Μέρος 8
Ο γλαφυρότατος Αμερικάνος ηθογραφικός διηγηματογράφος Χένρυ Τζέϊμς (Henry James) στο μυθιστόρημά του «Οι Βοστωνέζοι» («The Bostonians», 1886), που αποτελεί το τελευταίο της πρώτης του περιόδου, (με έργα που αναφέρονται κυρίως σε ειδύλλια, μέσω των οποίων ασκεί κοινωνική κριτική) και πραγματεύεται την ιστορία ενός συντηρητικού Αμερικανού πολιτικού από το Μισσισιπή, σατιρίζει το φεμινιστικό κίνημα επιδεικνύων το «σεκταριστικό» και «σταυροφορικό» του ύφος. Η ηρωίς του μυθιστορήματος Olive προσπαθεί να σώσει την νεαρή Verena από τον … φορτικόν εξάδελφό της, και να την πείσει να αρνηθεί τον έρωτά του και τον γάμον μαζί του, προς χάριν του … γυναικείου κινήματος. Βλέπει στην αγνή Verena τον «θηλυκόν Μεσσία» του κινήματος, την γυναίκα η οποία και πρέπει να θυσιάσει την προσωπικήν ευτυχία της, αρνουμένη την μοίρα των κοινών θνητών γυναικών. [Ο Τζέϊμς (1843 –1916) ήταν ένας από τους σημαντικοτέρους Αμερικανούς συγγραφείς του 19ου αιώνος, από τους κυρίους εκπροσώπους του ρεαλισμού στη λογοτεχνία. Επειραματίσθη με το αφηγηματικόν ύφος του μυθιστορήματος και διεισέδυσε σε θέματα σχετιζόμενα με την συνείδηση και την ατομικήν αντίληψη. Οι χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του εξωτερικεύονται και παραθέτουν την ιδικήν τους εκδοχή για την σειρά των πραγμάτων. Ήταν επίσης ένας από τους θεμελιωτές της λογοτεχνικής κριτικής και παρότρυνε τους υπολοίπους συγγραφείς, να παρουσιάζουν την περί κόσμου άποψή τους μέσα από τα έργα τους. Έζησε σαράντα χρόνια στην Αγγλία και τα μυθιστορήματά του αναφέρονται συχνά σε Αμερικανούς και στις σχέσεις τους με την Ευρώπη και τους Ευρωπαίους.- Το βιβλίον «The Bostonians» εκυκλοφόρησε σε ελληνική μετάφραση από τον Μιχάλη Μακρόπουλο, ως «Οι Βοστονέζες» εκδόσεις Gutenberg, 2016.]
Αυτή η έννοια της εμμονοϊδεακής στρατεύσεως σε ένα «κίνημα», σε ένα «ανώτερον» ιδεώδες, ως δείγμα ατομικής ανωτερότητος και «αυθεντικότητος» (authenticité) κατέστη απολύτως σαφής στον φεμινιστικόν χώρο, ολότελα «ξεκάθαρη», με τις … επαναστατικές διδαχές της Σιμόν ντε Μπωβουάρ, (Simone de Beauvoir, 1908 –1986) συγγραφέως του δοκιμίου «Le Deuxième Sexe» —«Το Δεύτερο Φύλο» (1949), της συντρόφου του Ζαν Πωλ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre,1905-1980), η οποία αφού θέτει όλα τα ζητήματα περί δήθεν «γυναικείας δουλείας», …. θεωρεί την τεκνοποίηση ως «μικροαστική συνήθεια».
Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ ήταν Γαλλίς συγγραφεύς, φιλόσοφος, «διανοουμένη», και φεμινίστρια. Υπήρξεν σύντροφος του διασήμου υπαρξιστή φιλοσόφου Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Το γνωστότερον έργον της υπήρξε «Το δεύτερο φύλο», μια φεμινιστική ανάλυση της γυναικείας υπάρξεως και της … καταπιέσεως των γυναικών. Γεννημένη ως Σιμόν Λουσία Ερνεστίν Μαρία Μπερτράν ντε Μπωβουάρ (Simone Lucie-Ernestine-Marie-Bertrand de Beauvoir) στις 9 Ιανουαρίου του 1908 στο Παρίσι, εσπούδασε στο πανεπιστήμιον «École Normale Supérieure», όπου και συνήντησε τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ το 1921. Το 1981 συνέγραψε το «La Cérémonie Des Adieux» («Η Τελετή του Αποχαιρετισμού»), μιαν οδυνηρά εξιστόρηση των τελευταίων χρόνων του Σαρτρ. Μαζί με τον σύντροφό της συνετάχθη με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά απεχώρησαν αμφότεροι έπειτα από την Σοβιετική επέμβαση – εισβολή στην Ουγγαρία, το 1956 και εστράφησαν μετέπειτα προς τον … Μαοϊσμό. Η Μπωβουάρ εθεωρήθη «μητέρα» του (μετά το 1968) φεμινισμού, με διαβόητα «φιλοσοφικά» γραπτά της που συνεδέθησαν, αν και ήσαν ανεξάρτητα από τον σαρτριανό υπαρξισμό.
Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ επιχειρηματολογεί μέσω ενός «υπαρξιστικού φεμινισμού» στο πόνημά της «Δεύτερο φύλο». Ως υπαρξίστρια η Μπωβουάρ αποδέχεται την αρχή πως η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. Επομένως «δεν γεννάται κανείς γυναίκα, αλλά γίνεται» (sic !). Η ανάλυσή της εστιάζει στην ιδέα του «Άλλου». Η «κατασκευή» της γυναικός ως τυπικό παράδειγμα Άλλου είναι για την Μπωβουάρ το θεμέλιον της καταπιέσεως των γυναικών. Η Μπωβουάρ υποστηρίζει (αυθαιρέτως) πως δια μέσου της ιστορίας οι γυναίκες έχουν θεωρηθεί ως η «παρέκκλιση», η «ανωμαλία». Ακόμη και η ήδη αναφερθείσα πρώιμος – πρωτοπόρος φεμινίστρια Μαίρη Γουόλστονκραφτ θεωρεί τους άντρες ως το ιδανικόν στο οποίον θα έπρεπε να ανέλθουν οι γυναίκες. Η Μπωβουάρ λέγει πως αυτή η στάση «έχει κρατήσει πίσω τις γυναίκες», διατηρούσα την αντίληψη πως οι γυναίκες είναι η παρέκκλιση από το κανονικό, ότι αυτές είναι οι παρείσακτες που προσπαθούν να εξομοιωθούν με την «κανονικότητα». Λέγει επίσης πως αν ο φεμινισμός θέλει να προχωρήσει, πρέπει να καταρρίψει την υπόθεση αυτή !
