Στις 26 Δεκεμβρίου αυτού του έτους που τελειώνει, επανέρχεται για εκατοστή εικοστή ογδόη φορά η επέτειος του θανάτου του Ερρίκου Σλήμαν (Heinrich Schliemann, 6 Ιανουαρίου 1822 – 26 Δεκεμβρίου 1890), ο οποίος ανέσκαψε την Τροία, τις Μυκήνες, την Τίρυνθα και τον Ορχομενό και του οποίου τα εντυπωσιακά ευρήματα ήσαν εξόχως καθοριστικά για τον διεθνή τύπο κατά την εποχήν που έζησεν ο ίδιος. Ο κυριολεκτικότατα περιπετειώδης βίος του ανδρός, που εξεκίνησε από μικρός βοηθός εδωδιμοπώλη, από «μπακαλόγατος» και επέτυχε να καταστεί σπουδαίος λόγιος παγκοσμίου αναγνωρίσεως, υπήρξεν η αφορμή, ακόμη και έως σήμερα να παρουσιάζεται με μυθιστορηματική μορφή.
Η κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργηθείσα εικών του Σλήμαν καθώς επίσης και η εικών της επιστήμης, την οποίαν ήθελε ο Σλήμαν να υπηρετήσει ήταν εύλογον ότι διεστρεβλώθησαν. Η αληθής «ουμανιστική» (υπό την έννοιαν ενός αληθούς ουμανισμού, εκείνου των μυημένων κατόχων της potestas, της «ισχύος των κατεχόντων») μείζων επιδίωξη του ερευνητή, ο οποίος αναζητούσε την αψευδή ιστορική γνώση με τα μέσα της διερευνήσεως του εδάφους και των αντικειμενικών μετρητών ευρημάτων, ερμηνεύθηκε συχνότατα συκοφαντικώς ως βουλιμική θησαυρολογία, ενώ τα καθήκοντα της ερεύνης της αρχαιότητος γενικώς και της αρχαιολογίας ειδικότερον παρεποιήθησαν με μιαν έννοιαν αριστοκρατικής «παραδοξολογίας».
Πρέπει να εξετάσουμε το έργο και το δημιούργημα της ζωής του Ερρίκου Σλήμαν μέσα στο ευρύτερο εξελικτικό ρεύμα των κλασικών σπουδών για να γίνει καταφανής η πραγματικώς τεραστία ιστορική σημασία του και δεύτερον να αναλογισθούμε που ευρίσκονται σήμερα οι κλασικές σπουδές, ποία καθήκοντα και ποίες δυνατότητες έχουν αυτήν την κρίσιμο για το Έθνος περίοδο . Αναφερόμεθα εδώ σκοπίμως στις κλασικές σπουδές και όχι μόνον στην λατρεμένη του Σλήμαν αρχαιολογία, λόγω του ότι η αρχαιολογία εδημιουργήθη στα σπλάγχνα των κλασικών σπουδών και ως συστατικό τους μέρος, παρ’ όλον που εν τω μεταξύ η αρχαιολογία ισχυροποιήθηκε, διευρύνθηκε και ανεξαρτητοποιήθηκε σε σχέση με την επιστήμη από την οποίαν προήλθε.
Ο δέκατος ένατος αιών προσέδωσε στην επιστημονική απασχόληση με την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, ισχυρά θεμέλια και σαφή κατεύθυνση. Αρκετοί Γερμανοί λόγιοι συμμετείχαν σε αυτήν την μορφοποιητική διαδικασία. Ακολουθών μία παρότρυνση του μεγάλου Γκαιτε ο θεμελιωτής της φιλολογίας και τότε καθηγητής στην Χάλλη, ο Φρειδερίκος Αύγουστος Βολφ (Friedrich August Wolf /1759 –1824) διετύπωσε το 1807 «έννοια, σκοπό και αξία» των κλασικών σπουδών, διετύπωσε δηλαδή ένα πρόγραμμα στο οποίον ο νεώτερος βερολινέζος συνάδελφος του Βολφ, Αύγουστος Μπεκ (Boeckh η Böckh / 1785 –1867) έδωσε εμπράκτως μορφή με τα μαθήματα τα οποία παρέδιδε στο Πανεπιστήμιον Χούμπολντ του Βερολίνου και είχαν ευρείαν επίδραση.
Ταυτοχρόνως με το κλασικό γυμνάσιο εδημιουργήθη ο τύπος του σχολείου, ο οποίος τοποθετούσε την κληρονομία της αρχαιότητος ως απαραίτητο βάση της γενικής μορφώσεως. Η κλασική αυτή σπουδή απετέλεσε την παιδαγωγική συμπλήρωση της περιόδου εκείνης στην Βαϊμάρη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εχρησιμοποιήθη η αρχαιότης ως όχημα για να μεταφέρει την εικόνα του ανθρώπου, όπως αυτή εχρειάζετο στο Έθνος για την αυτοαναγνώρισή του.
