Είναι παγκοίνως γνωστό ότι, o στοχαστής εκείνος ο οποίος πράγματι εσημάδεψε και ανέπτυξε πλήρως την «Θεωρία της Εξελίξεως» ήταν ο Άγγλος φυσιοδίφης, γεωλόγος και βιολόγος, Κάρολος Ροβέρτος Δαρβίνος (1809 -1882) ο οποίος με σαφέστατο και πληρέστατο τρόπο, (που τον θαυμάζουμε έως σήμερα), συνέλαβε την ιδέα της «Εξελίξεως των Ειδών» μέσω της διαδικασίας της «Φυσικής Επιλογής». Στη σύλληψη αυτής της θεωρίας τον βοήθησε ένα βιβλίο («Αρχές της Γεωλογίας») του επίσης Άγγλου, επιστήθιου φίλου του, βαρονέτου σερ Τσαρλς Λάϊελ (Charles Lyell), ενός γεωλόγου ο οποίος υπεστήριζε, με βάση τις γεωλογικές του παρατηρήσεις, ότι η ηλικία της Γης είναι πάρα πολύ μεγάλη και με μεγάλη βεβαιότητα είναι πολύ μεγαλύτερη από 5-6 χιλιάδες χρόνια, όπως υποστηριζόταν εκείνη την εποχή, με βάση την απλοϊκή χρονολόγηση από …. την Βίβλο.
Το βιβλίο αυτό παρείχε στον Δαρβίνο τον αποσαφηνισμένο απαραίτητο χρόνο που, σύμφωνα με την εξελικτική θεωρία του, χρειαζόταν η εξέλιξη για να επιδράσει και να δράσει. Επίσης, τον βοήθησε στην εξελικτική σύλληψή του και ένα δοκίμιο («Εγχειρίδιον περί της αρχής του πληθυσμού») του διασήμου οικονομολόγου της εποχής Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους (Thomas Malthus), ο οποίος υπεστήριζε ότι, ο πληθυσμός της Γης αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο, ενώ οι τροφές αυξάνονται με αριθμητική πρόοδο, επομένως δε προέβλεπε πως σε κάποια στιγμή η τροφή δεν θα επαρκούσε πλέον για ολόκληρον τον πληθυσμό της Γης και θα επερχόταν λιμώδης πείνα. Η μελέτη αυτή έδωσε στον Δαρβίνο την ιδέα του «Αγώνα για την Επιβίωση».
Ο Δαρβίνος εμελέτησε για περισσότερα από είκοσι έτη την θεωρία του και συνέλεξε πολυάριθμα αδιάσειστα δεδομένα που την υπεστήριζαν. Όμως εδίσταζε να την δημοσιεύσει, πιθανόν φοβούμενος τον κοινωνικόν «αντίκτυπο» της θεωρίας του. Όμως, σε κάποιαν στιγμή έλαβε μιαν επιστολή από έναν νεαρό φυσιοδίφη, τον Άλφρεντ Ράσελ Γουάλας (Wallace, 1823-1913) ο οποίος του έθετε υπό κρίση την ιδέα που είχε περί του το πώς εξελίσσονται τα είδη (ο Δαρβίνος την εποχήν εκείνη ήταν ήδη καταξιωμένος και γνωστός επιστήμων). Η ιδέα αυτή ήταν εντυπωσιακώς ίδια με την ιδέα του Δαρβίνου, οπότε υπό την πίεση του φόβου μην του κλαπεί η πατρότης της ιδέας, ο Δαρβίνος προέβη σε μια κοινή ανακοίνωση με τον Γουάλας και παρουσίασε το 1858 την ιδέα τους για την εξέλιξη των ειδών μέσω της φυσικής επιλογής, στην «Λινναία Εταιρεία του Λονδίνου».
