Site icon ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

Η μογγολική καταστροφή του Ριαζάν

Η μογγολική καταστροφή του Ριαζάν

Το Ριαζάν ήταν η πρώτη Ρωσική πόλη που πολιορκήθηκε από τους βαρβάρους Μογγόλους εισβολείς υπό τον Μπατού Χαν και κατεστράφη σαν σήμερα, στις 21 Δεκεμβρίου του 1237.

Όταν τα στρατεύματα του Μπατού εισέβαλαν στη ρωσική γη και επλησίασαν την πρώτη από τις ρωσικές πόλεις που βρέθηκε στον δρόμο τους – το Ριαζάν- αυτή η πόλη ήταν πράγματι ένα μαγευτικό θέαμα. Το παλαιό Ριαζάν ευρίσκεται στην υψηλή δεξιά όχθη του ποταμού Όκα, σχεδόν κάτω από το στόμιο του Πρόνι, (κοντά στην σημερινή πόλη Σπασκ). Η πλευρά του Ριαζάν που έβλεπε στον ποταμό, (μήκους περίπου ενός χιλιομέτρου), ήταν ορατή από μακριά. Οι πήλινοι προμαχώνες, τα απομεινάρια των οποίων είναι ακόμη ορατά και φτάνουν σε μήκος το ενάμισι μίλι, είχαν συσσωρευθεί γύρω από την πόλη. Το ύψος τους κατά τη διάρκεια της εισβολής του Μπατού ήταν περισσότερο από επτά μέτρα. Συμπληρώθηκαν με ένα ξύλινο οχυρό τείχος, το οποίο εκτεινόταν κατά μήκος της κορυφής τους και απετελείτο από στενά συνδεδεμένες πολεμίστρες από ξύλο, γεμάτες χώμα. Πριν από το τείχος υπήρχε επίσης μια βαθιά τάφρος. Στην πλευρά του ποταμού Όκα, η πόλη διέθετε επιπλέον και φυσική προστασία – την απότομη κλίση μιας υψηλής και  απότομης, σχεδόν κάθετης  πλαγιάς.

Όπισθεν αυτών των ισχυρών αμυντικών έργων, μπορούσε κανείς να ιδεί δύο υψηλά λευκά κτήρια από πέτρα, τον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και εκείνον του Αγίου Βόριδος, να στέκονται επάνω σε ένα βράχο στις όχθες των δύο αντιθέτων άκρων της πόλεως. Κατασκευάσθηκαν με τετράγωνη μορφή, από ξύλο πλατάνου. Έξω από τους τοίχους τους ήταν διακοσμημένα με λευκούς λίθους και γλυπτά. Στο εσωτερικό τους ζωγραφίσθηκαν με ζωγραφική τοιχογραφία, τα δε δάπεδα των ναών ήσαν επενδεδυμένα με αστραφτερές πλάκες. Εκτός από αυτούς τους πέτρινους ναούς, υπήρχαν αρκετοί ξύλινοι ναοί στο Ριαζάν. Οι υψηλοί ναοί περιστοιχίζονταν από πολλούς συνοικισμούς ξυλίνων κατοικιών. Μέτρια ή μικρά σε μέγεθος (κάπως μεγαλύτερες από τη συνηθισμένη αγροτική υψηλή καλύβη των έξι μέτρων ύψους), αυτά τα σπίτια είχαν ξύλινες στέγες, και μιαν εστία στο κέντρο τους. Ορισμένα μάλιστα από τα σπίτια ήσαν κατά το ήμισυ πήλινα.

Το φθινόπωρο του 1237 η Μογγολική Ορδή υπό την ηγεσία του Μπατού Χαν εισέβαλε στο πριγκηπάτο του Ριαζάν. Ο πρίγκηψ του Ριαζάν, Γιούρι Ιγκόρεβιτς, εζήτησε βοήθεια από τον Γιούρι Βσεβολόντοβιτς, τον πρίγκηπα του Βλαντιμίρ, αλλά δεν έλαβε καμία.

Οι υπερπολυάριθμοι Μογγόλοι εισβολείς ενίκησαν την εμπροσθοφυλακή του στρατού του Ριαζάν στον ποταμό Βορονέζ και στις 16 Δεκεμβρίου του 1237 εξεκίνησαν την πολιορκία της πρωτευούσης του πριγκηπάτου (ο τόπος αυτός είναι τώρα γνωστός ως «Παλαιό Ριαζάν», και ευρίσκεται σε απόσταση περίπου 50 χιλιομέτρων από την σύγχρονη πόλη Ριαζάν. Οι κάτοικοι απέκρουσαν με περισσή γενναιότητα τις πρώτες σφοδρές επιθέσεις των βαρβάρων. Οι Μογγόλοι στην συνέχεια εχρησιμοποίησαν καταπέλτες για να καταστρέψουν τα οχυρά της πόλεως. Στις 21 Δεκεμβρίου, τα στρατεύματα του Μπατού εισέδυσαν  στα τείχη, λεηλάτησαν το Ριαζάν, σκότωσαν τον πρίγκιπα Γιούρι και την σύζυγό του, εξετέλεσαν σχεδόν όλους τους κατοίκους της πόλεως και κατέκαψαν την πόλη έως το έδαφος. «Αλλά ο Θεός έσωσε τον επίσκοπο, που ανεχώρησε την ίδια στιγμή που τα εχθρικά στρατεύματα εισέδυσαν στην πόλη».

Ο πληθυσμός του Ριαζάν κατά τον 13ον  αιώνα είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί επακριβώς. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή του Παλαιού Ριαζάν, το 1915 και το 1979, απεκάλυψαν 97 συντετριμμένα χωριστά κρανία στον χώρο της πρώην εκκλησίας και 143 σώματα σε διαφόρους μαζικούς τάφους. Προφανώς όλα τα θύματα κατέληξαν  με βίαιο θάνατο, εκτελεσθέντα κατά την διάρκεια της δηώσεως της πόλεως.