Οι προσπάθειες του Βολφ, του Μπεκ και αυτών που ετάχθησαν στο πλευρόν τους οδήγησαν σε δυο σημαντικές διαπιστώσεις, την ορθότητα των οποίων επιβεβαίωσε η ιδία η ζωή. Διεχώρισαν κατ’ αρχήν την ελληνο-ρωμαϊκή ιστορική αρχαιολογία από άλλους κλάδους διερευνήσεως της αρχαιότητος, ως επιστήμη της κλασικής αρχαιότητος, ενώ αιτιολόγησαν αυτόν τον διαχωρισμό ιστορικώς και πολιτικώς με την εξαιρετική σημασία, που απέκτησεν η αρχαιότης για τους λαούς της Ευρώπης έως την σύγχρονο εποχή.
Μέσα στα όρια της περιοχής της αρχαιότητος, τα οποία απέμειναν μετά από έναν τέτοιον διαχωρισμό, ευλόγως δεν θα έπρεπε να υπάρχουν πλέον διαφορές στο αντικείμενο της ερεύνης. Αντιθέτως, θα έπρεπε κατά τον Βολφ, να εξελιχθεί η επιστήμη της αρχαιότητος σε ένα σύνολο όλων των γνώσεων και πληροφοριών «οι οποίες μας αποκαλύπτουν τις πράξεις και τις τύχες, την πολιτική, μορφωτική και οικιακή κατάσταση των Ελλήνων και των Ρωμαίων, τον πολιτισμό τους, τις γλώσσες τους, τις τέχνες κ’ επιστήμες, τα έθιμα, τις θρησκείες, τους εθνικούς χαρακτήρες και τους τρόπους της σκέψεώς τους». «….. ένα τόσο πλατύ πρόγραμμα ήταν όμως αδύνατον να το συλλάβει και εκπληρώσει ένας λόγιος μόνος του και απαιτούσε τον καταμερισμό εργασίας ανάμεσα σε εμπειρογνώμονες και σε ειδικούς επιστημονικούς τομείς.»
Όμως, επίσης ταυτοχρόνως, η αρχαιολογία εσημείωσε από τις άρχες του δεκάτου ενάτου αιώνος μιάν άνοδο, την οποίαν οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν την επρόσμεναν. Διευρύνθηκε σημαντικώς το πεδίον εργασίας της και οι μέθοδοί της επεξετάθησαν σε τομείς που ευρίσκονται πέραν από τις κλασικές σπουδές, και από τις οποίες πάλιν το ελληνο-ρωμαϊκό τους τμήμα έλαβε ώθηση. Θεωρείται ως ιδιαιτέρα η προσφορά του Γιόχαν Ιωακείμ Βίνκελμαν (Winckelmann) για το γεγονός ότι αυτός εξεπέρασε την νοοτροπία, η οποία περιορίζεται απλώς στην συλλογή και στην ταξινόμηση αρχαιοτήτων. Εκείνος, εδίδασκε ιστορία της τέχνης σε συνδυασμό με την γενική ιστορία και ανεγνώρισε την σημασία της αρχαίας τέχνης για την εποχή του (και όχι, όπως επίστευεν ο ίδιος, για όλες τις εποχές). Αντιθέτως, η γνώση του περί μνημείων, σε σύγκριση με την σημερινή γνώση αλλά και με το τότε επίπεδο, ήταν αρκούντως περιορισμένη. Πρέπει όμως να αναφερθεί, ότι κατά τον δέκατον ένατον αιώνα αυξήθηκε τάχιστα ο αριθμός αυτών των μνημείων, πρώτον λόγω της απελευθερώσεως της Ελλάδος και των άλλων χωρών της νοτιοανατολικής Ευρώπης, δηλαδή λόγω του ανοίγματος του υπολοίπου οθωμανικού εδάφους στους περιοδεύοντες ερευνητές, δεύτερον λόγω των προγραμματισμένων ανασκαφών, οι οποίοι διεξήχθησαν σε αύξουσα κλίμακα σε όλον τον αρχαιολογικό χώρο, και τρίτον λόγω της οργανωμένης αρχαιολογικής εργασίας επί κρατικού αλλά και διακρατικού επιπέδου.
