Συλλογικές οντότητες όπως το ‘’έθνος’’, η ‘’φυλή ‘’, η ‘’κοινωνία’’ και η ‘’ανθρωπότητα’’, αναδεικνύονται ως ‘’μυστικές προσωπικότητες’’ οι οποίες απαιτούν την απόλυτη υπακοή των ανθρώπων που τις αποτελούν, ενώ ταυτόχρονα καλλιεργούν το μίσος και την εμπάθεια, εις το όνομα της (ιακωβίνικης στην προέλευση) ‘’ελευθερίας’’, κατά εκείνων των προσώπων στα οποία, την εποχή της παράδοσης, αναγνωρίζονταν η αρχή της υπακοής και της ευπείθειας ως πρωτίστως ιερή και όχι ως προϊόν κοινωνικής σύμβασης. Αυτή η ‘’κυριαρχία της συλλογικότητας’’ δεν περιορίζεται απλά σε πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, παρά διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία και στον χώρο του πνεύματος και της κουλτούρας. Η εμμονή στην ιδέα ότι η κουλτούρα και το πνεύμα δεν αποτελούν (ή ορθότερα, δεν πρέπει να αποτελούν) αφιλοκερδείς μορφές δράσης ικανές να εξυψώσουν το υποκείμενο, αλλά ότι έχουν αντίθετα γίνει μορφές εκδήλωσης του συλλογικού αισθήματος, διακηρύσσει εμφατικά την ηθική ότι ο νους καθίσταται χρήσιμος εφόσον πειθαρχεί στο (κοινωνικό) σώμα. Έτσι, λοιπόν, κατά τα νεωτερικά ιδεολογήματα των τελευταίων αιώνων, η προσωπικότητα οφείλει πρώτα να δηλώνει ως στοιχείο της ταυτότητας του , την κοινωνική ομάδα, την γη ή τον λαό στον οποίον ανήκει, όπως ακριβώς συνέβαινε με την λατρεία του τοτέμ, στις πρωτόγονες κοινωνίες (δηλαδή την θηλυκή, ‘’γήινη’’ αρχή που ένωνε τα μέλη της φυλής).
Οι παραπάνω σκέψεις , αναφορικά με την ‘’τυραννία της συλλογικότητας’’, βρίσκουν την πλέον χαρακτηριστική εκδήλωση τους στις δύο υπερδυνάμεις-πρωταγωνιστές του Ψυχρού Πολέμου, ήτοι των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, η περαιτέρω ανάλυση των οποίων δεν θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας. Η αναφορά σε αυτές έγινε ούτως ώστε να μπορέσουμε να απαντήσουμε το κομβικό ερώτημα που θέσαμε εξ αρχής: τι μπορεί να σημαίνουν και ποιες οι προοπτικές των εθνικιστικών ζυμώσεων στην Ελλάδα;
Για ακόμη μια φορά, ερχόμαστε αντιμέτωποι με δύο προοπτικές. Στην πρώτη περίπτωση, ο ‘’εθνικισμός’’, ακολουθεί τον δρόμο του οικονομικού και προλεταριακού κολεκτιβισμού. Το σημαντικότερο εδώ δεν είναι η ανύψωση μιας συγκεκριμένης εθνικής συνείδησης πάνω από τις υπόλοιπες, παρά το γεγονός ότι το ‘’έθνος’’ γίνεται ένα άτομο από μόνο του καθώς και η ανικανότητα του οποιουδήποτε να ξεπεράσει τους φραγμούς της ‘’γης και του αίματος’’, που αντιστοιχούν στο υπο-νοητικό και νατουραλιστικό κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Αποτέλεσμα: η ανικανότητα της προσωπικότητας θα διαφοροποιηθεί ποιοτικά από τους υπολοίπους, αξιοποιώντας την εκάστοτε πολιτική παράδοση που του αντιστοιχεί. Αυτή η δημαγωγική διάθεση της εξίσωσης των ανθρώπων που ανήκουν σε ένα έθνος, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για την ανασύσταση της καστικής ιεραρχίας, και δεν γνωρίζει διαφορετικό αξιολογικό κριτήριο παρά την ‘’καταγωγή’’ (με την αποκλειστικά βιολογική σημασία της δηλαδή, δίχως πνευματικής βάσης) από κοινού με το ‘’συλλογικό συμφέρον’’, με την πιο ταπεινή και εφήμερη έννοια. Εδώ, όπως και σε όλες τις ιδεολογίες του μοντερνισμού, οι ανώτεροι άρχοντες στερούνται οποιασδήποτε ‘’ανώτερης εξουσιοδότησης’’, ενώ υπάγονται στην διάθεση των μαζών, τόσο κατά την άνοδο όσο και κατά την πτώση τους. Θεωρούμε πως οι συσχετισμοί με πρόσωπα της νεότερης πολιτικής ιστορίας εναπόκειται στην κρίση του αναγνώστη.