Ο συγγραφεύς του ρωσικού χρονικού περιγράφει τα επακόλουθα της μάχης με τις λέξεις «Δεν έμεινε κανείς για να θρηνήσει και να κλάψει». Η πόλη του Ριαζάν κατεστράφη ολοσχερώς και δεν ξανακτίστηκε ποτέ στην ίδια θέση. Μετά την καταστροφή του Ριαζάν, η ορδή του Μπατού Χαν συνέχισε την εισβολή της στο πριγκηπάτο του Βλαντιμίρ-Σουζντάλ.

«Η ιστορία της καταστροφής του Ριαζάν» (Повесть о разорении Рязани Батыем),  είναι ένα πρώιμο ρωσικό έργο για την εκπόρθηση και καταστροφή της πόλεως από τους Μογγόλους το 1237.

Όταν έλαβαν χώρα τα γεγονότα που περιγράφονται στην ιστορία, το πριγκηπάτο του Ριαζάν ήταν ένας αρκετά ευημερών συνοριακός οικισμός, οι κάτοικοι του οποίου ησχολούντο ενεργά με το εμπόριο που διεκινείτο στους ποταμούς Όκα και Βόλγα στην Ανατολή και στον ποταμό Ντον και στον Εύξεινο Πόντο προς Νότο. Τα αρχαιολογικά στοιχεία υποδηλώνουν ζωντανές εμπορικές σχέσεις μεταξύ του Βορείου Καυκάσου και των λαών της ακτής της Μαύρης Θαλάσσης. Οι κάτοικοι του Ριαζάν ήσαν ενεργητικοί και επιχειρηματικοί τυχοδιώκτες , η δε οριακή θέση του πριγκιπάτου του Ριαζάν με τους συνεχείς πολέμους προς τους λαούς της στέπας, τους έφερε την συνήθεια να κρατούν πάντοτε όπλα στα χέρια τους. Στα ημερολόγια των γειτονικών πριγκηπάτων που ήσαν  εχθρικά προς το Ριαζάν σημειώνονται ως έθιμα του λαού του Ριαζάν η «ξέφρενη ομιλία» και η «ανυπακοή». Η τοπική λογοτεχνία του Ριαζάν αποκαλεί τους ανταγωνιστές «κακούς», «μπάσταρδους», «δολοφόνους», αλλά και «πρόκληση, πρότυπο και ανατροφή του Ριαζάν».

Η αρχαιολογική έρευνα σημειώνει την ανάπτυξη ενός επιπέδου υψηλής παιδείας των κατοίκων του Ριαζάν (αυτό αποδεικνύεται από τις πολυάριθμες επιγραφές σε αντικείμενα καθημερινής χρήσεως και από τα υπολείμματα των βιβλιοδεσιών των αφθόνων βιβλίων) , καθώς και την εξαιρετική  εξάσκηση της χειροτεχνίας, κυρίως στα κοσμήματα. Στις στενές και καπνισμένες καλύβες του Ριαζάν εργάσθηκαν εξαίρετοι χρυσοχόοι, χαράκτες, σμαλτοποιοί και χαράκτες της πέτρας, που δημιούργησαν τον χαρακτηριστικό καλλιτεχνικό σταθερότυπο για το οποίο μας λέει «Η ιστορία της καταστροφής του Ριαζάν». Εδώ αστραφτοβολούσαν τα καλύτερα χρυσά ελάσματα, σε συνδυασμό με πολύχρωμα σμάλτα που είχαν φωτεινά χρώματα και με πολύτιμους λίθους που το παιχνίδι των συνδυασμών και των δεσιμάτων τους επέτρεπε στο φως να διεισδύσει στο κάτω μέρος της πέτρας και να φωτίζεται από το εσωτερικό της. Ιδιαίτερα περίφημα είναι τα χρυσά κοσμήματα του Ριαζάν, τα οποία ανευρέθησαν κατά λάθος το 1882 από έναν αγρότη ο οποίος όργωνε στην πόλη του Ριαζάν.

Αυτά τα κοσμήματα (σύμφωνα με μερικούς, γυναικεία στολίδια) είναι αναμφίβολα τοπικής παραγωγής : Οι ρωσικές επιγραφές ομιλούν γι’ αυτό, ακόμη δε και οι διάσπαρτες ελληνικές επιγραφές, αλλά με σφάλματα που χαρακτηρίζουν τους Ρώσους της εποχής. Όπως γράφει περί ενός των ευρημάτων στην περιοχή του παλαιού  Ριαζάν ο διάσημος Μπόρις Αλεξάντροβιτς Ρυμπακόφ , ο γλαφυρότατος ιστορικός ερευνητής της αρχαίας βιοτεχνίας : «Το σύνολο των κοσμημάτων του Παλαιού Ριαζάν πρέπει να θεωρηθεί πως ανήκει στην τελειότητα της κοσμηματικής τεχνολογίας. Ανάμεσα στις δώδεκα πέτρες, τοποθετημένες σε χρυσό, ο τεχνίτης ετοποθέτησε έναν ολόκληρο ανθισμένο κήπο με μικροσκοπικά χρυσά λουλούδια που φυτεύτηκαν σε σπειροειδή ελατήρια, σε τέσσερις ή πέντε στροφές, συγκολλημένα μόνο με το ένα άκρο στο πιάτο. Οι σπειροειδείς βόστρυχοι έγιναν από σύρμα χρυσού με ραβδώσεις. Τα άνθη έχουν πέντε προσεκτικά φτιαγμένα πέταλα, απεικονισμένα, σμιλεμένα και συγκολλημένα στον μίσχο. Σε ένα χώρο 0,25 τετραγωνικών μέτρων ιδείτε με την φαντασία σας τον τεχνίτη του Ριαζάν να φυτεύει από 7 έως 10 χρυσά άνθη που κλίνουν προς τους σπειροειδείς τους μίσχους, στο επίπεδο των πορφυρών πολυτίμων λίθων»