Είναι κατανοητό ότι η ίδρυση εθνικών κρατών στην βαλκανική χερσόνησο ενεψύχωσε αρκούντως την αρχαιολογία και μάλιστα την μετέβαλε κυριολεκτικώς σε κατ’ εξοχήν εθνική επιστήμη. Ακόμη όμως και στην βόρειο και δυτική Ευρώπη καθώς και στην Ρωσσία εδόθη στις αρχαιότητες της εκάστοτε πατρίδος ιδιαιτέρα προσοχή. Ο κλάδος αυτός των ευρημάτων του εδάφους οδήγησε συντόμως (τόσον χωρικώς όσον και χρονικώς) σε περιοχές που υπερέβαιναν την προσοχή των κλασικών σπουδών. Η πρωτοποριακή προϊστορική αρχαιολογία εδημιουργήθη με αφετηρία την άποψη ότι μόνον ότι βασίζεται επί γραπτών πηγών δύναται να αναγνωρισθεί ως ιστορία.
Λίαν συντόμως κατέστη φανερόν ότι αυτή η δραστηριότης απαιτούσε μιάν υλική εξασφάλιση, έναν συντονισμό, μιαν ανταλλαγή πείρας καθώς και μια τακτική δημοσιότητα. Παραλλήλως με τις μουσειακές συλλογές μουσείων, που ανήκαν στην ιδιοκτησία ηγεμόνων, ιδρύθησαν αρχαιολογικά ινστιτούτα και αρχαιολογικές εταιρείες σε πολλά μέρη. H δημοσιότης αυτών των ιδρυμάτων ανταπεκρίνετο στο περιρρέον πνεύμα εκείνου του αιώνος. Η νεο-κλασική παιδεία εξησφάλιζε μιαν ευρεία κοινωνική απήχηση στις αρχαιολογικές μελέτες και στα αρχαιολογικά αποτελέσματα, καθώς και σε αυτά της εν γένει επιστήμης της αρχαιότητος.
Εμπρός από αυτό το πελώριο επιστημονικό και ιστορικό υπόβαθρο έζησε και έδρασε ο Ερρίκος Σλήμαν. Εγεννήθη στις 6 Ιανουάριου 1822 στο Νοϊμπούκωφ (Neubukow) κοντά στην πόλη Βίσμαρ (Wismar) και ήταν το πέμπτο παιδί του ιερέως Έρνέστου Σλήμαν. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στο χωρίο Ανκερσχάγκεν (Ankershagen) του Μεκλεμβούργου. Ο πατέρας του, ο οποίος αργότερα εξέπεσε κατά πολύ κοινωνικο-οικονομικώς, κατείχε μια καλή γενική μόρφωση και ενδιεφέρετο με πάθος για την ιστορία της αρχαιότητος — πράγμα που το «εκληρονόμησε» ο υιός του Ερρίκος. Είναι μεν πιθανόν οι νεανικές αναμνήσεις να προσέδωσαν κάποιαν αίγλη εκ των υστέρων σε αυτήν την παιδική εποχή, είναι όμως και γεγονός ότι ο πατέρας του εδώρησε τα Χριστούγεννα του 1829 στο μόλις οκτάχρονο αγόρι την «Παγκόσμια ιστορία για παιδιά» του Γεωργίου Λουδοβίκου Γιέρρερ (Jerrer), στην οποίαν απεικονίζετο η Τροία μέσα στις φλόγες και η οποία διήγειρε ποικιλοτρόπως την φαντασία του μικρού Ερρίκου.
Τα πρώτα μαθήματα στα λατινικά τα εδίδαξε στον υιό ο ίδιος ο πατέρας του και τα εσυνέχισε στην ενορία του Κάλκχορστ (Kalkhorst), έτσι ώστε ο υιός Σλήμαν, όπως αφηγείται ο ίδιος, κατόρθωσε τα Χριστούγεννα του 1832 να παρουσιάσει στον πατέρα του μιάν έκθεση για τον τρωικό πόλεμο γραμμένη στα λατινικά. Το γυμνάσιο του Νοϊστρέλιτς (Neustrelitz) εδέχθη υστέρα απ’ αυτό να εισέλθει αμέσως το παιδί στην τετάρτη τάξη, πλην όμως η πενία και δυστυχία του οίκου Σλήμαν ανέκοψαν μετά από ολίγους μήνες την πορεία της μορφώσεώς του. Για πρώτη φορά ήκουσε ελληνικά ο Σλήμαν από το στόμα του υιού ενός ιερέως, ο οποίος είχε αφήσει το γυμνάσιον- τότε ο Σλήμαν ήταν μαθητευόμενος σε ένα εδωδιμοπωλείο του Φύρστενμπεργκ (Fürstenberg). Μετά απεφάσισε να μεταβεί στην Βενεζουέλα για να εύρει καλυτέρα τύχη και επεβιβάσθη σε πλοίο ως ναυτόπαις. Το πλοίον όμως εναυάγησε στη νήσο Κύπρο και ο Σλήμαν ευρέθη στο χωριό Πύλα, όπου μετά από πολλές στερήσεις κατάφερε να βρει εργασία σε εμπορικό οίκο. Τότε του εδόθη η ευκαιρία της συμπληρώσεως της μορφώσεώς του με διάφορες ξένες γλώσσες.