«Ωστόσο πρέπει πρώτα να αναρωτηθούμε τί σημαίνει να είσαι γυναίκα. “Tota mulier in utero”, κάποιος ισχυρίζεται, “η γυναίκα είναι μία μήτρα”… Είναι η (γυναικεία ταυτότητα) κάτι που εκρέουν οι ωοθήκες… Είναι αρκετό το θρόισμα ενός φουρό για να μας επιφωτίσει… Μας προτρέπουν να είμαστε γυναίκες, να παραμείνουμε γυναίκες, να γίνουμε γυναίκες… Η αλήθεια είναι ότι κάθε συγκροτημένο άτομο αποτελεί μία μοναδική, ξεχωριστή προσωπικότητα. Η άρνησή μας να αποδεχθούμε έννοιες όπως η αιώνια θηλυκότητα, η ψυχή των Νέγρων, ο χαρακτήρας των Εβραίων, δεν σημαίνει ότι αρνούμαστε ότι υπάρχουν Εβραίοι, Νέγροι ή γυναίκες…-μια τέτοια άρνηση δεν θα ήταν ένδειξη απελευθέρωσης αλλά αποφυγή της πραγματικότητας… […] Είναι ενοχλητικό όταν κατά τη διάρκεια μίας αόριστης συζήτησης ακούμε έναν άντρα να λέει: “σκέφτεσαι έτσι επειδή είσαι γυναίκα”. Γνωρίζω ότι η μόνη μου άμυνα είναι να απαντώ: “σκέφτομαι έτσι επειδή αυτή είναι η αλήθεια”. Με αυτήν την απάντηση μειώνω την υποκειμενικότητα της άποψής μου που θεωρείται δεδομένη λόγω του φύλου μου. Δεν θα είχε νόημα κι εγώ να απαντήσω “κι εσύ σκέφτεσαι έτσι όπως σκέφτεσαι επειδή είσαι άντρας”, διότι αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι το να είσαι άντρας δεν αποτελεί κάτι ιδιαίτερο». [Από «Το δεύτερο φύλο»]
Εσπούδασε μαθηματικά, λογοτεχνία, ξένες γλώσσες και φιλοσοφία στην Σορβόννη, όπου εντυπωσιάζει τους πάντες τόσον με την πρώιμο γοητεία της όσον και με τον δυνατό νου της. Εκεί 21 ετών, εγνώρισε τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ, τον μόνον συμφοιτητή της που έμελλε να αποφοιτήσει με υψηλότερο βαθμό από τον ιδικό της. Την επολιόρκησεν επιμόνως ο εξόχως ευπαρουσίαστος στενός φίλος του Σαρτρ, Ρενέ Γκαμπριέλ Γιουζήν Μαέ (φιλόσοφος και μετέπειτα διευθυντής της UNESCO, ο οποίος της εδώρισεν το περιλάλητο παρωνύμιόν της «Κάστωρ», πραγματοποιών λογοπαίγνιον με την ομοιότητα του επωνύμου Beauvoir με το beaver («κάστωρ» στα αγγλικά). Αλλά η Σιμόν ενέδωσε στον δύσμορφον Ζαν-Πωλ. «Ο μόνος τρόπος να με πληγώσει ήταν να πεθάνει» είπε για τον «Ανθρωπάκο» της, όπως αποκαλούσε τον Σαρτρ η Σιμόν. Μετά το θάνατο του Σαρτρ το 1980 από πνευμονικόν οίδημα, εξέσπασεν ένας σφοδρός πόλεμος ανάμεσα στη Σιμόν και σε μερικές από τις … άλλες γυναίκες του φιλοσόφου, μεταξύ των οποίων και η υιοθετημένη κόρη τους, η Αρλέτ Ελκάϊμ Σαρτρ, που με μια ανοιχτήν επιστολήν της προς την Μπωβουάρ, δημοσιευθείσα στην «Liberation», την εκατηγόρησεν ευθέως ότι, «εκαπηλεύθη βαναύσως τον θάνατον» του διασήμου συντρόφου της, ότι συνέτριψε τα πρόσωπα που ηγάπησεν ο Σαρτρ, ότι από πολλού καιρού του εφέρετο «ωσάν να ήταν ήδη νεκρός». Η Μπωβουάρ δεν απεκρίθη στην κριτική, αλλά ύστερα από δυο χρόνια έδωσε στην δημοσιότητα τις επιστολές του Σαρτρ προς αυτήν, θέλουσα να αποδείξει πόσον πολύτιμη του ήταν και πόσον του είχε συμπαρασταθεί.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’40 η Μπωβουάρ αφιερώθηκε στην συγγραφή. Το 1945, μαζί με τον Σαρτρ ήρχισαν να εκδίδουν την αριστερά επιθεώρηση «Μοντέρνοι καιροί». Ως … «Γάλλοι» «αντι-αποικιοκράτες» κατά την δεκαετίαν του ’50 υπεστήριξαν τον αγώνα των …. Αλγερινών και κατόπιν των Βιετναμέζων για ανεξαρτησία από την … Γαλλία. Αρχικώς το ζεύγος Σαρτρ-Μπωβουάρ συνετάχθη με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και προσεκλήθη επισήμως στην Μόσχα και στο Πεκίνο, αλλά έπειτα από την σοβιετικήν επέμβαση στην Ουγγαρία (το 1956), εστράφησαν στην διδασκαλία του Μάο. Το 1960 προσεκλήθησαν στην Κούβα του Κάστρο. Την ταραγμένη, φερ’ ειπείν «επαναστατική» δεκαετία του ’60 η Σιμόν ντε Μπωβουάρ υπήρξεν ακόπως και διαρκώς η «πρωθιέρεια της ανατροπής». Το 1962, η ζωή της Μπωβουάρ ετέθη σε κίνδυνο επειδή ομίλησε ανοικτά ενάντια στην κακοποίηση μιας αλγερινής από τις γαλλικές δυνάμεις κατοχής.