Ένα έτος αργότερον, ο Δαρβίνος εξέδωσε το πράγματι σπουδαίον (άξιο μεθοδικής σπουδής) έργον του «Περί της καταγωγής των ειδών μέσω της Φυσικής Επιλογής», το οποίον απετέλεσε ένα από τα βιβλία με την μεγαλυτέρα επιρροή στην ανθρωπίνη σκέψη. Σε αυτό το βιβλίο του Δαρβίνου περιγράφεται με σαφή και συμπαγή, απλό επιστημονικό λόγο η υπόθεση της εξελίξεως των ειδών μέσω της φυσικής επιλογής. Το πόνημα αποσαφηνίζει πολλές πτυχές αυτής της ιδέας και υποστηρίζει το όλο συγκρότημά της, με πάρα πολλές παρατηρήσεις από το φυσικό περιβάλλον. Γι’ αυτόν τον λόγο, εξ αιτίας της ευρύτητος, βαθύτητος και πληρότητος της συνολικής προσεγγίσεως, δικαίως επεκράτησε η θεωρία αυτή να ονομάζεται «Δαρβινισμός» και όχι «Ουαλασισμός».
Εδώ παρατίθενται ακροθιγώς οι βασικές αρχές του Δαρβινισμού, για να καταστεί αντιληπτή η τεραστία σημασία αυτού του έργου, και εν ευθέτω θα αναλυθεί η έννοια της φυσικής επιλογής. Συμφώνως προς τον Δαρβινισμό, όπως επεκράτησε να λέγεται η θεωρία της εξελίξεως μέσω φυσικής επιλογής, η εξέλιξη ενός πληθυσμού συμβαίνει μέσα από μικρές και σταδιακές, κληρονομήσιμες αλλαγές, οι οποίες με τον χρόνο συσσωρεύονται στους εμβίους πληθυσμούς, ως προσαρμοστική απόκριση στις περιβαλλοντικές συνθήκες. Οι οργανισμοί οι οποίοι ανταπεξέρχονται επιτυχέστερα στο συγκεκριμένο περιβάλλον, δηλαδή εκείνοι που απορροφούν καλύτερα την συγκεκριμένη περιβαλλοντική «πίεση επιλογής» επιβιώνουν και αναπαράγονται επιτυχώς και επαρκώς, αυξάνοντες την αντιπροσώπευσή και την ποσόστωσή τους στον «εξελικτικώς πιεζόμενο» πληθυσμό, μαζί με τα χαρακτηριστικά εκείνα τα οποία τους καθιστούν ανταγωνιστικότερους.
Αντιθέτως, οι οργανισμοί με χαρακτηριστικά που δεν τους βοηθούν να προσαρμοστούν στο περιβάλλον τους, δεν καταφέρνουν να αυξήσουν την αντιπροσώπευσή τους στον πληθυσμό και σταδιακώς μειώνονται σε συχνότητα, μαζί με τα χαρακτηριστικά τους. Αυτή η διαδικασία αποκρίσεως των πληθυσμών στις περιβαλλοντικές συνθήκες δίδει την αίσθηση της επιλογής, της υπό συνθήκες επιλεκτικής διαλογής, της εξελικτικής διηθήσεως – κοσκινίσματος των πληθυσμών, απεκλήθη δε από τον Δαρβίνο «Φυσική Επιλογή» (natural selection).