Ο ήχος των ομηρικών εξαμέτρων, των οποίων την έννοια δεν κατανοούσε, του έμεινε αξέχαστος επί ολόκληρες δεκαετίες. Ο βίος του Σλήμαν στις δεκαετίες 1836 έως 1866 ήταν βίος ενός εμπόρου. Χάρις στην επίμονη καρτερικότητά του, χάρις στις εμπορικές του ικανότητες και στις γνώσεις, που διαρκώς διηύρυνε, χάρις στο αφάνταστο ταλέντο που είχε της έκμαθήσεως ξένων γλωσσών, αλλά και χάρις σε μια κάποια έλλειψη υποκριτικών τύψεων συνειδήσεως και σε κερδοσκοπίες αμφιβόλου ποιότητος, εξελίχθηκε από βοηθός πωλητής του Φύρστενμπεργκ σε ιδιοκτήτη ενός μεγάλου εμπορικού οίκου με διεθνείς σχέσεις και σε κάτοχο μιας περιουσίας εκατομμυρίων, η οποία ήταν ασφαλώς τοποθετημένη σε ακλόνητες μετοχές στην Ευρώπη και στην Αμερική.
Εξεκίνησε να μαθαίνει την ελληνική με την βοήθεια δύο Ελλήνων υποτρόφων της ιερατικής ακαδημίας της Αγίας Πετρουπόλεως, είναι δε καταπληκτικό ότι άρχισε με την νεοελληνική. Εκκινών από αυτήν ως αφετηρία απέκτησε εντός τριμήνου τόσες γνώσεις στην αρχαία ελληνική, ώστε να δύναται να ασχολείται αποδοτικώς με τους αρχαίους συγγραφείς.
Σε διάστημα δυο ετών εδιάβασε τους σημαντικωτέρους Έλληνες κλασικούς, όμως τον Όμηρο, που τον ενδιέφερε ιδιαιτέρως τον εδιάβασεν επανειλημμένως και λεπτομερέστατα. Επίσης επανήρχισε και την λατινική ύστερα από 25 έτη και υστέρα από μια τόσον εντατική εκμάθηση της ελληνικής γλώσσης, η λατινική του εφάνη πανεύκολη. Εν πάση περιπτώσει ο Σλήμαν θεωρούσε τις κλασικές σπουδές ως μιάν οργανική ενότητα: Απασχόληση με την κλασική αρχαιολογία προς απόκτηση ιστορικών γνώσεων, χωρίς ένα φιλολογικό βάθρο, ήταν κάτι το απολύτως παράλογο για αυτόν. Το 1864 εξεκίνησεν ο Σλήμαν να διαλύει τις επιχειρήσεις του, έκαμε ένα μακρυνό ταξίδι στον κόσμο και εγκατεστάθη το 1866 στο Παρίσι με σκοπό να βαθύνει τις αυτοδίδακτες γνώσεις του, με εκτεταμένες μελέτες, τις οποίες στο παρελθόν αναγκάσθηκε, για επιχειρηματικούς η άλλους λόγους, να τις διακόψει επανειλημμένως. Ο μέγας αυτός ερασιτέχνης έδιδε μεγάλη σημασία να αποφοιτήσει από αυτές τις σπουδές με όλους τους τύπους. Το βιβλίον του «Ithaka, der Peloponnes und Troja» («Ιθάκη, Πελοπόννησος και Τροία», το οποίον έφερε τον υπότιτλο «Archäologische Forschungen» («Αρχαιολογικές έρευνες), και στο οποίον ως έναν βαθμό διετύπωνε το επιστημονικό του πρόγραμμα, το υπέβαλε στα 1869 στην φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου του Ροστόκ (Rostock) όπου ευρίσκεται η ιδιαιτέρα πατρίς του, ως διατριβή με αποτέλεσμα να του χορηγηθεί εν απουσία του ο τίτλος του Διδάκτορος της Φιλοσοφίας.
Είναι λίαν τιμητικό για τα μέλη της συγκλήτου της σχολής το ότι παρά τις ατέλειες, που επαρουσίαζε το έργο και οι επεξεργασίες στην έλληνική και στην λατινική γλώσσα, ανεγνώρισαν τις λαμπρές επιδόσεις του, που μάλιστα αφορούσαν τοπογραφικώς και εθνογραφικώς το νησί του Οδυσσέως την Ιθάκη και διέκριναν τον μεγαλοφυή σπινθήρα, που ενέπνευσε το βιβλίον του. Είναι ειρωνεία της τύχης ότι το ολιγότερον πειστικό μέρος του βιβλίου ήταν αύτό, που αφορούσε στην Τροία. Στα γραπτά του, που προήλθαν από τα ταξιδιωτικά του ημερολόγια, εκθέτει ποιες τοποθεσίες και με ποια μέθοδο εσκόπευε να ερευνήσει. Το ομηρικό κείμενο, στο οποίον επίστευε όπως πιστεύει ένας πιστός Χριστιανός στην πεφωτισμένη Βίβλο, ήταν ο οδηγός του προς τους τάφους που εξεκίνησε ν’ ανακαλύψει με σκοπό να αποδείξει την ιστορική ορθότητα του ομηρικού κειμένου.
