Η αντιπαράθεση Ρωσίας-Δύσης ενδέχεται να ενταθεί περισσότερο το επόμενο έτος, καθώς η Μόσχα θα συνεχίσει να είναι σε μεγάλο βαθμό ιδιαιτέρως «απρόθυμη» να πραγματοποιήσει τα είδη των παραχωρήσεων που επιδιώκουν επίμονα οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να τερματίσουν τις αντιρωσικές συνθλιπτικές τους κυρώσεις και στρατιωτικές τους προπαρασκευαστικές συσσωρεύσεις και αναδιατάξεις.
Οι σχέσεις της Ρωσίας με την Κίνα έχουν ενισχυθεί και θα συνεχίσουν να αυξάνονται επί τα βελτίω, αλλά οποιαδήποτε βιώσιμη «ευθυγράμμιση» Μόσχας-Πεκίνου θα αντιμετωπίσει τελικώς κάποια απαγορευτικά όρια εξαιτίας των βαθυτάτων ανησυχιών του Κρεμλίνου για την άνοδο της Κίνας ως μείζονος δύναμης. Της Κίνας που επιδιώκει να αναχθεί κλιμακωτά σε καθεστώς Διηπειρωτικής Υπερδύναμης, και όχι απλώς σε θέση περιφερειακού άρχοντα.
Ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν θα αντιμετωπίζει ποικίλες και αυξανόμενες οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις στο εσωτερικό μέτωπο, αλλά αυτές οι προκλήσεις φαίνεται ότι εν πολλοίς θα είναι διαχειρίσιμες για τον Ρώσο ηγέτη σε μεσομικροπρόθεσμο χρονικό βάθος.
Αναλυτικότερα η επισκοπική μας προσέγγιση έχει ως ακολούθως :
Ήταν ο εμπόλεμος και θλιβερός Οκτώβριος του 1939, όταν ο αντιδραστικός αριστοκράτης – πλουτοκράτης Γουίνστον Τσώρτσιλ βρέθηκε στο ραδιόφωνο του BBC και περιγράφοντας ακριβέστατα την Ρωσία, είπε: «Είναι ένας γρίφος, τυλιγμένος σε ένα μυστήριο, μέσα σε ένα αίνιγμα». Φυσικά, ο Δεύτερος Μεγάλος Πόλεμος είχε μόλις αρχίσει και το ζήτημα των προθέσεων της Σοβιετικής Ένωσης – και ιδιαίτερα των σχέσεών της με την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία – ήταν υψίστης σημασίας για το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ευρώπη, αλλά και τον κόσμο γενικότερα.
Το επιμύθιο του Τσώρτσιλ για τον χαρακτηρισμό της Ρωσίας ήταν το εξής: «Δεν μπορώ να προβλέψω την δράση της Ρωσίας … αλλά ίσως υπάρχει ένα κλειδί πρόβλεψης και ερμηνείας : Αυτό το κλειδί είναι το εθνικό συμφέρον της Ρωσίας !» Αυτό το απόσπασμα έχει μοναδική σημασία για το αναλυτικό γεωπολιτικό μας έργο. Ερευνούμε, μελετάμε και παράγουμε προβλέψεις και εκτιμήσεις, ενώ η γεωπολιτική μεθοδολογία εξετάζει πρωτίστως το ευρύτερο εθνικό συμφέρον πέραν από τις υποκειμενικές εκτιμήσεις των επιμέρους ηγετών, των υπευθύνων λήψης αποφάσεων και των απλών πολιτών. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί οι άνθρωποι και οι υποκειμενικές τους σκέψεις δεν έχουν καθόλου σημασία. Με γνώμονα την γεωγραφία και τις γεωπολιτικές επιταγές ενός κράτους, το εθνικό συμφέρον παρέχει το πλαίσιο στο οποίο η ιστορική τροχιά του έθνους παίζει μακροπρόθεσμο ρόλο. Αλλά βραχυπρόθεσμα, οι άνθρωποι – από τους πολιτικούς έως τους ηγέτες των επιχειρήσεων και τους εργάτες – έχουν ικανό αντίκτυπο στη διαμόρφωση της μείζονος πολιτικής και της τροχιάς του έθνους τους.