Τόσον στον προηγουμένως διατυπωθέντα Λαμαρκισμό (του Γάλλου φυσιοδίφη, ιατρό και γεωπόνο Ζαν Μπατίστ Λαμάρκ) όσον και στον Δαρβινισμό οι οργανισμοί εξελίσσονται αποκρινόμενοι στο περιβάλλον τους, όμως στον Λαμαρκισμό το περιβάλλον δημιουργεί τις αλλαγές στα άτομα, ενώ στον Δαρβινισμό το περιβάλλον δεν τροποποιεί τα άτομα αλλά μόνον τους πληθυσμούς σε μέγα βάθος χρόνου, που υπερβαίνει κατά πολύ το όριο ζωής τους. Τα άτομα είναι ποικιλόμορφα και φέρουν ή δεν φέρουν κάποια χαρακτηριστικά, ανεξάρτητα από το περιβάλλον τους. Ο Λαμαρκισμός υπήρξε μεν μια όντως συνεκτική θεωρία εξελίξεως, στην οποία μια αλχημιστική «περιπλεκτική» δύναμη οδηγεί τους οργανισμούς στην κλίμακα της πολυπλοκότητος, και μία άλλη, περιβαλλοντική δύναμη, τους προσαρμόζει στα τοπικά περιβάλλοντά τους μέσω της χρήσεως ή παύσεως της χρήσεως χαρακτηριστικών, διαφοροποιώντας τους από άλλους οργανισμούς. Ο Δαρβινισμός είναι επίσης μια απολύτως συνεκτική θεωρία, με σαφή, μετρήσιμα και αναπαραγώγιμα δεδομένα, δίχως ίχνος ασαφείας. Όπως αναφέρει ο Ερνστ Μάϊρ (Ernst Mayr, 1904-2005), ο οποίος υπήρξεν από τους βασικότερους υποστηρικτές του «νεοδαρβινισμού» και πρωτοπόρος εισηγητής της βιολογικής εννοίας του είδους, ο Δαρβινισμός εισήγαγε στην επιστημονική σκέψη πέντε διαφορετικές θεωρίες, οι οποίες ήσαν:
1) Η εξέλιξη των οργανισμών. Η θεωρία αυτή δεν ήταν καινούργια, αλλά αναπτύχθηκε και συμπληρώθηκε από τον Δαρβίνο.
2) Η κοινή προέλευση. Η θεωρία αυτή ήταν νέα και υποστηρίζει ότι κάθε ομάς οργανισμών προέρχεται από μια προϋπάρχουσα ομάδα και ότι όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί έχουν κοινή καταγωγή, η οποία ανάγεται στην εμφάνιση της ζωής στη Γη.
3) Πολλαπλασιασμός των ειδών. Αυτή η νέα θεωρία εξηγεί την τεραστία ποικιλία των ειδών στον πλανήτη μας, υποστηρίζοντας ότι τα είδη αυξάνουν σε αριθμό, είτε διότι τα παλαιότερα είδη διαχωρίζονται σε «θυγατρικά» τους είδη, είτε διότι αυξάνουν την διασπορά τους, δημιουργώντας μικρούς, ιδρυτικούς πληθυσμούς οι οποίοι εξελίσσονται πάλι σε νέα είδη.
4) Βαθμιαία αλλαγή («gradualism»). Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, τα είδη εξελίσσονται με αργές σταδιακές αλλαγές και όχι μέσω απότομων αλμάτων.
5) Φυσική επιλογή. Συμφώνως προς αυτήν, σε κάθε γενεά παράγεται μεγάλη γενετική ποικιλομορφία και τα σχετικώς ολίγα άτομα που επιβιώνουν είναι εκείνα τα οποία φέρουν χαρακτηριστικά που τα κάνουν πιο προσαρμοσμένα στο περιβάλλον τους. Τα άτομα εκείνα θα αποτελέσουν την γενεά που θα παράγει την επομένη γενεά, η οποία θα είναι διαφορετική από την προηγουμένη κ.ο.κ.
Η θεωρία του Δαρβίνου έφερε πραγματική επανάσταση στην παγκόσμια επιστημονική σκέψη. Μέχρι σήμερα η θεωρία της εξελίξεως, εξελισσόμενη και η ίδια και συμπληρουμένη με τα επιστημονικά δεδομένα της κάθε εποχής, παραμένει το μόνο επιστημονικό εργαλείο το οποίο διαθέτουμε για την ερμηνεία της βιολογικής ποικιλότητας στη Γη.
