Μέρος Β’
Η ΦΟΝΙΚΗ «15η ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ» ΤΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΕΩΣ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ – USAAF : Η καταθλιπτική ιστορία του μείζονος βομβαρδισμού του Πειραιώς άρχεται στις 25 Σεπτεμβρίου 1942 στο αεροδρόμιο Γκόουαν, εγγύς του Μπόϊζ, στην πρωτεύουσα της Πολιτείας του Άϊνταχο των Ηνωμένων Πολιτειών. Εκεί συνεκροτήθη η 99η Σμηναρχία Βομβαρδισμού της USAAF. Διοικητής της ανέλαβε ο Συνταγματάρχης Ράδεγκροβ και υποδιοικητής ο Αντισυνταγματάρχης Ρέινεϊ. Η Σμηναρχία απετελείτο από τις 346, 347, 348 και 416 Μοίρες Βομβαρδισμού. Η έδρα της μονάδος μετεφέρθη σχεδόν αμέσως στην μείζονα περιοχή της Ουάσινγκτον, όπου παρελήφθησαν (σε δύο δόσεις) συνολικώς δέκα βομβαρδιστικά αεροσκάφη «Β-17 / Flying Fortress», τα πασίγνωστα «Ιπτάμενα Φρούρια». Κατά την διάρκεια του Οκτωβρίου, η Σμηναρχία ενισχύθη με επιπλέον εξ Β-17, αμέσως δε μετεγκατεστάθη στο Σιού Σίτυ της Αϊόβα για την δευτέρα φάση της επιχειρησιακής εκπαιδεύσεως της. Έως τα τέλη του Νοεμβρίου, η πληρότης του προσωπικού εδάφους και του τεχνικού προσωπικού έφθασε στο 75%. Στα μέσα Ιανουάριου του 1943, εξεκίνησε στην Σαλίνα του Κάνσας η τρίτη φάση της προετοιμασίας και περί τα τέλη Φεβρουάριου, η Σμηναρχία ήταν πλέον ετοιμοπόλεμη («Combat ready») και πανέτοιμη να εγκαταλείψει το αμερικανικό έδαφος για την ευρωπαϊκήν αποστολή της. Με σημείον αναχωρήσεως το Μόρισον Φηλντ της Φλόριντα, τα Β-17 εκινήθησαν νοτίως, μέσω δε Πουέρτο Ρίκο, Βρετανικής Γουϊάνας, Βραζιλίας και Γκάμπιας, έφθασαν εν τέλει στον προορισμό τους, στο Μαρακές του Μαρόκου. Το τεχνικό προσωπικό και το προσωπικό εδάφους ηκολούθησαν τα «Ιπτάμενα Φρούρια» μέσω υπερατλαντικού πλου.
Αμέσως μόλις η Σμηναρχία συνεκροτήθη πλήρως στην βόρειο Αφρική, υπήχθη στην 5η Πτέρυγα Βομβαρδισμού της 12ης Αεροπορικής Δυνάμεως, ομού με τις 97η και 301η Σμηναρχίες και αργότερον την 2α Σμηναρχία. Η πρώτη αποστολή των «Αδαμαντόραχων» («Diamondbacks»), όπως ονομάζετο η 99η -λόγω του ουραίου εμβλήματος που έφεραν τα βομβαρδιστικά της-, επραγματοποιήθη στις 31 Μαρτίου του 1943 ως μία από τις εκατοντάδες αεροπορικές αποστολές των Συμμάχων για την καταστροφή των οδών ανεφοδιασμού του ηττημένου «Γερμανικού Αφρικανικού Σώματος» («Deutsches Afrika Korps» – DAK) στην Τυνησία. Καθ’ όλην τνη διάρκεια του 1943, η 12η Αεροπορική Δύναμη εξαπέλυσε δεκάδες αποστολές διώξεως και βομβαρδισμού στο νέο μεγάλο μέτωπο που ήνοιξαν οι Σύμμαχοι : στο Θέατρον Επιχειρήσεων της Μεσογείου:
Στις 5 Ιουλίου, κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων που συνόδευαν την αγγλοαμερικανική απόβαση στην Σικελία, η 99η Σμηναρχία εβομβάρδισε εκτενώς και με επιτυχία – παρά την πείσμονα εμπλοκή και εναντίωση δεκάδων γερμανικών καταδιωκτικών- το αεροδρόμιο Τζερμπίνι, στρατηγικής σημασίας. Στις επόμενες ημέρες εξεκίνησαν οι μάχες υποστηρίξεως της αποβάσεως, ενώ στις 14 Ιουλίου εβομβαρδίσθη για πρώτη φορά η Ρώμη. (Η επίσημος ιστορία της 99ης Σμηναρχίας σημειώνει πως οι πιλότοι κατέβαλαν εξαιρετικές προσπάθειες ακριβούς τεχνικής ώστε να αποφύγουν την πτώση βομβών στο Βατικανό).