Το Κίνημα έχει ήδη περιγράψει με σαφήνεια τις πάγιες γραμμές της μετασοβιετικής ρωσικής γεωπολιτικής με την γραφίδα του Συναγωνιστή Γιώργου Λιναρδή το 2016 στο έργο του «Ο Γεωπολιτικός Ορίζοντας της Μετασοβιετικής Ρωσίας», καθώς και στο συλλογικό έργο του 2017 «Γεωπολιτικές Επισκοπήσεις», στο εδάφιο του Συναγωνιστή Γιώργου Γερμενή περί «Ρωσικής Γεωπολιτικής». Έχουν αποτυπωθεί οι βασικές τάσεις που κατά το μάλλον θα διαμορφώσουν την Ρωσία και την ευρύτερη ευρασιατική περιοχή και στο επόμενο έτος, από την αντιπαράθεση Ρωσίας-Δύσης και με τους αυξανόμενους δεσμούς της Μόσχας με την Κίνα, έως τις εσωτερικές προκλήσεις της Ρωσίας. Μια πρόσφατη ανασκόπησή μας περί Ρωσίας, μας έδωσε την ευκαιρία να εξετάσουμε λεπτομερώς αυτές τις εκδηλωθείσες προβλέψεις μας σε σύγκριση με τις τρέχουσες πραγματικές συνθήκες και με τις δεδηλωμένες προοπτικές των ίδιων των Ρώσων πολιτικών.
Έχοντας υπόψη μας τις γεωπολιτικές αρχές, αποτυπώνουμε τις εκτιμήσεις μας προσπαθώντας να προσμετρήσουμε και τις προοπτικές των ίδιων των Ρώσων. Φυσικά, η Ρωσία είναι ένα τεράστιο και ανθρωπογεωγραφικά διαφορετικό μέρος και είναι αδύνατο να καταγραφεί ορθά μια ολοκληρωμένη εικόνα μιας χώρας τόσον απέραντης και περίπλοκης όσο η Ρωσία.
Κορυφαίο στοιχείο της εκτίμησής μας για ολόκληρη την Ευρασία είναι η διαρκής αντίθεση μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Από τότε που η «ευρωκινούμενη» επανάσταση της Ουκρανίας το 2014 –παράλληλα με την διενεργηθείσα προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και την παροχή στήριξης στους αυτονομιστές στην ανατολική Ουκρανία- η Μόσχα και η Δύση έχουν πακτωθεί σε μιαν αντιπαράθεση που κυμαίνεται από στρατιωτικές αναδιατάξεις μέχρι οικονομικές κυρώσεις, κυβερνοεπιθέσεις, διάδοση πολυεπίπεδης προπαγάνδας και πολυσύνθετη πολιτική εμπλοκή.
Το στρατηγικό ενδιαφέρον της Ρωσίας για την διατήρηση της Ουκρανίας και της υπόλοιπης πρώην «Σοβιετικής περιφέρειας» μέσα στη σφαίρα επιρροής της, σε αντίθεση με την επιθυμία της Δύσης να αρνηθεί στην Ρωσία αυτήν την σφαίρα επιρροής, έδωσε το σκηνικό για αυτήν την στάση, η οποία έχει πλέον εξαπλωθεί από τις ευρωπαϊκές παραμεθόριες περιοχές έως την Συρία και την Βόρεια Κορέα. Στο νέο έτος, η κατάσταση αυτή είναι πιθανό να επιδεινωθεί, καθώς οι συνθήκες ελέγχου των εξοπλισμών καταρρέουν και επεκτείνονται οι κυρώσεις.
