Η γνώση καθ’ εαυτήν είναι ισχύς
(Ipsa Scientia Potestas Est)
Φραγκίσκος Βάκων-1597
Η ευχερής αντιιστορική απλούστευση και οι επιτήδειες γενικεύσεις αποτελούν πάγιο φαινόμενο των συνήθων γεωπολιτικών και διεθνολογικών αναλύσεων στην Πατρίδα μας. Σχολιαστές και αναλυτές ποικίλου γνωστικού υποβάθρου και ιδεολογικοπολιτικής ταυτότητος (κατά κανόνα με «εθνικοπατριωτικό πρόσημο») προσεγγίζουν –κυρίως τηλεοπτικώς- με θαυμαστή … ελαφρότητα τα ζητήματα των διεθνών σχέσεων σε εθνικό, περιφερειακό, ηπειρωτικό και παγκόσμιο επίπεδο και εκφαίνουν προεξαγγελτικά – προφητικά πορίσματα κατά το δοκούν τους (είτε με αξιωματικούς αφορισμούς, είτε με σχοινοτενείς λογικοφανείς αλληλουχίες επιλεκτικών συνειρμών). Η «επιχειρηματολογία» τους γίνεται συνηθέστατα ευκόλως αποδεκτή και … αποθαυμάζεται από τους «καλώς ανησυχούντες» δέκτες τους (κατά το πλείστον διακατεχομένους από ιστορική ημιμάθεια και γωγραφική χωροααγνωσία). Βεβαίως μια τέτοια (ακουσία και καλοπροαίρετη) μωροπιστία θα ήταν επιεικώς προσβλητική για τους Έλληνες Εθνικιστές, καθώς και ολότελα ασύμβατη με το γνωσιακό πλέγμα της Εθνικιστικής Κοσμοθεωρήσεως. Προς τούτο και η παρούσα εστιακή εποπτική αναφορά, ώστε να εννοούμε και να κατανοούμε ακριβέστερον το αναλυτικό δρώμενο, ιδίως επειδή εμείς οι Έλληνες Εθνικιστές έχουμε κατηγορηθεί για ιδιάζουσα σφοδρή εμμονή με την γεωπολιτική.
Τα «σταθεροτυπικά πρότυπα» ή «μοτίβα» είναι εργαλεία υψίστης σημασίας – τουλάχιστον όσον αφορά στην ανάλυση των γεωπολιτικών πληροφοριών. Τα πρότυπα αυτά βασίζονται στην ιστορία, στην γεωγραφία, στα ευρέα περιβαλλοντικά ερεθίσματα και στην απόκριση προς αυτά, μας βοηθούν δε να οικοδομήσουμε θεωρίες και κανόνες, ώστε να απλοποιήσουμε αντιληπτικώς τον κόσμο, να προβούμε σε θεμελίους – αρχικούς ισχυρισμούς και να θέσουμε ερωτήματα. Χρησιμοποιούμενα αποτελεσματικώς και κριτικώς, τα σταθεροτυπικά πρότυπα – μοτίβα καταδεικνύουν αδρώς μια πορεία προς το μέλλον, βοηθώντας στον ακριβέστερο προσδιορισμό των ερεθισμάτων, των κινήτρων και των συνθηκών που οδηγούν κατ’ αρχήν στην σχηματοποίηση και εμφάνιση του αναπτυσσομένου σχεδίου συμφώνως προς το πρότυπο.
