Ο Άγγλος Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν (γέννηση 1855 – θάνατος την 9η Ιανουαρίου του 1927) κατέστη διάσημος από το σχετικό με το εθνοφυλετικό πρόβλημα έργο του: «Οι βάσεις του δεκάτου ενάτου αιώνος» («Die Grundlagen des neunzehnten Jahrhunderts»), δημοσιευθέν το 1899. Δεν είναι επίγονος της σχολής θεωρητικών του «Αριανικού φυλετισμού» των Αρτύρ ντε Γκομπινώ και Βασέ ντε Λαπούζ. Με το έργον του, έθεσε, για πρώτη φορά στην Γερμανία την φυλετική θεωρία σε σαφείς και ευδιάκριτες βάσεις. Υπήρξεν ο πρώτος συγγραφεύς που απεπειράθη να αποκρυπτογραφήσει όλα τα ιστορικά γεγονότα με έναν ενιαίο κώδικα, δηλαδή να εξηγήσει την ιστορική εξέλιξη και στην παραμικρή της λεπτομέρεια, βάσει των φυλετικών αντιλήψεων.
Ο βαθυστόχαστος επιστήμων ήταν υιός ενός ναυάρχου του βρετανικού ναυτικού. Ως παιδί υπήρξεν ασθενικός και εξεπαιδεύθη οίκοι από έναν Γερμανό ιδιωτικό διδάσκαλο. Στην συνέχεια εσπούδασε ζωολογία υπό τον μέγα Καρλ Φογκτ στην Γενεύη. Μετέβη στην Δρέσδη και απερροφήθη από την μουσική και την φιλοσοφία του Ριχάρδου Βάγκνερ, την θυγατέρα του οποίου ενυμφεύφθη. Διεποτίσθη άρδην από τον γερμανικό πολιτισμό και έγραψε βιβλία στην γλώσσα της χώρας η οποία τον «υιοθέτησε». Παρά το γεγονός ότι εξεπαιδεύθη ως φυσικός επιστήμων και χωρίς αμφιβολίαν οι απόψεις του επηρεάσθησαν από τον Φογκτ, ουσιαστικώς ελειτούργησεν ως ιστορικός και βιογράφος. Ως σημαντικότερον έργο του εθεώρησε την βιογραφία του Εμμανουήλ Καντ.
Η άποψη του Τσάμπερλεν, όπως επαρουσιάσθη στις «Βάσεις», ήταν αυτή του ιστορικού, ο οποίος ενδιεφέρετο κυρίως για την Ευρώπη και την Μέσην Ανατολή. Ήθελε να απεικονίσει και να εξηγήσει τον δέκατον ένατον αιώνα με τους πλέον γενικούς όρους, αλλά για να το πράξει αυτό, εχρειάσθη να αναδράμει έως την εποχή των πρώτων Ισραηλιτών και να αφιερώσει περίπου το ήμισυ του μεγάλου έργου στην μακρά περίοδο που οδήγησε μέχρι τον αιώνα τον οποίον επεδίωξε να περιγράψει. Κυρία πρόθεσή του ήταν να εκθειάσει τις αρετές και να τονίσει την επιρροή του Γερμανών. Οι Γερμανοί του (Germanen) βεβαίως συμπεριελάμβαναν τον «Ευρωπαίον άνθρωπο», τον «Homo europaeus», καθώς ανεφέροντο όχι μόνον στους Τεύτονες – Deutsche της εποχής του, αλλά και σε όλους τους γερμανικούς πληθυσμούς από την νεολιθική περίοδο και ένθεν.
