Μια συστημική συμφωνία συνασπισμού φαίνεται να απαλλάσσει το Καθεστώς και μειώνει την κλιμάκωση στην εξελισσόμενη πολιτική κρίση της Ρώμης: Η πρόσφατη πολιτική κρίση στην Ιταλία άνοιξε την πόρτα για πρόωρες γενικές εκλογές που θα μπορούσαν να έχουν κερδίσει οι ευρωσκεπτικιστές της Λέγκα του Βορρά.
Αλλά τώρα, οπότε το «Κίνημα των Πέντε Αστέρων» και μαζί του το «καθωσπρέπει» Δημοκρατικό Κόμμα συμφώνησαν κατ΄αρχή να συμμετάσχουν σε νέο κυβερνητικό συνασπισμό, η Ιταλία έχει τουλάχιστον, προς το παρόν, αποφύγει να διορίσει εν τέλει μια κυβέρνηση που θα πιέσει την χώρα να απομακρυνθεί από την ευρωζώνη. Προφανώς ακόμη μια πολιτική κρίση μπορεί να βρίσκεται πολύ κοντά.
Μετά από σχεδόν τρεις εβδομάδες κλιμακούμενης αναταραχής, η τελευταία πολιτική κρίση της Ιταλίας φαίνεται πως τελειώνει. Στις 29 Αυγούστου, ο Ιταλός πρόεδρος Sergio Mattarella έδωσε εντολή στον πρωθυπουργό Giuseppe Conte να σχηματίσει μια νέα κυβέρνηση συνασπισμού μεταξύ του φαινομενικά αντικαθεστωτικού «Κινήματος των Πέντε Αστέρων» και του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος. Μια ψηφοφορία στο ιταλικό κοινοβούλιο για αποδοχή και επιβεβαίωση της νέας κυβέρνησης (σωτηριακής για τα ευρωατλαντικά συμφέροντα) αναμένεται να πραγματοποιηθεί κατά την επόμενη εβδομάδα.
Η νέα υπό κατασκευή «αριστεροφιλελεύθερη» και αντι-ακραία συμμαχία έχει προφανώς καθυστερήσει τις προοπτικές για πρόωρες γενικές εκλογές τουλάχιστον επί μερικούς μήνες. Αυτό σημαίνει ότι το Κόμμα της Λέγκας (το οποίο, σύμφωνα με πάμπολλες δημοσκοπήσεις, θα είχε κερδίσει από νωρίς την ψηφοφορία) δεν φαίνεται πως θα αναλάβει σύντομα την εξουσία. Συνεπώς μειώνεται η πιθανότητα μιας ιταλικής «εξόδου» από την ευρωζώνη. Βεβαίως, όπως είναι αναμενόμενο, οι ειδήσεις κινητοποίησαν τις χρηματοπιστωτικές αγορές, τροποιώντας θετικά το χάσμα απόδοσης («spread») μεταξύ των ιταλικών και των γερμανικών ομολόγων – δηλαδή εξωραΐζοντας άριστα έναν βασικό δείκτη εμπιστοσύνης των επενδυτών στην ικανότητα της Ιταλίας να εξοφλήσει το χρέος της.
Αλλά για το «Κίνημα των Πέντε Αστέρων» και το Δημοκρατικό Κόμμα, η απόφαση να συνεργαστούν ήταν πράγματι το πανεύκολο κομμάτι της προ-κατ συστημικής συμφωνίας. Η πραγματική δοκιμασία των καθεστωτικών συνεταίρων θα είναι να θέσουν σε κίνηση τη νέα κυβέρνησή τους. Μία από τις πρώτες προκλήσεις για την ενότητά τους θα προκύψει σχεδόν αμέσως: Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων σχεδιάζει να υποβάλλει το ζήτημα της συμμετοχής του στη νέα κυβέρνηση προς διαβούλευση – έγκριση από τα μέλη του, μέσω του διαδικτυακού δικτύου που χρησιμοποιεί το κόμμα για να συμβουλευθεί τους υποστηρικτές του για τις αποφάσεις μείζονος πολιτικής. Οι δημοσκοπικές έρευνες δείχνουν ότι τα μέλη του κόμματος διαχωρίζονται λόγω της προοπτικής ενός συνασπισμού με το Δημοκρατικό Κόμμα, συνασπισμού που στα μάτια τους, αντιπροσωπεύει και σαφώς υπηρετεί τις πολιτικές ελίτ στις οποίες το «Κίνημα των Πέντε Αστέρων» έχει επιτεθεί επί σειρά ετών. Εάν τα μέλη του κόμματος απορρίψουν τη συμφωνία, η ηγεσία των Πέντε Αστέρων θα αναγκαστεί να εξετάσει την εγκατάλειψη της συμμαχίας – μια απόφαση που προφανώς θα αυξήσει τις πιθανότητες μιας πρόωρης εκλογής.