Αλλά η αναζήτηση και χρήση μοτίβων – προτύπων στην γεωοπολιτική ανάλυση παρουσιάζει επίσης αρκετές πιθανές παγίδες. Υπάρχει μια τάση να βλέπουμε μοτίβα όπου αυτά δεν υπάρχουν, να δημιουργούμε ψευδείς αιτιώδεις συνδέσμους και να επιτρέπουμε την μορφοποίηση ισχυράς προκαταρκτικής γνωστικής και ενημερωτικής προκαταλήψεως, να διαμορφώνουμε και να στερεοποιούμε θεωρίες με σταθεροτυπικά πρότυπα τα οποία είναι στην καλυτέρα περίπτωση παραπλανητικά – ή στην χειροτέρα σαφώς ελαττωματικά. Οι θεωρίες που βασίζονται σε πρότυπα ημπορούν να «στερεοποιηθούν» σε αληθοφανή πλέγματα κοινοτοπιών, υπονομεύουσες την αναλυτική ακεραιότητα και οδηγούσες εν τέλει σε ανακριβείς ισχυρισμούς. Είναι επίσης πιθανόν λόγω υπερβάλλοντος ζήλου, ημιμαθείας και εμμονών των διαφόρων «επιτηδείων» αναλυτών να αφαιρεθούν σκοπίμως τα πρότυπα από το συγεκριμμένο χωροχρονικό τους πλαίσιο : Η ιδέα ότι κάποιο ορισμένο ερέθισμα οδηγεί «πάντοτε» σε ένα ορισμένο αποτέλεσμα είναι υπερβολικώς γενικευτική και αμβλεία, αποτελεί δε μιαν ασφυκτικώς ορθολογική αιτιοκρατική προσέγγιση. Οι χρόνοι, το πλαίσιο, η γνώση, η τεχνολογία και οι συνθήκες αλλάζουν, οπότε αλλάσσει ευλόγως ο αντίκτυπος των αντιληπτών αιτιωδών παραγόντων και των πιθανών αποτελεσμάτων τους. Και ενώ η αναγνώριση προτύπων αποτελεί πράγματι ένα πολύτιμο εργαλείο για την πρόβλεψη, για τον σχεδιασμό των ποικίλων σεναρίων και την μείωση της πολυπλοκότητας, η αντιληπτική συνέπειά τους συχνά σταματά, προσκόπτουσα σε μεμονωμένους ανθρώπους, απλώς και μόνον διότι αυτοί είναι οι τελικοί υπεύθυνοι λήψεως των αποφάσεων. Πράγματι, όλοι οι άνθρωποι είμεθα ιδιαιτέρως ευάλωτοι στις δυσοίωνες ημέρες, στις ελειμματικές και αστήρικτες αποφάσεις, καθώς και στην εξοντωτική τυραννία των πιέσεων του επείγοντος χρόνου ή των ελλιπών πληροφοριών. Συνεπώς και οι εκάστοτε ηγέτες των κρισίμων ιστορικών στιγμών, ασχέτως των χωροχρονικών περιορισμών και αποτυπώσεων, εν τέλει αποφασίζουν με άξονα την μοναδική ψυχοπνευματική τους ιδιοπροσωπεία.
Τελικώς βεβαίως τα σταθεροτυπικά μοτίβα είναι ένα εργαλείο για την αναζήτηση αιτιωδών παραγόντων που μπορεί να συνιστούν φαινομενική επανάληψη, εργαλείο επιτρέπον σε κάποιον να απαριθμήσει πιθανά αποτελέσματα, κάτι που είναι πολύτιμο για όλους όσους επιδιώκουν να σκέπτονται πέραν από τα… επόμενα δυο λεπτά, με τακτική, επιχειρησιακή έως και στρατηγική διάσταση, είτε στην προσωπική τους ζωή, είτε στις οικονομικές δραστηριότητες, είτε στις επιχειρήσεις, στρατιωτικές ή πολιτικές. Σε αυτό το δρώμενο, τα πρότυπα ημπορούν να διαφωτίσουν την πορεία προς τα εμπρός, αν και θα ήταν όντως σοφό ο μελετητής τους να μην τα χρησιμοποιήσει ως οδηγό «βήμα προς βήμα» για το επικείμενο μέλλον.
Ακολούθως θα αναφερθούμε ενδεικτικώς σε δύο περιπτώσεις σταθεροτυπικών αναλυτικών προσεγγίσεων, που ενέχουν τα στοιχεία της ιστορικής αληθείας, της αντιληπτικής και συμπεριφορικής αποτυπώσεως των γεωγραφικών παραγόντων, αλλά και την ευρύτητα των εναλλακτικών πιθανοτήτων που επιβάλλει ευρύνοια, ευρυμάθεια και συγκράτηση σε κάθε γεωοπολιτική μας εκτίμηση.
Κίνα: Θραύση ενός αενάου «Δυναστικού Κύκλου» ;
Η αναγνώριση και η αξιολόγηση των εν χρήσει προτύπων είναι κάτι που επίσης πράττουν τα διάφορα έθνη, οι δε τοπικές ερμηνείες των γεωπολιτικών ερμηνευτικών προτύπων ημπορεί να διαμορφώσουν επιτυχώς τις αποκρίσεις ενός έθνους για να «θραύσουν» έναν ανεπιθύμητο κύκλο.