Η εκχυλίζουσα γερμανόφιλος διάθεσή του μοιραίως τον οδήγησε να τοποθετήσει την προέλευση του Μεσαίωνος μερικούς αιώνες ενωρίτερον από ότι επετρέπετο συνήθως έως τότε, αλλά και να μειώσει την σημασία που συνήθως αποδίδεται στην Αναγέννηση. Έγραψε χαρακτηριστικώς: «Η συνειδητοποίηση των Γερμανών για το πεπρωμένο τους στην παγκόσμιο ιστορία, ως ιδρυτών ενός εντελώς νέου υλικοτεχνικού και πνευματικού πολιτισμού, συνιστά αυτήν την καμπή: Το έτος 1200 ημπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο μέσος όρος της χρονικής στιγμής αυτής της συνειδητοποιήσεως». Ο «Μεσαίων» που εξεκίνησε κατά το «σωτήριον έτος» 1200, κατά την άποψή του δεν είχε τελειώσει κατά την στιγμή της δημοσιεύσεως του βιβλίου του. Ο δέκατος ένατος αιών ήταν μόνον ένα μέρος της μεγάλης περιόδου προετοιμασίας για μια νέα εποχή, η οποία τελικώς θα διεδέχετο τον Μεσαίωνα.
Οι άνθρωποι που ήσαν κυρίως υπεύθυνοι για τις προόδους οι οποίες συνετελέσθησαν κατά τον «Μεσαίωνα» (με την ιδική του χρήση του όρου) ήσαν οι Γερμανοί. «Αν οι Γερμανοί δεν ήσαν οι μόνοι που ησχολούντο με την διαμόρφωση της ιστορίας, εν πάσει περιπτώσει ήσαν ασυγκρίτως οι πλέον σημαντικοί». Δυστυχώς η εν γένει τοποθέτησή του καθίσταται ενίοτε ασαφής, καθώς χρησιμοποιεί την λέξη «Germanen» με δύο διαχωρισμένες εθνογεωγραφικές έννοιες, την ευρεία και την στενή, όπως προαναφέραμε.
Στο εξαίρετο βιβλίο του, υπό το όνομα «Germanen» αντιλαμβάνεται τους διαφόρους βορειοευρωπαϊκούς πληθυσμούς οι οποίοι εμφανίζονται στην ιστορία ως Κέλτες, Γερμανοί και Σλάβοι, από τους οποίους – κυρίως σε αρρήκτως συνδεδεμένα μείγματα – προέρχονται οι λαοί της συγχρόνου κεντρικής, βορείου και δυτικής Ευρώπης. Είναι βέβαιον ότι αρχικώς οι πληθυσμοί αυτοί υπήρξαν μια ενιαία ευρεία οικογένεια, αλλά ο Γερμανοί με την στενοτέρα έννοια της λέξεως, (όπως χρησιμοποιείται από τον Ρωμαίο ιστορικό Τάκιτο), απέδειξαν πόσον ανώτεροι ήσαν μεταξύ των συγγενών τους πνευματικώς, ηθικώς και φυσικώς, ώστε δικαιολογείται να θέσουμε το όνομά τους ως «ουσίαν» ολοκλήρου αυτής της ευρείας οικογενείας. Αργότερον στο βιβλίον αντισταθμίζει κατά τι αυτήν την άποψη: «Πράγματι, ούτε καν δηλώνω μιαν σχέση αίματος μεταξύ Κελτών, Γερμανών και Σλάβων, αλλά έχω επίγνωση της τρομεράς πολυπλοκότητος του προβλήματος». Ισχυρίζεται, ωστόσον ότι οι Σλάβοι ήσαν αρχικώς παρόμοιοι στον φυσικό τύπο τους με τα μέλη των άλλων δύο ομάδων και ότι σταδιακώς εξελίχθησαν στην παρούσα μορφή τους, συχνότατα τόσον διαφορετική από αυτή των άλλων. Τονίζει επίσης ότι οι Γερμανοί δεν είναι κατ’ ανάγκην ξανθότριχες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Τσάμπερλεν συνεκέντρωσε υπό τον ενιαίον όρο «Germanen», (με την ευρύτερη έννοια αυτού), μιαν αυθαίρετο συλλογή των ανθρώπων Βορείου, Ανατολικοευρωπαϊκού, Αλπικού και Διναρικού ανθρωπολογικού τύπου (ή κατά τινες «φύλου» της Λευκής φυλής). Εδώ πρέπει να γίνει αντιληπτόν ότι ο Τσάμπερλεν διέθετε περιορισμένες γνώσεις για την φυσική ανθρωπολογία, μάλιστα δε απέδιδε περιορισμένη σημασία στο ανθρωπολογικό ζήτημα ή πιθανώς δεν είχεν εμπιστοσύνη στα ανθρωπολογικά συμπεράσματα και προέβαινε σε «εξισορροπιστικές», μη ανθρωπολογικές ιστορικές γενικεύσεις.
Ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου του Τσάμπερλεν είναι αφιερωμένο σε μια προσπάθεια να πείσει τον αναγνώστη του ότι οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και οι Εβραίοι είχαν μόνον ένα μικρό ρόλο στην ανάπτυξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Εξέφρασε την λύπη του για την αυξανομένη επιρροή των Εβραίων στην διακυβέρνηση, στο δίκαιο, στην επιστήμη, στο εμπόριο, στην λογοτεχνία και στην τέχνη της Ευρώπης. Υπάρχει κάποια ομοιότης της θέσεώς του με την οπτική του Κόμητος Γκομπινώ στην εμμονή του σχετικώς με τα κακά αποτελέσματα της αδιακρίτου υβριδοποιήσεως διαφορετικών εθνικοτήτων. Αποδίδει την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε αυτό που απεκάλεσε «φυλετικόν χάος», αν και δεν εσυμμερίζετο τις απαισιόδοξες προβλέψεις του Γκομπινώ για το μέλλον. Κατά την άποψή του το χειρότερον παράδειγμα της αδιακρίτου εθνοφυλετικής αναμείξεως, ήταν το «φυλετικόν χάος» της αρχαίας Μέσης Ανατολής. Εντούτοις, εθεώρησαν ότι ήταν δόκιμη και πράγματι ευεργετική η ανάμειξη όσων λαών ήσαν στενώς συγγενικοί (όπως οι Γερμανοί, Κελτογερμανοί και Σλαβογερμανοί). Γράφει: «Η φυλή δεν είναι ένα αρχέγονο φαινόμενο, αλλά δημιουργείται φυσιολογικώς με την χαρακτηριστική μείξη του αίματος, ακολουθουμένη από ενδογαμία. Γεννάται φυσικώς από την επιρροήν την οποίαν επάγουν οι μακρόχρονες ιστορικές-γεωγραφικές συνθήκες, δρώσες επί της συγκεκριμένης φυσιολογικής προδιαθέσως». Δεν είναι σαφές εάν υπέθετε ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες θα ημπορούσαν να επηρεάσουν τις γενετικές ιδιότητες της κατ’ αυτόν νοουμένης «φυλής».
Ο Τσάμπερλεν εθεώρει τους Εβραίους ως θεμελιωδώς διαφορετικούς όχι μόνον από τους Γερμανούς, αλλά και εν γένει από τους ινδοευρωπαϊκούς λαούς. Γράφει «Αυτός ο ξένος λαός, αιωνίως ξένος». Είναι πράγματι δύσκολο να αντιληφθούμε γιατί κατέβαλε τόσον κόπο να απομειώσει τα πνευματικά επιτεύγματα του εβραϊκού λαού για έναν ιδιάζοντα λόγο: Κατ’ αυτόν υπήρχε μια «αγιότης καθαράς φυλής» («Heiligkeit reiner Rasse»), της οποίας εθεώρησεν ότι οι Εβραίοι εστερούντο, καθώς ήσαν υβρίδια μεταξύ σημιτικών («αραβοειδών»-«ανατολικών»), συριακών («αρμενοειδών»), αλλά και ινδοευρωπαϊκών ομάδων. Όμως παραλλήλως τους εθαύμαζε για τις άοκνες και αδίστακτες προσπάθειές τους να διατηρήσουν το εθνοφυλετικό τους μόρφωμα, όταν αυτό είχε πλέον εδραιωθεί. Ωστόσον η αποστροφή του προς την «Αραβοειδή» και την «Αρμενοειδή» υποφυλή ήταν ισχυροτάτη, ώστε δεν του επέτρεπε να προβεί σε αδέκαστο κρίση.
