Το τζιχαντιστικό κίνημα αποτελείτο πάντα από διάφορα επί μέρους συστατικά κινήματα και ποτέ δεν είχε μιαν ενοποιημένη ιδεολογία, θεολογία ή ένα αποσαφηνισμένο επιχειρησιακό δόγμα. Ενώ πολλές ισλαμιστικές ομάδες λειτουργούν σαν ονομαστικά υποκαταστήματα τύπου «franchise» και δρουν υπό το όνομα του Ισλαμικού Κράτους ή της διαβόητης Αλ Κάϊντα, οι δραστηριότητές τους παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητες και συνεπώς είναι ολότελα αμετάβλητες και ανεπηρέαστες από τυχόν απώλειες που υπέστησαν οι δύο κορυφαίοι «βασικοί οργανισμοί» του παγκοσμίου ισλαμιστικού κινήματος. Αυτό το ιδιάζον «αποκεντρωμένο μοντέλο» σημαίνει ότι οι τζιχαντιστές μαχητές εξακολουθούν να συναποτελούν ένα πλέγμα από απειλές, τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, οπότε οι εκάστοτε δυνάμεις ασφαλείας των εθνών πρέπει να διατηρήσουν αμετάβλητη την παρουσία και την πίεσή τους και στα δύο αυτά επίπεδα, ώστε να αναχαιτίσουν επαρκώς τις μελλοντικές επιθέσεις.
Πριν από 18 χρόνια ο Οσάμα Μπιν Λάντεν και ο τζιχαντιστικός του όμιλος «Αλ Κάϊντα» («Η βάση») πραγματοποίησαν τις καταστροφικότερες τρομοκρατικές επιθέσεις στην ιστορία. Οι επιθέσεις στη Νέα Υόρκη και στην Ουάσινγκτον αφήρεσαν τη ζωή περίπου 3.000 αθώων θυμάτων, κλονίζοντας ολόκληρο τον κόσμο στον υπαρξιακό του πυρήνα. Μάλιστα, οι «μετασεισμοί» της 11/9 εξακολουθούν να γίνονται αντιληπτοί έως σήμερα – ανεξάρτητα από το κατά πόσον υπάρχουν ουσιώδεις ή μη συνέπειες από τις εισβολές των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ ή και από την πλήρη αναδιάρθρωση της παγκοσμίου ασφαλείας των αεροπορικών ταξιδιών.
Σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα από το τρομακτικό πλήγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν εμπεπλεγμένες τόσον στη Μέση Ανατολή όσο και στο αφγανικό θέατρο επιχειρήσεων. Πολύ πρόσφατα, ο Λευκός Οίκος εδήλωσε ότι λόγω αδιεξόδου τερματίζει τον τελευταίο γύρο των ειρηνευτικών συνομιλιών με τους Αφγανούς Ταλιμπάν. Επίσης σε τοπικό και σε ατομικό επίπεδο, οι διενεργηθείσες επιθέσεις συνεχίζουν να επηρεάζουν την υγεία των επιζώντων θυμάτων και των πρώτων ανταποκριτών (αστυνομικών και πυροσβεστών) που έζησαν την φρίκη από «πρώτο χέρι» και κατά την διαδικασία εξετέθησαν στον αμίαντο και σε άλλα τοξικά δομικά υλικά.
Αλλά ακριβώς όπως οι επιπτώσεις των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου ήσαν τόσον παγκόσμιες όσον και τοπικές στη φύση τους, έτσι επηρεάσθηκε και η ίδια η εξέλιξη του τζιχαντιστικού κινήματος. Σήμερα, ένα ευρύ φάσμα εξεγέρσεων εξακολουθεί να εξελίσσεται σε μιαν εκτεταμένη και σημαντική περιοχή του πλανήτη, καθώς αρκετοί ανώνυμοι τζιχαντιστές της λαϊκής βάσεως και διάσπαρτα τζιχαντιστικά κύτταρα συνεχίζουν τον αγώνα τους. Οπότε, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι τζιχαντιστές δεν θα μπορέσουν ποτέ ξανά να επιφέρουν το είδος της απίστευτης θηριωδίας που είδαμε το 2001, είναι πολύ σημαντικό οι προσπάθειες για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας να είναι εξίσου παγκόσμιες.
