Μέρος Γ’
«Η Σμύρνη ολοκαυτώθη, ο ελληνισμός της εσφάγη. Αι γυναίκες της, αι παρθένοι εγένοντο θύματα αιματηρής ασελγείας. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος εκρεουργήθη αγρίως. Ίσως την στιγμήν αυτήν, δεν υπάρχει πλέον τίποτα, σε όλη την μικρασιατικήν παραλίαν, που να ενθυμίζει Ελλάδα και Ελληνισμόν. Το όνειρο έσβησε. Και ίχνη Χριστιανισμού δεν υπάρχουν πλέον καθ’ όλην την Ανατολήν».
Εφημερίς «Ελεύθερον Βήμα», 12 Σεπτεμβρίου 1922
Πραγματοποιούμε μιαν αυτογνωσιακή και εκπαιδευτική επισκόπηση, ιχνηλατούντες την τροχιά των Εθνικών Ιδεών στην περίοδο του Μεσοπολέμου, η οποία για το Έθνος μας αρχίζει με την λήξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας και την Μικρασιατική Καταστροφή.
Είναι συνεπώς απαραίτητος μία υπόμνηση ενός κρισίμου στοιχείου περί την τρομερά εθνική μας καταστροφή. Η γνώση και η ενθύμησή του απαιτούνται ώστε να κατανοούμε καλύτερον τα ποικίλα συστατικά της έκτοτε πολιτικής ιστορίας της Πατρίδος μας:
Ένας εκ των κυριοτέρων συντελεστών της τελικής ήττης του Ελληνικού στρατού, καθώς και της επακολουθησάσης Μικρασιατικής Καταστροφής υπήρξεν η σημαντική υλικοστρατιωτική βοήθεια που παρείχαν οι Ρώσοι Μπολσεβίκοι στον σφαγέα του Ελληνισμού Κεμάλ. Ήδη από τις αρχές του 1919, λόγω της αριθμητικής αυξήσεως του «Κόκκινου Στρατού» με γεωμετρική πρόοδο, αλλά και με την επιτυχημένη στιβαρά ηγεσία του αδιστάκτου Λεβ Μπρονστάϊν – Τρότσκι, η αντεπανάσταση των «Λευκών» είχεν ουσιαστικώς αποτύχει [όπως άλλωστε και η συμμαχική εκστρατεία στην Ουκρανία, στην οποία η Ελλάς συμμετείχε με δύο Μεραρχίες, ΙΙα Μεραρχία (υπό τον υποστράτηγο Νικόλαο Βλαχόπουλο), και η ΧΙΙΙη Μεραρχία (υπό τον υποστράτηγο Ιάκωβο Νεγρεπόντη)]. Έτσι, το νεοπαγές κομμουνιστικό καθεστώς κατάφερε να στερεωθεί στο εσωτερικό και εξεκίνησε τις εκ μέρους του υποβοηθούμενες επεμβάσεις στο εξωτερικό, τις αιματηρές κομμουνιστικές εξεγέρσεις στην Γερμανία («Σπαρτακιστές») και στην Ουγγαρία το 1920 (Μπέλα Κουν).
Η «αντιιμπεριαλιστική εκστρατεία» του Λένιν ήταν απολύτως συμβατή με το πολιτικόν πρόγραμμα του Κεμάλ, το οποίον ουσιαστικώς εστρέφετο κατά των νικητών του Α΄ Μεγάλου Πολέμου. Ταυτοχρόνως, το κομμουνιστικό καθεστώς είχεν ευρεθεί σε διεθνή απομόνωση και ανεζήτει διεθνή διπλωματικά ερείσματα, ενώ η Ελληνική συμμετοχή στην ηρωική εκστρατεία της Ουκρανίας είχε προκαλέσει λυσσαλέα οργή στους Ρώσους κομμουνιστές, μάλιστα δε την είχαν χαρακτηρίσει «ιμπεριαλιστική». Έτσι τα δύο ασιανά καθεστώτα ήλθαν σε συννενόηση και διαπραγματεύσεις, ήδη από το δεύτερον εξάμηνο του 1920, και υπέγραψαν το σημαντικότατο «Τουρκοσοβιετικό Σύμφωνο Φιλίας» (στις 3 Μαρτίου 1921).