Η Κίνα παρέχει πράγματι μιαν ευκαιρία μελέτης τέτοιας ανατροπής των ειωθότων, με την λίαν ενδιαφέρουσα μελέτη της περιπτώσεώς της, ειδικώς όσον αφορά στην ευρεία και πολυεπίπεδο ιδέα των «δυναστικών κύκλων».
Στην πλέον απλοποιημένη άποψη της κινεζικής ιστορίας, υπάρχει ένα επαναλαμβανόμενο σταθεροτυπικό πρότυπο, ένα «κυκλικό» μοτίβο εξουσίας: Κάποια δύναμη (συνήθως εσωτερική, αλλά όχι κατ’ ανάγκην) συγκεντρώνει την απαραίτητη μείζονα ισχύ πριν επεκταθεί από τον κεντρικό πυρήνα της στις γύρω περιοχές, ώστε να αποκτήσει πόρους, στρατηγικό βάθος και γεωγραφικά αποθέματα. Καθώς μεγαλώνει, αυτή η υπό κατασκευήν «αυτοκρατορία», καθίσταται αναγκαία μια ολοένα και μεγαλυτέρα γραφειοκρατία για τον έλεγχο της αναπτυσσομένης υπερδομής. Με την πάροδο του χρόνου, η ίδια η γραφειοκρατία μεγαλώνει περισσότερον από το γενεσιουργό κέντρο εξ αιτίας τοπικών προτεραιοτήτων και πολυσυνθέτων θεμάτων, αποστάσεως από τον πυρήνα και λόγω πολλών άλλων συνθέτων παραγόντων.
Με την αποδυνάμωση του κέντρου και την εμφάνιση ανταγωνιστικών κέντρων εξουσίας, συνήθως εμφανίζεται μία εσωτερική ή εξωτερική εμβροντησία – ίσως μια μείζων φυσική καταστροφή, μια βαρεία οικονομική κρίση ή ισχυρά εξωτερική επίθεση – που επιφέρουν την κατάρρευση του κέντρου, μια σύντομη περίοδο γενικευμένου κατακερματισμού και κατόπιν την επακόλουθο εμφάνιση μιας νέας κλιμακουμένης συγκεντρωτικής εξουσίας. Φυσικά μετά από αυτό, ο «δυναστικός κύκλος» εκκινεί εκ νέου.
Η τελευταία «δυναστεία», η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας υπό το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα, φαίνεται να πλησιάζει σε ένα άλλο από αυτά τα κυκλικά σημεία καμπής. Είναι μια συνειδητοποίηση που δεν φαίνεται να λανθάνει της προσοχής από τους ηγέτες της Κίνας, προκαλώντας τους να αναζητήσουν λειτουργικούς τρόπους θραύσεως του κύκλου.
Η οικονομική επέκταση της Κίνας υπό τον Ντενγκ Σιαο Πίνγκ και τους μετέπειτα αυτού ηγέτες όχι μόνον διέσωσε εκατοντάδες εκατομμύρια Κινέζων από την ένδεια, αλλά επίσης εδημιούργησεν εκτενή οικονομική υποδομή εντός του πλαισίου μιας παλαιοτέρας μαοϊκής προσπαθείας «διαχύσεως» της βιομηχανικής δραστηριότητος, προκειμένου να αποφευχθεί η έκθεση ενός δυνητικώς ευαλώτου κέντρου σε εξωτερικές εχθρικές δυνάμεις.
Με άλλα λόγια, κάθε επαρχία και κάθε δήμος ακολουθούσε τους ιδικούς του οικονομικούς στόχους, ανταγωνιζόμενοι συχνά μεταξύ τους στους ίδιους βιομηχανικούς τομείς. Από την αρχή της τρεχούσης χιλιετίας και ένθεν, αυτό το δρώμενο είχε προκαλέσει τεράστιες μαζικές απολύσεις αλλά και υπερπαραγωγή προϊόντων, θέτον σε κίνδυνο την ευρυτέρα μακροοικονομική σταθερότητα.