Ο τζιχαντισμός ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά ένα μονολιθικό κίνημα. Από την αρχή, απετελείτο από διάφορα στοιχεία που συνεργάσθηκαν σε ποικίλους βαθμούς. Πράγματι, πιστεύεται ότι τζιχαντιστές ηγέτες ευρίσκονται πίσω από την δολοφονία ενός σημαίνοντος ιδρυτή του διακρατικού – υπερεθνικού τζιχάντ, Αμπντουλάχ Αζάμ, το 1989. Κατόπιν, ο αφοσιωμένος υποστηρικτής του Αζάμ, ο Μουσταφά Σαλαμπί δολοφονήθηκε δύο χρόνια αργότερα από οπαδούς του Ομάρ Αμπντέλ Ραχμάν (ευρέως γνωστού ως «Τυφλός Σεΐχης»), Αυτός επεδίωκε να αναλάβει τον έλεγχο του αμερικανικού «υποκαταστήματος» του προσοδοφόρου παγκοσμίου δικτύου του Αζάμ για την χρηματοδότηση του τζιχάντ. Ωστόσον οι προαναφερθέντες δύο θάνατοι, παρέχουν μόνον την πρώτη και επιπολαία ματιά γύρω από τον ανταγωνισμό και την πολυποίκιλη διαίρεση στο ευρύτερο τζιχαντιστικό κίνημα.
Το 1999, ο Μπιν Λάντεν συναντήθηκε στο Αφγανιστάν με έναν Ιορδανό τζιχαντιστή ονόματι Άχμαντ Φατίλ αλ Χαλαϊλέ (τον οποίον ο κόσμος αργότερα θα γνώριζε ως Αμπού Μουσάμπ Αλ Ζαρκάουι). Ωστόσο, συμφώνως προς ορισμένους ερευνητές, το ιδιάζον εγκληματικό παρελθόν του Αλ Ζαρκάουι και η ιδιαιτέρως αυστηρή του ερμηνεία περί του «τακφίρ» (takfir) [δηλαδή τον χαρακτηρισμό κάποιου Μουσουλμάνου ως άπιστου «αποστάτη»] δημιούργησαν σημαντικές διαμάχες μεταξύ των δύο ανδρών. Επισημαίνεται εδώ ότι η βασική διαφοροποίηση των τζιχαντιστών από τους άλλους Μουσουλμάνους έχει να κάνει με τον «τακφιρισμό», ένα χαρακτηριστικό στοιχείο που τους εξουσιοδοτεί αυτομάτως ακόμα και να σκοτώσουν τον αποστάτη.
Ο Αλ Ζαρκάουι επροβλημάτισε έντονα τον Μπιν Λάντεν καθώς κατηγορούσε πλείστους άλλους Μουσουλμάνους ως αιρετικούς και αποστάτες, «απίστους και αποσυναγώγους» (τακφίρ). Αυτή η έννοια του τακφίρ, αποτελεί μια δυνητικά άκρως επικίνδυνη πτυχή της ισλαμικής σκέψης, ενώ αποτελεί βασικό στοιχείο της ιδεολογίας των διαφόρων τζιχαντιστών. Η πολιτικοκοινωνική ιδεολογία του Ισλαμισμού και το υπερσυντηρητικό, ηθικολογικό και σφοδρά μισαλλόδοξο Ισλάμ της Σαουδαραβίας, απετέλεσαν τη μήτρα από την οποία γεννήθηκε αρχικώς η Αλ-Κάϊντα και ο σύγχρονος «Τακφιρικός Τζιχαντισμός». Οι τακφιρικοί τζιχαντιστές, παθιασμένοι οπαδοί της έννοιας του «τακφίρ» που περιγράψαμε παραπάνω, ουδέποτε δίστασαν και δεν διστάζουν να σκοτώσουν όλους όσους χαρακτηρίζουν ως αιρετικούς και αποστάτες του, συμφώνως προς αυτούς, αυθεντικού Ισλάμ.
