Ο Αντίοχος-Γεράσιμος Ευαγγελάτος ήταν μουσουργός και αρχιμουσικός. Εγεννήθη σαν σήμερα, στις 23 Δεκεμβρίου του έτους 1902.
Ήταν υιός του δημοδιδάσκαλου Διονυσίου Ευαγγελάτου και της Μαργέτας Λιβιεράτου. Υπήρξε τελειόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και διπλωματούχος του κρατικού Ωδείου της Λειψίας. Δεκαεννεάχρονος μετέβη στην Γερμανία γιά να συνεχίσει τις νομικές του σπουδές. Γρήγορα όμως αφοσιώθηκε αποκλειστικώς στην μουσική. Έτσι, σπουδάζων έως τά 25 του χρόνια ανώτερα θεωρητικά μουσικής στο Κρατικό Ωδείο τής Λειψίας, είχε επίσης σπουδάσει Φιλοσοφία και Ιστορία της τέχνης στο Πανεπιστήμιον της Λειψίας.
Ήταν μαθητής του μεγάλου Αυστριακού αρχιμουσικού Paul Felix Weingartner von Münzberg στην Βασιλεία της Ελβετίας, ενώ αργότερον συνεπλήρωσε αρτίως τις μουσικές σπουδές του στην Βιέννη και στην Βασιλεία. Η πρώτη του συμφωνία εξετελέσθη στην Βιέννη το 1930 με διευθυντή ορχήστρας τον Δημήτρη Μητρόπουλο. Την άλλη χρονιά, στην Ελβετία, εμφανίζεται πρώτην φορά και ως διευθυντής ορχήστρας. Επιστρέφων το 1932 στην Αθήνα, διευθύνει την συμφωνική ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών στα «Ολύμπια», με πρόγραμμα που περιελάμβανε δικά του και ξένα έργα.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ανέλαβε καθηγητής και στην συνέχεια καλλιτεχνικός διευθυντής του «Ελληνικού Ωδείου» στην μακρά περίοδο 1933-1974. Ήταν Αρχιμουσικός της «Εθνικής Λυρικής Σκηνής» επίσης στην μακρά περίοδο από το 1940 μέχρι το 1972 και ακόμη Μουσικός Διευθυντής του «Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας» (1954-1959). Θεωρείται ο δημιουργός του «Τρίτου Προγράμματος» της σημερινής ΕΡΤ.
Στα πάμπολλα μουσικά έργα που συνέθεσε, παρείχε έναν επιτυχή συνδυασμό των παραδοσιακών μορφών με τη νεοτονικότητα και τον εθνικό μας χαρακτήρα. Σε αυτά περιλαμβάνονται πολλές συνθέσεις συμφωνικών έργων, μουσικής δωματίου, καθώς και σκηνική μουσική για αρχαίες τραγωδίες. Ειδικότερον : «Εισαγωγή σ’ ένα δράμα» (έργο γιά μεγάλη συμφωνική ορχήστρα), τα «Ακρογιάλια καί βουνά της Αττικής» (ηχητική απεικόνιση φυσιολατρικών συναισθημάτων καί καταστάσεων), οι «Παραλλαγές καί φούγκα» (βασισμένο στην πασίγνωστη μελωδία του ηρωικού κλέφτικου τραγουδιού «Σαράντα παλικάρια από την Λειβαδιά»), «Η Λυγερή κι ο Χάρος» (συμφωνική μπαλάντα γιά μία φωνή και ορχήστρα, βασισμένη στο ομότιτλο δημοτικό τραγούδι), η «Σουίτα» (βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών), το «Κοντσέρτο γιά πιάνο και ορχήστρα», η «Βυζαντινή μελωδία», το «Επιτύμβιο», μουσική σκηνής (γιά τους «Πέρσες» του Αισχύλου, τήν «Ηλέκτρα» του Σοφοκλέους και την «Εκάβη» του Ευριπίδη), μουσική δωματίου, χοροδράματα κ. ά., που όλα τους εμπλουτίζουν την παράδοση της εθνικής μουσικής σχολής, την εγκαινιασμένη και θεμελιωμένη από τον μεγάλο «εθνοδάσκαλο» Μανώλη Καλομοίρη.