Παρόλα ταύτα, απείχε κατά πολύ από την συμπάθεια προς τους ακραίους αντιπάλους των Εβραίων. Στη μακρά εισαγωγή στο βιβλίον του, επισημαίνει ότι η προσπάθεια να καταστεί ο Εβραίος ο εν γένει αποδιοπομπαίος τράγος για όλα τα πάθη της εποχής ήταν «προφανώς γελοία και συγκλονιστική». Επανερχόμενος στο ίδιο θέμα, στον κορμό του έργου, διερωτάται εάν θα έπρεπε να διασύρουμε τους Εβραίους και απαντά ότι πράττοντες έτσι θα ήταν «τόσον ευτελές, όσον θα ήταν ανέντιμο και παράλογο».
Υπάρχει μεγάλη επιστημονική αξία και σπουδαίο περιεχόμενο στις «Βάσεις». Πρόκειται προφανώς για το έργο ενός ειλικρινούς και σοβαρού ανθρώπου, ο οποίος κατέχει λεπτομερεστάτη ιστορική γνώση σχετικώς με το ζήτημα που εξετάζει. Αποδίδει όμως ολίγα εύσημα στους Μεσογειακούς λαούς και ελάχιστα στους Εβραίους για τα επιτεύγματά τους, ενώ ο αυθαίρετος τρόπος με τον οποίον συνδέει ορισμένες υποφυλές μεταξύ τους και τις αντιπαραθέτει με άλλες, είναι αστήρικτος με δεδομένα και επιχειρήματα φυσικής ανθρωπολογίας. Προφανώς, δεν εννόησε ποτέ ότι οι άνθρωποι Βορείου τύπου (δηλαδή οι Germanen με την έννοιάν του), ανθρωπολογικώς μάλλον είναι στην πραγματικότητα στενώς συνδεδεμένοι με τους ανθρώπους Μεσογειακού τύπου.
Κατά την έναρξη του Α’ Μεγάλου Πολέμου, τον Αύγουστο του 1914, ο Τσάμπερλεν υπεστήριξε την πλευρά της Γερμανίας και δύο χρόνια αργότερον επολιτογραφήθη ως υπήκοος της, αποποιηθείς οριστικώς την βρετανική υπηκοότητα. Μερικοί σχολιαστές του αναφέρουν ότι, εστάθη ευτυχής και ιδιαιτέρως τυχερός, καθώς απέθανε πολλά έτη πριν έλθουν στην εξουσία οι εθνικοσοσιαλιστές, των οποίων υπήρξε εν μέρει ιδεολογικός προπομπός και εν μέρει αβυσσαλέως αντίθετος.
Ο Τσάμπερλεν δέχεται ως ουσιώδη κινητήριο δύναμη του Αρίου πολιτισμού το ελληνικόν πνεύμα. Χάρη στους Έλληνες ο άνθρωπος έγινε (για πρώτη και τελευταία φορά) άνθρωπος, ενώ «η μελέτη του ελληνικού κόσμου αποκαλύπτει τις αρχές της ζωής» και «οδηγεί κυρίως στην ελληνική τέχνη και φιλοσοφία, η οποία καλύπτει και τους τομείς της φυσικής επιστήμης, αποδεικνύουσα πως ο ελληνισμός ζει στον δέκατον ένατον αιώνα όχι ως εξωτερικό και ιστορικό στοιχείο, αλλά ως εσωτέρα δύναμις που διαμορφώνει το μέλλον μας».
