Αμέτρητοι πραγματικά οι Έλληνες εκείνοι της Βορείου Ηπείρου που έπεσαν θύματα του μίσους και της εκδικητικότητας του αλβανικού κομμουνιστικού καθεστώτος, επειδή δεν πρόδωσαν την Ελλάδα και την Ορθοδοξία. Αφού συστήσουμε να (ξανα)μελετήσετε τα κείμενα «2 Δεκεμβρίου 1945: Μια αλησμόνητη ηρωική αντίσταση στην Χιμάρα» και «Πεθαίνοντας για την Ελλάδα στις φυλακές του Ενβέρ Χότζα», ας σταθούμε σε κάποιες ακόμη ξεχωριστές περιπτώσεις.
Ο Γρηγόρης Λαμποβιτιάδης ήταν ενεργό ηγετικό στέλεχος του ΜΑΒΗ, ο οποίος μετά την εκτέλεση από τους αλβανούς παρτιζάνους του αρχηγού του και συγχωριανού του Βασίλη Σαχίνη ανέλαβε να οδηγήσει αυτός την οργάνωση στον Αγώνα για την ενσωμάτωση της Βορείου Ηπείρου στην Μητέρα Ελλάδα. Ως γιατρός που ήταν, άνοιξε 80 κλινικές στο Αργυρόκαστρο και στο Δέλβινο, τις οποίες μετέτρεψε σε κέντρο συσπείρωσης όλων των Βορειοηπειρωτών Πατριωτών που αγωνίζονταν για τον ίδιο σκοπό. Όπως ήταν αναμενόμενο μπήκε στο στόχαστρο των αλβανών, οι οποίοι και τον συνέλαβαν στις 28 Δεκεμβρίου 1945, μετά από προδοσία, μαζί με αρκετούς άλλους συμπατριώτες του.
Οι κομμουνιστές της Ελλάδας ήσαν πολύ τυχεροί που δεν έζησαν στην πράξη τον αλβανικό κομμουνισμό, αν και ακόμη δεν έβγαλαν τα σωστά συμπεράσματα απ’ όλους αυτούς που τον έζησαν στο πετσί τους για δεκαετίες ολόκληρες όχι μόνο στην Αλβανία, αλλά σ’ όλη την Ανατολική Ευρώπη. Και οι πιο άτυχοι απ’ αυτούς που ταλαιπωρήθηκαν στα ξερονήσια, όπου τουλάχιστον έκαναν και… μακροβούτια, είναι πραγματικά τυχεροί που δεν γνώρισαν τις απάνθρωπες φυλακές και τα ορυχεία του θανάτου της Μπουλκίζας, στο Μπουρέλι, στο Μαρτανέσι, στο Σπατς, σ’ όλα τα κολαστήρια της Βόρειας Αλβανίας. Ας δουν τα μακάβρια βασανιστήρια που υπέστη ο Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου, καθρεφτιζόμενα στο πρόσωπο του Γρηγόρη Λαμποβιτιάδη. Οι συμπάσχοντές του ανατριχιάζουν όσο τα θυμούνται, καθώς τα έζησαν κι αυτοί στο κορμί τους.
Για τον Γρηγόρη αναφέρουν ότι του έκοψαν τα αυτιά, την μύτη, του έβγαλαν τα νύχια με την τσιμπίδα, του έβαλαν βρασμένα αυγά στις μασχάλες, αναμμένα τσιγάρα στο σώμα του, τον κρεμούσαν ανάποδα, τον έδεναν από τα γεννητικά όργανα και τον έσερναν για να μαρτυρήσει όλους τους συνεργάτες, μέρα και νύχτα, νύχτα και μέρα. Αυτοί που τον βασάνιζαν δεν ήσαν αλβανοί, αλλά Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι πούλησαν το τομάρι τους στον Χότζα και τον κομμουνισμό. Μια νύχτα της 7ης Ιουνίου του 1946, η ώρα 1:30 μετά τα μεσάνυχτα, δύο αυτοκίνητα της κρατικής ασφάλειας Sigurimi σταμάτησαν κάτω από μια γκορτσιά έξω από το νεκροταφείο της Δρόπολης, από την πλευρά των Λαζαράδων.
