Μέρος Δ’
«…Δεν έχουμε να κάνουμε με Έλληνες ή Βούλγαρους ή Σέρβους της Μακεδονίας, παρά με μακεδονικό λαό, με μακεδονική μειονότητα, που παρ’ όλα τα χτυπήματα, παρ’ όλες τις καταπιέσεις διατηρεί την οικονομική και εθνική της οντότητα, τον ιδιαίτερο πολιτισμό της. Έχει εν τοιαύτη περιπτώσει και εθνική συνείδηση ο μακεδονικός λαός; Το πράγμα είναι πολύ φανερό μα και αποδείχνεται και από ντοκουμέντα.»
Από τον «Ριζοσπάστη» των … πατριωτών Μπολσεβίκων, στο φύλο της 24-25 Νοεμβρίου 1932
**********
Ήδη στην σειρά των άρθρων που αφορούν στα ιδεολογικοπολιτικά δρώμενα της μεσοπολεμικής περιόδου και αποτυπώνουν την ζύμωση του χώρου των Εθνικών Ιδεών, έχουμε επισημαίνει την εξόχως έντονο επίδραση που εξήσκησε στην ιστορία της Νεοτέρας Ελλάδος η προσωπικότης του Ελευθερίου Βενιζέλου (είτε επ’ αγαθώ, είτε προς ζημία του Έθνους και της Ελλάδος) και της αστικής – πατριωτικής – φιλελευθέρας πολιτικής και ιδεολογίας του, που δηλώνεται με τον συνοπτικόν όρο «βενιζελισμός».
Σημειωτέον ότι, μία από τις βασικότερες προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μετά την επάνοδον του Βενιζέλου στην εξουσία το 1928 ήταν η ευρεία συνεννόηση με την Φασιστική Ιταλία του Μπενίτο Μουσολίνι. Από την πρώτη στιγμή οπότε ανέλαβε πάλιν Πρωθυπουργός, ο Βενιζέλος ενεθάρρυνε τον Υπουργόν Εξωτερικών και στενό του συνεργάτη Ανδρέα Μιχαλακόπουλο να επιλύσει τάχιστα τις οποιεσδήποτε υφιστάμενες διαφορές με την Ιταλία, ώστε να υπογραφεί σύμφωνο ειρηνικής σκοπιμότητος και περιεχομένου. Η πολιτική αυτή απόφαση ετελεσφόρησε ταχέως και τον Σεπτέμβριον του 1928 ο Βενιζέλος μετέβη στην Ρώμη όπου και συνηντήθη με τον Μουσολίνι (23 Σεπτεμβρίου).
Το «Σύμφωνον Φιλίας» που υπεγράφη προέβλεπε αμοιβαία διατήρηση των επιβληθέντων από τις Διεθνείς Συνθήκες συνόρων. Στο δεύτερον άρθρο του προέβλεπε «ουδετερότητα των συμβαλλομένων μερών» εάν επιτεθεί τρίτο κράτος, ενώ το τρίτον άρθρο προέβλεπε αμοιβαία βοήθεια σε περίπτωση απειλής της ασφαλείας και των υψηλών συμφερόντων των δύο Χωρών. Τέλος προεβλέπετο ότι σε περίπτωση αμοιβαίας διενέξεως οι δύο Χώρες θα κατέφευγαν σε διεθνή διαιτησία. Μάλιστα ο Μουσολίνι κατά τις επαφές του με τον Βενιζέλο ετόνισεν ότι εσκόπευε να βοηθήσει στην εξομάλυνση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, ενώ επίσης υπεγράμμισε πως θα έσπευδε σε βοήθειαν της Ελλάδος έναντι οποιασδήποτε επιβουλής που θα προήρχετο από την Γιουγκοσλαβία. Μάλιστα προέτεινεν αυτοβούλως να χορηγήσει χωρίς αντιστάθμισμα έγγραφον εγγύηση περί ακεραιότητος της Θεσσαλονίκης έναντι της Γιουγκοσλαβίας.
