«Είτε θέλοντας είτε μη, αισθάνομαι τον εαυτό μου ένα με τους ανθρώπους του έθνους μου. […] Αγάπησα τη φυλή μου, όταν είδα πως γεννήθηκα σαν άνθος από μέσα της, συμπύκνωμά της. Την αντιπροσωπεύω όλην, τα όνειρά της είναι όνειρά μου και οι ελπίδες μου ελπίδες της. Αν έχασε την ελπίδα της, θα της δώσω την δική μου και πάλι απ’ αυτήν θα πάρω ελπίδα εγώ, αν απελπιστώ. Αν δεν έχει τώρα ιδανικό ή όνειρο κανένα η φυλή μου, θα της δώσω τα δικά μου όνειρα και ιδανικά, και πάλι όμως τη δύναμη για να τα πλάσω, τα όνειρά μου και τα ιδανικά μου, μέσα της θα την εύρω. Αν κουράστηκαν τα μάτια της και δε βλέπει και δε διακρίνει τι δυνάμεις έχει μέσα της, θα της τες δείξω εγώ, αφού εγώ με τα δικά μου μάτια βλέπω και τις διακρίνω. Αν φόβος την πήρε, θα της δανείσω την αφοβία τη δική μου. Ό,τι της λείπει, θα της το δώσω εγώ, και πάλι, ό,τι μου λείπει εμένα από εκείνη θα το πάρω. Γιατί είμαστε ένα. Λαχταρώ πάντα να της μεταγγίζω κάτι δικό μου και απ’ αυτήν να παίρνω κάτι άλλο, σαν ηλεκτρισμό… […] Πηγαίνω να ανακατωθώ με τους ανθρώπους της φυλής μου, να ρίξω όλη μου τη δύναμη στο βάραθρο που λέγεται έθνος, να ξοδέψω τη ζωή μου, νοιώθοντας βαθιά τη φυλή μου, με λύπη, με ενθουσιασμό, με βαρεμό ή με απελπισία.»
IΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