Στις 2 Νοεμβρίου 1943, οι τέσσαρες μοίρες της 99ης Σμηναρχίας, μαζί με δύο ακόμη Σμηναρχίες βομβαρδιστικών Β-24 της 9ης Αεροπορικής Δυνάμεως και δύο Σμηναρχίες καταδιωκτικών, συνεκρότησαν (στο ιταλικόν έδαφος) την νέα 15η Αεροπορική Δύναμη. Ήδη από την πρώτην ημέρα της συγκροτήσεώς της, η 15η Αεροπορική Δύναμη –η μέλλουσα φόνισσα του Πειραιώς- ανέλαβε να πλήξει το εργοστάσιον αεροσκαφών Messerschmitt στο Βάϊνερ Νόϋσταντ της Αυστρίας. Η 5η Πτέρυξ Βομβαρδισμού μετεκινείτο προοδευτικώς, ακολουθούσα την χερσαία προώθηση των συμμαχικών στρατευμάτων, ώστε να αυξήσει την ακτίνα της επιχειρησιακής της δράσεως: Οι μοίρες της Πτέρυγος εγκατεστάθηκαν σε διάφορα αεροδρόμια στην πεδιάδα της Φότζια, ενώ η 99η Σμηναρχία στην Τορτορέλα.
Οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή κατά τους μήνες Δεκέμβριο και Ιανουάριο ήσαν εξαιρετικώς δυσχερείς, με χαμηλές θερμοκρασίες και πολλές βροχές. Τα συνεργεία επισκευών και οι τεχνικοί ήσαν αναγκασμένοι να εργάζονται με το έντονο ψύχος, μέσα στην λάσπη, ενώ τα πληρώματα επιχειρούσαν με εξουθενωτικούς ρυθμούς, όσο ηυξάνετο ο αεροπορικός ρόλος στην εξέλιξη των επιχειρήσεων. Εντός 18 μηνών επιχειρήσεων, η 15η Αεροπορική Δύναμη κατέστρεψε σχεδόν το ήμισυ της παραγωγής πετρελαίου στην Ευρώπη (!), παρέβλαψεν ουσιωδώς μέγα μέρος της γερμανικής παραγωγής καταδιωκτικών και προεκάλεσε ανυπολόγιστες καταστροφές στο δίκτυον συγκοινωνιών του Άξονος. Τα αριθμητικά στοιχεία δεικνύουν ότι, η 15η Αεροπορική Δύναμη έρριψεν 303.842 τόνους βομβών εναντίον εχθρικών στόχων σε 12 χώρες, πραγματοποιούσα συνολικώς 148.955 πτήσεις.
Αρχικώς, οι γερμανικές θέσεις στα Βαλκάνια εκρίθησαν ως στόχοι δευτερευούσης στρατηγικής σημασίας εν σχέσει προς την πληθώραν στόχων στο ιταλικόν έδαφος ή στην Γαλλία. Ωστόσον, η «Συμμαχική Διοίκηση Βομβαρδισμού» ήρχισεν από τον Νοέμβριο να προσανατολίζεται και πάλιν σε επιθέσεις εναντίον στρατιωτικών στόχων, αποθηκών, λιμένων και σιδηροδρομικών εγκαταστάσεων σε Βουλγαρία, Αλβανία, Γιουγκοσλαβία, και Ελλάδα, ώστε να αποδιοργανωθεί τα μέγιστα η ενίσχυση των γερμανικών μονάδων στην Ιταλία μέσω των Δαλματικών ακτών, αλλά συνάμα να αποδιοργανωθεί πλήρως το εν γένει σύστημα στρατιωτικών μεταφορών, στην απρόσκοπτο λειτουργία του οποίου η Γερμανία είχε εναποθέσει τεράστιες ελπίδες για την εκ μέρους της συνέχιση του πολέμου. Με επιδίωξη να επιτευχθεί το «μέγιστο ψυχολογικό, επιχειρησιακό και στρατηγικό κέρδος» η USAAF πλην των ανηλεών βομβαρδισμών των γερμανικών πόλεων διενεργούσε καθημερινώς επιθέσεις σε ποικίλους σημαντικούς στόχους στην Ιταλία, στην Γαλλία, στην Ρουμανία, στα λοιπά Βαλκάνια και στην Τσεχοσλοβακία.