Σύμφωνα με την επικρατούσα ρωσική άποψη, οι εντάσεις μεταξύ Μόσχας και Δύσης «ήλθαν για να μείνουν». Δικαίως ή λανθασμένα, οι Ρώσοι βλέπουν την χώρα τους, την «Μητερούλα» τους, ως μια Μεγάλη Δύναμη που αξίζει να διαθέτει μια μεγάλη, ευκρινή και εύληπτη φωνή μέσα στην παγκόσμια σκηνή. Πολλοί πολίτες πιστεύουν ότι η Δύση, ειδικά οι Ηνωμένες Πολιτείες, προσπαθεί ενεργά να υπονομεύσει τη Ρωσία, τόσον από την άποψη του ρόλου της στον κόσμο, όσο και σε βάρος της εγχώριας σταθερότητας και συνεκτικότητας. Σε πολλές περιπτώσεις, η Ρωσία ως χώρα δεν ανταποκρίνεται όσον απαιτείται επιτυχημένα στην πίεση από το εξωτερικό. Μάλλον λειτουργεί ως ένα «πολιορκημένο φρούριο». Όσο περισσότερον η Μόσχα αντιμετωπίζει αυτήν την πολυεπίπεδη και πολύπλευρη πίεση – κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες – τόσο περισσότερο θα σκληραίνει κατά το δυνατόν την θέση της και θα προσπαθεί να προστατεύσει αυτά που θεωρεί ότι είναι τα κομβικά στρατηγικά της συμφέροντα.
Η ουκρανική σύγκρουση είναι ένα παράδειγμα. Η τυποποιημένη γραμμή της Ρωσίας είναι ότι η εξέγερση του «Ευρω-Μαϊντάν» (από την ομώνυμη πλατεία των ταραχών Μαϊντάν) ήταν μια υπόθεση που υποστηρίχθηκε δόλια από την Δύση (αν και όχι οργανωμένη) με κύριο στόχο την αποδυνάμωση της Ρωσίας στο πιο στρατηγικό και ευαίσθητο σημείο της άμεσης περιφέρειας της. Η Μόσχα, εύλογα, ενήργησε απλώς αμυντικά, προσαρτώντας την Κριμαία και υποστηρίζοντας τους φιλορώσους αυτονομιστές στην ανατολική Ουκρανία. Για τους Ρώσους, η Ουκρανία ήταν απλώς η τελευταία κίνηση της Δύσης σε μιαν υπερδεκαετή εκστρατεία «περικύκλωσης και ανάσχεσης» της Ρωσίας, ανάσχεσης που στο παρελθόν είχε συμπεριλάβει ευρύτατες δράσεις όπως η επέκταση του ΝΑΤΟ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, καθώς και η υποστήριξη των ΗΠΑ στις «χρωματιστές» ή «πορτοκαλί επαναστάσεις» στην πρώην σοβιετική περιφέρεια. Αφού η Ρωσία διέφυγε από το χάος και την αστάθεια της δεκαετίας του 1990, δεν θα μπορούσε να σταθεί αδρανής καθώς εξελίσσοντο αυτά τα γεγονότα, διότι δεν ήταν καθόλου σαφές πόσο μακριά θα έφτανε η Δύση στην κλιμακούμενη εκστρατεία της κατά της Ρωσίας.
Εξ αιτίας όλων αυτών, φαίνεται πως η Ρωσία δεν έχει καμία πρόθεση να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις στην Δύση, ακόμη και όταν αντιμετωπίζει σημαντική πίεση υπό την μορφή στρατιωτικών συσσωρεύσεων ή οικονομικών κυρώσεων. Και ενώ η Δύση μπορεί να έχει επιβάλει κυρώσεις μόνον ως απάντηση στις ενέργειες της Ρωσίας στην Κριμαία και στην ανατολική Ουκρανία, οι εχθροί της Μόσχας έχουν τώρα διευρύνει τα μέτρα για να συμπεριλάβουν πολλές άλλες πτυχές της ρωσικής διεθνοπολιτικής συμπεριφοράς, συμπεριλαμβανομένων όλων των παρεμβάσεων στις δυτικές εκλογές, στην Βόρεια Κορέα και στην Συρία. Αυτή η επέκταση του πεδίου αντιπαραθέσεως έχει πείσει τους Ρώσους φορείς λήψεως αποφάσεων ότι, η Δύση δεν θα μειώσει τις κυρώσεις ή την πίεσή της με κανέναν ουσιώδη τρόπο, ακόμη και αν η Μόσχα προσφέρει παραχωρήσεις. Ως αποτέλεσμα αναμένεται ότι περισσότερες δυτικές κυρώσεις πιθανότατα θα προκαλέσουν μεγαλύτερη αντίσταση και μεγαλύτερα αντίποινα από την Μόσχα, εγκαθιστώντας έναν ατέρμονα ομοιοστατικό κύκλο.