Το πριγκιπάτο είχε συχνά εμπλακεί σε μάχες με το γειτονικό πριγκηπάτο του Τσέρνιγκοφ και το πριγκηπάτο του Βλαντιμίρ, όμως κατά την στιγμή της εισβολής των Μογγόλων, οι σχέσεις τους ήταν σχετικά ειρηνικές. Το  Ριαζάν αναφέρεται για πρώτη φορά σε ένα χρονικό του 1096 σε σχέση με την κίνηση του πρίγκιπα Ολέγκ Γκορισλάβοβιτς στο Ριαζάν μετά την απόρριψη του στο Σμολένσκ. Η κυρίαρχη οικογένεια του Ριαζάν ξεκινά με τον μικρότερο αδερφό του Ολέγκ Γκορισλάβοβιτς, τον Γιαροσλάβ Σβιατοσλάβοβιτς του Τσέρνιγκοφ. Στην ουσία, ήταν ο ίδιος  ο  Σβιατοσλάβιτς του Τσέρνιγκοφ με τις ατελείωτες διαμάχες και ταυτόχρονα τις τολμηρές εκστρατείες κατά των Κουμάνων – Πολοβτσιανών, όλος απροθυμία να υποτάξει την πολιτική του σε μια «πανρωσική ιδέα» και, από την άλλη πλευρά, διενήργησε αποτελεσματικότατα  την απεγνωσμένη ρωσική αντίσταση στα «Κουμανικά πεδία», δηλαδή στην πλέον επικίνδυνη περιοχή των ρωσικών συνόρων.

Ως πρωτεύουσα πόλη των συνόρων, η πόλη του Ριαζάν ήταν μια από τις πρώτες που έπεσε θύμα και κατακτήθηκε από τον Μπατού Χαν (τον στρατιωτικό ηγέτη των Μογγόλων), ο οποίος ηγήθηκε ενός ενωμένου στρατού διαφόρων νομαδικών λαών των στεπών. Στα ρωσικά κείμενα ονομάζονταν Τάταροι – «τατάρ» Συμφώνως με αυτήν την στρατιωτική ιστορία και με διάφορα χρονικά ο Μπατού επετέθη στο Ριαζάν το 1237 και το εξεπόρθησε στις 21 Δεκεμβρίου.

Σημειωτέον ότι η εισβολή των ορδών του Μπατού ήταν μια τρομερή έκπληξη για το πριγκιπάτο του Ριαζάν εκείνη την εποχή, όταν φαίνεται πως έπαυσαν οι δυναστικές διαμάχες του Ριαζάν και εξομαλύνθηκαν οι σχέσεις του με το γειτονικό πριγκιπάτο του Βλαντιμίρ. Στην εξουσία του Ριαζάν κάθισε ο Γιούρι Ιγκόρεβιτς, ο οποίος (είχε φυλακιστεί για έξι χρόνια στο Βλαντιμίρ από τον άρχοντα Βσέβολοντ Γιούρεβιτς, αλλά από πολλού αφέθηκε από τον γιο του Γιούρι Βσεβολόντοβιτς. Ήταν καθαρός από κατηγορίες για ίντριγκες ενάντια στους νεαρούς πρίγκιπες του Ριαζάν και δεν παραβίασε καμία συμφωνία τα τελευταία χρόνια, διατηρώντας επιμελώς καλές σχέσεις με το γειτονικό πριγκηπάτο του Βλαντιμίρ. Αλλά ούτε οι άρχοντες του Βλαντιμίρ, ούτε εκείνοι του Τσερνίγκοφ ήρθαν να τον βοηθήσουν όταν τα ασιανά στρατεύματα του Μπατού έφθασαν στα σύνορα του ριαζανικού πριγκηπάτου. Ο Μπατού συνήντησε μόνον διάσπαρτη αντίσταση των ρωσικών πριγκηπάτων.

Η κατάσταση στη Ρωσία ήταν σχεδόν τραγική και τώρα οι συνέπειες του εγωπαθούς και συμφεροντικού, αντεθνικού και αντιφυλετικού διαχωρισμού ήσαν εκατό φορές πιο επώδυνες και σκληρές. Ισχυροί  πρίγκιπες της βορειοανατολικής Ρωσίας – Γιούρι Βσεβολόντοβιτς του Βλαντιμίρ, ο γιος του Μεγάλου Δούκα Βσέβολοντ, αναφέρεται ότι θα μπορούσε άνετα να διασχίσει τον Βόλγα με τα κουπιά, όμως δεν εισήκουσε τις  παρακλητικές  προσκλήσεις των πριγκήπων του Ριαζάν και  δεν πήγε σε βοήθειά τους.

Οι ανατολικοί κίτρινοι μογγολικοί και υβριδικοί τουρανικοί λαοί, ενωμένοι υπό την κυριαρχία του Μπατού και γνωστοί στα αρχαία ρωσικά μνημεία, όπου ονομάζονται «Τάταροι», επέρασαν από την Ρωσία ωσάν μια φοβερή χιονοστιβάδα και δεν υπήρχε κανένας του οποίου να δεχθούν την  έγκαιρη  έκκληση για παύση των συγκρούσεων. Αυτές οι εκκλήσεις ακούσθηκαν και πάλιν αργότερα, εν συνεχεία δε αποτυπώθηκαν ως λυρικοί στίχοι ως «Λόγοι» στην «Ζαντότσινα» («Γη πέρα από τον Ντον» που περιγράφει την νικηφόρο μάχη κατά τον Μογγόλων στο Κουλίκοβο) και στην θρηνητική «Ιστορία της σφαγής του Μαμάγιεφ».

Σχετικώς με την αφανιστική καταστροφή του Ριαζάν δημιουργήθηκε ένα έργο το οποίον κατηγορεί τους άρχοντες για την «αμηχανία» και απραξία τους, (με φράσεις όπου μετριάζονται οι αρετές και οι έπαινοί τους), αλλά συνάμα παρουσιάζεται  και όλο το παρελθόν της γης του Ριαζάν. Η  σχεδόν δημοσιογραφική – ιστοριογραφική  αφήγηση, αναμειγνύεται με την κραυγή των πολυαρίθμων θυμάτων της μογγολικής κτηνωδίας. Αλλά ποτέ πριν, καμία εργασία στην βιβλιογραφία δεν πληρούται με τέτοια πίστη στην ηθική δύναμη των ρωσικών στρατευμάτων, στην τόλμη, το θάρρος, το σθένος και την αφοσίωσή τους προς την Πατρίδα. Το έργο εδημιουργήθη στην τέφρα της συμφοράς, διετήρησεν όμως αυτό το υπέροχο μεγαλειώδες ύφος και την ολοκάθαρη ακρίβεια της αριστοτεχνικής λεπτομερούς αφηγήσεως, όπου αναγνωρίζεται όχι μόνον το προσωπικό εκφραστικό ταλέντο των δημιουργών του, αλλά και η εγκόλπωσή του στην πλέον εκφραστική καλλιτεχνική δεινότητα του ρωσικού έθνους.