Παρ’ όλον που ο Δαρβινισμός κατέστη πολύ σύντομα ευρέως γνωστός στην επιστημονική κοινότητα, η έλλειψη γνώσεως για το πώς δημιουργείται και μεταβιβάζεται η κληρονομήσιμη ποικιλομορφία, εδημιούργησε αρχικώς πολλές ενστάσεις στην θεωρία αυτήν. Αργότερον, με την επανανακάλυψη των νόμων του Μέντελ (Mendel) και την θεμελίωση της γενετικής σε ακλόνητες επιστημονικές βάσεις, η δαρβινική θεωρία επεκτάθηκε, συμπληρώθηκε, συστηματοποιήθηκε πληρέστατα (στηριζομένη σε μαθηματική βάση) και ενισχύθηκε με πειράματα και παρατηρήσεις από τον φυσικό κόσμο. Αυτός ο συγκερασμός της θεωρίας της φυσικής επιλογής με την γενετική και τα μαθηματικά ανεπτύχθη στο πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνος και ονομάσθηκε «Σύνθεση» ή «Νεοδαρβινισμός». ΟΙ πρωτεργάτες σε αυτήν τη σύνθεση ήσαν οι μεγάλοι επιστήμονες: Ronald Aylmer Fisher (1890–1962), John Burdon Sanderson Haldane (1892–1964), Sewall Wright (1889–1988), Theodosius Dobzhansky (1900–1975), Julian Huxley (1887–1975), George Gaylord Simpson (1902-1984), George Ledyard Stebbins (1906 –2000) και Ernst Mayr (1904–2005).
Αργότερα, με την ανάπτυξη της «Μοριακής Βιολογίας» στην δεκαετία του 1960, η θεωρία της εξελίξεως ενισχύθηκε με την θεωρία της «Ουδετερότητoς της μοριακής εξελίξεως», η οποία προσέδωσε νέα δυναμική στην εξέλιξη. Η θεωρία αυτή αναπτύχθηκε κυρίως από τον James Franklin Crow (1916-2012), τον μαθητή του Mooto Kimura (1924-1994) και τους μαθητές αυτού.
[H θεωρία της «Ουδετερότητoς» ή «ουδέτερη θεωρία της μοριακής εξελίξεως» υποστηρίζει ότι στο μοριακό επίπεδο οι περισσότερες εξελικτικές μεταβολές και οι περισσότερες διακυμάνσεις εντός ενός είδους και μεταξύ των ειδών, δεν προκαλούνται από τη φυσική επιλογή, αλλά από την γενετική απόκλιση μεταλλαγμένων αλληλομόρφων γονιδίων που είναι ουδέτερα. (Τα αλληλόμορφα γονίδια είναι γονίδια που δρουν για το ίδιο γνώρισμα, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα αν υπάρχουν δύο διαφορετικά γονίδια που ελέγχουν το χρώμα του άνθους ενός φυτού, τότε μεταξύ τους είναι αλληλόμορφα. Τα αλληλόμορφα γονίδια ευρίσκονται στην ίδια θέση των ομολόγων χρωμοσωμάτων. Το ζεύγος των αλληλομόρφων συνιστά τον γονότυπο, ενώ η έκφραση τους συνιστά τον φαινότυπο. Συνήθως από τα δύο αλληλόμορφα, το ένα επικρατεί έναντι του άλλου και καθορίζει τον φαινότυπο). Μια ουδέτερη μετάλλαξη είναι αυτή που δεν επηρεάζει την ικανότητα του οργανισμού να επιβιώνει και να αναπαράγεται. Η ουδέτερη θεωρία επιτρέπει την πιθανότητα ότι οι περισσότερες μεταλλάξεις είναι επιβλαβείς, αλλά θεωρεί ότι επειδή αυτές απομακρύνονται ταχέως από τη φυσική επιλογή, δεν συμβάλλουν σημαντικά στη μεταβολή εντός του είδους και μεταξύ των ειδών σε μοριακό επίπεδο. Οι μεταλλάξεις που δεν είναι επιβλαβείς υποτίθεται ότι είναι ως επί το πλείστον ουδέτερες και όχι ευεργετικές.]
Παραλλήλως, η εξελικτική θεωρία συμπληρώθηκε με την ενσωμάτωση της ερμηνείας των αλτρουιστικών συμπεριφορών από τον William Donald Hamilton (1936-2000), o οποίος με μαθηματική, αλλά και πειραματική υποστήριξη, απέδειξε ότι ο αλτρουισμός δεν αντιτάσσεται στη δαρβινική θεωρία, αλλά τουναντίον υποστηρίζεται από αυτήν.