Οι Ιταλοί επεδίωκαν μια συνεννόηση με την Ελλάδα με σκοπόν την στρατηγική «κύκλωση» της Γιουγκοσλαβίας διότι είχαν συνοριακές προστριβές μαζί της. [Η Ελλάς είχεν επίσης προβλήματα με την Γιουγκοσλαβία, απορρέοντα από τις επί της δικτατορίας του Παγκάλου υπογραφείσες συμφωνίες, οι οποίες προέβλεπαν ελευθέρα χρήση του λιμένος της Θεσσαλονίκης ]. Το μείζον πρόβλημα των Ελληνο-Ιταλικών σχέσεων ήταν το ζήτημα Δωδεκανήσων που ευρίσκοντο υπό Ιταλική Κατοχήν. Υπενθυμίζεται μάλιστα ότι, κατά την διάρκειαν του Μεσοπολέμου Ιταλοί εξεδήλωσαν συστηματικές προσπάθειες να εκλατινίσουν-εξιταλίσουν τον πληθυσμόν των Δωδεκανήσων, επιμένοντες σε θέματα εκπαιδεύσεως, γλώσσης και θρησκείας, όμως με πολύ πενιχρά αποτελέσματα, λόγω της αντιστάσεως του ελληνικού δωδεκανησιακού πληθυσμού. Όμως ο Βενιζέλος το διάστημα οπότε ευρέθη στην Ιταλία επεβεβαίωσε και σε ανοικτή συνέντευξη ότι δεν θα έθετε το παραμικρό ζήτημα στους Ιταλούς σχετικώς με τις ελληνικές νήσους ! [Εκτός αυτού δε ο Βενιζέλος εδήλωσεν επί πλέον ότι το ίδιον ίσχυε και για την Κύπρον (!) που ευρίσκετο υπό Αγγλική κατοχή, πως οι θέσεις αυτές ήσαν θεμελιώδεις για την εξωτερική του πολιτική και πως θα τις ανεκοίνωνε αυτούσιες και στην Βουλή. Τότε επενέβη στην συνέντευξη ο Έλλην πρέσβης στην Ιταλία Ιωάννης Πολίτης και μετά ιδιαιτέρα συζήτησή του με τον Βενιζέλο, ο τελευταίος εζήτησε να θεωρήσουν τις δηλώσεις του ως…. μη γενόμενες!]. Η βενιζελική πολιτική επί του θέματος δεν είχε μακρόπνοα αποτελέσματα: Οι Ιταλοί ηρνήθησαν να ανανεώσουν το «Σύμφωνον Φιλίας», κατέλαβαν δε την Αλβανία το 1939, ενώ κατά τα γνωστάμ μας επετέθησαν το 1940.
Όπως προεξαγγείλαμε, προβαίνουμε ακολούθως σε μιαν επισκοπική, ταχεία πληροφοριακή ματιά στον βίο και στην πολιτεία δύο ιδεολογικώς «βενιζελογενών» ανδρών, που υπήρξαν στενοί συνεργάτες του Βενιζέλου αλλά δεν εδίστασαν να του εξασκήσουν κριτική ή να του αντιτεθούν. Η τροχιά τους αποτυπώνει τις ευρείες διαφοροποιήσεις της εθνικής πολιτικής ζωής και των παραλλήλων ιδεολογικών αναζητήσεων.
Ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσιάνος, ήταν μια χαρισματική προσωπικότης με αδιαμφισβήτητο ηθικό σθένος, που διεδραμάτισε πράγματι πρωταγωνιστικόν ρόλο στα πολιτικά πράγματα της εποχής του : Συνεργάσθηκε αλλά και διεφώνησε τόσον με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όσον και με τον Ιωάννη Μεταξά. Ανεδείχθη τέσσαρες φορές Πρόεδρος της Βουλής και συνέδεσε το όνομα του με την αντικομουνιστική νομοθεσία «περί ιδιωνύμου». Εδημοσίευσεν ένα δίτομον έργο «Αναμνήσεις εκ της ιστορικής διαφωνίας του Βασιλέως Κωνσταντίνου και του Ελευθερίου Βενιζέλου, όπως την έζησα», με λεπτομερείς πληροφορίες για την μελέτη της εποχής του Εθνικού Διχασμού 1916-1922. Το 1925 του επροτάθη η πρωθυπουργία από τον τότε δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο, αλλά δεν την απεδέχθη. Κατά την περίοδον 1928-1932 εξελέγη βουλευτής, με το ιδικόν του κόμμα, την «Πολιτική Προοδευτική Ένωση», συνεργαζόμενος με το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Διετέλεσεν υπουργός Εσωτερικών κατά τα έτη 1928-1929 σε κυβερνήσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου, ενώ το 1929, διεφώνησε σφόδρα με τον Βενιζέλο και παρητήθη από το υπουργικόν αξίωμα.