Από την λογοτεχνία του Ριαζάν σώζεται μόνον ένα μνημείο – είναι ένα είδος συλλογής, που συγκεντρώθηκε και συμπληρώθηκε σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στην μικρή πόλη Ζαράζκ του Ριαζάν. Εδώ, ως μέρος αυτού του συνόλου, που επανειλημμένως επανεγράφη κατά την διάρκεια των αιώνων και εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ρωσία, η ιστορία της καταστροφής του Ριαζάν από τον κτηνώδη βάρβαρο Μπατού έφθασε σε εμάς ως ένα από τα καλύτερα έργα της αρχαίας ρωσικής λογοτεχνίας. Αυτή η «Παραμυθία της ερειπώσεως του Ριαζάν από τον Μπατού», επανεγράφη και φροντίσθηκε ιδιαιτέρως από το ρωσικόν έθνος για τουλάχιστον τέσσαρες αιώνες, σε κάθε σημείο της συνθέσεώς της. Μαζί του, υπέστη όλες τις αλλαγές στη σύνθεσή της και απέκτησε προφανώς την τελική της μορφή, στην οποίαν είναι γνωστή από τους καταλόγους του 16ου  και 17ου  αιώνος, στις δύο κύριες εκδόσεις της. Εδώ παρατίθεται συνοπτικώς το περιεχόμενο αυτού του ρωσικού «επικοθρησκευτικού κύκλου».

Η στρατιωτική ιστορία που αποτελεί την βάση της γνώσεώς μας για την τραγωδία του Ριαζάν επέζησε σε αρκετές εκδοχές του δεκάτου έκτου και του δεκάτου εβδόμου αιώνος και θεωρείται ότι αποτελεί μέρος μιας μικτής ομάδος κειμένων που συνετάχθη και αναθεωρήθηκε από τον κλήρο της Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου του Ζαράζκ. Σύμφωνα με το θρύλο, η εκκλησία βρίσκεται στο σημείο όπου αυτοκτόνησε η πριγκίπισσα Ευπραξία. Δεδομένης της συμπαγούς και ψυχρής μορφής της στρατιωτικής ιστορίας, η μεταγενέστερη έκδοσή της Καταλήψεως του Ριαζάν από τον Μπατού   είναι ένας φανταστικός απολογισμός με κάποιες ιστορικές ανακρίβειες που υποδηλώνουν ότι η ιστορία συνετάχθη μερικές φορές μετά από τα περιγραφόμενα γεγονότα και στην συνέχεια την επεξεργάσθηκαν περαιτέρω. Η ανίχνευση της προελεύσεώς της, η ανάλυση των κειμένων και η χρονολόγηση των διαφόρων εκδόσεών της έχουν επιλυθεί οριστικώς από μελετητές της σοβιετικής περιόδου.  Αρχικώς, ήταν μέρος ενός κύκλου αφιερωμένου στην εικόνα του Αγίου Νικολάου του Ζαράζκ . Αυτός ο κύκλος περιελάμβανε διάφορα τμήματα αφηγήσεων  ή παραμύθια, το καθένα με διαφορετική θεματική έμφαση. Έχουσα απορροφήσει λεπτομέρειες από αυτά τα ποικίλα μέρη, μια πιο δημοφιλής εκδοχή – μια στρατιωτική ιστορία – εξακολούθησε ευλόγως να εκδηλώνει υφολογική και  θεματική ετερογένεια.

Η ιστορία του Αγίου Νικολάου του Ζαράζκ (το 1225) και η ιστορία της καταρρεύσεως του Ριαζάν κατά την πολιορκία και επίθεση του Μπατού (το 1237) στις προηγούμενες εκδόσεις των χειρογράφων μορφών χρονολογούνται  στο δεύτερο τρίτο του δεκάτου έκτου αιώνος. Για πρώτη φορά, το βιβλίο «Η καταγωγή της Καταλήψεως του Ριαζάν από τον Μπατού» δημοσιεύθηκε από τον Ζαχάρωφ το 1841. Βασίστηκε στην εκδοχή του τέλους του δεκάτου έκτου αιώνος. Ολόκληρος ο κύκλος εδημοσιεύθη από τον τρόφιμο τον Γκουλάγκ, μεγάλο μεσαιωνιστή ιστορικό και γλωσσολόγο Ντιμίτρι Σεργκέγιεβιτς Λιχάτσεφ, το 1947. Στην μελέτη του, ο Λιχάτσεφ  χρονολογεί, αναλύει και ταξινομεί 34 παραλλαγές της ιστορίας του Ριαζάν που χρονολογούνται από τον δέκατο έκτο έως και τον δέκατο όγδοο αιώνα. Ο πρώτος κύκλος-παραλλαγή της ιστορίας του Αγίου Νικολάου του Ζαράζσκ, που επιβιώνει στις πρώτες χρονολογίες, επικεντρώνεται στην εικονική εικόνα του Άγιου Νικολάου.

Το θέμα της μεταφοράς των ιερών αντικειμένων (σταυροί, εικόνες, λείψανα) ήταν πολύ συνηθισμένο στην μεσαιωνική λογοτεχνία. Μετά την τοποθέτηση της εικόνας στο Ριαζάν, άρχισε η εισβολή των Μογγόλων που περιγράφεται στη δεύτερη ιστορία. Η δεύτερη ιστορία αφορούσε στις αρχικές ανεπιτυχείς διαπραγματεύσεις, στην μάχη και στην συνέχεια στην λεηλασία του Ριαζάν και τέλος την επιστροφή του πρίγκηπος Ιγκόρ στην κατεστραμμένη πατρίδα του. Το τελευταίο μέρος το Εγκώμιον του Πριγκηπικού Οίκου του Ριαζάν περιελάμβανε ένα μακρό θρήνο, που προσετέθη πολύ αργότερον και έναν πανηγυρικό προτρεπτικό λόγο  προς τους πρίγκηπες του Ριαζάν. Το τελευταίο μέρος του κειμένου ήταν το «οικογενειακό δένδρο» των «κατόχων» – «υπηρετών» της εικόνος του Αγίου Νικολάου.