Παράλληλα, οι νέοι σύμμαχοι πρέπει επίσης να αποφασίσουν σύντομα ποιος θα καλύψει τις θέσεις του καινούργιου Υπουργικού Συμβουλίου και, το σημαντικότερο, να εγκατασταθεί μια κοινή «κυβερνητική πλατφόρμα». Προφανέστατα η επίτευξη συναίνεσης σχετικά με το φλέγον ζήτημα της μεταναστευτικής πολιτικής θα αποδειχθεί πιθανώς μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του νεοσύστατου συνασπισμού.
Το Δημοκρατικό Κόμμα θέλει μια ριζική αλλαγή και καθολική διαφοροποίηση από τις πολιτικές της προηγούμενης κυβέρνησης, η οποία συχνά έκλεισε τα λιμάνια της χώρας σε ΜΚΟ που μεταφέρουν τους μετανάστες στην Ευρώπη. Και ενώ αυτή η πολιτική ήταν σε μεγάλο βαθμό δράση της Λέγκας, αποδείχθηκε επίσης λίαν δημοφιλής μεταξύ ορισμένων ψηφοφόρων των Πέντε Αστέρων. Αυτό το δεδομένο μπορεί να πιέσει το κόμμα να διστάζει να δεχτεί την πλήρη ανατροπή. Υπάρχει επίσης πιθανότητα να συγκρουστούν οι νέοι σύμμαχοι γύρω από τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις, όπως η πρόταση του Κινήματος των Πέντε Αστέρων για μείωση του αριθμού των βουλευτών στο Κοινοβούλιο, μια ιδέα την οποία επικρίνει το συστημικότατο Δημοκρατικό Κόμμα, της καθεστωτικής «Κεντροαριστεράς».
Τούτου λεχθέντος, τα κόμματα του προκατασκευασμένου καθεστωτικού συνασπισμού πρέπει να εξακολουθήσουν να βρίσκουν κοινό τόπο για την οικονομική πολιτική, καθώς το καθένα τους υποστηρίζει την αύξηση των δημόσιων δαπανών, ιδίως όσον αφορά στα προγράμματα για τη στήριξη οικογενειών χαμηλού εισοδήματος. Επιπλέον, και τα δύο επιθυμούν σφόδρα να ακυρώσουν την αύξηση του «φόρου προστιθέμενης αξίας» που έχει ήδη προγραμματισθεί να τεθεί σε ισχύ στο 2020, οπότε και να αυξηθεί το κόστος ζωής.
Ωστόσο, το φερόμενο ως κοινό οικονομικό νέο όραμα των πειθήνιων καθεστωτικών κομμάτων θα μπορούσε να δημιουργήσει καινοφανή προβλήματα με την Ευρωπαϊκή Ένωση: Η Ιταλία πρέπει να παρουσιάσει το σχέδιο προϋπολογισμού της για το 2020 έως τις 15 Οκτωβρίου, οπότε πιθανώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα ζητήσει από τη Ρώμη να μειώσει το έλλειμμα της.
Έτσι οι πολιτικές ισχυρών κοινωνικών δαπανών τις οποίες υποστηρίζουν και τα δύο κόμματα (εν τέλει πειθήνια και «ευρώδουλα») κινδυνεύουν να προξενήσουν μιαν εξαιρετικά ισχυρή κριτική της ΕΕ, την οποία θέλουν να… εξυπηρετήσουν. Ένας συμβιβασμός και δη υπό τις ευλογίες των Διεθνών Επικυριάρχων είναι πιθανότατα δυνατός, αλλά η πίεση από τις «ανικανοποίητες» Βρυξέλλες κάλλιστα θα μπορούσε να επιδεινώσει τις ιδεολογικές διαφορές των κυβερνώντων κομμάτων, να δικαιώσει τον «αντιρρησία» Σαλβίνι και εν τέλει να ξαναρίξει την Ιταλία σε μια νέα άλλη πολιτική κρίση.
Α.Κ.