Ως αποτέλεσμα της διαστάσεως των θεμελιωδών τους απόψεων, ο Μπιν Λάντεν αρνήθηκε να αποδεχθεί τον Αλ Ζαρκάουι στην Αλ Κάϊντα, γεγονός που αργότερα υπεχρέωσε τον Αλ Ζαρκάουι να σχηματίσει την τζιχαντιστική ομάδα «Τζαμάατ αλ Ταουχίντ βαλ Τζιχάντ» (Jamaat al-Tawhid wal Jihad) δλδ. «Οργάνωση Μονοθεϊσμού και Τζιχάντ» με βάση την δική του θεολογία και τα επιχειρησιακά αξιώματα. Αλλά αυτή η νέα ομάς ήταν μόνον μία από τις πολυάριθμες δρώσες τζιχαντιστικές ομάδες σε διάφορες περιοχές του κόσμου.
Ακολούθησαν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001. Αυτή ήταν μια κρίσιμη στιγμή για το τζιχαντιστικό κίνημα, καθώς ποτέ άλλοτε μια τρομοκρατική ομάδα δεν διενήργησε μια τόσον εντυπωσιακή επίθεση. Η Αλ Κάϊντα έγινε γρήγορα αντιληπτή ως μια μοναδική, λίαν ισχυρή δύναμη, με το όνομά της – και τον ηγέτη της Οσάμα Μπιν Λάντεν – να γίνονται αμέσως γνωστά σε όλο τον κόσμο. Η σαφώς αντιληπτή ισχύς και η αιφνίδια λάμψη του ονόματος Αλ Κάϊντα οδήγησε μιαν ολόκληρη σειρά από υπάρχουσες τζιχαντιστικές φατρίες να καταστούν ομάδες «υποκαταστημάτων» της. Εξωτερικώς εφαίνετο ότι οι τζιχαντιστές όλου του κόσμου εδραιώνοντο υπό το όνομα της Αλ Κάϊντα. Ωστόσον πέραν από την σφραγίδα της ονοματοθεσίας, αυτές οι ομάδες παρέμειναν τοπικές ιδιοκτησίες και επιχειρησιακά εξαρτήματα των αρχηγών τους, ενώ συχνά αγνοούσαν την επιχειρησιακή και δογματική καθοδήγηση της Αλ Κάϊντα.
Οι αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ της Αλ Κάϊντα και της μετονομασμένης «Τζαμάατ αλ Ταουχίντ βαλ Τζιχάντ» θα κορυφωθούν τελικώς με την δημιουργία μιας ομάδος που απεσπασθη και τυπικά από την Αλ Κάϊντα για να γίνει το 2013 το διαβόητο «Ισλαμικό Κράτος». Αλλά σε αυτά τα οκτώ χρόνια που οδήγησαν σε αυτήν την μεγάλη διάσπαση, εξελίσσετο η ζύμωση και μιας άλλης διαμάχης σε ένα άλλο μέρος του ευρυτέρου κόσμου του τζιχάντ: H ισλαμιστική μαχητική ομάδα της Σομαλίας «Αλ Σαμπάαμπ» («Η νεολαία») προσεχώρησε επισήμως στην Αλ Κάϊντα το 2012. Όμως, ένα χρόνο αργότερον, ο αρχηγός της ομάδος, Άχμαντ Αμπντί Γκοντάνε, συνέχισε να εξοντώνει τους πιστούς της Αλ Κάϊντα, συμπεριλαμβανομένου του σημαίνοντος Ιμπραχήμ αλ Αφγκάνι και του αμερικανού πολίτη, σπουδαίου «ράπερ – προπαγανδιστή» Ομάρ Χαμάμι. Πιστεύεται επίσης ότι το 2011 ο Γκοντάνε είχε ενορχηστρώσει τον θάνατο του ηγέτη της Αλ Κάϊντα Φαζούλ Αμπντουλάχ Μοχάμεντ, επειδή εκείνος τον είχε επικρίνει γιά τις απόψεις του.