Αν και αυτή η αντιπαράθεση φαίνεται τώρα μόνιμη, η αρχή της σύμφωνα με τη Μόσχα δεν ήταν αναπόφευκτη. Πράγματι, ρώσοι αξιωματούχοι και εμπειρογνώμονες εξωτερικής πολιτικής υπογράμμισαν συχνά ότι, κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Προέδρου Πούτιν στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Μόσχα κατέβαλε σοβαρές προσπάθειες ενσωμάτωσης στη Δύση – προχωρώντας μέχρι να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ, «επί ίσοις όροις». Αυτό, προφανώς, δεν συνέβη ποτέ, και μέχρι το τέλος της δευτέρας θητείας του Πούτιν – μέχρι που η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ επεξετάθησαν στην Κεντρική Ευρώπη και στις χώρες της Βαλτικής και αγνόησαν την πάγια θέση της Ρωσίας για το Κοσσυφοπέδιο – ήταν σαφές στο Κρεμλίνο ότι η Ρωσία έπρεπε να προχωρήσει μόνη της, ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται μιαν άμεση σύγκρουση με την Δύση και τους συμμάχους της. Ακολούθησαν ουσιώδεις αντιπαραθέσεις, πρώτα στον πόλεμο Ρωσίας-Γεωργίας (2008) και αργότερα στην μάχη για την Κριμαία και στην ανατολική Ουκρανία (2014).
Η σύγκρουση της Ουκρανίας ενίσχυσε τη ρωσική αντίληψη ότι είναι αδύνατο να συνεργαστεί με τη Δύση επί ίσοις όροις, με αποτέλεσμα την από μέρους της Μόσχας αναζήτηση για εταίρους και σημαντικούς ρόλους σε άλλα μέρη του κόσμου. Ένας τέτοιος ρόλος είναι η συμμετοχή της Ρωσίας στην συριακή διαμάχη για την ανοικτή και ισχυρά υποστήριξη του καθεστώτος του Προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ κατά του Ισλαμικού Κράτους και των ανταρτών που υποστηρίζονται από τη Δύση. Πιθανώς η Ρωσία να μην ενδιαφέρεται πραγματικά για τον Άσαντ καθαυτόν, αλλά η Μόσχα αισθάνθηκε ότι έπρεπε να τραβήξει μια «κόκκινη γραμμή» σχετικά με την αλλαγή καθεστώτος που επιβλήθηκε από το εξωτερικό (δηλαδή από τις Ηνωμένες Πολιτείες). Η Ρωσία ήταν αριστοτεχνικά προετοιμασμένη και τοποθετημένη για να «καταδυθεί» βαθέως στην Συρία, δεδομένων των ιστορικών της δεσμών με την χώρα και την στρατηγική της θέση, ενώ η Μόσχα θέλησε επίσης να στείλει το μήνυμα ότι «και αυτή» μπορούσε και θέλει να είναι σημαντικός παράγοντας στην Μέση Ανατολή, στο Αφγανιστάν και στην Αφρική – τόσο στρατιωτικά όσο και διπλωματικά.