Διετέλεσεν επίσης και Γερουσιαστής αριστίνδην (1932 -1935). Έγραψε μεταξύ άλλων το δοκίμιον «Η χρεωκοπία του κοινοβουλευτισμού» (1933). Στις 5 Αυγούστου του 1936 μιαν ημέρα μετά την επιβολή της δικτατορίας, (δικτατορίας με πλειοψηφική στήριξη των κομμάτων, πράγμα που αποσιωπάται συστηματικά από τα σκύβαλα της αστοκομμουνιστικής «παραπληροφόρησης» !) ανέλαβε Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ιωάννου Μεταξά, υπουργός των Οικονομικών και προσωρινώς υπουργός Εθνικής Οικονομίας. Στις 22 Ιανουαρίου 1937 διεφώνησε με την οικονομική πολιτική του Μεταξά και υπέβαλε την παραίτηση του. Τον Ιανουάριον του 1941 ανέλαβε την θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου της Εθνικής Τραπέζης και τον Μάρτιο του ίδιου έτους εξελέγη από τους μετόχους συνδιοικητής της Τραπέζης και παρέμεινε στην θέση αυτήν έως το 1943 (μη .. δραπετεύων για να κάνει αντίσταση κατά του Άξονα από το …Μισίρι με τους Άγγλους «συμμάχους» μας, όπου κατέφυγαν πάμπολλοι αστοί πολιτικοί), οπότε και εξηναγκάσθη σε παραίτηση.
Μεταξύ άλλων έργων του συνέγραψε το 1947 το σπουδαίον (άξιον μεθοδικής σπουδής) βιβλίον του «Αναμνήσεις εκ της ιστορικής διαφωνίας βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελευθερίου Βενιζέλου (1914-1922)»
Διεδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της εποχής του και ανέλαβεν επαξίως υψηλά πολιτικά αξιώματα σε βραχύ χρονικό διάστημα. Ουδέποτε εδίστασε να παραιτηθεί από αυτά όταν το έκρινε αναγκαίον. Έχει χαρακτηρισθεί ως έντιμος και ασυμβίβαστος πατριώτης, καθώς και ανήσυχον πνεύμα.
Ο Γεώργιος Καφαντάρης έγινε υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου κι αμέσως μετά πρωθυπουργός για ένα μήνα. Στην συνέχεια ίδρυσε το «Κόμμα των Προοδευτικών Φιλελευθέρων». Ο Καφαντάρης, όπως και το κόμμα των Φιλελευθέρων των Βενιζέλου και Σοφούλη, έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ιωάννη Μεταξά. Στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου εξορίσθηκε, ενώ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο έγινε αντιπρόεδρος στην «κεντρώα» κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη. Είχε χρηματίσει πολλές φορές υπουργός των Οικονομικών, αντιμετωπίζοντας επιτυχημένα το δυσβάστακτο προσφυγικό ζήτημα. Υπήρξε άνδρας με ήθος και θάρρος, που δεν υπάκουε στις πιέσεις των περιστάσεων και των ισχυρών. Ο Καφαντάρης διεφώνησε με τον Βενιζέλο όταν, μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920), εκείνος απεφάσισε την προκήρυξη εκλογών τον Νοέμβριο. Ο Καφαντάρης επέμενε ότι, εάν οι αντιβενιζελικοί εκέρδιζαν στην εκλογική αναμέτρηση, η χώρα θα οδηγείτο σε αδιέξοδο – όπως και έγινε. Ηκολούθησεν η Μικρασιατική Καταστροφή. Ήταν σπουδαίος ρήτωρ, σεμνός, ήρεμος και πρόθυμος να ακούσει τις αντίθετες γνώμες, εχθρός κάθε συναλλαγής και συμβιβασμού, μαχητικός υποστηρικτής των εθνικών συμφερόντων αλλά συνάμα και των λαϊκών ελευθεριών.