Αργότερα, ο John Maynard Smith (1920-2004) εισήγαγε στην θεωρία της εξελίξεως και την οικονομική θεωρία των παιγνίων («game theory»). Στις ημέρες μας η θεωρία της εξελίξεως ενισχύεται συνεχώς από την ανάλυση των δεδομένων της γονιδιωματικής [η γονιδιωματική είναι το μέρος της γενετικής που μελετά το γονιδίωμα ή γένωμα (genome) των οργανισμών δηλαδή το σύνολο του γενετικού υλικού που βρίσκεται σε ένα κύτταρο ή φέρεται σε ένα άτομο] και μεταγονιδιωματικής [η μεταγονιδιωματική είναι η μελέτη του γενετικού υλικού που ανακτάται απευθείας από περιβαλλοντικά δείγματα. Το ευρύτατο πεδίο της αναφέρεται επίσης ως περιβαλλοντική γονιδιωματική ή οικογονιδιωματική]. Επίσης ενισχύεται από την σύνθεση της «Αναπτυξιακής Βιολογίας» (διεπιστημονική σύνθεση ανατομίας, κυτταρολογίας, βιοχημείας και γενετικής, μοριακής βιολογίας και βιοπληροφορικής που μελετά τον πολλαπλασιασμό και την διαφοροποίηση των ζώντων οργανισμών) , και της «Εξελικτικής Βιολογίας» και από την ανάπτυξη ισχυρών υπολογιστικών μεθόδων. Η ικανότητα της θεωρίας της Εξελίξεως να ενσωματώνει τα νέα δεδομένα που αφορούν στους ζωντανούς οργανισμούς και να ενισχύεται από αυτά, καταμαρτυρεί την μείζονα ισχύ αυτής της θεωρίας ως ερμηνευτικού εργαλείου για την ύπαρξη και την εξέλιξη της ζωής στον πλανήτη μας.
Η εξέλιξη των ειδών με μικρές, σταδιακές αλλαγές από άλλα, προϋπάρχοντα είδη δεν έχει ακόμα καταστεί κοινός τόπος για το ευρύτερο κοινό ! Είναι εξόχως επ’ αυτού χαρακτηριστικό ότι σε μιαν έρευνα που έγινε το 2006, το ποσοστό των ανθρώπων οι οποίοι απεδέχοντο την εξέλιξη των ειδών στην Πατρίδα μας μόλις υπερέβαινε το 50%, το οποίο ποσοστό όμως ήταν υψηλότερο από αυτό στις ΗΠΑ (40%) ! Η εναλλακτική άποψη δεν είναι μια συγκροτημένη επιστημονική θεωρία, αλλά η πεποίθηση πως τα είδη παραμένουν σταθερά και αμετάβλητα στον χρόνο, ότι η πολυπλοκότητα των ζώντων οργανισμών είναι αδύνατον να έχει παραχθεί μέσα από φυσικές διεργασίες.
Έχουν ακουστεί πάμπολλες φορές σοφιστικού τύπου επιχειρήματα όπως «δείξτε μου ένα σπίτι που φτιάχτηκε μόνο του και θα δεχθώ πως οι ζωντανοί οργανισμοί φτιάχτηκαν από μόνοι τους» ή «δείξτε μου έναν πίθηκο που να γέννησε άνθρωπο και θα δεχθώ ότι ο άνθρωπος προήλθε από τον πίθηκο». Είναι προφανές δεδομένο πως τα ίδια τα ερωτήματα είναι εκ προοιμίου λάθος. Ουδείς υποστηρίζει πως ο άνθρωπος φτιάχτηκε από τον πίθηκο, όμως το πρόβλημα είναι βαθύτερο και ουσιαστικότερο και δεν είναι στόχος της παρούσης συνοπτικής ενημερώσεως να απαντήσει σε τέτοιου είδους ερωτήματα, αφού έχουν γραφεί χιλιάδες τόμοι που πραγματεύονται τέτοια θέματα. Σε λίγες γραμμές όμως λέμε με γλώσσα απλή και σαφή ότι, ως είδος έχουμε εξελιχθεί για να αντιλαμβανόμαστε τον φυσικό κόσμο στα μέτρα μας.