Διαπιστώνουμε επίσης μια σχετική «ευθυγράμμιση» Ρωσίας-Κίνας και ανιχνεύουμε τα διαφαινόμενα όριά της, καθώς υφίσταται αναμφίβολα μια προσπάθεια της Ρωσίας να επεκτείνει τους δεσμούς της σε όλο τον κόσμο για να μειώσει τη δυτική ηγεμονία και να αμφισβητήσει την «παγκόσμια τάξη» που κατευθύνεται από τις Η.Π.Α. Το κλειδί για αυτό το μεγαλόπνοο έργο είναι η Κίνα, η οποία έχει επίσης το δικό της ενδιαφέρον για την αμφισβήτηση της αμερικανοσιωνιστικής παγκόσμιας τάξης, στα πλαίσια του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Μόσχα και το Πεκίνο έχουν επεκταθεί τα τελευταία χρόνια σε «ημιφιλικές – «ημισυμμαχικές» σχέσεις , όπως και οι σχέσεις της Ρωσίας με την Δύση έχουν φθαρεί. Οι δύο χώρες ενίσχυσαν την συνεργασία τους στο εμπόριο και στις στρατιωτικές ασκήσεις, καθώς και τον πολιτικό συντονισμό τους σε θέματα όπως η Βόρεια Κορέα.
Έχουν σαφώς αυξηθεί οι δεσμοί μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου, ιδίως όσον αφορά στην ασφάλεια. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί προειδοποιούν ότι δεν μπορεί να υπάρξει διαρκής ειλικρινής συμμαχία μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου. Υφίσταται μία συγκαλυμμένη βαθιά δυσπιστία για την αυξανόμενη επιρροή και τις προθέσεις της Κίνας. Πολλοί Ρώσοι παράγοντες της διεθνοπολιτικής φοβούνται – δικαιολογημένα ή όχι – ότι το Πεκίνο σχεδιάζει να υφαρπάξει ποικιλοτρόπως ρωσική γη, στην Άπω Ανατολή και στην Αρκτική. Η Κίνα δεν μπορεί να αμφισβητήσει το πολιτικό πρότυπο της Ρωσίας με τον τρόπο που το κάνει η Δύση, αλλά μπορεί κάποια μέρα να αμφισβητήσει έμπρακτα την ίδια την κρατική επιβίωση της Ρωσίας. Πιθανώς αυτό το ενδεχόμενο αποτελεί μιαν υπερβολή, αλλά είναι και ένας λανθάνων φόβος για πολλούς Ρώσους. Ταυτόχρονα, η κινεζική επένδυση στη Ρωσία είναι σχετικά άκαρπη καθώς παρατηρώντας τα μεγάλα επενδυτικά φόρουμ της Ρωσίας στην Αγία Πετρούπολη και στο Βλαδιβοστόκ, διαπιστώνεται ότι μόνον περίπου στο 5-10% φθάνουν στην αναμενόμενη απόδοση οι συμφωνίες (πολλών δισεκατομμυρίων) μεταξύ των δύο χωρών, κυρίως στον ενεργειακό τομέα.
Στο εσωτερικό μέτωπο της Ρωσίας αναδεικνύονται επίσης ορισμένες οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις για τον Πρόεδρο Πούτιν, συμπεριλαμβανομένης μιας οικονομίας που αποδυναμώνει τις κυρώσεις, την δημόσια δυσαρέσκεια για τις μη δημοφιλείς συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις και την πίεση για μειωτική μεταρρύθμιση – ελάφρυνση των ισχυρών οργάνων ασφαλείας της χώρας. Οι προκλήσεις αυτές θα δοκιμάσουν τον Πούτιν καθώς μπαίνει βραχυπρόθεσμα στην τέταρτη – και ίσως τελική – θητεία του, αν και ο μακρόχρονος ηγέτης θα επιτύχει τελικά την διαχείρισή τους.
Εντός της Ρωσίας, οι απόψεις για τον ίδιο τον Πούτιν είναι αναμφισβήτητα ανάμεικτες. Ενώ εκείνοι εναντίον του ηγέτη αναφέρουν και χρησιμοποιούν τα πάντα, από τη διαφθορά μέχρι τα αντιδημοφιλέστατα σχέδια για την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, ως ουσιώδεις λόγους αντιπολίτευσης τους, όσοι είναι μαζί του, ευνοούν την υποστήριξή τους στο αφήγημα του Προέδρου για την ενίσχυση της σταθερότητας, καθώς και την έλλειψη αξιόπιστων εναλλακτικών λύσεων στην κυριαρχία του. Σχεδόν όλοι, υπέρ ή κατά του Πούτιν, συμφώνησαν με ποικιλότροπες δηλώσεις και τοποθετήσεις ότι δεν θα υπάρξουν σημαντικές αλλαγές ή αναταραχές στο πολιτικό σύστημα της Ρωσίας, εφ’ όσον ο Πρόεδρος παραμένει στην ηγεσία. Όσο περισσότερο αισθάνεται πίεση το Κρεμλίνο -είτε εξωτερικά είτε από μέσα- τόσο περισσότερο η Μόσχα θα συγκεντρώνει κεντρομόλα τον έλεγχο, δηλαδή τα όργανα ασφαλείας όπως η «Εθνική Φρουρά» θα συγκεντρώνουν διαρκώς μεγαλύτερη δύναμη.