Ένα άλλο παράδειγμα των εσωτερικών διαιρέσεων στο τζιχαντιστικό κίνημα αποκαλύπτεται σε μιαν επιστολή που έγραψε το συμβουλευτικό συμβούλιο της «Αλ Κάϊντα του Ισλαμικού Μαγρέμπ» (AQIM) το 2012. Στην επιστολή αυτή, το συμβούλιο επέπληττε τον στρατιωτικό διοικητή της Αλγερίας Μοχτάρ Μπελμοχτάρ για την απείθειά του και την περιφρόνησή του για την ηγεσία του AQIM. Ο Μπελμοχτάρ στην συνέχεια διαχωρίσθηκε από το AQIM το 2012 και εσχημάτισε την δική του ομάδα τζιχάντ, η οποία από τότε συνεκροτήθη ως «Ομάς Υποστηρίξεως του Ισλάμ και των Μουσουλμάνων» (Τζαμάατ Νουσράτ αλ Ισλάμ βαλ Μουσλιμιν – JNIM). Σήμερα, η JNIM παραμένει στην τροχιά και στο γενικό πλαίσιο της Αλ Κάϊντα και αντιτίθεται στο Ισλαμικό Κράτος στην περιοχή του Μείζονος Σαχέλ (της στεπικής λωρίδος γης νοτίως της ερήμου Σαχάρα στην Αφρική που εκτείνεται, από δυσμών προς ανατολάς, από την βόρειο Σενεγάλη, συνεχίζει νότιο Μαυριτανία, κεντρικό Μάλι, βόρειο Μπουρκίνα Φάσο, κεντρικό Νίγηρα, βόρειο Νιγηρία, κεντρικό Τσαντ, κεντρικό Σουδάν, μια μικρά έκταση στα βόρεια του Νοτίου Σουδάν και καταλήγει στην βόρειο Ερυθραία στα παράλια της Ερυθράς Θαλάσσης.). Αλλά η προαναφερθείσα πολλαπλή κατάτμηση της εν λόγω ομάδος, υπενθυμίζει σαφώς ότι το «σύμπαν του τζιχάντ» επ’ ουδενί δεν είναι τόσον ενιαίο όσο φαίνεται.
Το ίδιο ισχύει και για το Ισλαμικό Κράτος, νυν εξέχοντα πόλο του τζιχαντιστικού κινήματος. Αφού η ομάς αυτή κατέκτησε με σφοδρή επιτυχία μεγάλες εκτάσεις του Ιράκ και της Συρίας το 2014, πολλές άλλες τοπικές ομάδες ανέλαβαν την προώθηση του Ισλαμικού Κράτους και έγιναν «υποκαταστήματά» του. Παρά την ονοματολογία τους, αυτές οι ομάδες – «υποκαταστήματα» παραμένουν στην ιδιοκτησία των τοπικών ηγετών τους και λειτουργούν σε τοπικό επίπεδο. Και όπως στις ομολογές τους θυγατρικές ομάδες της Αλ Κάϊντα, οι τοπικές ανησυχίες, οι προβληματισμοί και οι αγώνες τους συνεχίζουν να τις απομακρύνουν από οποιανδήποτε κεντρική καθοδήγηση ή ένα ενιαίο και συμπαγές δόγμα κατευθυνόμενα από την κεντρική οργάνωση του Ισλαμικού Κράτους.
