Μέρος Γ’
Η Κεντρική Ευρώπη υπήρξεν τόσον συχνά πεδίον μάχης, ώστε είναι εμβληματικό παράδειγμα «ταραχώδους επικρατείας». Κατελήφθη αμέτρητες φορές μετά την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από μεταναστευτικές φυλές, είδε, πλειστάκις, τόσον τις καταστροφές λόγω του πολέμου όσον και μεγάλες μετατοπίσεις πληθυσμών. Και όμως, παραδόξως, ήκμασε σε αυτήν ένας ισχυρός ιδιότυπος πολιτισμός, τον οποίον ολίγοι από εμάς γνωρίζουν σήμερον. Αυτός, ο πολιτισμός των Αβάρων, ήταν όντως φοβερός προς τους εχθρούς και αρκετά ισχυρός, ώστε ο Καρλομάγνος ένιωσε εν τέλει υποχρεωμένος να τον καταστρέψει με τον στρατό του, παρά τις προηγηθείσες ειρηνευτικές του προσπάθειες. Οι πρώτοι μεσαιωνικοί χρονογράφοι ετόνισαν την μεγάλη αγριότητα αυτού του «βαρβαρικού πολιτισμού» σε γλώσσα η οποία ταιριάζει στον τρομερό του μύθο. Φανταστικός πλούτος και αμείλικτη αγριότης – αυτά είναι τα δύο κυρίαρχα σημειώματα του μύθου των Αβάρων, όπως μεταδίδονται από τους εχθρούς τους, οι οποίοι διέδωσαν ιστορίες για λαμπερά θησαυροφυλάκια όπου συσσωρεύθηκαν από τους Χαγάνους των Αβάρων μυθώδεις θησαυροί κατά την διάρκεια γενεών και γενεών επιδρομών ενάντια στους χριστιανούς γείτονές τους. Υπήρχεν όμως κάποια αλήθεια σε αυτές τις ιστορίες: Ο βιογράφος του Καρλομάγνου Εϋνάρδος (περίπου 770-840), Φράγκος αυλικός και λόγιος, σημειώνει ότι η λεία που κατέλαβαν οι Φράγκοι κατά τις μάχες τους ενάντια στους Αβάρους ήταν τόσον υπέροχη ώστε έκαμνε τους Φράγκους να αισθάνονται «ότι ήσαν φτωχοί πριν την κερδίσουν».
Στρατηγικώς «ενσφηνωμένοι» μεταξύ των δύο μεγάλων πόλων του πρωίμου μεσαιωνικού χριστιανικού πολιτισμού – του Βυζαντινού κόσμου στην Ανατολή και της Λατινικής Δύσεως – οι Άβαροι είχαν τους ισχυροτέρους πολιτιστικούς δεσμούς τους με τον βυζαντινό κόσμο. Παρά το γεγονός ότι δεν έγιναν Χριστιανοί, κατά καιρούς εισήλθαν σε προσωρινές συμμαχίες με διάφορες δυνάμεις.
Οι Άβαροι επετέθησαν στους Φράγκους με βυζαντινές οδηγίες, προκειμένου να ανακουφίσουν την πίεση στα Ανατολικά Ρωμαϊκά στρατεύματα στην Ιταλία. Ενώ ο Φράγκος επίσκοπος Γρηγόριος του Καισαροδούνου-Τουρ (περίπου 540-94 μ.Χ.) θεωρεί τους Αβάρους ως «επικινδύνους ειδωλολάτρες», αποκαλύπτει ότι ήσαν αρκούντως έξυπνοι ώστε να μην επιμείνουν στην βία όπου επαρκούσε η πολιτική διαπραγμάτευση : Επί παραδείγματι, ο Φράγκος βασιλιάς Σιγκιβέρτος ο Α’ (561-75 μ.Χ.) ημπόρεσε να τους εξαγοράσει για να επιτύχει ειρήνη.