Η ιστορία του Αγίου Νικολάου του Ζαράζκ: Στο 6733, (βιβλική χρονομέτρηση του 1225), με το Μεγάλο Δούκα του Βλαντιμίρ Γκεόργκι Βσεβολόντοβιτς, τον Μεγάλο Δούκα Γιαροσλάβ του Νόβγκοροντ, τον γιο του, Αλέξανδρο Νέφσκι και τον Μεγάλο Πρίγκιπα του  Ριαζάν Γιούρι Ιγκόρεβιτς ενετάλη η μεταφορά της θαυματουργής εικόνος του Αγίου Νικολάου από την περίφημη πόλη της Κορσούμ (Χερσώνος), στην γη του Ριαζάν, στον ευσεβή πρίγκηπα Φεντόρ Γιούρεβιτς Ριαζάνσκυ. Αυτό η σύντομη προεξαγγελία ξεκινά την πρώτη ιστορία της συνθέσεως του Ριαζάν λέγοντας πως έγινε η μεταφορά αυτή. Τοπογραφικώς ακριβής, ανέφερε στην συνέχεια ότι, στο Κορσούμ όπου υπήρχε αυτό το εικονίδιο, ευρίσκετο στο κέντρο της πόλεως, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Ιακώβου, στην οποία  κάποτε εβαπτίσθη ο πρίγκηψ  Βλαντιμίρ Σβιατοσλάβιτς, ο Α’. πίσω από τον βωμό, σε ένα μεγάλο «πορφυρό» θάλαμο, όπου ευρίσκοντο οι Έλληνες βασιλείς Βασίλειος και Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, ο οποίος έδωσε ως σύζυγο στον Βλαντιμίρ την αδελφή του Άννα. Η ιστορία αναφέρει τις λεπτομέρειες του βαπτίσματος του Βλαντιμίρ : Ο επίσκοπος Αναστάσιος του Κορσούν (της Χερσώνος) και οι ιερείς του εν χορώ, τον εβάπτισαν εμπρός στην βασίλισσα Άννα. Πριν από το βάπτισμα, ο Βλαντιμίρ προσήλθε τυφλός και ανέλαβε πάλιν την όρασή του στο βάπτισμα.

Στην συνέχεια η ιστορία πηγαίνει κατευθείαν στο θέμα της «μεταφοράς» της εικόνος του Αγίου Νικολάου. Μετεφέρθη από τον «υπηρέτη» της εικόνος Ευστάθιο της Χερσώνος, υπό την επιρροή του ιδίου του Αγίου  Νικολάου, ο οποίος εμφανίσθηκε στο όνειρό του. Τρεις φορές εμφανίσθηκε στο όνειρο του Ευσταθίου ο Άγιος Νικόλαος, απαιτών να πάρει την σύζυγό του, ένα του  γιο και έναν από τους κληρικούς, μαζί δε με την εικόνα, να προχωρήσει σε ένα μακρύ ταξίδι στην γη του Ριαζάν. Την τελευταία, την τρίτη φορά, ο Άγιος Νικόλαος φάνηκε στον Ευστάθιο, «πατώντας τον στις πλευρές του». Όμως, ο Ευστάθιος δεν τολμούσε να πάει σε μιαν άγνωστη χώρα και μόνον αφού ο Άγιος του έστειλε τύφλωση και την «κύρια ασθένεια» («της κεφαλής») του, έδωσε την υπόσχεση πως θα πάει και θεραπεύθηκε αμέσως.

Στον δρόμο για το Ριαζάν κατευθύνει τον Ευστάθιο ο ίδιος ο Άγιος Νικόλαος. Απαγορεύει στον Ευστάθιο να μεταβεί από τον συνηθισμένο τρόπο, κατευθείαν μέσα από το έδαφος των Κουμάνων, αλλά του δείχνει ένα άλλο, ασφαλές μονοπάτι – γύρω από την Ευρώπη. Ο Ευστάθιος πήγε αρχικώς στο στόμιο του Δνειπέρου ποταμού, όπου, προφανώς, ευρίσκετο  το μεγαλύτερο ναυσιπλοϊκό λιμάνι, από εκεί δε  με το πλοίο πλέει στην Βαράγγια θάλασσα και φθάνει στην πόλη Κες (τώρα Κέσις) ή οδηγείται τελικώς στην Ρίγα. Τόσον η Ρίγα όσον και το Κες ήσαν γνωστά στην αρχαία Ρωσία ως μεγάλα κέντρα του ρωσικού εμπορίου με τις χώρες της Βαλτικής : Η εμπορική διαδρομή διήρχετο από την Ρίγα στο Πολότσκ και μέσω του Κες στο Πσκόφ.

Από εκεί, από το Κες ή την Ρίγα, ο Ευστάθιος  παίρνει τον «ξηρό δρόμο» για το Νόβγκοροντ, όπου παραμένει για πολλές ημέρες. Το Νόβγκοροντ άρεσε πάρα πολύ στην σύζυγό του Ευσταθίου, που ήθελε να παραμείνει σε αυτό για πάντα, αλλά αρχικώς το απέκρυψε από τον σύζυγό της. Όμως ο Άγιος Νικόλαος επιδεικνύει και εδώ την επιμονή του: Κτυπημένη από ξαφνική ασθένεια, η γυναίκα ανακάμπτει μόνον μετά από μια θερμή προσευχή του Ευσταθίου στον Άγιο Νικόλαο και συνεχίζει το ταξίδι με τον σύζυγό της.

