Μέρος Στ’
«Αν τρέξουμε να σώσουμε την Μακεδονία, εμείς θα σωθούμε»
Ίων Δραγούμης,
«Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα»
Αναδιφούντες με μια φευγαλέα ελαχίστη επισκόπηση την θεώρηση του Ίωνος Δραγούμη, (του οποίου ο θάνατός του πραγματικά «στοίχειωσε» τον Μεσοπόλεμο της παρακμής), εντοπίζουμε τα αδρότερα στοιχεία της κοσμοθεάσεώς του που τόσο έλειψαν από την κυοφορία του νέου Εθνικού Οράματος μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Η δόλια και άνανδρη δολοφονία του εστέρησε το Έθνος από τον μεγάλο αυτόν άνδρα «της σκέψης και της δράσης», στα κρίσιμα χρόνια της αναγκαίας πνευματικής αναγεννήσεως, όταν ελάμβανε χώρα μια πανευρωπαϊκή, τεραστία ιδεολογικοπολιτική κοσμογονική ζύμωση. Ο βαθύτατα «Παραδοσιακός» και ταυτοχρόνως ρηξικέλευθα πραγματικός «εκσυγχρονιστής», με τις αριστοκρατικές πεποιθήσεις, ένθερμος δημοτικιστής και απολύτως αντισυμβατικός, ήταν συνάμα ένας πρώιμος «Ευρωσκεπτικιστής» (αυτός καθιέρωσε τον απαξιωτικό – σκωπτικό όρο «Φραγκολεβαντίνος»), αμετακίνητος ιδεαλιστής και διάπυρος Ελληνολάτρης.
Η λατρεία των Εθνικιστών στο πρόσωπό του έχει μυκτηρισθεί ποικιλοτρόπως από τον εσμό… της Αριστεράντζας ως «Δραγουμολαγνεία», ενώ οι ξενόδουλοι κονδυλοφόροι της φιλελεύθερης ψοφοδεξιάς τον επιτιμούν ως… «πρωτοφασίστα» και γεννήτορα ακραίων και ακροτήτων. Από βλακώδη άγνοια ή δολία σκοπιμότητα, παραμένει μία από τις πλέον άγνωστες ή παρεξηγημένες μορφές της νεοελληνικής ιστορίας. Ο Μέγας Καθοδηγητής συνελήφθη και εξετελέσθη από παρακρατικούς των «Δημοκρατικών Ταγμάτων» επί της σημερινής λεωφόρου Κηφισίας στο ύψος των Αμπελοκήπων, σε ηλικία μόλις 42 ετών. Ήταν λίγο μετά την απόπειρα δολοφονίας του «αστεφούς μονάρχη» Βενιζέλου στην Γαλλία, της οποίας ο Δραγούμης εθεωρήθη αδίκως και αναιτίως ως οργανωτής.
Ήταν ο πρώτος Έλλην από της ιδρύσεως του ελληνικού κράτους, που οραματίσθηκε και διετύπωσε ένα νέο πολιτικοκοινωνικό σύστημα προσαρμοσμένο στην εγχώρια πραγματικότητα. Αυτό απετέλει ένα ιδιότυπο δραστικό αμάλγαμα εθνικισμού, παραδοσιοκρατίας, ελληνοκεντρισμού και σοσιαλισμού, που παρέμεινε άγνωστο ή και δυσνόητο στους πολλούς, ενώ αφετέρου εκείνος δεν συνέστησε ποτέ κάποιο μαζικό κίνημα ή κόμμα όπως ο πολιτικός του αντίπαλος Βενιζέλος.
Έγραψε χαρακτηριστικά : «Αγαπώ πάρα πολύ τον άνθρωπο για να γίνω στενός σοσιαλιστής. Αγαπώ πάρα πολύ τον άνθρωπο για να γίνω στενός πατριώτης. Αγαπώ πάρα πολύ τον άνθρωπο για να νοιώσω τον εαυτό μου άτομο. Από άνθρωπος μιας τάξης με ορισμένα συμφέροντα τάξης, γίνομαι σοσιαλιστής με την πλατιά έννοια, και θέλω μια καινούρια οικονομία της κοινωνίας μου και των άλλων κοινωνιών. Από στενός πατριώτης, γίνομαι εθνικιστής, με τη συνείδηση του έθνους μου και όλων των άλλων εθνών, γιατί οι διαφορές των εθνών πάντα θα υπάρχουν, και έχω τη συνείδησή τους και χαίρομαι που υπάρχουν αυτές οι διαφορές, που με τις αντιθέσεις τους, με τις αντιλήψεις τους, υψώνουν την ανθρώπινη συνείδηση και ενέργεια. Από άτομο γίνομαι άνθρωπος.»