Οι Άβαροι διέθεταν κάτι περισσότερον από στρατιωτικό θάρρος και πονηρία: Έδωσαν στον δυτικό κόσμο μια δέσμη καινοτόμων συσκευών που είχαν σοβαρές κοινωνικές και στρατιωτικές συνέπειες. Έφεραν τον σιδηρούν αναβολέα, την μακρά λόγχη και το παλίντονο – αντανακλαστικό τόξο στην Ευρώπη – προόδους που προσέδωσαν στους Αβάρους ένα τακτικό πλεονέκτημα έναντι των εχθρών τους. Ειδικώς ο αναβολεύς προσέδιδε στους εφίππους πολεμιστές μια σταθερά θέση στην σέλλα τους εν κινήσει. Το παλίντονο – αντανακλαστικό τόξο των Αβάρων διέθετε μεγαλυτέρα δυνατότητα ελιγμών αλλά και μεγαλυτέρα εμβέλεια και διατρητικήν ισχύ από τα ευρωπαϊκά.
Ο επίσκοπος Γρηγόριος είπε για αυτούς, σχολιάζων μιαν από τις επιδρομές τους στο φράγκικο έδαφος το 566 μ.Χ. : «Όπως ο φραγκικός στρατός έφθανε ώστε να εισέλθει στην μάχη, οι Ούννοι (δηλαδή οι Άβαροι) που ήσαν εξειδικευμένοι στη νεκρομαντεία, έβαλαν έναν αριθμόν από φανταστικές φιγούρες να χορεύει εμπρός στους οφθαλμούς των Φράγκων και έτσι τους έπλητταν ευκολότερον». Αυτό το απόσπασμα αντικατοπτρίζει όχι μόνον τη στρατιωτική τολμηρά ανδρεία των Αβάρων, αλλά και το προληπτικόν δέος που ενέπνευσαν στους Φράγκους αντιπάλους τους. Δεν ήσαν μόνον οι Φράγκοι που είχαν ουσιώδη λόγο να φοβούνται τους Αβάρους. Ο βασιλεύς Αλμπούιν (568-73 μ. Χ.) των Λομβαρδών, ενός γερμανικού λαού που κατελάμβανε την νυν ανατολική Αυστρία και την δυτική Ουγγαρία, απευθύνθηκε στους Αβάρους για να τον βοηθήσουν να διεξάγει πόλεμο εναντίον των Γεπίδων – άλλου γερμανικού λαού – για τον έλεγχο της λεκάνης των Καρπαθίων. Αυτή η έκκληση ήταν επιτυχημένη, όπως και η εκστρατεία που επηκολούθησε, αλλά για τους Λομβαρδούς τελικώς δεν εκαρποφόρησε. Κατατρομαγμένοι από την εγγύτητα τέτοιων φρικτών, βαρβάρων, ανηλεών και κακοπίστων «συμμάχων», οι Λομβαρδοί έφυγαν και μετενάστευσαν νοτιοδυτικώς, εισβάλοντες στην Ιταλία και καταλείποντες τους Αβάρους ως κυρίους μιας τεραστίας επικρατείας (που εκτείνεται από τη στέπα της Ευρασίας έως την λεκάνη των Άλπεων). Η αποχώρηση των Λομβαρδών προσέφερε στους Αβάρους μια μόνιμο βάση ισχύος στο έδαφος των Γεπίδων. Τώρα, με επικεφαλής τον Μπαγιάν, έναν ενεργό Χαν με χαρακτηριστικά μεγαλοφυΐας, έστρεψαν την εντυπωσιακή στρατιωτική τους μηχανή εναντίον των πρώην κυριάρχων τους Βυζαντινών, επιτιθέμενοι νοτίως και οικοδομούντες την ισχύ τους στα Βαλκάνια.