Ωστόσον, η οικονομική ανάπτυξη, καθώς και οι τοπικοί και περιφερειακοί παράγοντες, διευκόλυναν επίσης ισχυρότερες τοπικές βάσεις εξουσίας και πολιτικές σχέσεις που ήσαν στενώς συνδεδεμένες με τις επιχειρήσεις, την χρηματοδότηση και την απασχόληση. Το Πεκίνο απέστειλε διευθυντικές οδηγίες μακροοικονομικής πολιτικής σε μια προσπάθεια να επιδιορθώσει κάποιες από τις ανεπάρκειες της γενικής οικονομίας, αλλά οι περιφερειακοί και τοπικοί αξιωματούχοι συχνότατα τις αγνόησαν, καθώς έβλαπταν τα περιφερειακά και τοπικά τους συμφέροντα.
Στην πραγματικότητα, η κεντρική εξουσία είχε εξασθενήσει εν συγκρίσει προς εκείνην των επαρχιών, θέτουσα φαινομενικώς την Κίνα στο χείλος μιας επαναλήψεως του δυναστικού κύκλου. Προστιθεμένου του συνεχώς αυξανομένου ανταγωνισμού με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις εσωτερικές υπεραπαιτήσεις σε βασικούς πόρους η Κίνα αντιμετώπιζε ενδεχόμενα διαρρηκτικά ζητήματα από το εξωτερικό και από το εσωτερικό της.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συμπεριφορά του Προέδρου Σι Τζιν Πινγκ φαίνεται πως είναι μια επιτυχής ενεργός προσπάθεια για να αντιμετωπισθεί ο εν λόγω δυναστικός κύκλος, με την διενέργει διορθωτικών προληπτικών βημάτων.
Ο Σι Τζιν Πινγκ δραστήριος, άκαμπτος και επιθετικός συνεκέντρωσε προσφάτως στην έμπιστο «πυρηνική» ομάδα του τον στρατιωτικό, πολιτικό και οικονομικό έλεγχο για να διακηρύξει και να προάγει επιτυχέστερον την ανανεωμένη αίσθηση του κινεζικού εθνικισμού, χρησιμοποιών ως καθοδηγητική σήμανση την ιδέα των «100 ετών ταπεινώσεως» ώστε αυτή να λειτουργήσει ως άξων της αποπειρωμένης συγκεντρώσεως (η οποία αποσκοπεί να διατηρήσει το χαλύβδινο και συγκεντρωτικό κράτος την Κίνα ενωμένη και ενάντια σε μια κοινή αίσθηση ιστορικής κακοποιήσεως την οποίαν υπέστη εκ μέρους των αδιστάκτων ξένων δυνάμεων.
Είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον και πρέπει να σημειωθεί ότι, ο μόνος αμφισβητίας της ηγεσίας του Σι Τζιν Πινγκ ήταν ο επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσονγκτσίνγκ ή Τσοντσίν, ο οποίος επεδίωκε επίσης ένα νεομαοϊστικό – εθνικιστικό πρόγραμμα που εστρέφετο προς μιαν ισχυρά συγκεντρωτική κεντρική εξουσία αντί του να συνεχισθούν τα χαλαρά και συναινετικά πρότυπα των κυβερνήσεων μετά τον Ντενγκ Χσιάο Πινγκ.
Βεβαίως μια επεξήγηση μέσω τριών απλοϊκών σημείων περί την ευρυτάτη έκταση της κινεζικής ιστορίας, καθώς και μέσω των συνδέσεών της με την σημερινή ηγεσία, προφανώς στερείται την απαραίτητο λεπτομερειακή προσέγγιση που απαιτούν τα εν λόγω πλανητικής βαρύτητος δεδομένα.
Επιπλέον, ημπορεί κάποιος που λειτουργεί με υπεραπλουστευτικές γενικεύσεις να διατρέξει τον κίνδυνο της προσπαθείας μιας εξαναγκαστικής συγχωνεύσεως των αντιληπτών ιστορικών προτύπων σε μιαν ενιαία γενίκευση, σε μια θεωρία και σε έναν «κανόνα», ο οποίος πρέπει να εφαρμοσθεί (και όντως εφαρμόζεται) από την ηγεσία της Κίνας.