Αποφεύγει να διαχωρίσει την έννοιαν της φυλής από το φυσικό και μυστικιστικό περιβάλλον της, ενώ ταλαντεύεται μεταξύ του να θεωρήσει το Έθνος ως προϋπόθεση της φυλής, παρά ως συνέπειάν της… Κατ’ αυτόν τον τρόπο οδηγείται σε μία θεωρία πολιτισμών και εθνών, όπου η έννοια της φυλής έχει μεν βασική αλλ’ όχι κυρίαρχο θέση. Η αντίληψη αυτή είναι αφετηρία μιας πολεμικής εναντίον της ιδέας του Γκομπινώ, που αποδίδει στην φυλή την έννοια «του όντος που ενυπάρχει στον εαυτό του» και αντιπροσωπεύει μία προσπάθεια να εισαχθεί ο παράγων της αισιοδοξίας στην φυλετική θεωρία, η οποία λόγω προελεύσεως -πρόβλημα γενέσεως του αιτίου του θανάτου των ανθρωπίνων κοινωνιών- είναι τόσον απαισιόδοξη. Δέχεται όμως την φυλετική καλλιέργεια και την επιλεκτική αναπαραγωγή, ακολουθών στο σημείον αυτό τις απόψεις του Βασέ ντε Λαπούζ.
Ο Τσάμπερλεν διεχώρισεν τους Εβραίους από τον αντισημιτισμό, παρ’ ότι ο ίδιος υπήρξε φανατικός αντισημίτης. Στον γενικό του χαρακτηρισμό για τον Εβραίο, επισημαίνει πως «υπάρχει η γελοία τάσις να επιβαρύνεται πάντοτε ως αποδιοπομπαίος τράγος για τα δεινά κάθε εποχής». Στα αντισημιτικά όμως σχόλιά του είναι οξύτατος και αποκαλεί τις εβραϊκές επαναστάσεις «άμεσες εγκληματικές ενέργειες που στρέφονται εναντίον όλων των λαών της γης» και τους εκπροσώπους τους, «εχθρούς της ανθρωπότητος». Στην αφετηρία των επαναστάσεων της εποχής του ανακαλύπτει αρκετούς Εβραίους «και το σατανικό τους χάρισμα να σχεδιάζουν απίθανα κοινωνικοοικονομικά Μεσσιανικά βασίλεια, αδιαφορούντες για την καταστροφή πολιτιστικών αξιών οι οποίες απήτησαν αιώνες μόχθου και αγώνων για την διαμόρφωση τους». Στα πλαίσια του αντισημιτισμού του απορρίπτει την «αριστοκρατία» της Ευρώπης ως «τάξη εγκληματιών που διακατέχονται από την ψυχοπάθεια της εβραϊκής αλαζονείας».
Και ο Τσάμπερλεν, όπως και ο Λαπούζ, υπήρξεν οπαδός του «Γερμανισμού» και του υποσυνόλου του «Τευτονισμού». Τους θεωρεί ως δυναμικούς παράγοντες αντιθέτους προς τον ανόητον διεθνισμό της εκκλησίας και τους καθορίζει ως δυνάμεις με εξωτερικά όρια που εσωτερικώς εκπτύσσονται απείρως, ενώ για τον διεθνισμό της εκκλησίας επισημαίνει πως δεν έχει μεν καθόλου εξωτερικά όρια αλλά είναι εσωτερικώς περιορισμένος. Το επακόλουθον της αγάπης του προς τον «Τευτονισμό» είναι η οξυτάτη εχθρότης του προς τον Φραγκίσκο Ιωσήφ της Αυστροουγγαρίας, τον οποίον χαρακτηρίζει ως τύραννο «μιας αμόρφου ανθρωπίνης μάζης», ενώ περιγράφει τον Λουδοβίκο ΙΔ’ της Γαλλίας ως φίλο του «Τευτονισμού», χάρη στην αντίθεση του με τον διεθνισμό του Βατικανού, αλλά επίσης και ως εχθρόν του, λόγω του ότι επέβαλε τον απολυταρχισμόν ενάντιον εκ φύσεως στην ατομικήν ελευθερία του Αρίου.
Οι σκέψεις αυτές του Τσάμπερλεν είναι παράγωγα της υπερβολικής (σχεδόν παθολογικής) αγάπης του για την ελευθερίαν του ατόμου. Οι επιθέσεις του εναντίον του απολυταρχισμού, της μοναρχίας και του δεσποτισμού της εκκλησίας είναι όντως πικρόχολες, εμπαθείς και δηκτικές. Ο ίδιος αποτελεί τον τελευταίον σημαιοφόρο του 19ουαιώνος που ύψωσε το λάβαρον της προσωπικής ελευθερίας και του εθνικού ατομισμού, εναντίον της «μεσαιωνικής» πολιτικής πραγματικότητος της εποχής του και της καταστροφικής για την φυλή, αντιφυσικής τακτικής της εκκλησίας, ενώ από την άλλη πλευρά υπερήσπισε σφόδρα τις εμπειρικές επιστήμες έναντι του κινδύνου του δογματισμού και των προλήψεων.