Ο πρώτος αυτός χαρακτήρας του εθνικισμού προσιδιάζει στον προοδευτικό, ‘’ιακωβίνικο’’ εθνικισμό του 18ου αιώνα, ο οποίος γκρέμισε τον τελευταίο παραδοσιακό πολιτισμό, τον Μεσαιωνικό (ο οποίος, έχοντας περάσει διά πυρός και σιδήρου, υπέκυψε στην μοντερνιστική διαλεκτική), και άνοιξε τον δρόμο στις δυνάμεις της ανατροπής, είτε αυτές έφεραν το όνομα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, είτε του κομμουνισμού είτε του αναρχισμού. Μοναδικό καταφύγιο της παράδοσης ανεδείχθη ο Φασισμός, ο οποίος , ωστόσο, δεν έμεινε ανεπηρέαστος από τις συνθήκες της εποχής. Στην Ελλάδα, κανείς δεν ενσάρκωσε πιο πιστά αυτό το προσχέδιο από τον Ελ. Βενιζέλο, ο οποίος επεδίωξε τον ‘’εκσυγχρονισμό’’ των πολιτικών θεσμών (εναντίον του ‘’οπισθοδρομικού’’ βασιλιά) κατά τα δυτικά πρότυπα. Η χρησιμοποίηση της, τυπικά παραδοσιακής , Μεγάλης Ιδέας (ήτοι, την ανασύσταση της αυτοκρατορίας, που μόνο παραδοσιακή δεν θα ήτο), δεν αντιστοιχούσε λογικά στον ανώτερο, κατ’ αυτόν, σκοπό της ‘’ανάπτυξης’’.
Προς την αντίθετη κατεύθυνση οδηγεί το δεύτερο και ποιοτικά ανώτερο είδος εθνικισμού, που θα μπορούσε να αποτελέσει το πρελούδιο της Παραδοσιακής Αναγέννησης, θέτοντας τις βάσεις για την ανασύσταση της αριστοκρατικής ιεραρχίας. Εδώ, η ‘’ανθρωπότητα’’ θεωρείται ένα βήμα κατώτερη από το ‘’έθνος’’ και το τελευταίο ένα βήμα κατώτερο από την ‘’προσωπικότητα’’, δημιουργώντας μία ιεραρχική πυραμίδα η οποία σταδιακά εγείρεται από το συλλογικό και κατευθύνεται προς το προσωπικό. Η ανάταση διακριτών εθνικών συνειδήσεων εν μέσω της πολυπολιτισμικής μάζας του ‘’παγκόσμιου χωριού’’, συνιστά το πρώτο βήμα αυτής της διαδικασίας, ενώ και τα ίδια τα έθνη, ως υπο-σύνολα πρέπει να γεννήσουν τις προσωπικότητες που θα τεθούν επικεφαλής της προσπάθειας της ανασυγκρότησης . Τότε, όπως γράφει και ο Έβολα σε μία μελέτη του:
‘’Όταν εκπληρωθούν και γίνουν ο εαυτός τους, και όταν πραγματώσουν τους εαυτούς τους σε μορφές ζωής ανώτερες από αυτές που το αίμα και οι συλλογικοί παράγοντες συντηρούν, μετακινούνται από την κατάσταση του χάους στην κατάσταση του κόσμου (=της τάξης)’’ [JULIUS EVOLA, A TRADITIONALISTCONFRONTS FASCISM, Selected Essays, LONDON, ARKTOS 2015, σελ. 60]
Μόλις αυτό συμβεί, οι σχέσεις μεταξύ έθνους και προσωπικότητας θα αντιστραφούν: το έθνος δεν είναι πια το ‘’τέλος’’ της προσωπικότητας παρά η αριστοκρατική ή πνευματική προσωπικότητα είναι το ‘’τέλος’’ του έθνους, εφόσον αυτό παραμένει πιστό στο ρόλο της ‘’μητέρας’’, ανάλογα με τον τρόπο που η γη παρέχει την ύλη για την γέννηση και ανάπτυξη του δέντρου.