Παρ’ όλα αυτά τα ελαττώματα, η εξήγηση μέσω αυτής της οπτικής δημιουργεί ένα ανθεκτικό λογικό πλαίσιο μέσα από το οποίον ημπορούν να δοκιμασθούν οι ισχυρισμοί και οι εκάστοτε αναλυτέςς – διαχειριστές να επικεντρωθούν καλύτερον σε διακριτά ζητήματα τα οποία ημπορούν να αντιμετωπισθούν.
Πόσον ισχυρά είναι άραγε η ικανότης του Πεκίνου να υπαγορεύσει μια συμπαγή πολιτική σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο;
Πόσον ισχυρά είναι τα τοπικά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δίκτυα;
Πώς αλληλεπιδρούν οι οικονομικές πολιτικές, τα ποσοστά και οι κατηγορίες εργασιακής απασχολήσεως, οι τράπεζες και η βιομηχανία σε τοπικό, επαρχιακό και εθνικό επίπεδο;
Γιατί η Κίνα εδυσκολεύθηκε τόσο πολύ να εξαλείψει τις απολύσεις και τις διάφορες ανεπάρκειες και ελλείψεις στους τομείς της μεταποιήσεως;
Πώς επηρεάζουν οι περιορισμοί στην μετανάστευση του εργατικού δυναμικού την λήψη αποφάσεων στα διάφορα επίπεδα της βιομηχανίας και της κυβερνήσεως;
Το διαπιστωθέν πλαίσιο που διαγράφεται από την μελέτη του σταθεροτύπου δεν είναι ένας ιερός νόμος της κινεζικής ιστορίας, μία αιωνία σφραγίς του παρόντος και του μέλλοντος. Είναι ένας ουσιώδης τρόπος ώστε να επικεντρωθούμε σε βασικές ερωτήσεις, να εξετάσουμε επιφυλακτικώς και όπου δει να αμφισβητήσουμε την ευρυτέρα θεωρία και να αναζητήσουμε τα σημεία των μελλοντικών ενδογενών και εξωγενών πιέσεων, των κοινωνικών καταπονήσεων, των ευκαιριών και των πιθανών εναλλακτικών πορειών του μεγάλου ασιανού κράτους.
Και τέλος να κατανοήσουμε πώς το σημερινό πλαίσιο πραγματικών δομών και λειτουργιών αυξάνει ή μειώνει την σημασία ορισμένων ιστορικών παραγόντων.
Γερμανία: Επαναλαμβανόμενος σταθερότυπος διμετώπων πολέμων;
Στον προβληματισμό μας για τις ευρείες γεωπολιτικές δυνάμεις και τον αντίκτυπό τους στις στρατηγικές κατευθύνσεις των χωρών, ο συνήθης γεωπολιτικός αναλυτής σταθεροτυπικών προτύπων – μοτίβων υπογραμμίζει συχνά την συμπεριφορά της Γερμανίας στον 20ον αιώνα.
Δύο θεμελιωδώς διαφορετικά πολιτικά συστήματα στην Γερμανία προέβησαν στην ιδία απόφαση – να επιτεθούν σε αντίπαλα κράτη κείμενα σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Βεβαίως αυτή η διαπίστωση αποτελεί μια σημαντική υπεραπλούστευση περί του Α’ και του Β’ Μεγάλου Πολέμου, αλλά συνάμα εγείρει μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα.
Γιατί η Γερμανία κατά την περίοδο 1939-1945 επανέλαβε την αποτυχημένη στρατηγική του Α’ Μεγάλου Πολέμου;
Ποιές πιέσεις οδήγησαν δύο διαφορετικές γερμανικές κυβερνήσεις να ακολουθήσουν παρόμοιες πορείες και επιχειρησιακούς και στρατηγικους στόχους;
Γιατί η Γερμανία δεν είχεν ακολουθήσει αυτό το μοτίβο ενωρίτερον στην ιστορία της;
Υπάρχουν κάποιες πτυχές των ευρυτέρων γεωπολιτικών δυνάμεων που εξακολουθούν να λειτουργούν επί της μείζονος κεντροευρωπαϊκής χώρας – δηλαδή, θα ημπορούσε αίφνης «μια άλλη» Γερμανία να ακολουθήσει παρομοία στρατιωτική πορεία στο μέλλον;
Μια απλοποιημένη γεωπολιτική εκτίμηση αυτών των ερωτήσεων παρέχει ολίγες ενδιαφέρουσες ιδέες. Ευρισκομένη στην βορεία ευρωπαϊκή πεδιάδα, η Γερμανία είναι μια χώρα με ολίγα, – έως ελάχιστα (…αν υπάρχουν και αυτά) γεωγραφικά εμπόδια ή ασφαλή σύνορα στις δυτικές και ανατολικές της πλευρές. Μια δραστική συμμαχία ή ακόμη και μια ηπιοτέρα, «παθητική» πολιτικοστρατιωτική ευθυγράμμιση μεταξύ χωρών εκατέρωθεν της Γερμανίας ημπορούσε να απειλήσει ευχερώς την εθνική της ασφάλεια, τις οικονομικές και εμπορικές οδούς της και, κατά καιρούς, να θέσει υπό απειλή «αμφισβητούμενες» γερμανικές παραμεθόριες περιοχές.