Η αδιάρρηκτος συνοχή της φιλολογίας, της αρχαιολογίας και της αρχαίας ιστορίας, την οποία διετύπωσαν κατά το πρώτον ήμισυ του αιώνος, συνελήφθη ενστικτωδώς και εφηρμόσθη στην πράξη από τον ιδιοφυέστατο Σλήμαν κατά τις ανασκαφές του. Είναι αθλία πλαστογραφία κάθε ισχυρισμός μικρόψυχων βιογράφων του Σλήμαν, που τον χαρακτηρίζει ως χρυσοθήρα η που ερμηνεύει την αρχαιολογική του δραστηριότητα ως υλόφρονα αυτοσκοπό. Είναι επίσης κακοβούλως μονόπλευρο το να θέλει κάποιος να διαχωρίσει την ιστορικήν αρχαιολογία, που ένα σημαντικό τμήμα της προώθησε ο ίδιος αποφασιστικώς, από την φιλολογικήν αφετηρία και τον στόχον αυτού του τμήματος, δηλαδή από τα ομηρικά έπη. Μόνον στα πλαίσια μιας αρτίας, πλήρους και ενιαίας επιστήμης της κλασικής αρχαιότητος θεωρείται το έργον του Σλήμαν πραγματικώς κατανοητό και σκόπιμο.
Μετά την μόνιμο εγκατάστασή του στην Αθήνα και τον γάμο του με την διδασκάλισσα Σοφία Έγκαστρωμένου, αφιέρωσε πλέον ό Σλήμαν την ζωή του ολοκληρωτικώς στην εκπλήρωση τού επιστημονικού του καθήκοντος, το οποίον αποτελούσε τό νεανικόν του όνειρο και συνίστατο στην αποκάλυψη των μνημείων τής ιστορικής εποχής, η οποία ήταν αντικείμενο του ομηρικού έπους. Ο ενθουσιασμός πού τον διακατείχε ήταν απαράμιλλος. ‘Όλες οί εργασίες, πού διεξήγαγε σε τουρκικόν έδαφος — όσον αφορούσε στήν Τροία — ή κατά τ’ άλλα σε ελληνικόν έδαφος, τις εχρηματοδότησεν αυτός ο πράγματι «βασιλικός προμηθευτής» έμπορος από τήν ιδιωτική του περιουσία. Ιδιαιτέρως όσον αφορά στήν ανάλωση των φυσικών του δυνάμεων σε μιάν εποχή κατά την οποίαν είχε πλέον υπερβεί τά έτη τού μεσήλικος αξίζει νά τονισθεί πολύ περισσότερον.
Επιπροσθέτως πρέπει να αναφερθούν οι αγώνες του, πού προκαλούσαν πικρία και φθορά σε αυτόν τον εμπνευσμένον ερασιτέχνη, πού προσπαθούσε νά κατακτήσει νέο έδαφος, μέ νέες μεθόδους, αγώνες ενάντια στην πνευματική αδράνεια, την υπεροψία και την αυθάδεια, τούς οποίους ό ίδιος συχνά προκαλούσε λόγω του εκρηκτικού χαρακτήρος του, πού τον διέκρινε.
Γεννάται σε αυτό το σημείον το ουσιώδες ερώτημα: Σε τι συνίσταται το έργο του και τι αποτελέσματα παρουσίασε ο Σλήμαν; Στην προσπάθειά του να επαναφέρει τον κόσμο που ύμνησαν τα ομηρικά έπη από το βασίλειο των μύθων στην ιστορική πραγματικότητα εργάσθηκε ο πολύς Σλήμαν συστηματικώτατα. Ύστερα από τις προκαταρκτικές του έρευνες, που εδημοσιεύθησαν το 1869 και εχρησιμοποιήθησαν ως βάση για την διατριβή περί της Τροίας, την οποίαν, σε αντίθεση με την τότε επικρατούσα αντίληψη και ακολουθών την ερμηνεία των τοπογραφικών στοιχείων του Ομήρου, έψαξε να ανεύρει όχι στην κοιλάδα του ποταμού Σκαμάνδρου επάνω από το χωριό Μπουναμπαρσί, αλλά επάνω στον λόφο του Χισαρλίκ. Άρχισε την ανασκαφή της Τροίας, την πλέον διάσημη της ζωής του, το 1870, μετά τις ανασκαφές του στην Ιθάκη, όπου αναζητούσε το ανάκτορο του Οδυσσέως. Στην Ιθάκη έφερε στην επιφάνεια 20 τεφροδόχους, ένα θυσιαστικό εγχειρίδιο, ένα πήλινο ειδώλιο αρχαίας θεάς και άλλα μικροτέρας σημασίας ευρήματα, αλλά όχι το ανάκτορο του Οδυσσέως.