Το σύμφωνο αυτό διένειμε ουσιαστικώς ανάμεσα στις δύο χώρες τα εδάφη του «Αρμενικού κράτους», το οποίον είχεν ιδρυθεί με την Συνθήκη των Σεβρών χάρις στην Αμερικανική επιμονή. Συμφώνως προς την διμερή τους συμφωνία η Κεμαλική Τουρκία εκράτησε το Καρς και το Αρνταχάν, ενώ οι Μπολσεβίκοι διετήρησαν υπό τον έλεγχόν τους το Βατούμ, οπότε οι δύο χώρες απέκτησαν πλέον κοινά σύνορα. Οι επίσημες αναφορές του ΥΠΕΞ της σοβιετικής Pωσίας καταγράφουν με λεπτομέρειες την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια που παρείχεν ο Λένιν στον Mουσταφά Kεμάλ.
Η μείζων παροχή των Μπολσεβίκων στους Τούρκους υπεγράφη στις 16 Mαρτίου 1921. Τότε ο Λένιν προσέφερε 33.275 τυφέκια, 57.986.000 φυσίγγια, 327 πολυβόλα, 54 τεμάχια πυροβολικού, 129.479 οβίδες, 1.500 σπάθες, 20.000 αντιασφυξιογόνες προσωπίδες και μεγάλες ποσότητες άλλων στρατιωτικών ειδών. H σοβιετική κυβέρνηση εσυνέχισε να βοηθά αδιακόπως τον Mουσταφά Kεμάλ ως το τέλος της μικρασιατικής περιπέτειας.
Τον Απρίλιον του 1921 η σοβιετική κυβέρνηση προσέφερε στην «Tουρκική Eρυθρά Ημισέληνο» 30.000 χρυσά ρούβλια για τις ανάγκες των πληθυσμών «που είχαν πληγεί από τους κατακτητές» (εννοούσε τους Έλληνες). O Mουσταφά Kεμάλ Πασάς στην απαντητική ευχαριστήρια επιστολή του έγραφε: «Αυτή η μεγαλοσύνη και η φιλανθρωπική πράξη της σοβιετικής Ρωσίας ως προς τους άτυχους, τους οποίους η απληστία του ιμπεριαλισμού και η βαρβαρότητα των Ελλήνων έριξαν στην πιο φρικτή ανέχεια, θα εκτιμηθεί ανάλογα από τον τουρκικό λαό». Στις 29 Ιουνίου 1921 εδόθη η δευτέρα δόση των 5.000.000 χρυσών ρουβλίων.
Tον Aπρίλιον του 1922 η Mόσχα ενίσχυσε οικονομικώς την αγορά όπλων για τους Kεμαλικούς από την Γερμανία. O οπλισμός αυτός μετεφέρετο στην Άγκυρα με πλοία, ως την Aγία Πετρούπολη και από εκεί με τον οργανισμό σιδηροδρόμων της Σοβιετικής Pωσίας. Γίνεται επίσης αναφορά και για αγορά οπλισμού από την … «σύμμαχό» μας Γαλλία : «Επειδή δεν έφθασαν οι 760 χιλιάδες φράγκα, δεν ημπορούσε να πραγματοποιηθεί η αγορά στο Παρίσι και ο Nουρή Μπέης ζητεί να του επιτραπεί να ξαναπάει εκεί, ώστε να αποφασίσει επί τόπου με ποιον τρόπο θα είναι δυνατόν να κλείσουμε την συμφωνία για την πραγματοποίηση της εμπορικής συναλλαγής, με περισσότερον ευνοϊκούς όρους ή για την αγορά τουλάχιστον ενός μέρους των απαιτουμένων υλικών».
Xάρις στον μπολσεβίκο στρατιωτικό ηγέτη Mιχαήλ Βασίλιεβιτς Φρούντζε οι Kεμαλικοί ενισχύθηκαν με μεγαλύτερες ποσότητες στρατιωτικού υλικού, το οποίο αξιοποιήθηκε στην κρισιμοτέρα στιγμή του ελληνοτουρκικού πολέμου.