Από το ένα κατέβηκαν οι ελληνόφωνοι δήμιοι που διψούσαν για αδερφικό αίμα και από το άλλο δύο αστυνομικοί, κρατώντας για να μην σωριαστεί τον Γρηγόρη, αγνώριστος πια από τα φρικαλέα βασανιστήρια και με τα χέρια δεμένα πίσω με αγκαθωτά σύρματα. Τον οδήγησαν σ’ έναν μισάνοιχτο τάφο και με τα πιστόλια τους παρατεταμένα τον ρώτησαν για την τελευταία του επιθυμία. Εκείνος, παρ’ όλους τους πόνους, όρθωσε το ανάστημα, προσευχήθηκε σιωπηλά στον Θεό για την σωτηρία της οικογένειας και αγέρωχα αποκρίθηκε: «Ζήτω η Ελλάδα!». Η φωνή του, μαζί και η σκέψη του, διέσχισαν την κοιλάδα της Δρόπολης και πιο πέρα από τα σύνορα που σκλάβωναν ξανά την Βόρειο Ήπειρο. Οι δήμιοι αγρίεψαν ακόμη περισσότερο και σαν να ήταν μέσα στην σκέψη του, σαν να μην ήταν Έλληνες στον ελάχιστο βαθμό, φώναζαν όλοι μαζί με μια φωνή στα αλβανικά, για να τους… καμαρώσουν οι εντολείς τους: «Κι ένι ι Γκρέκουτ (σκυλί των Ελλήνων), πήγαινε να τους βρεις».
Και άδειασαν μονομιάς τα πιστόλια τους στο κεφάλι του. 9 ήταν οι σφαίρες, ο καθένας τους από μια. Εκείνος, ακέφαλος πια (το κεφάλι του είχε διαλυθεί και διαμελιστεί σε απόσταση) σωριάστηκε μέσα στον τάφο. Τον άφησαν άθαφτο 3 ημέρες για να γίνει θέαμα των κατοίκων της Δρόπολης, που την επόμενη και την Κυριακή περνούσαν από εκεί για το παζάρι στο Αργυρόκαστρο. Οι δολοφόνοι του ανέβηκαν στα αυτοκίνητα και κατευθύνθηκαν προς την Δερβιτσάνη για να γιορτάσουν ακόμα μια «νίκη», μαζί με την «δόξα» που απολάμβαναν από το αφεντικό τους Ενβέρ Χότζα. Να γιορτάσουν την προδοσία τους με το αίμα των συμπατριωτών τους.
Την ίδια τραγική μοίρα είχε και η γυναίκα του, η 23χρονη Μαρία Σπετσαρία-Λαμποβιτιάδη. Ένα πανέμορφο κοριτσόπουλο της ΕΟΝ, το οποίο ήρθε από την Αθήνα στην Βόρειο Ήπειρο στα 16 της (1942), μαζί με την Βορειοηπειρώτισσα γιαγιά της, για να σωθεί από την πείνα που θέριζε την πρωτεύουσα. Την σύστησαν στον Γρηγόρη Λαμποβιτιάδη, και έγινε άμεσα Συναγωνίστριά του και λίγους μήνες αργότερα σύζυγός του, χαρίζοντάς του και έναν γιο, τον Γιώργο, το 1943, ο οποίος γνώρισε κι αυτός τις φυλακές και τις εξορίες όταν μεγάλωσε. 17 χρονών κοπέλα, Μητέρα και Αγωνίστρια για την Ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα. Στα 20 της, αφού έζησε όλο το δράμα μέχρι την εκτέλεση του Γρηγόρη και της δήμευσαν κάθε είδους κινητή και ακίνητη περιουσία, ολομόναχη με τον 3χρονο Γιώργο, την εξόρισαν στο εχθρικό για τους Έλληνες περιβάλλον του Τεπελενίου.