Οι ανασκαφές του στην Τροία επεβεβαίωσαν πλήρως αυτήν την προσδοκία του και οδήγησαν τό 1873 στήν πράγματι καταπληκτική ανακάλυψη τών χρυσών ευρημάτων, τά οποία επίστευεν ο ανακαλύψας, λάτρης τού Ομήρου, ότι ανήκουν στούς θησαυρούς τού βασιλέως Πριάμου. Ερχόμενος σε συμφωνία με τον Άγγλο ιδιοκτήτη της ανατολικής πλευράς του λόφου του Χισαρλίκ, Φρανκ Κάλβερτ (Frank Calvert) – ο οποίος μάλιστα δεν του εζήτησε τίποτα ως αντάλλαγμα – εξεκίνησε αμέσως ανασκαφές, που του απέδωσαν τα ερείπια ενός ανακτόρου, αλλά όχι τα ευρήματα που αναζητούσε. Κατόπιν επέστρεψε στην Ελλάδα για να νυμφευθεί την Σοφία και έφυγε πάλι για το Χισαρλίκ. Εκεί, με αντάλλαγμα τις πέτρες που εξέθαπτε η ανασκαφή, οι Τούρκοι ιδιοκτήτες της δυτικής πλευράς του λόφου του επέτρεψαν να συνεχίσει την ανασκαφή στην ιδιοκτησία τους.
Οι διαρκείς παλινωδίες όμως, των ιδιοκτητών, και η απροθυμία της τουρκικής κυβερνήσεως να του δώσει επίσημο άδεια, οδήγησαν την ανασκαφή σε προσωρινή αποτυχία. Μετά από αρκετές προσπάθειες και αφού υπεσχέθη τον μισό από τον θησαυρό που θα έβρισκε, οι ανασκαφές εσυνεχίσθησαν και στις 30 Μαΐου 1873 έκανε τη μεγάλη του ανακάλυψη: Ανάμεσα στα ευρήματα του χώρου που ανέσκαψαν προσωπικώς ο Ερρίκος και η Σοφία -δίδοντες άδεια σε όλο το προσωπικό για να μην διαρρεύσει ευρύτερον το μυστικό- υπήρχαν μια ορειχαλκίνη ασπίς, μια χύτρα, ένα αργυρό αγγείο, ένα ορειχάλκινο αγγείο, ένα χρυσό αγγείο, δύο χρυσά κύπελλα, ένα μικρό κύπελλο από ήλεκτρο, δύο χρυσά διαδήματα, 56 χρυσά ενώτια και 8.750 χρυσοί δακτύλιοι και κομβία. Ο θησαυρός απεκρύβη και διεσκορπίσθη σε φίλους σε όλη την Ελλάδα, για να μην ημπορεί να τον διεκδικήσει η τουρκική ή η ελληνική κυβέρνηση.
Επανήλθε κατόπιν συχνά στην λατρεμένη του Τροία. Τις τελευταίες του ανασκαφές στήν βασιλική αυτή πόλη στον Ελλήσποντο, τις έκανε από τον Μάρτιο έως τον Αύγουστο τού 1890. Πλήν όμως ο ομηρικός κόσμος δεν περιορίζετο στην Τροία. Προς τούτο και έστρεψε την προσοχή του το 1874 και το 1876 προς τις «χρυσές» Μυκήνες, όπως τις ονόμαζαν ήδη οί αρχαίοι, στην πρωτεύουσα του βασιλέως Αγαμέμνονος. Τον Αύγουστο του 1876 ξεκίνησε την ανασκαφή του κοντά στην Πύλη των Λεόντων και σύντομα έφθασε στα ταφικά συμπλέγματα και την ανασκαφή του Ταφικού Περιβόλου Α΄. Εξαιτίας της αφθονίας των χρυσών τεχνέργων που ανεκάλυψε, θεώρησε πως είχε βρει τα σώματα του Αγαμέμνονος, της Κασσάνδρας, της Κλυταιμνήστρας και του Αιγίσθου. Αυτή του η επιχείρηση έφερε λοιπόν στό φως στολίδια, όπλα, χρυσά και αργυρά δοχεία σε τέτοια ποσότητα και ποιότητα, ώστε εστερέωσαν ακουσίως την φήμη του Σλήμαν ως «χρυσοθήρα».