Το 1967 εταξίδεψε στη φλεγομένη Μέσην Ανατολή. Κατόπιν, με «ορμητήριον» το περίφημο παρισινό καφέ «Οι δύο Μακάκοι» («Les Deux Magots»), επρωτοστάτησε στις φοιτητικές κινητοποιήσεις του Μαΐου του 1968. Εξεφώνησε «πυρίνους» λόγους και ομού με τον Σαρτρ (και τους σκηνοθέτες Ζαν Λυκ Γκοντάρ και Λουί Μαλ), διένειμαν δωρεάν στους δρόμους την μαοϊκή εφημερίδα «Η υπόθεση του λαού». Στην δεκαετία του ’70, η Μπωβουάρ συμμετείχε σε διαδηλώσεις για το δικαίωμα στη νόμιμο έκτρωση και συνυπέγραψε το διάσημο κείμενο των 342 επωνύμων γυναικών που εδήλωναν … ότι είχαν καταφύγει σε παράνομo έκτρωση. Προώθησε όσον ολίγες γυναίκες την υπόθεση των «κάθε είδους» δικαιωμάτων των γυναικών. Οι Γαλλίδες εχρειάσθη να οργανωθούν πολυπλεύρως, αγωνιζόμενες μέχρις το 1975, ώστε να …. κατακτήσουν το δικαίωμα στη «νόμιμο άμβλωση».
Αυτές οι γυναίκες οι οποίες εγοητεύθησαν από τον λόγον της Μπωβουάρ, ήσαν ακριβώς οι μικροαστές, οι οποίες ενόμισαν ότι αρκεί μία εκ μέρους τους πιθηκίζουσα / μιμητική – «προοδευτική» άρνηση τεκνοποιήσεως για να «ανέλθουν» στην υπερκειμένη κοινωνική τάξη —βεβαίως λησμονούσες βλακωδώς ότι συνήθως οι αριστοκράτισσες τίκτουν μεγάλον αριθμό απογόνων. Στην πραγματικότητα, η υπερ-«χειραφετημένη» Beauvoir ουδέποτε εξήλθεν από τα όρια της «δεσμευτικής» σκιάς του Σαρτρ. Ηκολούθησεν την παράδοση της «στείρας εταίρας» -η οποία λειτουργεί ως μούσα των διανοουμένων κύκλων του ρομαντισμού- απλώς επιβεβαιούσα την ιδιαιτέρως γενικευμένη άποψη του «χολερικού» και σπουδαίου Weininger. Εξ άλλου ο ίδιος ο Σαρτρ -και όχι αυτή- ήταν εκείνος οποίος αφού της προέτεινε γάμο, το ακύρωσε, προτείνων να κρατήσουν μιαν «ελευθέρα σχέση». Επιπλέον, η όλη «φιλοσοφία» της Beauvoir δεν είναι παρά ο «υπαρξισμός» του συντρόφου της, «κομμένος και ραμμένος» σε γυναικεία μέτρα.
Α. Κωνσταντίνου
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/kosmothewrhseis-palh-twn-idewn-politikes-praktikes-kai-koinwnika-reuma6#ixzz5fmuHNMsN