Ωστόσον, αυτή η διττή, παγκοσμία και συνάμα τοπική φύση, ωφέλησε επίσης με πολλούς τρόπους το Ισλαμικό Κράτος και την Αλ Κάϊντα, παρέχουσα έναν μεγάλο βαθμό ανθεκτικότητος. Εάν ο τζιχαντισμός ήταν πράγματι κεντρικώς διοικούμενος από ένα και μοναδικό ιεραρχικό ίδρυμα, τότε η εξάλειψη της βασικής του ηγεσίας θα μπορούσε να βοηθήσει στην ολοσχερή καταστροφή του. Αλλά αυτό το αποκεντρωμένο μοντέλο των διασπάρτων «υποκαταστημάτων» βοηθά στην απομόνωση των τοπικών ομάδων και την σωτηρία τους από τις ζημιές και τα πλήγματα που προξενούνται στα ανώτερα κλιμάκια του τζιχαντιστικού κινήματος. Επί παραδείγματι η δολοφονία του Μπιν Λάντεν το 2011 είχε ελάχιστες επιπτώσεις στις δραστηριότητες ομάδων όπως η Αλ Κάϊντα του Μαγκρέμπ (AQIM) ή της Αραβικής Χερσονήσου (AQAP). Ομοίως, οι τεράστιες απώλειες που υπέστη ο πυρήνας του Ισλαμικού Κράτους στην Συρία και στο Ιράκ τα τελευταία χρόνια ελαχίστη είχαν επίδραση στην «Επαρχία Δυτικής Αφρικής του Ισλαμικού Κράτους» ή στην «Επαρχία Σινά του Ισλαμικού Κράτους».
Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι, αυτά τα παραρτήματα – «υποκαταστήματα» των μειζόνων οργανισμών ήσαν ανεξάρτητες ομάδες πριν υιοθετήσουν το όνομα της Αλ Κάϊντα ή του Ισλαμικού Κράτους. Ως αποτέλεσμα, έχουν την δική τους τοπική ηγεσία, καθώς και δίκτυα υποστηρίξεως, χρηματοδοτήσεως και εφοδιασμού. Παρά το ότι μερικές ομάδες – παραρτήματα έλαβαν κάποια βοήθεια από τις δύο μείζονες βασικές ομάδες όσον αφορά στην κατάρτιση ή στην χρηματοδότησή τους, η υποστήριξη αυτή δεν υπήρξε καθοριστική για την επιβίωσή τους.
Ένα τρίτο μέρος του αποκεντρωμένου τζιχαντιστικού κινήματος αποτελείται από τζιχαντιστές της «λαϊκής βάσεως», που είναι είτε μονήρη άτομα ή μικρά οργανωτικά κύτταρα τα οποία σκέπτονται μεν σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά ενεργούν τοπικά. Αυτές οι ολιγομελείς λαϊκές παρατάξεις εξακολουθούν να αποτελούν σοβαρή απειλή σε πολλά μέρη του κόσμου, διαδραματίζουν δε ολοέν και σημαντικότερο ρόλο στο ευρύτερο κίνημα όσον αφορά στην υλοποίηση των τρομοκρατικών του δυνατοτήτων, καθώς οι θυγατρικές ομάδες και τα παραρτήματα των μεγάλων επιδιώκουν να αποστέλλουν τα επιχειρησιακά τους στελέχη ώστε να διεξάγουν διακρατικές επιθέσεις χωρίς ανίχνευση από τους αντιπάλους τους.
18 χρόνια μετά από το συγκλονιστικό πλήγμα των «Διδύμων πύργων» φαίνεται σαφώς ότι ο αριθμός των επιθέσεων των τζιχαντιστών μειώθηκε σημαντικά σε σύγκριση με τις διενεργηθείσες μόλις πριν από λίγα χρόνια, εν μέρει πιθανώς εξαιτίας της εκπτώσεως του κύρους του Ισλαμικού Κράτους.Όμως η κατανίκηση της απειλής της απροσδιορίστου τζιχαντιστικής βάσεως παραμένει δύσκολη. Οι βασικές ομάδες έχουν επίσης αποδυναμωθεί, αλλά παραμένουν δυνητικώς επικίνδυνες και αναμφισβήτητα συνεχίζουν να σχεδιάζουν επιθέσεις. Μάλιστα στους τελευταίους δύο μήνες, οι Αμερικανοί πραγματοποίησαν αεροπορικές επιδρομές στην βόρειο Συρία κατά στόχων της Αλ Κάϊντα που πιστεύεται ότι σχεδιάζουν διακρατικές επιθέσεις. Παρομοία προσοχή πρέπει να διατηρηθεί στην κεντρική ομάδα του Ισλαμικού Κράτους ώστε να αποφευχθεί η εκ μέρους της ανάκτηση προσθέτου ισχύος και ενδεχόμενη συνακόλουθη επίτευξη νέων πληγμάτων.