Από την επιλογήν των υποψηφίων στόχων δεν εξαιρούντο βεβαίως όσες πόλεις ευρίσκοντο ακόμη στο στρατόπεδον του Άξονος. Από τον Δεκέμβριον, όλες ανεξαιρέτως οι ιταλικές πόλεις οι οποίες ευρίσκοντο στην ακτίνα δράσεως των συμμαχικών βαρέων βομβαρδιστικών, ζούσαν σχεδόν καθημερινώς με τον από αέρος τρόμο, του «άνωθεν θανάτου» (Τορίνο, Πάντοβα, Πάρμα, Μιλάνο, Μπολόνια, Φερράρα). Επίσης έγιναν στόχοι αρκετές φορές τα αστικά κέντρα της Γιουγκοσλαβίας, όπως το Σεράγεβο, το Μόσταρ και το ίδιο το Βελιγράδι (τον Απρίλιον εδέχθη εξόχως καταστροφικά πλήγματα με χιλιάδες νεκρούς αμάχους).
Στις 10 Ιανουάριου, η 97η Σμηναρχία εβομβάρδισε την Σόφια της Βουλγαρίας, φονεύουσα μεγάλον αριθμόν αμάχων, ενώ το επόμενο πρωινό ήλθεν η σειρά του δυσμοίρου Πειραιώς : Το επίνειον των Αθηνών, ο μεγαλύτερος λιμήν της Ελλάδος, ο αναφερόμενος στους επιχειρησιακούς χάρτες της USAAF ως «Halon Basin», αποτελούσε σημαντικό κόμβο στο δίκτυο εφοδιασμού των μεραρχιών της Wehrmacht στα Βαλκάνια και στο Ιταλικό Μέτωπο, Πρόσφατες αεροφωτογραφίες επιβεβαίωναν πως στο λιμάνι βρίσκονταν 21 επιταγμένα εμπορικά πλοία και 10 πολεμικά διαφόρων τύπων, συνολικά 31 σκάφη στην υπηρεσία του Γερμανικού Ναυτικού (Kriegsmarine). Στις 09.40 της 11ης Ιανουάριου 1944, 84 βομβαρδιστικά Β-17, περίπου 20 από κάθε Σμηναρχία της 5ης Πτέρυγος Βομβαρδισμού (2α , 97η , 99η και 301η ) απεγειώθησαν από τα αεροδρόμια της πεδιάδος της Φότζια και του Τάραντος, ιπτάμενα με νοτιοανατολική κατεύθυνση. Προηγείτο στον σχηματισμό πτήσεως η 99η Σμηναρχία και ακολουθούσαν κατά σειρά η 2α , η 97η και η 301η με σταθερά ταχύτητα 250 χλμ/ώρα. Οπίσω από τον σχηματισμό των Β-17 ακολουθούσε ένα ισχυρόν απόσπασμα από μαχητικά Ρ-38 Mustang της 14ης Σμηναρχίας Μαχητικών, το οποίον είχεν αναλάβει την προστασία των βομβαρδιστικών.