Κατά τον Ιωάννη Χαραλαμπόπουλο, ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, και αξιωματικό εν αποστρατεία, που διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας, καθώς και αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως, ο Καφαντάρης : «… έζησε σαν ένας καλός άνθρωπος του λαού. Εισήλθε στην πολιτική πένης και απέθανε πενέστερος».
Κατά τον ομότιμο καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Κλεομένη Κουτσούκη: «… ο πολιτικός αυτός ηγέτης υπήρξε μια από τις αξιολογότερες μορφές της ελληνικής πολιτικής ζωής στο πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα. Πρόκειται, δηλαδή, για μια αδιαμφισβήτητη ηγετική προσωπικότητα. Έναν πολιτικό που υπήρξε ασυμβίβαστος δημοκράτης, μαχητικός ρήτορας, άτεγκτος κριτής του ηθικού ξεπεσμού στην πολιτική και αμείλικτος διώκτης κάθε παρανομίας απ’ όπου κι αν προερχόταν».
Ο Καφαντάρης ανεγνώρισε την εθνική στάση του Εθνικού Κυβερνήτη Ιωάννη Μεταξά (ο οποίος τον εξόρισε), απέναντι στην Ιταλική πρόκληση λέγοντας ότι : «..Είπε το ΟΧΙ, ο μόνος Έλληνας που θα μπορούσε να πει το ΝΑΙ !».
Μετά τον Β΄ Μεγάλο Πόλεμο, στην προανάκριση της «Δίκης των Δοσιλόγων» κατέθεσε για τους κατηγορουμένους με παρρησία και αμεσότητα: «….δεν φαντάζομαι ότι υπάρχει κανείς εκ των αναλαβόντων τον σχηματισμόν Κυβερνήσεως επί Κατοχής ή των συμμετεσχόντων εις ταύτας, ο οποίος να το έπραξε δια να εξυπηρετήση τον εχθρόν ή να προδώσει τα εθνικά συμφέροντα. Εάν εις τον κανόναν τούτο υπάρχη τυχόν εξαίρεσις και εκινήθη τις από καθαράν ιδιοτέλειαν, η αμφίβολος αυτή εξαίρεσις θα ηδύνατο να πιστοποιηθή από το έργον της ανακρίσεως. Οι άλλοι κατά την αντίληψιν μου ωδηγήθησαν από δυο σκέψεις, είτε ότι ηδύναντο να προσφέρουν τας υπηρεσίας των εις τον Λαόν, αν όχι ίσως μεγάλας έστω και μικράς, είτε ότι η νίκη του Άξονος ήτο βεβαία και θα έπρεπε να παρασκευασθή το έδαφος δια να εμφανισθούν κατά τη ρύθμιση των Εθνικών ζητημάτων συνήγοροι των δικαίων του Έθνους»
Στο πλαίσιο των νέων μεταπολεμικών, «ανάγκα» προτεραιοτήτων οι οποίες ετέθησαν ως κομβικά διακυβεύματα για την εθνική ολοκλήρωση μετά το 1922, ο Βενιζελισμός, μεταξύ άλλων, ανέλαβε ανενδοιάστως την ευθύνη της «ανταλλαγής των πληθυσμών». Μελετώντες τις περισσότερες δημηγορίες των περισσότερων εκφραστών του βενιζελικού και γενικότερον «βενιζελογενούς» χώρου της μεσοπολεμικής περιόδου διαπιστώνουμε ότι βασίζονται σε μιαν απλή, κοινή θέση : Οι αναγκαστικές μεταναστεύσεις των ελληνικών και των αλλογενών πληθυσμών ήσαν απολύτως απαραίτητες για την Ελλάδα, εθνολογικώς, δημογραφικώς και οικονομικώς. Η «μετακαταστροφική» ανταλλαγή πληθυσμών εθεωρήθη ως αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη της ευκταίας εθνικής ομοιογενείας, ενώ παραλλήλως το ταπεινωμένο από τους Τούρκους και τους Διεθνείς πάτρωνές τους ελληνικό κράτος θα ημπορούσε να πραγματοποιήσει μεθοδικώς και αποφασιστικώς, σε αρκούντως ικανό βαθμό, όλες τις απαραίτητες διαδικασίες αποκαταστάσεως και ενσωματώσεως των ομογενών μας προσφύγων.