Επομένως, η ασφάλεια της Γερμανίας στηρίζεται στην επιβεβλημένη ευθυγράμμιση της χώρας με τουλάχιστον έναν από τους αμέσους γείτονές της – πράγμα που θα της επέτρεπε να αποφύγει την αμφοτερόπλευρο πίεση – ή να επεκτείνει τη «σφαίρα ασφαλείας» ώστε να εξασφαλίσει ότι κανείς δεν την απειλεί ουσιωδώς από την περιφέρειά της.
Σε αμφοτέρους τους Μεγάλους Πολέμους, η Γερμανία προσεπάθησε να σταθεροποιήσει συντόμως τις σχέσεις της προς την χώρα στο ένα της σύνορο, ενώ επετέθη προς την άλλη κατεύθυνση, όμως τελικώς ευρέθη εμπεπλεγμένη σε έναν διμέτωπο πόλεμο.
Και πάλιν, αυτή η κρίση είναι υπεραπλουστευτική, αλλά παρέχει ένα πλαίσιο από το οποίον θα ημπορούσαμε να αξιολογήσουμε λεπτομερέστερες συνιστώσες των δύο καταστάσεων και ερωτήσεις σχετικές με τις συνθήκες που θα ήσαν ικανές να οδηγήσουν σε ένα επαναλαμβανόμενο πρότυπο.
Γιατί η Γερμανία δεν ηκολούθησε αυτό το μοτίβο πριν από τον Α Μεγάλο Πόλεμο; Η απλή απάντηση είναι ότι δεν υπήρχε μια ενοποιημένη Γερμανία.
Γιατί η Γερμανία δεν ηκολούθησε αυτό το μοτίβο από τον Δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο; Από ιστορική άποψη, θα ημπορούσε να υποστηριχθεί ότι αυτό συνέβη… επειδή η κατακερματισθείσα Γερμανία και η ανθρωπότης έμαθαν από την εξέλιξη της ιστορίας και απεφάσισαν να μην χρησιμοποιήσουν πλέον τον πόλεμο για να επιλύσουν τις διαφορετικές τους αντιλήψεις περί την τρωτότητα.
Αλλά αυτό θα εσήμαινε ότι ο Δεύτερος Μεγάλος Πόλεμος δεν έπρεπε να είχε συμβεί – και μάλιστα, πολλοί επίστευαν ότι άλλη μια «παγκόσμιος πυρκαϊά» ήταν αδύνατη μετά τις πελώριες ανθρωποσφαγές του Α’ Μεγάλου Πολέμου, αυτού που απεκλήθη ο «πόλεμος για τον τερματισμό όλων των πολέμων».
Μια άλλη εξήγηση προέρχεται από τη μεταπολεμική παγκόσμιο δομή: Η Γερμανία αρχικώς εδιχοτομήθη, ενώ το κάθε ήμισυ της ενεσωματώθη σε ένα σύμφωνο ασφαλείας που το προσέδεσε στους αμέσους γείτονές του. Απλούστατα η πιθανότης διμετώπου εμπλοκής απλώς δεν υπήρξεν, ούτε βεβαίως κάποια γερμανική ενοποίηση.
Και παρ’ όλον που το τέλος του Ψυχρού Πολέμου προεκάλεσε εν τέλει την γερμανική επανένωση, επίσης επετάχυνε την διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως, συνδέον την Γερμανία οικονομικώς, πολιτικώς και εν μέρει στρατιωτικώς με τη Γαλλία, συνεπώς επέδρασε ενισχυτικώς στην μείωση του δυναμικού μιας διμετώπου απειλής.