Παρά την τεραστίαν αριθμητικήν υπεροχή και την ισχυρά κάλυψη, οι προοπτικές της βομβαρδιστικής επιχειρήσεως δεν ήσαν διόλου καλές. Στο πολεμικόν ημερολόγιο της Σμηναρχίας εσημειώθη : «Κατά την προσέγγιση καιρός άσχημος, ορατότης δυσχερής». Σε ύψος 5.500 μ., τα αμερικανικά αεροσκάφη συνήντησαν αναπάντεχες ισχυρές νεφώσεις. Τα σύννεφα ήσαν εξόχως πυκνά, δεν υπήρχεν ορατότης πέραν των ακροπτερυγίων. Ήταν δύσκολο, εάν όχι ακατόρθωτο, να διακρίνει κάποιος ένα άλλο αεροσκάφος. Οι συνθήκες αυτές ήσαν απαγορευτικές και για μεμονωμένη πτήση, πόσο μάλλον για έναν ολόκληρο σχηματισμό βαρέων βομβαρδιστικών. Η 301η Σμηναρχία που ευρίσκετο στην «ουρά» του σχηματισμού, απεφάσισε να εξέλθει εκτός του «φακέλου πτήσεως» (της προδιαγεγραμμένης πορείας), προκειμένου να σταθεροποιήσει την ορισμένη απόσταση ασφαλείας (45 μ.) από τα προπορευόμενα αεροσκάφη.
Όταν είκοσι λεπτά προ της αφίξεως στον στόχο τα βομβαρδιστικά ήρχισαν την άνοδο στα 6.600 μέτρα, (ήτοι στο προβλεπόμενον ύψος ρίψεως των βομβών), συνέβη μια πραγματική καταστροφή : Εντός της πυκνής νεφώσεως -που έφθανε τα 10/10-, οι δύο τελευταίες Σμηναρχίες του σχηματισμού (97η και 301η) «αλληλοδιεμβολίσθησαν» κατά την άνοδον. Ένα «Ιπτάμενο Φρούριο» από το προπορευόμενο στοιχείο εξερράγη, το ίδιο και δύο Β-17 από το δεύτερο στοιχείο. Αεροσκάφη, συντρίμματα και άνδρες ίπταντο εντός των νεφών. To Β-17 του διοικητή της Σμηναρχίας επραγματοποίησεν απότομον αναστροφή. Τον ίδιον ελιγμόν εξετέλεσαν και άλλα τρία αεροσκάφη, πράγμα όχι ευμενές για ένα πλήρως εξοπλισμένο, βαρύτατο Β-17. Ωστόσον, τουλάχιστον δύο από τα αεροσκάφη επέτυχαν να κατέλθουν στα 3.000 μέτρα. Τουλάχιστον πέντε Β-17 της 301ης και δύο της 97ης εχάθησαν μέσα στα σύννεφα. Ένας πιλότος της 419ης Μοίρας επήδηξεν από το αεροσκάφος με το αλεξίπτωτόν του. Ένα ακόμη Β-17 συνεκρούσθη στον αέρα με ένα από τα Ρ-38, εξ αιτίας της μηδενικής ορατότητος, που δυσχέραινε αφαντάστως τον οιονδήποτε πτητικόν συντονισμό. Δεδομένου ότι τα πληρώματα των Β-17 ήσαν δεκαμελή, περισσότεροι από 80 άνδρες κατεμετρήθησαν ως αγνοούμενοι πριν καν ξεκινήσει η αποστολή. Η ώρα ήταν 12.35 και το 1/10 της δυνάμεως των «Ιπταμένων Φρουρίων» είχεν ήδη χαθεί.
Ολίγες στιγμές μετά το τραγικόν ατύχημα στην «ουρά» του σχηματισμού, τα βομβαρδιστικά διετήρησαν σταθερόν ύψος πτήσεως στα 6.500 μ. Στις 12.55’, τα έξι προπορευόμενα (σε σχήμα ρόμβου) Β-17 της 99ης Σμηναρχίας, άφησαν τις πρώτες βόμβες της επιδρομής επάνω από τον στόχο. Στις 13.11’, η 2α Σμηναρχία εξαπέλυσε το δεύτερο κύμα βομβών και τέσσερα λεπτά αργότερον, στις 13.15’, ολόκληρος ο σχηματισμός εδέχθη επίθεση από 15 Messerschmitt Bf 109 και 10 έως 15 Focke Wulf 190 Würger (Βύργκερ – «Αετομάχος»). Οι αερομαχίες των γερμανικών μαχητικών με τα Ρ-38 που υπεστήριζαν την αποστολή, ήσαν σποραδικές και διήρκεσαν περίπου 15 έως 20 λεπτά, πριν, μετά και κατά τη διάρκεια της ρίψεως των βομβών. Στην συμπληρωματική του αναφορά περί της επιχειρήσεως, ο Ταγματάρχης Αρθουρ Κλαρκ του Γραφείου Πληροφοριών της 99ης Σμηναρχίας εσημείωνε ότι «κάποια από τα γερμανικά μαχητικά υπήρξαν ιδιαιτέρως επιθετικά, ορισμένα μάλιστα έφθασαν σε απόσταση 90 μέτρων από τα αεροσκάφη μας».