Ως Αρχιμουσικός είχε διευθύνει όλες τις ελληνικές αλλά και πολλές ξένες ορχήστρες. Υπήρξε πρόεδρος της «Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών», του «Εθνικού Συμβουλίου Μουσικής», καθώς και της «Εφορείας της Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων». Υπήρξεν επίσης μέλος κριτικών επιτροπών σε Διεθνείς Μουσικούς διαγωνισμούς όπως στη Βαρκελώνη, Γενεύη, Τεργέστη, Βουκουρέστι, Σόφια και Μόσχα. Επίσης ενεφανίσθη και προσκεκλημένος, ως διευθυντής ορχήστρας σε διάφορα μουσικά κέντρα του εξωτερικού (Ρώμη, Βερολίνο, Μόναχο, Φραγκφούρτη, Βουκουρέστι, Βελιγράδι κ.α.).
Ο Αντίοχος Ευαγγελάτος είχε τιμηθεί από τον Βασιλέα Παύλο με τον Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου του Α΄ και με τον Ταξιάρχη του Φοίνικος. Επίσης είχε τιμηθεί με «Βραβείο Συνθέσεως» της Ακαδημίας Αθηνών. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών, ενώ ομιλούσε απταίστως την γερμανική, την γαλλική, την ιταλική και την αγγλική γλώσσα. Απέθανε στην Αθήνα, στις 17 Δεκεμβρίου του 1981. Ένα έτος μετά τον θάνατόν του εξεδόθη το βιβλίον του μουσικολόγου-ερευνητού, δαιμονίου γνώστη και προμάχου της ελληνικής εντέχνου μουσικής Γεωργίου Λεωτσάκου «Αντίοχος Ευαγγελάτος», όπου παρουσιάζεται το έργον του μουσουργού. Υιός του ήταν ο σπουδαίος σκηνοθέτης του θεάτρου, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός Σπύρος Ευαγγελάτος.
Κατά τους ειδικούς μουσικολόγους, ο Αντίοχος Ευαγγελάτος παρουσιάζει τον ειλικρινέστερον εαυτόν του, με τα πλεονεκτήματα και τις αρετές ενός αληθούς εραστού της τέχνης, στις «Παραλλαγές και φούγκα». Είναι το πνευματωδέστερο έργο του, όπως έγραψαν και οι αυστηρότεροι κριτικοί, τον αντιπροσωπεύει δε απολύτως. Από πλευράς μάλιστα ελληνικότητος είναι καί το πλέον ενδιαφέρον. Σε αυτό, κατά την εκτίμηση του αειμνήστου μουσικού, μουσικολόγου, μουσικοκριτικού και παιδαγωγού Μίνωος Δούνια, «αίσθημα καί λογική συνδυάζονται σε ανώτερη πνευματικήν ενότητα». Τέλος σημειωτέον ότι, στην σελίδα 417 του έκτου τόμου της «Μεγάλης Εγκυκλοπαίδειας τής Νεοελληνική; Λογοτεχνίας» εκδόσεων Χάρη Πάτση γράφεται πώς «παράλληλα μέ τήν μουσική, ο Ευαγγελάτος ασχολήθηκε και με τήν ποίηση και εξέδωσε το 1925 την ποιητική συλλογή “’Ιμπρεσσιόνε”», αποκαλυπτομένης έτσι και μιας άλλης λεπταισθήτου πτυχής του σπουδαίου Έλληνος μουσουργού.
Α. Κωνσταντίνου
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/megaloi-ellhnes-antiochos-gerasimos-euaggelatos#ixzz5aWMAoAC2