Μετά από ένα τόσον μακρύ ταξίδι, ο Ευστάθιος με την εικόνα και την οικογένειά του φτάνει τελικώς στην γη του Ριαζάν και εδώ, ήδη στο τέρμα του, περιπίπτει σε μια νέα αμφιβολία: Πού να πάει ώστε να «εύρει την ειρήνη εντός του». Αλλά ο Άγιος Νικόλαος και αυτήν την φορά είναι αρωγός του προς το καλύτερο. Εμφανίζεται σε ένα όνειρο του Πρίγκηπος του Ριαζάν Φιοντόρ και τον διατάζει να προχωρήσει προς την εικόνα, υποσχόμενος «την βασιλεία του ουρανού» σε αυτόν, στην σύζυγό του και στον γιό του. Ο πρίγκηψ Φιοντόρ, ο οποίος δεν ήταν τότε παντρεμένος και δεν είχε παιδιά, ήταν μπερδεμένος. Είπε: «Ποτέ δεν θέλω να συνδυαστεί με τις πράξεις μου ένας  γάμος, ούτε το έμβρυο μιας μήτρας», αλλά επροχώρησε υπάκουα και προσεκτικά και εν τέλει συνήντησε πανηγυρικώς την εικόνα. Ο πατέρας του Φιοντόρ, ο πρίγκηψ Γιούρι, έχοντας ακούσει για το περιστατικό, πηγαίνει στην περιοχή στον γιο του μαζί με τον επίσκοπο του Ριαζάν Ευφρόσυνο και κτίζει ναό στο όνομα του Αγίου Νικολάου της Χερσώνος. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Φιοντόρ Γιούρεβιτς νυμφεύεται, λαμβάνοντας ως σύζυγό του την Ευπραξία, από την βασιλική οικογένεια, η οποία θα γεννήσει τον γιό του, Ιβάν Πόστνικ.

Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις για αυτό το μέρος της πρώτης ιστορίας. Η παλαιοτέρα ανήκει στον συγγραφέα μιας νέας επεξεργασίας του «κώδικος» (του πρώτου ημίσεως του 17ου  αιώνος): «Σχετικώς προς  τις ίδιες ένδοξες αψίδες και τα σημεία και την μετάβαση από τόπου σε τόπο, από χώρα σε χώρα και από δοξολογία σε δοξολογία, αποτυπώνεται  η θεία γραφή σε διάφορες ιστορίες και αφηγήσεις για ιερές εικόνες  …» (κατάλογος της Βιβλιοθήκης της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, δελτίον 38.4.40). Παραθέτων τον τότε ίσως πληρέστερο κατάλογο όλων των αφηγήσεων στο ίδιο πεδίο – αυτό της μεταφοράς ιερών κειμηλίων από τόπου σε τόπο – ο συγγραφεύς αυτής της αναθεωρήσεως του συνόλου των αφηγήσεων του Ριαζάν θεωρεί την εν λόγω ιστορία του «ως παράδειγμα της Παραδοσιακής καταστάσεως της ζωής, η οποία διάγεται πάντα εν όψει της Θείας Τιμωρίας»

Ως παράδειγμα παραδοσιακής πλοκής μιας «οδοιπορίας», ενός ιδιάζοντος ηρωικού – μαγικοθρησκευτικού οδοιπορικού, αυτήν την φορά, εξήτασαν αυτήν την αφήγηση, χωρίς να προβούν σε καμία άμεσο συσχέτισή της με την ιστορία και με την πραγματικότητα, οι εκπρόσωποι της συγκριτικής σχολής της λογοτεχνικής κριτικής. Ωστόσον, σε αυτήν την ιστορία για την «θαυματουργή» μεταφορά της εικόνος, υπάρχει περισσότερη αλήθεια στην ζωή απ’ ότι φαίνεται με την πρώτη ματιά. Με την μορφήν ενός «θαύματος», η αφήγηση είναι προικισμένη με ένα ζωτικό και συνάμα ζείδωρο, πραγματικό ιστορικό περιεχόμενο. Και μακράν του να είναι τυχαίες, υπάρχουν πάρα  πολλές λεπτομέρειες σε αυτήν. Γιατί, στην πραγματικότητα, οδήγησε τόσο σκληρά ο Άγιος Νικόλαος  τον πιστό «δούλο» του με την εικόνα του από το Κορσούν και γιατί επέλεξε το Ριαζάν για νέα του διαμονή;

Ο Ευστάθιος βεβαίως δεν καθοδηγήθηκε από τον Άγιο. Οι τουρκοτουρανικής προελεύσεως  Κουμάνοι – Πολοβτσιανοί  ευρίσκοντο σε αυξημένη κινητικότητα μετά την μάχη του  Καλκά, φοβισμένοι από την κίνηση των ορδών Μογγόλων-Τατάρων, οι οποίοι γέμισαν τις στέπες της Μαύρης Θάλασσας και απέκοψαν το Κορσούν από τον βορρά. Θυμηθείτε ότι το ταξίδι του Ευσταθίου σχετίζεται κατά την αφήγηση με το «τρίτο θέρος μετά την σφαγή του Καλκά» και ότι ο Άγιος Νικόλαος «απαγορεύει» στον Ευστάθιο να περάσει από τις επικίνδυνες στέπες των Κουμάνων. Δεν ήταν καθόλου τυχαίο ότι το Ριαζάν επιλέχθηκε για τη νέα, ασφαλεστέρα θέση του «προστάτη» του εμπορίου Αγίου Νικολάου. Οι σχέσεις του Ριαζάν με τον Βόρειο Καύκασο και την ακτή της Μαύρης Θαλάσσης μπορούν να εντοπιστούν ήδη από πολύ καιρό. Πολύ πριν από την εμφάνιση του ιδίου του Ριαζάν, υπήρχαν συνδέσεις με τη Βόρειο Μαύρη Θάλασσα. Το 1926, ο αρχαιολόγος Βασίλη Γκοροτζόφ ανεκάλυψε ένα χάλκινο νόμισμα του βασιλέως του Βοσπόρου Σαυρομάτου του Δ’ στην πόλη του Παλαιού Ριαζάν.