Τό 1878 επανήλθε ο Σλήμαν στην νήσο του Οδυσσέως την Ιθάκη, τό 1880/81 και τό 1886 εργάσθηκε στον Ορχομενό της Βοιωτίας, στην πρωτεύουσα των Μινύων, πού ονομάζετο από τον Όμηρο ως επίσης χρυσή πόλη, τό 1884/85 απεκάλυψε τό παλάτι τής Τίρυνθος μέ τά κυκλώπεια τείχη του, πράγμα πού ήνοιξε τον ορίζοντα προς ένα έτι αρχαιότερον παρελθόν και ταυτοχρόνως επαρουσίασε τά «ελληνικά φαινόμενα» υπό ένα πρίσμα κοσμοϊστορικής ευρύτητος. Τήν ιστορία τής αρχαίας Κρήτης, της νήσου του Μίνωος, δεν του εδόθη η δυνατότης νά τήν ερευνήσει λόγω του ότι οι κάτοικοί της, πού έβλεπαν νά πλησιάζει η απελευθέρωση τους από τήν τουρκική κυριαρχία, προτιμούσαν προς ώρας νά προστατεύουν τά ερείπια τής αρχαιότητος θαμμένα μέσα στην γη.
Σε διάκριση από άλλους παλαιοτέρους και νεωτέρους ανασκαφείς ο Σλήμαν εδημοσίευε τά επιτευχθέντα αποτελέσματα ταχύτατα, κατ’ αρχήν μέ ανακοινώσεις στον τύπο και μετά μέσω επιστημονικών βιβλίων (πού κατά κανόνα εξέδιδε ταυτοχρόνως σε γερμανικές, αγγλικές, γαλλικές και αμερικανικές εκδόσεις).
Παρακολουθούντες αυτά τα βιβλία κατανοούμε ευχερώς, ότι ο ενθουσιασθείς Σλήμαν μεταβάλλεται βαθμιαίως σε κορυφαίον λόγιο, ο οποίος αξιοποιούσε λίαν γονίμως τις υποδείξεις, που του έκαμαν οί συνεργάτες και φίλοι του Ροδόλφoς Φίρχωφ (Rudolph Virchow) και Γουλιέλμος Ντέρπφελντ (Dörpfeld), αλλά κατόπιν και ο Μαξ Μύλλερ (Muller) και ο Άρτσιμπαλντ ‘Ερρίκος Σέϋς (Sayce) στήν Οξφόρδη καθώς και ό Ριχάρδος Σένε (Schöne) στο Βερολίνο. Κατ’ αρχήν τά πρώτα του έργα είχαν χαρακτήρα ημερολογίων και μή ολοκληρωμένων σημειώσεων, κατόπιν όμως εσυστηματοποιήθησαν οί δημοσιεύσεις του διατηρούσες τήν ιδιότητα του ευαναγνώστου και κατά το δυνατόν του εκλαϊκευμένου βιβλίου. Παρά το ότι στην εποχή του ήταν άγνωστη η σκέψη προς εκλαΐκευση της επιστήμης, εν τούτοις εγνώριζε πολύ καλώς ο πεπειραμένος έμπορος πόσον μεγάλη σημασία είχε η δημοσιότης στο πεδίον της επιστήμης.
Ο ομηρικός του ενθουσιασμός ποτέ δεν ώθησε τον Σλήμαν έως το σημείο να παύσει να εξετάζει την αρχαιότητα υπό μιά κοσμοϊστορική σκοπιά. Δέν είναι μικροτέρας σημασίας οι πρόοδοι, που εισήγαγε ό Σλήμαν από μεθοδολογικής πλευράς. Η αρχαιολογία, έτσι όπως την είχε διαμορφώσει ο πολύς Βίνκελμαν ήταν κατ’ αρχάς αρχαιολογία τής τέχνης. Άπειρες δυνατότητες ανοίχθηκαν στην ιστορική αρχαιολογία, όχι μόνον μέ τις γραπτές πηγές — οι όποιες έως τότε ήσαν παραδεκτές μόνον κάτω υπ’ αυτήν την έννοιαν —, αλλά και τά ευρήματα των ανασκαφών τά οποία ήρχισαν νά έχουν τήν ιδίαν αξία των αποδεικτικών μέσων. Από την ανασκαφή σε βάθος, η οποία κατ’ αρχήν είχε πράγματι χαρακτήρα ληστρικής μεθόδου εκσκαφής και συνεδέετο μέ ερμηνείες των ευρημάτων, πού έβριθαν φαντασίας, ο Σλήμαν επέρασε, καθώς έπαιρνε πολύ στα σοβαρά τήν κριτική των ειδικών, στην ανασκαφή στρωμάτων του εδάφους. Αυτή ή τελευταία μέθοδος άνοιξε τό δρόμο στήν Στρωματογραφία. Τήν μέθοδο τής χρονολογήσεως τών κεραμικών «θρυψάλων» πού ανεπτύχθη από παλαιοτέρους επάνω σε μεσευρωπαϊκό υλικό τήν παρεδέχθη και την εφήρμοσεν ήδη ενωρίς ό Σλήμαν. Αυτή τον υπεκίνησε νά μεταφέρει πλούσιο συγκριτικό υλικό, ενίοτε μάλιστα από πολύ μεγάλες αποστάσεις.