Αυτή η επιθετική φάση κατέληξε σε μιαν γενικευμένη αβαρική επίθεση στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, μέσω συμμαχίας με τους Πέρσες. Όπως ήδη προανεφέραμε το 626 μ.Χ. Ωστόσον, η επιχείρηση απέτυχε όταν ο αυτοκράτωρ Ηράκλειος κατάφερε να αποτρέψει την συνάντηση των δύο συμμάχων στρατών και οι συνέπειες της ήττης οδήγησαν στην διάσπαση της χαλαράς αβαρικής «αυτοκρατορίας». Οι Βούλγαροι, εγκατεστημένοι αργότερον των Αβάρων στον κάτω Δούναβη, εξηγέρθησαν, κατέκτησαν την ανεξαρτησία τους και από τούδε παρεμπόδιζαν τον δρόμο των Αβάρων προς Νότον. Καθώς οι Άβαροι ανεσυντάχθησαν στην πατρίδα τους στα Καρπάθια, εξηναγκάσθησαν να προσαρμοσθούν σε νέες πολιτικές συνθήκες, οι οποίες δεν ευνοούσαν πλέον τις αρπακτικές επιθέσεις και επιδρομές, την λεηλασία και τα λύτρα ως κύριες παραμέτρους κινητήρες της ισχύος. Η διαδικασία «καθιστικής απραξίας» είχε πλέον αρχίσει για τους πάλαι ποτέ λίαν ταχυκινήτους Ασιάτες επιδρομείς.
Μετά από ένα έλλειμμα παρουσίας στο ιστορικό και αρχαιολογικό αρχείο (έλλειμμα που διαρκεί περίπου από το 630 έως το 750), οι Άβαροι επανεμφανίζονται. Οι αριθμοί τους ηυξάνοντο σταθερώς μέχρι του τέλους του ογδόου αιώνος, όταν η περιοχή της επικρατείας τους είχε σχεδόν επιτύχει και πάλιν την μεσαιωνική πληθυσμιακή τους πυκνότητα. Η αντίθεση ανάμεσα στον πρώιμο και στον όψιμο πολιτισμό των Αβάρων μας διευκρινίζει γιατί συνέβη αυτή η αύξηση του πληθυσμού. Οι πρώτοι τάφοι των Αβάρων, οι οποίοι είναι σχετικώς ολίγοι, συγκεντρώνονται στα κεντρικά τμήματα της πεδιάδος της Ουγγαρίας, όπου μάλλον ζούσε ένας πληθυσμιακώς αμυδρός ρωμαϊκός και γερμανικός πληθυσμός. Οι στρατιωτικές νομαδικές ομάδες όπως οι πρώτοι Άβαροι έτειναν να έχουν μια πολύπλοκο και εντόνως ιεραρχική κοινωνική δομή, που εξηρτάτο όμως από την εργασία των καθιστικών – μονίμων οικιστικών ομάδων για την βασική της υποστήριξη. Αλλά το αρχαιολογικόν αρχείο δείχνει ότι οι πρώτοι Άβαροι δεν ενδιεφέροντο να αναπτύξουν νέους οικισμούς. Επί παραδείγματι, ηγνόησαν τις μεγάλες εκτάσεις της δυτικής Ουγγαρίας και της ανατολικής Αυστρίας, τις οποίες είχαν εγκαταλείψει οι Λομβαρδοί σε αυτούς. Εγκατεστάθησαν ως επικυρίαρχοι μεταξύ του επιζήσαντος ρωμαϊκού πληθυσμού της Πανονίας, όπως αποδεικνύει η κατάληψη της επαρχιακής πρωτευούσης, του Σιρμίου (τώρα Sremska Mitrovica στην Βόρειο Σερβία) και της περιοχής γύρω από την λίμνη Μπάλατον. Και εδώ, οι ανασκαφές δείχνουν ότι οι βασικές πτυχές του ρωμαϊκού πολιτισμού εσυνεχίσθησαν χωρίς διακοπή καθ’ όλην την διάρκεια του εβδόμου και ογδόου αιώνος, μέχρι το τέλος της κυριαρχίας των Αβάρων.