Αυτό μας δημιουργεί πολλές φορές ποικίλες εσφαλμένες αντιλήψεις για την κατανόηση του κόσμου. Αυτές οι αντιλήψεις έχουν ονομαστεί «Δαρβινικές πλάνες». Για παράδειγμα, αδυνατούμε να φαντασθούμε ότι υπάρχουν χρώματα πέραν αυτών του ουρανίου τόξου, διότι εμείς δεν τα βλέπουμε ! Με παρόμοιο τρόπο δεν κατανοούμε τις μη ευκλείδιες γεωμετρίες που ισχύουν αλλά δεν αποτυπώνουν τον τρισδιάστατο ευκλείδιο χώρο μας, δεν διαθέτουμε ευχερή αντίληψη του πολύ μεγάλου ή του πολύ μικρού χώρου (του διαστημικού χώρου του σύμπαντος ή του χώρου μεταξύ των πυρηνικών σωματιδίων) ή του τεραστίου και του ελαχίστου χρόνου (την ηλικία του σύμπαντος ή την διάρκεια της «Μεγάλης Έκρηξης» της κοσμογονίας), των πολλών διαστάσεων (εμείς γνωρίζουμε μόνο τρεις διαστάσεις που ορίζουν τον χώρο) κ.ά.
Έτσι αδυνατούμε να αντιληφθούμε ευκόλως πώς ένα είδος εξελίσσεται σε ένα άλλο με μικρές, σταδιακές αλλαγές, οι οποίες απαιτούν μεγάλα (μεγαλύτερα από αυτά που εμείς αντιλαμβανόμεθα) χρονικά διαστήματα. Η διαφορά της πραγματικότητος (όπως και όσο μπορεί να ορισθεί αυτός ο όρος) από τα φαινόμενα, διερευνάται μόνον με την επιστημονική μέθοδο, η οποία με τα εργαλεία της έχει καταφέρει να επεκτείνει την αντίληψή μας πέραν των φυσικών μας ικανοτήτων. Βλέπουμε και άλλα «χρώματα» εκτός από αυτά της ίριδος, μελετούμε εξόχως μικρούς και τεραστίους χώρους και χρόνους κ.ο.κ.
Το ακόλουθο εύλογο βήμα είναι να μη παραμένουν τα αποτελέσματα της επιστήμης εντός της μικρής επιστημονικής κοινότητος, πακτωμένα και «θωρακισμένα» από την ιδιάζουσα και περίεργη «ειδική» ορολογία ή τις ακατάληπτες περιγραφές των επιστημόνων, αλλά να διαχέονται απροκατάληπτα και ελεύθερα στο ευρύ κοινό και να γίνονται κτήμα του «πολύ κόσμου» και του μέσου πολίτη, δίχως «πολιτικές ορθότητες» και «ορθοδοξίες». Αυτό τον ρόλο του φωτισμένου μεσάζοντα έπρεπε να τον διενεργεί η εκπαίδευση, η οποία πάσχει από σκοταδιστική εξουσιαστική υποδούλωση και δαιμονολογικές προκαταλήψεις. Χρειασθήκαμε πάρα πολλά χρόνια για να ξεφύγουμε από την δοξασία (το φαινόμενο) πως η Γη μας είναι επίπεδη ή ότι είναι σταθερή και το σύμπαν γυρίζει τριγύρω της και επίσης να επιβεβαιωθεί επιστημονικώς πως η Γη είναι σφαιρική και περιστρέφεται πέριξ του Ηλίου. Απαιτήθηκαν όμως και πάρα πολλά χρόνια, ώστε αυτή η αντίληψη να περάσει (μάλιστα πολλές φορές όχι αναίμακτα !) στον πολύ κόσμο ωσάν αυτό που πλέον όλοι γνωρίζουμε σήμερα και κανείς δεν αμφιβάλλει.