Στο παραπάνω σημείο έγκειται η στοιχειώδης διαφορά μεταξύ των δύο εθνικισμών. Ο δεύτερος εξ αυτών, καλείται να υπερβεί το μηχανιστικό, απρόσωπο και κολλεκτιβιστικό κράτος, ανοίγοντας τον δρόμο για την ανασύσταση των αξιών που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ‘’κοινωνικές’’, ‘’ηθικές’’ ή ‘’οικονομικές’’. Αξίες στις οποίες αρμόζει η πρωτεύουσα θέση και η εξουσία έναντι όλων των υπολοίπων τομέων ζωής. Χωρίς αυτές, δεν υπάρχει ιεραρχία, και χωρίς ιεραρχία, καθίσταται αδύνατη η επιστροφή στο πνευματικοποιημένο τύπο του παραδοσιακού κράτους. Εδώ, ιεραρχία δεν σημαίνει ‘’υποδούλωση’’ και ‘’εκμετάλλευση’’ (όπως έχει επανειλημμένως ειπωθεί από τις ανατρεπτικές ιδεολογίες), αλλά πολύ περισσότερο υποταγή ενεργειών κατώτερης σε ενέργειες ανώτερης φύσης, όπως υπαγορεύουν οι αρχαίες διδασκαλίες (σε οποιοδήποτε πολιτισμό της προ-νεωτερικής εποχής ψάξουμε). Ως κατώτερο θεωρούμε αυτό που σχετίζεται με το ‘’πρακτικό’’, ‘’ατομιστικό’’ και ό,τι περιγράφεται με κοσμικούς όρους. Ως ανώτερο, εκείνο που έχει το χαρακτήρα του μυητικού και του αφιλοκερδούς.
Όλα τα υπόλοιπα είδη ιεραρχίας είναι νόθα και διεφθαρμένα εκ φύσεως. Ο όρος ‘’νόθα’’ αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου η ιεραρχία δομείται με αυστηρά οικονομικά, πολιτικά, ‘’ταξικά’’ κριτήρια, που αντιστοιχούν στην μαρξιστική κριτική του πολιτισμού . Η αρχή της αυθεντικής ιεραρχίας, δύναται να πραγματωθεί μόνο με την εμφάνιση ενδιαφερόντων που υπερέχουν του οικονομικού στοιχείου. Κάθε ανοικοδομητική προσπάθεια οφείλει να ιδεί την οικονομία όπως αρμόζει στη φύση της, ως δηλαδή ένα μέσο και όχι έναν σκοπό. Ο σκοπός, όμως, του παραδοσιακού κράτους, είναι η μύηση της προσωπικότητας σε μια ‘’υπερκοσμική’’ πραγματικότητα, και συνεπώς ο ρόλος της οικονομίας δεν μπορεί να είναι βοηθητικός. Δυστυχώς, σήμερα, ο πανταχού παρών πραγματισμός καθώς και ο πολιτικός μακιαβελισμός, έχουν κονιορτοποιήσει κάθε ιδέα ιεραρχίας, υπονομεύοντας την στο επίπεδο του απλού οικονομισμού. Πράγματι, δεν υπάρχει τίποτε πιο αναρχικό από τις σύγχρονες ‘’ιεραρχίες’’.