Στα 23 της εμπιστεύθηκε έναν Βορειοηπειρώτη οδηγό από την Μουζίνα, ο οποίος της είχε υποσχεθεί ότι θα την βοηθήσει να δραπετεύσει. Θεωρούσε ότι δεν ήταν δυνατόν να την ξεγελάσει ένας Βορειοηπειρώτης. Εκείνος, όμως, ήταν συνεργάτης της Sigurimi και της είχε στήσει παγίδα. Της πήρε όσα λεφτά της είχαν απομείνει και τα φύλαγε στο χωριό (Δούβιανη) του Γρηγόρη και την οδήγησε στο αλβανικό φυλάκιο της Λεσινίτσας, όπου την περίμεναν τρεις Βορειοηπειρώτες ασφαλίτες, ντυμένοι μάλιστα με Ελληνικές Στρατιωτικές Στολές, για να πιστέψει ότι βρίσκεται στην Ελλάδα και να της αποσπάσουν τις όποιες τελευταίες πληροφορίες, τόσο για τους δικούς της συνεργάτες όσο και του εκτελεσθέντα συζύγου της. Όταν το κατάλαβε, ήταν ήδη πολύ αργά. Την οδήγησαν στο Δέλβινο στις φυλακές του Τσιούτση, στο κελί όπου για 3 ολόκληρους μήνες παίχτηκε το τελευταίο δράμα της ζωής της.
Τρεις ολόκληροι μήνες γεμάτοι βιασμούς και βασανιστήρια. Οι γενίτσαροι Μ. Παππάς, Θ. Στύλος, Σ. Κλίμης την έπαιρναν από τον 6χρονο γιο της, την βίαζαν και οι τρεις, μετά την βασάνιζαν και την επέστρεφαν στο παιδί της εντελώς γυμνή, για να της φέρουν αργότερα τα ρούχα. Πολλές φορές, δεν δίσταζαν να την βιάζουν και μπροστά στα μάτια του μικρού Γιώργου! Της φορούσαν τσουβάλια, της έριχναν μέσα 2 γάτες και τις βαρούσαν απ’ έξω για να της βασανίζουν τις σάρκες. Την έχωναν σε φέρετρο, αφήνοντας μόνο ένα παραθυράκι στα μάτια για να βάλουν λάμπα με δυνατό φως και να τυφλωθεί, μέχρι που τσουρουφλίζονταν το δέρμα, εκτός τα αναμμένα τσιγάρα που έσβηναν αυτά τα ανθρωπόμορφα κτήνη στο νεανικό κορμί της, τα βρασμένα αυγά κάτω από τις μασχάλες, το τράβηγμα των μαλλιών, κ.α.
Η Μαρία, ένα κορίτσι 23 ετών, χωρίς στον ήλιο μοίρα, ούρλιαζε επικαλούμενη την μάνα της, τον αδικοχαμένο Γρηγόρη, τον Θεό για να κάνει κάτι, γιατί εκεί που ήταν τότε (και αμέτρητοι άλλοι Έλληνες για δεκαετίες) κυβερνούσε ο διάβολος και οι δαίμονές του… Ένα κρύο πρωινό του Οκτωβρίου του 1949, ο 6χρονος γιος της Γιώργος ξύπνησε μέσα στην αγκαλιά της νεκρής πλέον μητέρας του, η οποία δεν άντεξε άλλο την καθημερινή κόλαση, την οποία βίωνε, προσθέτοντας και το δικό της όνομα στο πάνθεον των Ηρώων που έδωσαν και την ζωή τους για την Δόξα και το Μεγαλείο της Ελλάδας.