Η ιστορία δεν γράφεται με αναπάντητα «τι θα γινόταν εάν….» (η παραθλαστική προσέγγιση «what if?»), όμως δεν ημπορούμε να μην σκεφθούμε την εναλλακτική πορεία του ιστορικού δρωμένου, εάν επί παραδείγματι αντί του Εθνικού Κυβερνήτη Ιωάννου Μεταξά είχεν ηγηθεί ο Δραγούμης.
Στα θεμέλια της σκέψεώς του, η οποία έθεσε το θεμελιώδες ιδεολογικοπολιτικό ικρίωμα ενός σύγχρονου Ελληνικού Εθνικισμού (που δεν ολοκληρώθηκε εγκαίρως στον Μεσοπόλεμο), ανιχνεύονται πρόδηλα τα κομβικά στοιχεία των αναζητήσεων του: Ο βαθύς σεβασμός του προς την θέληση, την δύναμη, τον αρχέγονο ζωϊκόν αγώνα επιβιώσεως και κυριαρχίας, η ηρωολατρεία του, η πίστη του στις μυστικές διαχρονικές ιδιότητες και εθνογενετικές επιδράσεις του εδάφους και του κλίματος, καθώς και η δύναμη του πολιτισμού ως πρωταρχικού νοοπλαστικού παράγοντος που καθορίζει την συμπεριφορά μιας κοινότητος.
Ο λατρεμένος μας «Ίδας», υπήρξε βαθύς μελετητής του Χέρμπερτ Σπένσερ, του Ιππολύτου Ταιν, καθώς και του αγαπημένου του φίλου Μωρίς Μπαρρές, όσον και αφοσιωμένος θιασώτης του νιτσεϊκού ανορθολογισμού. Ατυχώς, από το έργον του απουσιάζει η διευρυμένη φυλετική διάσταση της σκέψεως των συγχρόνων του Μπαρρές, καθώς και οι ανθρωπολογικές αντανακλάσεις του Σπένσερ. Ακολούθως θα προβούμε σε βραχεία μνεία των στοχαστών – πυλώνων της δραγουμικής σκέψεως.
Ο Χέρμπερτ Σπένσερ (1820 – 1903), ήταν Άγγλος βιολόγος, κοινωνιολόγος και πολιτικός φιλόσοφος της Βικτωριανής εποχής, διακατεχόμενος από βαθεία αντιπάθεια για όλες τις μορφές εξουσίας και από μιαν ανεξαρτησία σκέψεως και συνειδήσεως. Δεν έλαβε επίσημη μόρφωση και εδιδάχθη σε «κατ’ οίκον εκπαίδευση», ήταν δε σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος, ενώ κατέκτησε τις περισσότερες γνώσεις του από αναγνώσματα και συνομιλίες με φίλους του. Στα πρώτα του άρθρα ανέπτυξε τις ιδέες του για τον ατομικισμό, υπερασπιζόμενος την μη παρέμβαση του κράτους στην οικονομική δραστηριότητα των πολιτών. Οι ιδέες αυτές αναπτύσσονται το 1851 στο βιβλίον του «Κοινωνική στατική ή οι ουσιώδεις για την ανθρωπίνη ευτυχία καταστάσεις», όπου παρουσιάζει απολογισμό της αναπτύξεως της ανθρωπίνης ελευθερίας. Το 1855 εξέδωσε το βιβλίον του, «Οι αρχές της ψυχολογίας», βασιζόμενος στην θεμελιώδη υπόθεση ότι ο ανθρώπινος νους υπόκειται στους νόμους της φύσεως, οι οποίοι ημπορούν να ανακαλυφθούν μέσα από την γενική βιολογία. Έτσι υιοθετείται μια διηυρημένη προοπτική αναπτύξεως του ανθρώπου, με όρους όχι μόνον ατομικούς αλλά επίσης με την αντίληψη του «είδους» και της φυλής. Ο Σπένσερ διετύπωσε την άποψη ότι επαναλαμβανόμενες «ενώσεις ιδεών» ενσωματούνται στον σχηματισμό ενώσεων στον εγκέφαλο. Με αυτόν τον τρόπο ημπορούν να μεταδίδονται από την μια γενεά στην άλλη, μέσω της κληρονομικότητος και των επικτήτων χαρακτηριστικών.