Τέλος, όπως καταδεικνύουν καθαρώς τά βιβλία του, προσπαθούσε ήδη από τά πρώτα χρόνια νά συλλάβει τήν τοποθεσία τής ανασκαφής μέσα στο σύνολο τών γεωγραφικών της σχέσεων. Τοπογραφία, κλίμα, χλωρίς και πανίς, γεωλογία ήσαν όλα αντικείμενα λεπτομερούς εξετάσεως. Επίσης συμπεριελαμβάνετο αρτίως η ανθρωπολογία και η εθνολογία. Ο Σλήμαν επροηγήθη της εποχής του ακόμη και σε ότι αφορά στην τακτική συνεργασία μέ τις θετικές επιστήμες, χωρίς τις οποίες είναι σήμερον ακατανόητος η αρχαιολογική εργασία.
Ο Ερρίκος Σλήμαν εθεωρήθη από Έλληνες ως Έλλην. Από τον γάμο του μέ τήν Σοφία Έγκαστρομενου, που στις αρχαιολογικές του επιχειρήσεις εστάθη πάντα ιδεώδης βοηθός και συνεργάτρια, προήλθαν δυο παιδιά, η Ανδρομάχη και ο Αγαμέμνων. Ο υιός του έδρασεν ως διπλωμάτης στην υπηρεσία του Ελληνικού κράτους. Ανεξαρτήτως από την στενή του σύνδεση μέ την χώρα τής «νοσταλγίας» του, ο Σλήμαν παρέμεινε ταυτοχρόνως και στενά συνδεδεμένος μέ την πατρίδα του Γερμανία και μέ τό Μεκλεμβούργο. Το τελευταίο του ταξίδι στην Γερμανία επραγματοποιήθη για να υποστεί μιαν ωτολογική εγχείρηση, για νά επισκεφθεί την συλλογή του της Τροίας, ή οποία είχε μεταφερθεί στο Βερολίνο, και για νά συζητήσει μέ τον φίλο του Φίρχωφ. Λυτό το ταξίδι ήταν και το τελευταίο τής ζωής του. Στις 26 Δεκεμβρίου 1890 κατά την επιστροφή του προς την Ελλάδα, τον «βρήκε ο θάνατος» στη Νεάπολη της Ιταλίας. Η μεγαλοπρεπής κηδεία πού του έγινε στην Αθήνα έδειξε ότι ή δράση του έτυχε της παγκοσμίου αναγνωρίσεως και της ελληνικής αγάπης έτσι όπως του άξιζε. Ετάφη σε μαυσωλείο, που ομοιάζει με αρχαίον ελληνικό ναό, σχεδιασμένο από τον μεγάλο ελληνολάτρη αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ.
Τον χαρακτηρισμό της μοναδικής του προσωπικότητος τον συνέλαβε ακριβέστατα αργότερον ο Ροδόλφος Φίρχωφ με τά λόγια του: «Ηθέλησε τό Μέγα και εξεπλήρωσε τό Μέγα… αυτό πού επέτυχε τό κατέκτησε μέ τις ιδικές του δυνάμεις. Μέσα σε όλες τις διακυμάνσεις παρέμεινε πιστός στον εαυτόν του. Μοναδική του φροντίς υπήρξεν η γνώση του ανωτέρου».
Ο αξέχαστος Σλήμαν μας απέδειξε εμπράκτως πως ο ισχυρισμός, ότι ή αρχαιότης δέν έχει πλέον νά προσφέρη τίποτα ανήκει στα άθλια δόγματα τής παρακμής. Ανήκει στην βρωμερή εκστρατεία ενάντια στήν ρεαλιστική τέχνη και στην φυσική αλήθεια. Η καταπολέμηση αυτής της αντιλήψεως είναι Εθνικιστικό καθήκον και μπορεί να συντελεσθεί — συν τοις άλλοις — μέ την βοήθεια του αναεκθειασμού «του Ωραίου, του Μεγάλου και του Αληθινού», του Αρχαίου Αθανάτου Πνεύματος, της αρχαίας κλασικής εποχής, όπως προτρέπει στον Ολυμπιακό του Ύμνο ο Εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς.
Α. Κωνσταντίνου
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/errikos-slhman#ixzz5amJ3ZP6z