει στον Επιτάφιο: «…καίτοι ει ραθυμία μάλλον ή πόνων μελέτη και μη μετά νόμων το πλέον η τρόπων ανδρείας εθέλομεν κινδυνεύειν» (αντικρίζουμε τους κινδύνους πρόθυμα κι όχι με βαριά καρδιά. Τους αντικρύζουμε από ανδρεία περισσότερο παρά από υπακοή σε κάποιο νόμο).

Είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό που εννοεί ο στερνός Αυτοκράτοράς μας  Κωνσταντίνος Δραγάτσης Παλαιολόγος, όταν αποφαίνεται : «… κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».

Είναι το ισόθεο «Ελευθερία ή Θάνατος» της Ελληνικής Επανάστασης.

Το μεγαλόπνοο όραμα για τον «σκλάβο αδελφό» και την «Μεγάλη Ελλάδα των δύο ηπείρων», που καθοδηγεί τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ένδοξης Στρατιάς στη Μικρά Ασία.

Το μεγαλειώδες  «ΟΧΙ» στα βουνά της Πίνδου και στα «οχυρά Μεταξά».

Ο «ένδοξος θάνατος για την πατρίδα είναι το κρασί των αθανάτων», όπως θα γράψει ο Ήρωας και Μάρτυρας του Έθνους, Ευαγόρας Παλληκαρίδης.

Η «Θεία Κοινωνία» όλων όσων στάθηκαν τυχεροί να δώσουν τη ζωή τους για κάτι τόσο μεγάλο και ιερό, όπως είναι η Ελλάδα.

Αυτούς που είχαν την τύχη να αντικρίσουν τον ουρανό όπου γεννήθηκε η ποίηση, η φιλοσοφία και η τέχνη, αλλά που με το θάνατό τους υπερασπιζόμενοι τα πάτρια, ευτύχησαν να μη δουν τη σημερινή αθλιότητα και την παρακμή.

Αυτούς τους «Σταυραητούς», που «κοιμούνται» στα βουνά και στα δάση της σκλαβωμένης γης του Ελληνισμού την ποτισμένη με το άγιό τους αίμα, δωρίζοντας  μέσα από τους πρόχειρους ή ανύπαρκτους τάφους τους, τα όσια λείψανά τους στις κοίτες και τις όχθες των ποταμών μας σε κάθε ισχυρή νεροποντή.

Οστά Ηρώων και Μαρτύρων που κέρδισαν την αθανασία, ζώντας για πάντα το όνειρο της ελευθερίας, το πιο σημαντικό πράγμα στο κόσμο του «Έλληνα Ανθρώπου».

Ηρώων και Μαρτύρων Αίμα, το ύπατο, θαυμάσιο και ανυπέρβλητο «Τρομώδες και Σαγηνευτικό Μυστήριο» («Mysterium Tremendum et Fascicans»),  που αποτυπώνεται στον υλικό από το Θείο Νούμενο, από το Καθαυτό Ον, από την υπεραισθητή  Θεία Πρόνοια. «Ηρώων και Μαρτύρων Αίμα» η ζείδωρη  ενέργεια του  αιωνίου Ελληνισμού, όπως κατέγραψε ο ιδεολογικός μας προπάτορας και Εθνομάρτυρας Ίων Δραγούμης στο ομώνυμο έργο του. Τρομώδες και Σαγηνευτικό Μυστήριο ωσάν την παρουσία της ατρόμητης Παλλάδας στην πλώρη του Αμεινία του Παλληνέως, καθώς εφόρμησε πρώτος κατά των Βαρβάρων στην Σαλαμίνα.

Οι Ήρωες και οι Μάρτυρες που αποτελούν τους Δημιουργούς, τους πρωτοπόρους, την  εμπροσθοφυλακή της Καλλιεργείας και του Πολιτισμού, όπως κατέγραψε εξαιρετικά ο πολύς Αρθούρος Σοπενχάουερ.