Το ενδιαφέρον του για την ψυχολογία επήγασεν από το γεγονός ότι επεδίωξε να εγκαθιδρύσει ένα θεμελιώδη νόμο παγκοσμίου ισχύος. Ήθελε να αποδείξει πως είναι πιθανόν όλα στο σύμπαν, η γλώσσα, ο πολιτισμός και η ηθική να ερμηνευθούν με νόμους παγκοσμίου εγκυρότητος. Προφανώς αυτό ήρχετο σε αντίθεση με την θεολογική αξιωματική θέση της εποχής ότι η ανθρωπίνη ψυχή έκειτο πέραν της δικαιοδοσίας της επιστημονικής ερεύνης. Αυτόν τον νόμο παγκοσμίας εφαρμογής τον απεκάλεσε «Αρχή της εξελίξεως».
Από του 1862 έως το 1893 συνέγραψεν το εννεάτομον έργο του «Ένα σύστημα συνθετικής φιλοσοφίας», στο οποίον υποδεικνύει ότι η αρχή της εξελίξεως εφαρμόζεται στην βιολογία, στην ψυχολογία, στην κοινωνιολογία και στην ηθική, χρησιμοποιών ένα μείζον εύρος πληροφοριών διαφόρων φυσικών και κοινωνικών επιστημών που τις συγκροτεί συμφώνως προς τις βασικές αρχές της θεωρίας της εξελίξεως.
Εθεώρησε την εξέλιξη ως προοδευτικήν ανάπτυξη του φυσικού κόσμου, των βιολογικών οργανισμών, του ανθρωπίνου νοός, του ανθρωπίνου πολιτισμού και των κοινωνιών. Συμφώνως προς την έννοιαν αυτήν, ο κόσμος «προοδεύει» σταθερώς προς το καλύτερον.
[Ο μέγας Δαρβίνος συμπεριέλαβε τη φράση του Χέρμπερτ Σπένσερ στην πέμπτη έκδοση του βιβλίου του «Η Καταγωγή των Ειδών», μαζί με ένα υποστηρικτικό – εγκωμιαστικό σχόλιο: «Ονόμασα την αρχήν εκείνη συμφώνως προς την οπoίαν η παραμικρά διαφοροποίηση, εάν είναι χρήσιμη, διατηρείται, με τον όρον φυσική επιλογή, για να υπογραμμίσω την σχέση της με την δύναμη της επιλογής που διαθέτει ο άνθρωπος».]
Έτσι η εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου επροχώρησε σε μια νέα φάση «μετεξελίξεώς» της: Ο Σπένσερ της απέδωσε ένα βαθύτερο νόημα και μια κοινωνιολογική προσέγγιση, τόσον από φιλοσοφικής και ηθικής σκοπιάς, όσον και από πλευράς πνευματικής εξελίξεως των ειδών, δηλαδή όχι μόνον από την καθαρώς βιολογική ερευνητικήν ανάλυση που διεξήγαγεν ο Δαρβίνος. Έγραψε χαρακτηριστικώς για την εξελικτική θεωρία : «Εάν ένα μόνον κύτταρον, υπό κατάλληλες συνθήκες εγένετο άνθρωπος σε διάστημα ολίγων ετών, ασφαλώς δεν θα ήταν δύσκολο να καταλάβει κάποιος πως υπό κατάλληλες συνθήκες, ένα κύτταρον στην διάρκειαν αμετρήτων εκατομμυρίων χρόνων απετέλεσε την απαρχήν του ανθρώπινου γένους» και επίσης «Η επιβίωση του ισχυρότερου, που προσπαθώ να εξηγήσω εδώ με μηχανικούς όρους, είναι αυτό που ο Δαρβίνος απεκάλεσε “φυσική επιλογή” ή την διατήρηση των πλέον προικισμένων ειδών στον αγώνα της ζωής».