Επίσης η ελληνική κυβέρνηση επεδίωξε συστηματικώς την μεθοδική αφομοίωση ή και την εξουδετέρωση ξένων μειονοτήτων, οι οποίες σαφώς αποτελούσαν ενδεχόμενη απειλή για την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα του ελληνικού κράτους. Τέλος, με την οικονομική του πολιτική, αλλά και με το γενικότερο πρόγραμμά του ο Βενιζελισμός εξηκολούθησε να αποτελεί τον κυριότερο και πλέον ρωμαλέο φορέα ενσωματώσεως των λαϊκών τάξεων στο εθνικό κράτος. Ο εμπνευσμένος Κωνσταντίνος Ζαβιτσιάνος θα εκφράσει τις πλέον «διεκδικητικές» θέσεις, υπογραμμίζων την αδήριτο ανάγκη εντονοτέρων στρατιωτικών εξοπλισμών, καθώς και την επίμονο και συστηματική διατήρηση των εθνικών ιδανικών με τα οποία εμεγαλούργησεν η Ελλάς από την έναρξη της Εθνεγερσίας και ένθεν.
Στην ιδία εκείνη περίοδο, όταν βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί συγκρούονται σφοδρώς περί το «ζητούμενο πρέπον» νέο Εθνικό Όραμα, (ανάμεσα στην εκχυλίζουσα μιζέρια, την δυστυχία, την αρρώστια και την οργή), τότε πραγματοποιεί δυναμικώς την «προσκηνιακή» της εμφάνιση μια «τρίτη πρόταση» για την οργάνωση του συλλογικού πολιτικού μέλλοντος. Πρόκειται για τις λεγόμενες «σοσιαλιστικές» ιδέες, ήδη αμυδρώς γνωστές στον ελληνικό χώρο από τα τέλη του 19ου αιώνος, αλλά ισχυροποιηθείσες κυρίως με την εκσυγχρονισμένη κομμουνιστική τους έκδοση μετά την νίκη των μπολσεβίκων στην Ρωσία το 1917.
Η ατμόσφαιρα της εξαπλουμένης κοινωνικής και πολιτικής κρίσεως που χαρακτηρίζει τον Μεσοπόλεμο θα διευρύνει δραστικώς και «εκθετικώς» το «εν δυνάμει» ακροατήριον αυτών των «διεθνιστικών» και ουσιαστικώς αντιπατριωτικών αντιλήψεων, ώστε εν τέλει το ακροατήριον αυτό θα γιγαντωθεί. Αν και τελικώς ο ρόλος που έπαιξαν αυτές οι ιδέες στην κεντρική πολιτική σκηνή δεν είναι όσον επιτυχημένος επεδίωξαν οι (ικανότατοι) διεθνείς και εντόπιοι συνωμότες που τις διεχειρίσθησαν -πέραν από την θλιβερά αλληλουχία των εθνοπροδοτικών θέσεων που υιοθέτησαν λόγω «διεθνιστικής συνείδησης»- καθ’ όλη την διάρκεια του Μεσοπολέμου (ιδιαιτέρως στην αρχή της περιόδου ο ρόλος τους υπήρξεν ολότελα αναιμικός), ωστόσον η ραγδαία απήχηση τους στο χώρο της φερ’ ειπείν «διανόησης» θα αποβεί ιδιαιτέρως σημαντική.