Η 2α Σμηναρχία εσημείωνε πως τα γερμανικά μαχητικά «πραγματοποιούσαν ασυντόνιστες επιθέσεις, κυρίως από οπίσω («ώρα» 5-7), ωστόσον δεν εσημειώθη καμία κατάρριψη». Από την σύντομο αψιμαχία στον αέρα πιθανότατα εκατέρωθεν δεν υπήρξαν απώλειες αεροσκαφών. Η αναφορά της Διοικήσεως Βομβαρδισμού κάνει λόγο για δύο, ενδεχομένως τρεις, καταρρίψεις Bf 109, χωρίς όμως να επιβεβαιώνεται κάτι τέτοιο. Δύο βομβαρδιστικά της 99ης Σμηναρχίας επλήγησαν από τα πυρά των Messerschmitt και ακόμη εξ υπέστησαν ελαφρές ζημίες από τα πυκνά αντιαεροπορικά πυρά. Πράγματι, οι πυροβολαρχίες των 88 mm οι οποίες εκάλυπταν τον Πειραιά, συγκεντρωμένες στον σιδηροδρομικό σταθμό και στους λόφους του Προφήτη Ηλία και της Καστέλας, … «έκαναν δύσκολη την ζωή» των αμερικανικών πληρωμάτων: «Έντονος, ισχυρός και ακριβής φραγμός πυρός, τροχιοδεικτικά πυρά προερχόμενα από πολεμικά πλοία στις εξής συντεταγμένες: 37ο 51’ Ν, 23ο 36′ Ε και 37ο56′ Ν. 23ο42’ Ε», εσημείωνε η αναφορά της Διοικήσεως Βομβαρδισμού το βράδυ της ιδίας ημέρας.
Εν τω μεταξύ, στην ηλιόλουστο μεσημβρία του Ιανουαρίου, ο χαρακτηριστικός βόμβος των κινητήρων προσήλκυσε την προσοχή των Πειραιωτών οι οποίοι παρακολουθούσαν ανυποψίαστοι, αγνοώντες τι είδους αεροσκάφη ίπταντο επάνω από τις κεφαλές τους. Περί ώραν 12.45, ενεφανίσθησαν ωσάν μικρές περιστερές που εγυάλιζαν στο φόντο του γαλάζιου ουρανού ολόλευκες. Ήσαν πολλά, πάρα πολλά. Και άλλα και άλλα ήρχοντο, επλησίαζαν επάνω από τον άμαχο κόσμο. Η αντίδρασή του : «Πανζουρλισμός» και χαρά ! Με τα χέρια σηκωμένα και με μανδήλια χαιρετούσαν όλοι οι δύσμοιροι παριστάμενοι την εξ ουρανού «ελευθερία» που έβλεπαν επάνω από τις κεφαλές τους. Επί πολλά έτη δεν είχαν ιδεί τους φιλοδόξους «ελευθερωτές» και δη από τόσον εγγύς.
Η ΠΕΛΩΡΙΑ ΦΡΙΚΤΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ : Εν προκειμένω ατυχώς, ούτε η Luftwaffe, ούτε η αντιαεροπορική άμυνα κατάφεραν να αποκρούσουν την εξελισσομένη επιδρομή. Όσα Β-17 κατάφεραν να διέλθουν από την πυκνή νέφωση και τα γερμανικά καταδιωκτικά, εξεκκένωσαν το καταστροφικό φορτίο τους και επέστρεψαν στην βάση τους, όχι χωρίς περιπέτειες. Για εκείνους που ευρίσκοντο στο έδαφος, εμεσολάβησαν ελάχιστα λεπτά από τον πρώτον ήχο των κινητήρων μέχρι τον επελθόντα «Αρμαγεδδώνα» Περί ώραν 1 παρά 13’, η γη συνεκλονίσθη, ωσάν από σεισμό τρομερόν. Τα πάντα ανεφλέγησαν. Σκότος κολάσεως επλημμύρισε την ατμόσφαιρα. Η άσφαλτος βράζει, ενώ ψήνονται άνθρωποι, ζώα και κτίρια. Όλα βράζουν σε μια κόλαση αχόρταγης φωτιάς και «λάβρας».