Μέχρι να ηττηθεί η ιδεολογία του τζιχάντ, προφανώς οι ιεροκήρυκες του μίσους θα συνεχίσουν να προσελκύουν νέους υποστηρικτές τους και θα συνεχίσουν να απειλούν τον υπόλοιπο κόσμο. Και ενώ η διεξαγωγή επιχειρήσεων ασφαλείας εναντίον των τζιχαντιστών ανταρτών και των ισλαμιστών τρομοκρατών, από μόνη της δεν θα απωθήσει ούτε θα νικήσει την νοσηρά ιδεολογία που οδηγεί στην απειλή του τζιχάντ, απαιτούνται όμως τέτοιες ακατάπαυστες ενεργές ένοπλες προσπάθειες για να βοηθήσουν στην εξάλειψη της επιρροής της και της εξάπλωσής της.
Πάντως οι έως τώρα εξωραϊσμένες ή και «πολιτικά ορθές» προσεγγίσεις του φαινομένου της ισλαμιστικής τρομοκρατίας, καθώς και η απολύτως εύλογη εμμονή και αντίσταση όλων των αληθινών Ευρωπαίων Εθνικιστών απέναντι στους Σιωνιστές (και στα κατά τόπους ανδρείκελά τους) μας οδηγούν να παραγνωρίζουμε ακουσίως την πραγματική αιτία αυτής της τρομοκρατίας : Την θεώρηση που διατηρούν οι ισλαμιστές ενάντια σε όλους τους μη μουσουλμάνους, δηλαδή ότι είναι μη μουσουλμάνοι, άρα κατώτεροι άπιστοι που πρέπει να υποτάσσονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Για όσους αποτυγχάνουν να διακρίνουν και να διαφορίσουν τον κακούργο σιωνιστικό δόλο και την τζιχαντιστική παράνοια αξίζει να θυμηθούμε κάποια λόγια του «Σεΐχη» Οσάμα Μπιν Λάντεν: «Οι συνομιλίες μας με τους άπιστους Δυτικούς και η σύγκρουσή μας μαζί τους τελικά περιστρέφονται γύρω από ένα ζήτημα – το οποίο απαιτεί την πλήρη στήριξή μας, με δύναμη και αποφασιστικότητα, με μία φωνή – και είναι: Αναγκάζει ή όχι το Ισλάμ, τους ανθρώπους, μέσω της δύναμης των ξίφων, να υποταχθούν στην εξουσία του σωματικά και πνευματικά; Ναι. Υπάρχουν μόνο τρεις επιλογές στο Ισλάμ: (1) είτε ηθελημένη υποταγή – δηλαδή να αλλαξοπιστήσει κάποιος και να γίνει μουσουλμάνος-, (2) είτε πληρωμή του «τζίσγια» (του κεφαλικού φόρου), μέσω σωματικής, αλλά όχι πνευματικής υποταγής στην εξουσία του Ισλάμ, (3) είτε το σπαθί – γιατί δεν είναι σωστό να ζει ένας άπιστος. Άρα το θέμα συνοψίζεται για κάθε ζωντανό άνθρωπο: είτε υποταγή, είτε ζείτε κάτω από την κυριαρχία του Ισλάμ, είτε πεθαίνετε!»
Α.Κ.