Στα πλαίσια αυτά αρκετοί είναι εκείνοι οι Έλληνες διανοούμενοι, οι οποίοι υιοθετούντες μαρξιστικές και κομμουνιστικές αντιλήψεις και θέσεις, έλαβαν συστηματικώς μέρος στις συζητήσεις «πολεμικού χαρακτήρος» οι οποίες διημείφθησαν κατά τον Μεσοπόλεμο, έχουσες ως εστιασμένο επίδικο αντικείμενο της σκληράς διαμάχης, τις χιλιάκριβες έννοιες του Έθνους και της Εθνικής Ταυτότητος.
Συνεπώς, πρέπει πρωτίστως να επισημανθεί μια κομβική διαπίστωση : Η πρωτοτύπως ενορχηστρωμένη για τα μέτρα της εποχής, αφειδώς χρηματοδοτουμένη από την σοβιετία και κυριολεκτικώς ακατάπαυστη λυσσαλέα κριτική την οποία θα ασκήσουν οι μπολσεβίκοι και οι άφρονες σοσιαλμαρξιστές συνοδοιπόροι τους στα έως τότε παραδεδομένα σχήματα, περί Έθνους, καθώς και στις διάφορες «εν τω γεννάσθαι» νέες ιδεολογικές κατασκευές του ελληνικού εθνικού λόγου, επέφερε μιαν αξιοσημείωτο επιβραδυντική, ζημιογόνο και περιοριστική επίδραση στην διαμόρφωση της Εθνικής Θεωρίας κατά τον Μεσοπόλεμο. Οι «προλετάριοι» δεν έπρεπε να έχουν καμίαν εθνική συνείδηση, ούτε πατρίδα, αλλά να προσκυνούν την Σοβιετική «Μάνα των Λαών», έτοιμοι να εκτελέσουν τις διαταγές της στον διεθνιστικό «ταξικό πόλεμο»
Οι πολιτικές και ιδεολογικές αφετηρίες του «μακεδονισμού» που μας ταλανίζει έως τώρα (γιγαντωθείς από το Γιουγκοσλαβικό Κομμουνιστικό Κόμμα υπό τον Ιωσήφ Μπροζ – Τίτο) ετέθησαν ουσιαστικώς από την Γ’ «Κομμουνιστική Διεθνή» (Κομιντέρν – Comintern), κατά τον Μεσοπόλεμο. Είναι ζήτημα σαφώς τεκμηριωμένο με έγγραφα πειστήρια ότι, η Κομιντέρν εχρησιμοποίησε κυνικότατατα το «Μακεδονικό» ως ζήτημα τακτικής, αναλόγως προς τις εκάστοτε κρατούσες πολιτικές συγκυρίες. Η μελέτη πολλών σημαντικών εγγράφων της χρονικής περιόδου 1923-1925 από το αρχείο της Κομιντέρν, επιβεβαιώνει σαφώς ότι η Διεθνής προέβαλε την θέση : «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία σε μια Βαλκανική Σοβιετική Δημοκρατία», (που οι…. ελληνόφωνοι κομμουνιστές απεδέχθησαν…. πειθήνιοι) κατά το εγχείρημά της δημιουργίας ενός ενιαίου επαναστατικού μετώπου (μεταξύ των Βουλγάρων Κομμουνιστών, των Βουλγάρων Αγροτικών και των βουλγαρομακεδονικών οργανώσεων) για την προώθηση της ερυθράς επαναστάσεως στην Βουλγαρία, την εγκαθίδρυση μιας κομμουνιστικής φιλοσοβιετικής εργατο-αγροτικής κυβερνήσεως, καθώς και την μεγίστη εφικτή αποσταθεροποίηση των «αστικών» βαλκανικών κρατών.
Α. Κωνσταντίνου
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/poreia-anazhthshs-twn-ethnikwn-idewn3#ixzz5f38y5p8O