Οι ιδέες του Σπένσερ ανεπτύχθησαν εντός του κλίματος μιας εποχής οπότε ο άκρατος καπιταλισμός ευρίσκετο στο απόγειόν του. Συνεπώς δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι υπερασπίσθηκε την ιδέαν πως ο ατομικισμός, ο ανταγωνισμός και η απουσία των κυβερνητικών παρεμβάσεων οδηγούν στην επίτευξη ενός ανωτέρου αγαθού. Στο έργον του και στην «αναθεώρηση» του Δαρβινισμού υπό μια πέον «ανθρωπιστική» οπτική, ηθέλησε να δείξει ότι η αρχή της εξελίξεως δεν εφαρμόζεται αποκλειστικώς στην βιολογία, αλλά ημπορεί να διευρυνθεί και στον τομέα της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας και της ηθικής.
Ο Σπένσερ ανέπτυξε την έννοιαν της εξελίξεως ως «προοδευτική ανάπτυξη του φυσικού κόσμου, των βιολογικών οργανισμών, του ανθρωπίνου νοός, του ανθρωπίνου πολιτισμού και των κοινωνιών», συμφώνως προς την οποίαν ο Κόσμος, ως ενότης, προοδεύει σταθερά προς το καλύτερο. Οι ιδέες του για την εξέλιξη επηρέασαν την ανάπτυξη της οικονομίας, της πολιτικής επιστήμης, της βιολογίας αλλά και της φιλοσοφίας. Στην διάρκεια της μακράς ζωής του απέκτησε μεγάλη φήμη, ιδίως στην αγγλόφωνο ακαδημαϊκή κοινότητα. Η φήμη του αντεγωνίζετο εκείνην του Καρόλου Δαρβίνου. Στην Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες οι αφοσιωμένοι οπαδοί του δεν εδίστασαν να συγκρίνουν τον πολυμαθέστατο και πολυγραφότατο στοχαστή με τον Αριστοτέλη.
Εμπνεόμενος από την «Καταγωγή των Ειδών» του Δαρβίνου, ο Σπένσερ υπεστήριξε την έννοιαν της επιβιώσεως του ικανοτέρου στον «κοινωνικό κόσμο» και συνεκρότησε μια προσέγγιση η οποία ονομάσθηκε «Κοινωνικός Δαρβινισμός». Συμφώνως προς αυτήν, το κράτος δεν πρέπει να παρεμβαίνει στις φυσικές διεργασίες της κοινωνίας. Με τον τρόπον αυτόν θα επιβιώσουν οι ικανότεροι – ισχυρότεροι άνθρωποι, ενώ θα αφεθούν οι ανίσχυροι να χαθούν και έτσι η ανθρωπίνη κοινωνία θα φθάσει σε ολοέν και υψηλότερα επίπεδα φυσικο-ιστορικής εξελίξεως.
[Η κατάχρηση των ιδεών του Σπένσερ, ώστε να επιτευχθεί η βιολογική αιτιολόγηση ενός ανελεήτου οικονομικού ανταγωνισμού, συμφώνως προς τον Richard Hofstadter («Social Darwinism in American Thought», Βοστώνη, 1955, εκδόσεις Beacon Press), οφείλεται σε μεταγενεστέρους εκλαϊκευτές του πελωρίου έργου του, όπως ήσαν οι Άντριου Κάρνεγκι (Andrew Carnegie) και Γουίλιαμ Γκράχαμ Σάμνερ (William Graham Sumner), οι οποίοι ενήργησαν έτσι ώστε να εξυπηρετήσουν τις δικές τους ιδεολογικοπολιτικές επιλογές. Προς αποφυγήν περαιτέρω παρεξηγήσεων επί του πολυσυνθέτου ανωτέρω ζητήματος συνιστάται μελέτη των εργασιών του Σπένσερ, της προαναφερθείσης «Social Statics» (1851) και της τριτόμου «Αρχές της Κοινωνιολογίας» («Principles Of Sociology», 1874-1896).]
Α. Κωνσταντίνου
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/poreia-anazhthshs-twn-ethnikwn-idewn5#ixzz5fbQuUjPm