Αλλά τώρα το ζήτημα για το μέλλον είναι σαφέστατα πλέον σύνθετο. Η αποσύνθεση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως θα άφηνε και πάλιν την Γερμανία να αισθανθεί τρωτή; Η γεωγραφία δεν έχει αλλάξει, η έλλειψη στρατηγικού βάθους και τα (ανύπαρκτα) γεωγραφικά εμπόδια παραμένουν τα ίδια, ενώ υπάρχει προφανώς οικονομικός και πολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ της Γερμανίας και της Γαλλίας – ακόμη και εντός της σημερινής Ευρωπαϊκής Ενώσεως – για την επιτυχεστέρα επίτευξη σταθερότητος και συμπαγούς δομής για την Ήπειρό μας.
Έχουν άραγε οι διεθνείς αλληλεπιδράσεις μετακινηθεί από τον πόλεμο προς άλλους μηχανισμούς διαφωνίας και διαμάχης, ως κυρίους και ευπροσίτους τρόπους για να μετριάσουν την ευπάθεια και την απειλή;
Υπήρξαν άλλοι παράγοντες οι οποίοι επυροδότησαν το χρονοδιάγραμμα της γερμανικής επιθετικής δράσεως, όχι μόνον λόγω των γεωγραφικών τρωτών σημείων αλλά και των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών τάσεων μέσα στην ίδια την Γερμανία και στα γειτονικά της κράτη;
Το πλαίσιο το δρωμένου σχετίζεται κατά πολύ με το αν τα σταθεροτυπικά πρότυπα είναι ή όχι πιθανό να επαναληφθούν, αλλά η ταυτοποίηση και η κατανόηση των προτύπων οπωσδήποτε παρέχει έναν τρόπο να σχηματοποιηθούν μερικές από τις απαραίτητες βασικές ερωτήσεις πληροφοριών για τον εντοπισμό ενός κινδύνου ή μιας ευκαιρίας σε προγενέστερο του κινδύνου στάδιο.
Η «Ολυμπιακή Θεωρία»
Ενδεχομένως ένα άλλο σταθεροτυπικό πρότυπο, η καλουμένη «Ολυμπιακή θεωρία» ημπορεί να είναι πλέον ακριβής, όχι όμως ως εργαλείον για να ειπωθεί ότι κάτι είναι βέβαιον πως θα συμβεί, αλλά για να καθορισθεί μήπως υπάρχουν παρόμοιες τάσεις και επιδράσεις στο νυν τεκταινόμενο και πώς ημπορούν αυτές να διαδραματίσουν ουσιώδη ρόλο στο σημερινό πλαίσιο.
Ακριβώς επειδή κάτι έχει συμβεί αρκετές φορές δεν σημαίνει ότι πρέπει να συμβεί ξανά. Ομοίως, μόνον επειδή κάτι δεν έχει συμβεί στο παρελθόν δεν σημαίνει βεβαίως ότι δεν θα συμβεί στο μέλλον. Η ανίχνευση και ανάλυση των σταθεροτυπικών προτύπων, είναι τελικώς ένα χρήσιμο εργαλείο, όχι ένας αιτιοκρατικός – ντετερμινιστικός νόμος.
Υπήρξε μια θεωρία σχετική με τις αυταρχικές χώρες που επιδιώκουν να φιλοξενούν τους Ολυμπιακούς Αγώνες και κατόπιν υφίστανται μια μεγάλη απεξαρθρωτική κρίση εντός 10 ετών – ας σκεφθούμε το Βερολίνο του 1936, την Πόλη του Μεξικού του 1968, την Μόσχα του 1980, το Σεράγεβο του 1984 και την Σεούλ του 1988.
Ο εν λόγω σταθερότυπος φαίνεται να υποδηλώνει ότι υφίσταντο ομοιότητες αυτών των χωρών, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου οικονομικής αναπτύξεως και της απαιτουμένης διεθνούς αποδοχής πριν από την είσοδο των χωρών ως διοργανωτών των Ολυμπιακών Αγώνων, της εντόνου αισθήσεως και βιώσεως του εθνικισμού, της προσπαθείας να αποδειχθεί η βιωσιμότης της διοργνωτρίας χώρας και του πολιτικού της συστήματος, του πολυεπιπέδου «ανοίγματος» της χώρας κατά την προετοιμασία για την φιλοξενία.