Εντός χρόνου βραχυτέρου από ημίσειαν ώρα, ένας πυκνός «τάπης» από αφανιστικές βόμβες εκάλυψε τα πάντα. Λόγω της μεγάλης διασποράς, οι βόμβες έπληξαν αδιακρίτως όλες τις συνοικίες του Πειραιώς : τον Άγιο Διονύσιο, την Αγία Σοφία, τον Άγιο Νικόλαο, την Αμφιάλη, την Ευγένεια, την Δραπετσώνα, τα Καμίνια, την Κοκκινιά, την Καστέλα, το Πασαλιμάνι, το Τουρκολίμανο και το Χατζηκυριάκειον. Ωστόσον, το κέντρον της πόλεως κατέβαλε τον μεγαλύτερο φόρον αίματος και συγκεκριμένως ολόκληρος η περιοχή από τον σταθμόν του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου Αθηνών-Πειραιώς (ΗΣΑΠ) έως την πλατεία Κοραή και το Δημοτικό Θέατρο. Με την εξαίρεση των πρώτων ρίψεων που κατέληξαν στην θάλασσα, οι πρώτες βόμβες των Β-17 έπληξαν την «καρδία» του Πειραιώς. Η πρώτη βόμβα πιθανότατα έπεσεν εμπρός στον ιστορικό ναό του Αγίου Σπυρίδωνος, στην Ακτή Μιαούλη. Πολλοί περαστικοί έτρεξαν έντρομοι να προφυλαχθούν στον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Τριάδος.
Από τα δεδομένα του ληξιαρχείου Πειραιώς, τα οποία και τεκμηριώνουν την θλιβερά ανθρωπογεωγραφία των εκατοντάδων θανάτων, προκύπτει σαφώς πως η προοδευτική κίνηση των βομβαρδιστικών ανηύρε σχεδόν αμέσως το προαύλιο και τον ίδιον τον ιερόν ναό, φονεύουσα τουλάχιστον εξ άτομα, μεταξύ των οποίων δύο ηλικιωμένες γυναίκες. Ένας ογδοντάχρονος συνταξιούχος των ΣΠΑΠ, δύο μικροπωλητές και τρεις ακόμη άνδρες διεμελίσθησαν από βόμβα στην πλατεία Λουδοβίκου, η οποία ευρίσκεται εμπρός στην αριστερά είσοδο του σταθμού του ΗΣΑΠ, δευτερόλεπτα πριν το πλήθος προλάβει να καλυφθεί μέσα στο κτίριο.
Έξω, στον δρόμο ουδείς έβλεπε τίποτα. Υπήρχεν ένα υπέρπυκνο σύννεφο σκόνης που είχε ανασηκωθεί από τις βόμβες που έπεφταν συνέχεια στον λιμένα. Ένα σύννεφο άσπρης σκόνης από χώματα και πέτρες, προκληθέν από όλα τα σπίτια που εκρημνίζοντο, εξετείνετο παντού ως ένα πέτασμα, μια «κουρτίνα»! Ηκούοντο μόνον οι εκρήξεις των βομβών, τα αεροσκάφη που «εβούιζαν» από επάνω, οι εκρήξεις των αντιαεροπορικών βλημάτων, οι ριπές που έρριπταν συνεχώς. Ήχοι πολλοί, αλλά ορατότης μηδέν. Οι περισσότεροι άνθρωποι στον δρόμο ήσαν προσωπικό του λιμένος, λιμενεργάτες, ναυτικοί ή και άλλοι που ευρέθησαν στην περιοχή. Μέσα στα αίματα όλοι. Ένας κρατούσε το κομμένο χέρι του, άλλος την καταματωμένη κεφαλή του. Ήσαν όλοι τραυματίες που έφευγαν από την βομβαρδιζομένη περιοχή για να σωθούν. Οι βόμβες έπιπταν παντού! Στο Χατζηκυριάκειο, στην Δραπετσώνα, στην περιοχήν του κέντρου, κοντά στην Ευαγγελίστρια.
Α. Κωνσταντίνου
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/o-meizwn-bombardismos-tou-peiraiws1#ixzz5cNdsxH3h