Η αντίθεσίς του με τον απολυταρχισμό υπήρξεν τόσον έντονος, ώστε διεφώνησε με τον Λαπούζ γιά το θέμα της Γαλλικής Επαναστάσεως. Κατά τον Τσάμπερλεν αυτή δεν είναι άλλο τι παρά το αποτέλεσμα «της δαιμονικής οργής ενός Αρίου λαού, που υπέφερε επί αιώνες». Δεν αποτελεί βεβαίως ιστορικό ορόσημο, όπως πολλοί ισχυρίζονται, αλλά μία καθυστερημένη έκφραση της Μεταρρυθμίσεως στην Γαλλία, η οποία είχεν ανασταλεί με την κατάργηση του εδίκτου της Νάντης.
Ο Τσάμπερλεν εισήγαγε την άποψη ότι «κάθε ιστορικό γεγονός φέρει την φυλετική του σφραγίδα». Επί παραδείγματι η περιφρόνηση του Λουκιανού για την αυστηρότητα του έργου του Φειδίου, θεωρείται ως αποτέλεσμα της μεικτής του καταγωγής. Παρ’ ότι δεν ακολουθεί την τάση του Λαπούζ για την επιστημονική ακρίβεια και αυτός επίσης επιμένει στην σαφήνεια και στην στατιστική διατύπωση των συμπερασμάτων του. Εντούτοις, δέχεται πως ο καθορισμός του Αρίου δεν είναι σαφής, ενώ καθορίζονται όλες οι συνθήκες του περιβάλλοντος του. Αφ’ ης στιγμής η ιδέα της προοδευτικής εξελίξεως της κοινωνίας έχει εγκαταλειφθεί, η φυλετική θέση για την ιστορία είναι ο καθορισμός των αρνητικών και θετικών ποιοτήτων και η εν συνεχεία χρήση του πρωταρχικού φυλετικού αιτίου.
Στο λυκαυγές του 20ου αιώνος ο Τσάμπερλεν διακατέχεται από μιαν έντονο και προφητική ανησυχία. Οι φόβοι του συγκεντρώνονται στην προσωπικότητα του ατόμου, κυρίαρχο στοιχείο μιας υγιούς κοινότητος ή εθνότητος που κινδυνεύει από έναν πόλεμο μέχρις εσχάτων, τον οποίον έχουν εξαπολύσει οι κοινωνικές και οικονομικές τάσεις της εποχής, με τελικό στόχο τους την ανωνυμία, την «ισοπέδωση» των ατόμων και την μαζική παραγωγή.
Το λακωνικό αυτό προφητικό σχόλιο «κάθε ιστορικό γεγονός φέρει την φυλετική του σφραγίδα» είναι ίσως ο τελειότερος επίλογος για τον Τσάμπερλεν. Διείδε τον κίνδυνο, προείπε όμως και τα όπλα για την αντιμετώπιση του. Ίσως για τον λόγον αυτό να επηρέασε πολύ περισσότερον από τον Γκομπινώ και τον Λαπούζ την διαμόρφωση της φυλετικής θεωρίας του εικοστού αιώνος.
Την 9η Ιανουαρίου του 1927 ο μεγάλος σοφός ετελεύτησε τον βίο του στους «βαγνερικούς Δελφούς», στο Μπαϋρώιτ, μοναδικό λίκνο και προσκύνημα του βαγνερισμού, ο οποίος διεπότισε το νου και τα οράματά του.
Α. Κωνσταντίνου
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/sth-mnhmh-tou-megalou-stochasth-chiouston-stiouart-tsamperlen-chiouston-sti#ixzz5c7oIDm9t