Επίσης αναγνωρίζονται μεγάλες ομοιότητες στο οικονομικό κόστος της διοργανώσεως του γεγονότος, στην αυξημένη διεθνή προσοχή και στις πολυποίκιλες αλληλεπιδράσεις, στοιχεία που εσήμαιναν σαφώς ότι μέχρι την στιγμή που η χώρα φιλοξενούσε εν τέλει τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ήταν εξόχως ευάλωτη σε άλλες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές προκλήσεις, οι οποίες συνέβαλαν σε μια ογκώδη κρίση η οποία την έπληττε εντός 10 ετών από την τέλεση των αγώνων.
Οι προναφερθείσες παρατηρήσεις δεν ήσαν ένας συμπαγής, σκληρός και ταχέως εφαρμόσιμος γεωπολιτικός κανών, αλλά μας παρείχαν έναν τρόπο να εξετάσουμε τους πιθανούς κινδύνους γύρω από την Ολυμπιάδα του Πεκίνου του 2008. Μετά την διεξαγωγή της και την πάροδο ήδη μιας ενδεκαετίας είναι ήδη προφανές ότι δεν ελειτούργησε το δεκαετές «σταθεροτυπικό πρότυπο», έσπασε, απενεργοποιήθηκε (;). Ή μήπως επαληθεύεται εν μέρει η πρόρρησή του, όπως καταδεικνύουν τα κλιμακούμενα δρώμενα στο Χονγκ – Κονγκ ;
Συνεπώς και το εν λόγω πρότυπο ημπορεί εν τέλει να είναι πολύτιμο, όχι ως εργαλείο για να ειπεί κάποιος ότι κάτι πρόκειται να συμβεί, αλλά για να διαπιστώσει μήπως υφίστανται παρόμοιες τάσεις και πιέσεις στο υπό εξέταση νυν ή επικείμενο δρώμενο – και πώς ημπορούν αυτές να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στο σημερινό πλαίσιο.
Τα σταθεροτυπικά πρότυπα – μοτίβα μας βοηθούν να επιφέρουμε μιαν αίσθηση τάξεως σε ένα δυναμικό και διαδραστικό σύμπαν τόσων πολλών μεταβλητών, και στη συνέχεια μας βοηθούν να χρησιμοποιήσουμε αυτό το πλαίσιο για να θέσουμε πλέον συγκεκριμένα και στοχοθετημένα ερωτήματα.
Δεν πρόκειται, ωστόσον, για κάποιες ιδιάζουσες διανοητικές ασκήσεις χωρίς προβλήματα: Η καταχρηστική χρήση των προτύπων, οι προσπάθειες να καταρτισθούν «νομοτελειακού» τύπου κανόνες, οι προσπάθειες να καταγραφούν τα παρελθόντα γεγονότα σε αναγνωρισμένα πρότυπα, η αδυναμία να εξαχθούν ορθά συμπεράσματα ή και η αποτυχία να εισαχθούν λειτουργικώς τα προηγηθέντα – «προδρομικά» ιστορικά συμβάντα στο τρέχον πλαίσιο, παραμένουν εξόχως ισχυρές προκλήσεις για να τις υπερβούμε με ευχέρια και άνεση.
Ως εργαλείο, τα μοτίβα προσφέρουν γόνιμες ιδέες για το μέλλον, καθώς επίσης και ένα πλαίσιο για να εμβάλλουμε, να εξετάσουμε και να αξιολογήσουμε την μαζική ροή των αντιφατικών πληροφοριών με τις οποίες κατακλυζόμεθα καθημερινώς.
Ωστόσον κάτι τέτοιο απαιτεί προσοχή, μήπως ένα επιτυχές εργαλείο χρησίμου απλοποιήσεως καταστεί εν τέλει μια υπεραπλουστευτική μεθοδολογική συσκευή, που εξαποστέλλει αλματικώς τον ανυποψίαστο (ή ενίοτε «πονηρό») χρήστη σε ψευδή συμπεράσματα και αυθαίρετες ερμηνείες.
Αθανάσιος Κωνσταντίνου
Ευρωβουλευτής Λαϊκού Συνδέσμου Χρυσή Αυγή