Αλλά ενώ ο πρώιμος πολιτισμός των Αβάρων ήταν ετερογενής στην φύση και στην ιεραρχική του πολυπλοκότητα, ο όψιμος πολιτισμός τους κατέστη πλέον ομοιογενής καθώς ο πληθυσμός κατέστη μόνιμος, «καθιστικός» – οικιστής. Η ήττα στην Κωνσταντινούπολη και η παύση των ευκαιριών για επιδρομές άφησαν τους Αβάρους ελευθέρους να επεκταθούν προς Βορράν και προς Δυσμάς, προς τη Νότιο Σλοβακία και την Ανατολική Αυστρία. Όμως παρ’ όλον που η επέκταση αυτή προσέφερε γη, προσέφερε ελάχιστα αγαθά για λεηλασία. Οι Άβαροι εξαφανίζονται από το ιστορικόν αρχείο για περισσότερον από έναν αιώνα, επειδή δεν ήσαν πλέον χρήσιμοι ως σύμμαχοι ή επικίνδυνοι ως εχθρός, οπότε έπαυσαν να ενδιαφέρουν τους χριστιανούς χρονικογράφους. Η μεγαλυτέρα ανεξαρτησία του υλικοτεχνικού τους πολιτισμού κατά την διάρκεια αυτής της μεταγενεστέρας φάσεως υποδεικνύει ότι η κοινωνία τους όχι μόνον εμεγάλωσε περισσότερον ως σταθερά και οικιστική, αλλά μάλλον κατέστη πολιτιστικώς «αδιαπέραστη» στις επαφές με τους χριστιανούς γείτονές της. Οι Άβαροι εκυριάρχησαν σε ένα πολύ μικτό πληθυσμό αυτήν την περίοδο, μεταξύ του οποίου και οι Ρωμαίοι της επαρχίας, που διετήρησαν έναν ημιαστικό τρόπο ζωής στην περιοχή της λίμνης Μπάλατον, καθώς και υπολείμματα παλαιοτέρων γερμανικών ομάδων που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή, ομάδων που αποκαλύπτονται από ευρήματα όπως οι σιδηρές γερμανικές πόρπες ζωνών με αργυρούν ένθετο. Η εικονική σιωπή των ιστορικών αρχείων κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου καταδεικνύει ότι τότε οι Άβαροι ήρχοντο ως ειρηνικοί άποικοι και όχι ως νομαδικοί επιδρομείς.
Οι Άβαροι προφανώς απελάμβαναν σταθερές πολιτικές σχέσεις με τους Βαυαρούς χριστιανούς γείτονές τους στην ανατολική Αυστρία, στις περιοχές των οποίων εγκατεστάθησαν περίπου αυτήν την περίοδο. Ο ποταμός Ενς (Enns) ένας νότιος παραπόταμος του μεγάλου Δουνάβεως, καθόριζε τότε τα πολιτικά σύνορα μεταξύ των δύο λαών, αλλά δεν ανευρέθησαν υλικά κατάλοιπα των Αβάρων σε απόσταση περίπου 75 χιλιομέτρων ανατολικώς του ποταμού. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι οι Άβαροι διετήρησαν μιαν ακατοίκητο ζώνη ως παθητικόν ανάχωμα, ενάντια σε τυχόν συγκρούσεις. Η ειρηνική διευθέτηση δεν διήρκεσε και το τέλος του πολιτισμού των Αβάρων ήταν εγγύτατα. Στα τέλη του 8ου αιώνος, οι Άβαροι επανεμφανίζονται αιφνιδίως στο φώς των ιστορικών πηγών ως επικίνδυνοι εχθροί της Χριστιανοσύνης.
Α. Κωνσταντίνου
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/ethnikoi-echthroi-sto-perasma-tou-chronou2#ixzz5bXt7Gi7P