Στο πλαίσιο του παλινορθωτικού εθνικισμού, επιβάλλεται να στρέψουμε την προσοχή μας στα εξής σημεία: πρώτον, να επιτευχθεί η ισορροπία ανάμεσα στα δύο κατώτερα μέρη του συνόλου, ήτοι τα στρώματα των εργατών και των επιχειρηματιών, τα οποία αντιστοιχούν στο ‘’σωματικό’’ μέρος του ανθρώπινου οργανισμού. Αυτή η ‘’οικονομική ομόνοια’’ θα επιτρέψει την αναδιοργάνωση της δεύτερης ιεραρχικά κάστας, της πολεμικής αριστοκρατίας, με τον μονάρχη επί της κεφαλής της. Μόνο μέσω μιας αυθεντικής αριστοκρατίας, η ιδέα της ποιοτικής διαφοροποίησης της προσωπικότητας μπορεί να προωθηθεί. Και όταν ομιλούμε περί αριστοκρατίας, δεν πρέπει να ανακαλούμε το παράδειγμα των εσωτερικά αλλοτριωμένων ευγενών του παρελθόντος, παρά τα πρόσωπα στα οποία έλαμψαν οι ιδέες της τιμής, της πίστης, της αυτοκυριαρχίας, της αφιλοκερδείας και της κουλτούρας, κατακτήσεις του πνεύματος οι οποίες κατοχυρώνονται με τους δεσμούς του αίματος (και αυτός είναι ο φυλετισμός στην καθαρή, παραδοσιακή του μορφή). Έτσι, ο εθνικισμός , θα δώσει την θέση του στην αριστοκρατία, η οποία προσφέρει μία επιπλέον πιθανότητα διάκρισης της προσωπικότητας (όπως ο εθνικισμός ανέσυρε το ‘’έθνος’’ από την ‘’ανθρωπότητα’’, έτσι και η αριστοκρατία θα ανασύρει το ‘’πρόσωπο’’ από τη ‘’μητέρα-έθνος’’).
Οι παραπάνω εξελίξεις θα σηματοδοτήσουν μια ολοένα και αυξανόμενη προσωποποίηση των ανθρώπινων σχέσεων, μια κίνηση από το μηχανικό προς το οργανικό και από την αναρχία της αστικής κοινωνίας, στην ελευθερία. Για παράδειγμα, στην παράδοση, η νεωτερική έννοια του στρατιώτη δεν συναντάται. Αντιθέτως , ο πολεμιστής, δεν πολεμούσε για τους ‘’κοινωνικούς νόμους’’ (πβ. τον σημερινό ‘’στρατό’’, ο οποίος δρα περισσότερο ως ‘’διεθνής αστυνομία’’) , ούτε για τα ‘’δικαιώματα’’ του ούτε για το ‘’έθνος’’ του, αλλά για τον ίδιο τον Άρχοντα του, στον οποίον δήλωνε ρητά την υποταγή του, με τιμή και ελευθερία φρονήματος. Η ευθύνη περνούσε, ακολούθως, στον Άρχοντα ή τον Μονάρχη, και δεν κρυβόταν πίσω από ιδεολογικά ταμπού και ‘’αναφαίρετα δικαιώματα’’ (όπως το κοινοβούλιο ή το σύνταγμα). Η εξουσία εναπέκειτο στην αξία της προσωπικότητας και στην δυνατότητα του ατόμου να αφιερωθεί σε μια αρχή που δεν μπορούσε να αγοραστεί ή να πουληθεί, που δεν μπορούσε να ιδωθεί ωφελιμιστικά.
Συνεπώς, μετά τις παραπάνω σκέψεις αναφορικά με τις διάφορες ιδέες περί του κράτους και τα δύο είδη των εθνικισμών, θεωρώ πως είναι δυνατόν να εξαχθεί το ακόλουθο συμπέρασμα: η αναβίωση του εθνικισμού, με το μεσοπολεμικό του, παραδοσιακότερο χαρακτήρα, πρέπει να προτιμηθεί αντί του ιακωβίνικου ‘’αδερφού’’ του. Στην προσπάθεια για την Αναγέννηση της παραδοσιακής αυτοκρατορίας, όπως αυτή ορίστηκε στην αρχή της εργασίας μας, ο εθνικισμός που αναδύεται από τα ερείπια του νεωτερικού χαλασμού, προβάλλει ως αναγκαία (αλλά όχι από μόνος του επαρκής) συνθήκη για την υπέρβαση του μοντέρνου κράτους, και την ‘’ποιοτική υποδιαίρεση’’ των καστών, υποβοηθώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την επανεγκαθίδρυση της ιεραρχίας και την επιστροφή του κόσμου στην παραδοσιακή ‘’κανονικότητα’’.
Χ. Π.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/h-autokratorikh-enanti-ths-ethnikhs-ideas-kai-h-ellhnikh-periptwsh-mer#ixzz5dQvXbYXD