Από μακροοικονομική άποψη, οι περισσότεροι Δυτικοί επαγγελματίες του χρηματοπιστωτικού τομέα και των επιχειρήσεων πιστεύουν ότι, το Κρεμλίνο διαθέτει τα μέσα για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές προκλήσεις που θέτουν οι κυρώσεις, καθώς η κυβέρνηση έχει τοποθετήσει καλοφυλαγμένα τα συναλλαγματικά της αποθέματα και τα ταμεία των κεφαλαίων της, ενώ έλαβε και μέτρα για να αποτρέψει την αστάθεια των νομισμάτων αποσυνδέοντας το ρούβλι από την τιμή του πετρελαίου. Εν τούτοις, είναι σαφές ότι οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί ταλανίζουν ισχυρά την ρωσική οικονομία. Σχεδόν όλοι οι Ρώσοι δυσφορούν για τις αυξανόμενες τιμές και τις στάσιμες μισθολογικές αυξήσεις, ενώ τα ταξίδια του εξωτερικού έγιναν πολύ ακριβότερα και δύσκολα για μερικούς – και ουσιαστικά αδύνατα για τους άλλους. Ωστόσον, γενικά, η Ρωσία δεν βρίσκεται στα πρόθυρα μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης.
Αλλά όταν πρόκειται για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της Ρωσίας, μπορεί πράγματι να υπάρξουν περισσότερες ανησυχίες. Η Μόσχα μπορεί βραχυπρόθεσμα να διαχειριστεί οικονομικές κρίσεις για μερικά χρόνια, αλλά η μακροπρόθεσμη οικονομική πρόγνωση, ιδίως όσον αφορά στην συνεχιζόμενη εξάρτηση της Ρωσίας από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, καθώς και στην διαρροή εγκεφάλων από νέους επαγγελματίες, είναι κακή.
Η αναμενόμενη δημογραφική παρακμή της Ρωσίας (η χώρα αναμένεται να χάσει το 10% του πληθυσμού της μέχρι το 2050) και η εμφάνιση κοινωνικών αλλαγών, όπως αυτές αναδύονται μετά τη σοβιετική γενεά, θα μπορούσαν κάποια στιγμή να δημιουργήσουν διαρρηκτικές πιέσεις και να δοκιμάσουν όλο και περισσότερο την ικανότητα του Κρεμλίνου να διατηρήσει την σταθερότητα σε όλη τη χώρα .
Σχεδόν 80 χρόνια μετά από την προαναφερθείσα στην αρχή του κειμένου ομιλία του ρωσοφοβικού Τσώρτσιλ, η Ρωσία μπορεί να είναι ακόμα «μυστήρια και αινιγματική», αλλά ο συνδυασμός της μεθοδικής μελέτης των εθνικών συμφερόντων της και της ενδελεχούς εξέτασης των προοπτικών της, μας προσφέρει σίγουρα σημαντικές ενδείξεις για το τι περιμένει την γιγάντια χώρα στην περαιτέρω πορεία της. Και αυτό έχει ιδιαίτερο βάρος και σημασία για εμάς τους Εθνικιστές της Χρυσής Αυγής, με δεδομένο και δεδηλωμένο τον γεωπολιτικό μας προσανατολισμό !
Α. Κωνσταντίνου
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/mia-episkophsh-ths-ainigmatikhs-rwsias#ixzz5aDlb75nn