Ουδείς χρειάζεται να υποστηρίξει την Εξέλιξη στην επιστημονική κοινότητα, στην οποίαν εδραιώθηκε αρκετά ενωρίς, εξαιτίας των παρατηρήσεων που την υποστηρίζουν ισχυρότατα. Όμως χρειάζεται να την υπερασπιστούμε στο ευρύ κοινό, στην κοινωνία, όπως όλες τις διαχρονικές φυσικές πραγματικότητες. Κατ’ αρχήν, μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρεις διαφορετικές ερμηνείες για την «Ιστορία της Ζωής στην Γη». Η πρώτη ερμηνεία είναι η θεωρία της Εξελίξεως συμφώνως προς την οποίαν, όπως προανεφέρθη, τα είδη προέρχονται από προϋπάρχοντα είδη, με μικρές σταδιακές αλλαγές και όλα τα είδη έχουν κοινή καταγωγή, όπως ένα δένδρο έχει μια ρίζα από την οποίαν εκφύονται πολλοί κλάδοι. Η δευτέρα ερμηνεία υποστηρίζει πως όλα τα είδη αλλάζουν, αλλά δεν έχουν κοινή καταγωγή και ότι το καθένα εξ αυτών έχει χωριστή, σαφώς διακριτή προέλευση. Η τρίτη θεωρία υποστηρίζει πως τα είδη προήλθαν ανεξαρτήτως το ένα από το άλλο και παραμένουν αναλλοίωτα στον χρόνο.
Ανεφέρθη προηγουμένως ότι ο άνθρωπος δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί την εξέλιξη, διότι ο εξελικτικός χρόνος είναι μεγάλος σε σχέση με την διάρκεια μιας γενεάς του ανθρώπου. Όμως ο χρόνος αυτός συσχετιζόμενος «μικραίνει», όταν μελετούμε οργανισμούς με μικρή διάρκεια γενεάς, όπως είναι πολλοί μικροοργανισμοί. Μια παρατήρηση η οποία συνηγορεί υπέρ της εξελίξεως είναι η ανθεκτικότης των βακτηρίων στα αντιβιοτικά φάρμακα. Τα πρώτα αντιβιοτικά που παρεσκευάσθησαν στις αρχές του προηγουμένου αιώνος είναι πλήρως ανενεργά στα βακτήρια σήμερα.
Αυτό συμβαίνει επειδή τα βακτήρια άλλαξαν, εξελίχθηκαν σε νέες μορφές, οι οποίες δεν επηρεάζονται από τα παλαιά αντιβιοτικά ή είναι ανθεκτικές σε αυτά. Για την ακρίβεια, από την ανακάλυψη των αντιβιοτικών έως σήμερον υφίσταται ένας συνεχής «αγώνας δρόμου» μεταξύ της επιστήμης που παρασκευάζει συνεχώς νέα αντιβιοτικά και των βακτηρίων, τα οποία εξελίσσονται συνεχώς σε νέες μορφές, ανθεκτικές στα αντιβιοτικά. Σε πολλές περιπτώσεις γνωρίζουμε ακριβώς τους παράγοντες και τους μηχανισμούς της ανθεκτικότητος, όπως και το πώς και πόσον άλλαξαν οι βακτηριακοί πληθυσμοί. Η αλλαγή αυτή που συμβαίνει στα βακτήρια υπό την ισχυρά επιλεκτική πίεση των αντιβιοτικών, είναι ακριβώς η εξέλιξη.
Παρομοία αλλαγή διαπιστώνουμε στην διάρκεια μιας γενεάς ή ολίγων ανθρώπινων γενεών να συμβαίνει στα είδη τα οποία αλλάζουν (εξελίσσονται) υπό την επίδραση της τεχνητής επιλογής. Τόσον τα καλλιεργούμενα φυτά, όσον και τα οικόσιτα ζώα είναι πλέον πολύ διαφορετικά από τις άγριες ποικιλίες από τις οποίες προήλθαν, αλλά ακόμα και μετά από ένα πρόγραμμα τεχνητής επιλογής οι πληθυσμοί που προκύπτουν είναι διαφορετικοί από τους αρχικούς πληθυσμούς. Οι αλλαγές είναι μετρήσιμες και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις μπορούμε να τις προβλέψουμε. Οι περιπτώσεις αυτές μας δείχνουν ότι η εξέλιξη μπορεί να παρατηρηθεί και κατά την διάρκεια μιας ανθρωπίνης γενεάς, μάλιστα δε μπορεί και να μετρηθεί.
Α. Κωνσταντίνου
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/liga-logia-gia-thn-ejelijh#ixzz5a8Z9EFLE