H νίκη των Kεμαλικών στον Σαγγάριο ήταν πρωτίστως νίκη των σοβιετικών όπλων. Το από του 1974 και ένθεν δρων βαρύ «ψυχοπαθητικό φιλοσοβιετικό σύνδρομο» στην Ελλάδα δεν επέτρεψε ποτέ την ανοικτή δημοσία παραδοχή της τρομεράς αληθείας ότι :
O Ελληνικός Στρατός στη Mικρασία δεν ενικήθη βεβαίως από τον σχεδόν γυμνό και αγελαίο κεμαλικό στρατό των βαρβαρικών ορδών με την κτηνώδη πειθαρχία, αλλά κατά πρώτον από τα σοβιετικά όπλα και τους Σοβιετικούς συμβούλους και κατά δεύτερον από τα ιταλο-γαλλικά τάχα «συμμαχικά» όπλα και την μισελληνική «συμμαχική» διπλωματία.
Η στενή προσέγγιση των δύο καθεστώτων εντός του 1920 εθορύβησε τα μάλιστα τους Αγγλογάλλους, οι οποίοι είχαν ως πολιτικό στόχο να δημιουργήσουν μια «ζώνη υγειονομικού ελέγχου» πέριξ της Ερυθράς Ρωσίας, ώστε να εμποδίσουν την εξάπλωση του κομμουνισμού, ο οποίος είχε πρωτοεμφανιστεί τότε στην παγκόσμιο πολιτική σκηνή με κρατική μορφή και οι αποφασιστικές του δραστηριότητες προκαλούσαν πράγματι δέος στα διάφορα αστικά καθεστώτα της Ευρώπης.
Ο φόβος για την ενδεχομένη προσχώρηση του Κεμάλ Πασά στο ιδεολογικό στρατόπεδο των μπολσεβίκων, είχεν ιδιαιτέρως σημαντικό αντίκτυπο στις εξελίξεις καθώς η περιοχή που ήλεγχε στο κεντρική Μικρασία εμπόδιζε την ασφαλή διακίνηση των αντλούμενων κοιτασμάτων πετρελαίου της Μοσούλης και του Καυκάσου, οπότε έτσι δημιουργούσε προφανείς διεθνείς οικονομικές περιπλοκές. Συνεπώς η Ελληνική παρουσία στην Σμύρνη αποτελούσε σαφέστατα μιαν ενοχλητική «σφήνα» σε βάρος πολλών εμφανών ή συγκεκαλυμμένων «Διεθνών παραγόντων» και ποικίλων κυβερνήσεων, οπότε η τύχη της ήταν προδιαγεγραμμένη, παρά την ηράκλειο πάλη των Ελλήνων μαχητών.
Τα προαναφερθέντα αναντίρρητα δεδομένα πρέπει να αποτελούν οδηγά σημεία στις περαιτέρω ιστορικοπολιτικές μας προσεγγίσεις. Αναζητούντες καθοδηγητικά συμπεράσματα από την εν λόγω ιδιαζόντως προβληματική, μεσοπολεμική – μετακαταστροφική περίοδο της νεοτέρας εθνικής ιστορίας, για να μην οδηγηθούμε ακουσίως σε στρεβλή οπτική του ιστορικού δρωμένου. Μιλώντας μόνο για τους διαφόρους «βενιζελογενείς» αμετανόητους και επίμονους μεγαλοϊδεάτες αλλά αντιπολιτευόμενους τον …. Βενιζέλο, δεν πρέπει επ’ ουδενί να συγχέουμε τα πρόσωπα εκείνης της παθιασμένης αλλά έντιμης και ρωμαλέας περιόδου με τους συγχρόνους μας αθλίους εκπροσώπους του χυδαίου φτηνιάρικου πολιτικαντισμού και τους «τσανακογλείφτες» της σύγχρονης ευκαιριοκρατίας. Η αθλιότητα των ασπόνδυλων, περιφερόμενων στα κόμματα, αγοραίων βουλευτών της Ελλάδος του 2019 δεν σχετίζεται με τα πολιτικά δρώμενα του Μεσοπολέμου. Μια γρήγορη δειγματοληπτική πληροφοριακή ματιά στον βίο και στην πολιτεία δύο ιδεολογικώς «βενιζελογενών» ανδρών, που υπήρξαν στενοί συνεργάτες του Βενιζέλου αλλά δεν εδίστασαν να του εξασκήσουν κριτική, είναι γι αυτόν τον σκοπό επιβεβλημένη.
Α. Κωνσταντίνου
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/poreia-anazhthshs-twn-ethnikwn-idewn2#ixzz5elm7Qe00