Θα κλείσουμε την ενδεικτική αναφορά μας στους Ήρωες της Βορείου Ηπείρου με τον Βασίλη Κόκκαλη, ο οποίος ένιωσε στο πετσί του την «φιλοξενία» των αλβανικών, με δύο χαρακτηριστικά περιστατικά από τις προκλήσεις των ελληνόφωνων χαφιέδων απέναντί του και τις απαντήσεις που αυτός τους έδωσε: «Να σε ρωτήσω, μπάρμπα Βασίλη, του είπε ένας νεαρός “πληροφοριοδότης”, ποια είναι η πατρίδα μας;» «Για μένα, παιδί μου, πατρίδα είναι η καταγωγή και η εθνική συνείδηση που μου άφησαν οι γονείς μου, οι παππούδες και οι προπαππούδες μου. Για σένα δεν ξέρω. Τη συνείδησή σου να ρωτήσεις. Εγώ είμαι Έλληνας και πατρίδα μου είναι η Ελλάδα. Και τώρα πήγαινε να τους τα πεις»!
Ένας μικροκαμωμένος και ασχημομούρης, τον καιρό που όλος ο κόσμος έσκαβε προχώματα για να προφυλαχτούν απ’ τους «μοναρχοφασίστες Έλληνες», μήπως και τους επιτεθεί, τον προκαλεί: «Άκου, ράφτη Βασίλη, σ’ αυτά τα προχώματα θα πέσουν τα πτώματα των Ελλήνων φαντάρων, αν τολμήσουν να μας επιτεθούν». Και ο ράφτης Βασίλης του απαντά: «Δεν έχετε ράμματα για τη γούνα τους, τα προχώματα αυτά είναι μικρά και κατάλληλα να κρύβονται ποντίκια, δεν χωρούν τους Έλληνες φαντάρους, που έχουν το σώμα του Ηρακλή».
Στην ανάκριση που ακολούθησε ο ανακριτής με μίσος του λέει: «Ήθελες τη γαλανόλευκη ναι ή όχι;» «Λάθος κ. ανακριτά, δεν την ήθελα, τη λάτρευα, τη λατρεύω και θα τη λατρεύω όσο θα ζω». «Θα πεθάνεις στη φυλακή, σκατο-Έλληνα. Θα σε κρεμάσουμε σαν το σκυλί, αν δεν αλλάξεις τακτική», τον απείλησε ο ανακριτής, χωρίς να καταφέρει, βεβαίως, να τον φοβίσει.
Αυτή η «τριλογία» ας αποτελέσει έναν ελάχιστο φόρο Τιμής στους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου που στάθηκαν το Ύψος των περιστάσεων, φτύνοντας στα μούτρα όχι μόνο το αλβανικό κομμουνιστικό καθεστώς, αλλά και τους ελληνόφωνους προδότες συμπατριώτες τους που το προσκύνησαν και το υπηρέτησαν μέχρι του τέλους του. Η Βόρειος Ήπειρος είναι ένας τόπος, ο οποίος γέννησε τόσο Αετούς, Πατριώτες γενναίους και ικανούς που αγωνίστηκαν μέχρι της τελευταίας ρανίδας του αίματός τους για την Ελληνικότητα της περιοχής τους, όσο και φίδια, προδότες θρασύδειλους, που πάτησαν επί των πτωμάτων συμπατριωτών τους για να εξυπηρετήσουν το κομμουνιστικό σύστημα και τα δικά τους συντηρητικά συμφέροντα.
Η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ Τιμά την Μνήμη των αναρίθμητων Βορειοηπειρωτών που φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν και δολοφονήθηκαν στα χρόνια κυριαρχίας του αλβανικού κομμουνισμού και ταυτόχρονα καταγγέλλει όχι μόνο τους προδότες εκείνης της εποχής, αλλά και όσους σήμερα θέλουν να κάνουν «κουμάντο» στο τιμόνι του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού, ενώ οι ίδιοι έχουν υπηρετήσει με κάθε τρόπο το ανθελληνικό αυτό καθεστώς από διάφορες θέσεις τον καιρό της παντοδυναμίας του.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ
Διαβάστε επίσης: Ήρωες και προδότες στην Αλβανία του Χότζα – Μέρος Α’
Ήρωες και προδότες στην Αλβανία του Χότζα – Μέρος Β’
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/hrwes-kai-prodotes-sthn-albania-tou-chotza-3#ixzz5cfRH7HXF
Reblogged this on Macedonian Ancestry.