Κάποια άλλα νομίσματα, που «μιλούν» για τις ίδιες συνδέσεις με τη Βόρειο περιοχή του Ευξείνου Πόντου, ευρέθησαν από έναν άλλο αρχαιολόγο, τον Ανατόλι Βασίλιεβιτς Φεντόροφ. Προφανώς, στο έδαφος του μέλλοντος Ριαζάν μέσω της περιοχής του Βορείου Ευξείνου Πόντου εισέδυσε η ρωμαϊκή σπάθη. Τέλος, η πέτρινη αρχιτεκτονική του Ριαζάν μας οδηγεί επανειλημμένως να εννοήσουμε τους ίδιους δεσμούς και με τον Καύκασο. Οι στενοί δεσμοί του Ριαζάν με την περιοχή της Μαύρης Θαλάσσης καθορίζονται από την συμπερίληψη του Τμουταρακάν ή Τμουτορακάν (σημερινή περιοχή Ταμάν), του Τσερνίχιβ και του Μουρόμ – Ριαζάν στην κοινή κατοχή του άρχοντος Σβιατοσλάβ Γιαροσλάβιτς, οπότε βλέπουμε το αντίθετο φαινόμενο: Πάρα πολλά απομεινάρια κεραμικής τύπου Ριαζάν ανευρέθησαν από τον Γκοροτζόφ στο Κουμπάν και μέσα στο αρχαίο πριγκηπάτο του Τμουταρακάν. Ωστόσον, κατά το πρώτο ήμισυ του 13ου  αιώνος αυτοί οι αρχαίοι δεσμοί ήσαν τόσον αδύναμοι, που δικαίως ο Ευστάθιος μπορούσε να αναφερθεί στην άγνοιά του για την γη του Ριαζάν.

Ο Λιχάτσεφ εξηγεί αυτό το πρώτο «θρησκευτικό» μέρος  ως παλαιότερο παραδοσιακό τύπο της ιστορίας που ερμηνεύει κάθε γεγονός ως πρόβλεψη κάποιων επερχομένων καταστροφών, οπότε η καταστροφή του Ριαζάν είναι η θεϊκή τιμωρία, η «θεϊκή κύρωση» («казний божиею»). Αυτή ήταν, συμφώνως προς τον μεσαιωνικό γραφέα, μια τυπική αιτιότης πολλών ανθρωπίνων δεινών, λόγω ελλείψεως πίστεως.

Η εικών του Αγίου μετεφέρθη στην Κολόμνα το 1513, όπου κατά μαρτυρίες πολλών έκανε κάποια πραγματικά θαύματα.

Η καθαυτήν ιστορία της καταλήψεως του Ριαζάν από τον Μπατού : Η κυρία  ιστορία ξεκινάει ως μια χρονική καταχώρηση: «Μέσα σε δώδεκα χρόνια μετά την προσθήκη της θαυματουργής εικόνας του Αγίου Νικολάου από την Χερσώνα, ο άθεος αυτοκράτωρ Μπατού εισέβαλε στη Ρωσική γη με ένα μεγάλο πλήθος των Τατάρων πολεμιστών του και εγκατέστησε ένα στρατόπεδο τον ποταμό Βορονέζ  κοντά στο πριγκιπάτο του Ριαζάν. Κατόπιν  μαθαίνουμε για την αδιαφορία και  προδοσία του Ριαζάν από τους γείτονές του. Αυτό είναι σημαντικό, διότι επισημαίνει το θέμα της εμμονικής διαστάσεως  μεταξύ των Ρώσων πριγκήπων, ως την κατ’ εξοχήν πηγή πολλών κακών και ατυχημάτων της Ρωσίας. Ο πρίγκηψ του Ριαζάν  Γιούρι Ιγκόρεβιτς καλεί σε συνέλευση τους άρχοντες. Μετά από μια λεπτομερή ιστορική έρευνα, αυτή η συνάντηση θα ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί : Το συμβούλιο περιελάμβανε τον πρίγκηπα Βσέβολοντ ο οποίος δεν μπορούσε να είναι παρών, ως ήδη νεκρός. Ενδεχομένως, σε μια προσπάθεια να απλοποιηθεί αφηγηματικώς και διδακτικώς η ιστορία όλοι οι πρίγκηπες έγιναν αδερφοί.

Ο μεγάλος πρίγκηψ Γιούρι Ιγκόρεβιτς στέλνει στον δόλιο Μπατού τον γιο του Φεντόρ Γιούρεβιτς με δώρα ικεσίας. Ο ανελέητος Μπατού δέχεται τα δώρα και δίδει μια ψευδή υπόσχεση πως δεν θα εισβάλει στο Ριαζάν. Όμως η λαγνεία του Μπατού τροφοδοτείται από την Βυζαντινού ευγενούς αίματος πανέμορφη γυναίκα του Πρίγκηπος Φεντόρ, οπότε ο Μογγόλος Χαν απαιτεί για τον εαυτό του αυτήν και άλλες παλλακίδες από τις κυρίαρχες αριστοκρατικές οικογένειες του Ριαζάν. Εξαντλημένος από την υπερήφανη άρνηση του Φεντόρ, καταδικάζει τον πρίγκηπα και την ακολουθία του σε θάνατο. Ένας μόνον επεβίωσε για να ειπεί την θλιβερή ιστορία στην σύζυγο του Φεντόρ Ευπραξία.

Το 6745 (βιβλική απόδοση 1237), ο πρίγκηψ του Ριαζάν Φεντόρ Γιούρεβιτς σκοτώθηκε στον καταυλισμό των Μογγόλων στον ποταμό Βορονέζ. Με την αγγελία του θανάτου του συζύγου της, η πριγκίπισσα Ευπραξία έπεσε με το γιο της από τον «υπεράνω ναό» (σε μερικές συνεκδοχές αναφέρεται – «από τον πύργο») «στο μέσον της γης» και «μολύνθηκε» (επλήγη) από τον θάνατο. «Και ο μεγάλος θαυματουργός Νικόλαος του Ζαράζκ, άφησε να «μολυνθούν με θάνατο», η ευλογημένη πριγκίπισσα Ευπραξία και ο γιος της πρίγκηψ Ιβάν, μολύνθηκαν δε με την «σπορά της ενοχής».