Αυτοί προς τους οποίους ως Σταυραητούς – Χρυσαετούς, ως υπέροχα και αγέρωχα «θεία αυτοκρατορικά  όρνεα», ο λεπταίσθητος ποιητής της Λαϊκής – Εθνικής  Ψυχής, ο τραγουδιστής της Λαϊκής Κοινότητας του Ελληνισμού Κώστας Κρυστάλλης, αρθρώνει ταπεινά και «ζηλόφθονα» την υπερήφανη θρηνητική ικεσία και την λυτρωτική θριαμβική δέηση των απανταχού Ελλήνων:

Στο Σταυραητό

Από μικρό κι απ᾿ άφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,

παίρνεις κορμί με τον καιρό και δύναμη κι αγέρα

κι απλώνεις πήχες τα φτερά και πιθαμές τα νύχια

και μεσ᾿ στα σύγνεφα πετάς, μεσ᾿ στα βουνά ανεμίζεις

φωλιάζεις μεσ᾿ στα κράκουρα, συχνομιλάς με τάστρα,

με την βροντή ερωτεύεσαι, κι απιδρομάς και παίζεις

με τάγρια αστροπέλεκα και βασιλιά σε κράζουν

του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες.

Έτσι εγεννήθηκε μικρός κι ο πόθος μου στα στήθη,

κι απ᾿ άφαντο κι απ᾿ άπλερο πουλάκι σταυραητέ μου,

μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια

και μου ματώνει την καρδιά, τα σωθικά μου σκίζει

κι έγινε τώρα ο πόθος μου αητός, στοιχειό και δράκος

κι εφώλιασε βαθιά – βαθιά μεσ᾿ στ᾿ άσαρκο κορμί μου

και τρώει κρυφά τα σπλάγχνα μου, κουφοβοσκάει την νιότη.

Μπεζέρισα να περπατώ στού κάμπου τα λιοβόρια.

Θέλω τ᾿ αψήλου ν᾿ ανεβώ ν᾿ αράξω θέλω, αητέ μου,

μεσ᾿ στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου,

Θέλω ν᾿ αράξω στα βουνά, θέλω να ζάω μ᾿ εσένα.

Θέλω τ᾿ ανήμερο καπρί, τ᾿ αρκούδι, το πλατόνι,

καθημερνή μου κι ακριβή να τάχω συντροφιά μου.

Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ᾿ αγέρι

νάρχεται από την λαγκαδιά, σαν μάνα, σαν αδέρφι

να μου χαιδεύει τα μαλλιά και τ᾿ ανοιχτά μου στήθη.

Θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά, παλιές γλυκές μου αγάπες

να μου προσφέρνουν γιατρικό τ᾿ αθάνατα νερά τους.

Θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαιδισμό τους

να με κοιμίζουν το βραδύ, να με ξυπνούν το τάχυ.

Και θέλω νάχω στρώμα μου, νάχω και σκέπασμά μου

το καλοκαίρι τα κλαδιά και τον χειμώ᾿ τα χιόνια.

Κλωνάρια απ᾿ αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια

θέλω να στρώνω στοιβανιές κι απάνου να πλαγιάζω,

ν᾿ ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι.

Από ημερόδεντρον αητέ, θέλω να τρώω βαλάνια,

θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ᾿ άγριο γίδι.

Θέλω ν᾿ ακούω τριγύρω μου πεύκα κι οξιές να σκούζουν,

θέλω να περπατώ γκρεμούς, ραιδιά, ψηλά στεφάνια,

θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά ζερβιά να βλέπω.

Θέλω ν᾿ ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς στα βράχια,

ν᾿ ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω.

Θέλω, μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια,

και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβυιέμαι νύχτα μέρα.

Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο

και δωσ᾿ μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου,

πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάη ο κάμπος!

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                  Βασίλης Κωτσόπουλος

Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/nama-athanatwn#ixzz5SHqmRXqm

Exit mobile version