Ασφυκτιώσα λοιπόν η γενναία Ευπραξία από θλίψη έρριψε τον εαυτό της από το παράθυρο με το παιδί στην αγκαλιά της. Ο μεγάλος πρίγκηψ Γιούρι Ιγκόρεβιτς προετοιμάζεται για την μάχη, η οποία λαμβάνει χώρα στα σύνορα του πριγκηπάτου. Οι ολιγάριθμοι  Ρώσοι πολεμιστές αγωνίσθηκαν αποτελεσματικά και  γενναία, αλλά εν τέλει λόγω του τεραστίου εχθρικού πλήθους (συνολικώς περί τους 130.000 άνδρες) έχασαν την μάχη. Πολλοί που συνελήφθησαν αιχμάλωτοι ως τραυματίες είχαν μαρτυρικούς θανάτους. Ο καταραμένος Μπατού καταστρέφει ανηλεώς την ανυπεράσπιστη πλέον πόλη και εξοντώνει  όλους τους κατοίκους της.

Ένα μικρό απόσπασμα μαχητών από το Τσέρνιγκοφ,  με επικεφαλής τον Ευπάθιο Κολοβράτ, φθάνει στο Ριαζάν μετά το πέρας της μάχης. Ενεργών με εμπαθή θλίψη και οργή ο Ευπάθιος ξεκινά μιαν άνιση μάχη και  κατορθώνει να υπονομεύσει σημαντικά τον στρατό του Χαν εξοντώνοντας πολυαρίθμους Τατάρους, με ακραίον ηρωισμό, υπεράνθρωπη δύναμη και ηράκλειο αντοχή. Η ιστορία για τη γενναιότητα του Ευπαθίου Κολοβράτ και η μονομαχία του με τον Τάταρο πρωταθλητή πολεμιστή Χοστοβρούλ προσθέτουν ένα επικό ύφος που χαρίζει  στην ιστορία τα ωραιότερα επικά  χαρακτηριστικά στην ρωσική γλώσσα. Τελικώς ο Ευπάθιος σκοτώνεται. Ο Μπατού έχει εκπλαγεί με την γενναιότητα των πολεμιστών του Ευπαθίου και τιμά το νεκρό του σώμα, απελευθερώνων τους κρατουμένους Ριαζανίτες. Το εν λόγω μέρος της ιστορίας γράφεται σε ζωηρό ύφος, χρησιμοποιώντας την φρασεολογία των παλαιών ρωσικών στρατιωτικών ιστοριών. Ο πρίγκηψ Ιγκόρ Ιγκόρεβιτς (αδελφός του Μεγάλου Πρίγκηπος Γιούρι Ιγκόρεβιτς του Ριαζάν) επιστρέφει από το Τσέρνιγκοφ όπου ευρίσκετο ως επισκέπτης στους συγγενείς του, κατά την καταστροφή του Ριαζάν. Βρίσκει την πατρίδα του σε ερείπια, ψάχνει μέσα στα σώματα για να βρει όλους τους συγγενείς του και είναι όλοι τους νεκροί. Πέφτει στο έδαφος και θρηνεί σπαρακτικά. Αφού μνημονεύσει τους νεκρούς, θα  ξανακτίσει την πόλη και θα αποκαταστήσει την γη του Ριαζάν. Η ιστορία τελειώνει όταν αναλαμβάνει τον θρόνο του τραγικού Ριαζάν.

Παρά το γεγονός ότι διάφορα μεμονωμένα έργα του «Επικού κύκλου Ριαζάν» εδημιουργήθησαν από διαφορετικούς συγγραφείς και σε διαφορετικούς χρόνους, καλλιτεχνικώς είναι αδιαχώριστα. Με μια διαφορά στα λογοτεχνικά ύφη στα οποία είναι γραμμένα, διατηρούν την ενοποιημένη ινδοευρωπαϊκή και όχι μόνον ρωσική, επική αντίληψη των γεγονότων – αντίληψη μνημειώδη, τρομερά και μοιραία. Η πρώτη ιστορία του κύκλου- η μεταφορά της εικόνος του Αγίου Νικολάου  από το Κορσούν (την Χερσώνα) γεμίζει τον Λαό με έντονη ανησυχία για τον επικείμενο κίνδυνο, έναν κίνδυνο για ολόκληρη τη ρωσική γη. Είναι ωσάν να αντιμετωπίζουμε το μέλλον. Η κεντρική ιστορία – για την καταστροφή του Ριαζάν – δεν έχει επίσης μόνον έναν τοπικό χαρακτήρα. Προσλαμβάνει και παριστά την εισβολή του Μπατού, ως αλλόφυλη και βαρβαρική εισβολή σε ολόκληρη την Αγία Ρωσική γη. Το Ριαζάν είναι μόνον ένα τμήμα της ρωσικής γης. Αποτελεί κεντρικό στοιχείο του κύκλου, διότι τα γεγονότα που απεικονίζονται σε αυτό είναι το αποκορύφωμα της ρωσικής ιστορίας.

Αυτή η τεράστια καταστροφή, ο αφανισμός του είναι η φρικτή και αιματηρή τιμή που καταβάλλεται για την έλλειψη ενότητος από τους ομοεθνείς και ομοφύλους Ρώσους πρίγκιπες, για τις διαμάχες τους και την «μη συνδρομή», την αδιαφορία του ενός προς τον άλλον. Ο «Έπαινος στην οικογένεια των πριγκήπων του Ριαζάν» είναι έπαινος για το ένδοξο και λαμπρό παρελθόν, την πρώην δύναμη και την ευημερία όχι μόνον του Ριαζάν, αλλά ολόκληρης της ρωσικής γης. Αλλά αυτός ο έπαινος στο παρελθόν είναι ταυτοχρόνως δυσβάστακτο πένθος για το παρελθόν, που κραυγάζει σπαρακτικά για ότι συνέβη και δηλώνει εμφατικά την εκτίμησή του και την ανησυχία του για το μέλλον της Πατρίδας. Έτσι, η κεντρική ιστορία του κύκλου Ριαζάν – «Η ιστορία της εκπόρθησης του Ριαζάν από τον Μπατού» – εκπόρθησης που συνέβη σαν σήμερα στις 21 Δεκεμβρίου του 1237 δίνεται είναι ένα μέρος των έργων  τα οποία βοηθούν στην κατανόηση της σημασίας των ιστορικών γεγονότων της αλλόφυλης βαρβαρικής εισβολής και των δαιμονικών αποτελεσμάτων της.

Α. Κωνσταντίνου

Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/h-moggolikh-katastrofh-tou-riazan#ixzz5aJbWEfws

Exit mobile version