Σαν σήμερα, στις 11 Οκτωβρίου 1912, κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, ο ένδοξος Eλληνικός Στρατός, συνεχίζοντας την προέλασή του, απελευθερώνει την Κοζάνη.
Η μάχη του Σαρανταπόρου υπήρξε πραγματικός θρίαμβος του ελληνικού στρατού. Οι τούρκοι εγκατέλειψαν το Σαραντάπορο και τα Σέρβια, τα οποία έκαψαν. Η φυγή τους ήταν τόσο άτακτη, που άφησαν άθικτη τη γέφυρα του Αλιάκμονα, φοβούμενοι να φέρουν εκρηκτικά από τις αποθήκες της Κοζάνης, γνωρίζοντας ότι ο λαός της πόλης, καθαρά ελληνικός, είχε ξεσηκωθεί και κάθε σπίτι είχε και μερικά οπλισμένα παλικάρια με όπλα που είχαν κρυμμένα για αυτή ακριβώς τη στιγμή. Έτσι αποτραβήχτηκαν στα χωριά Κιτσελέρ (Βαθύλακο) και Τζιτζελέρ (Πετρανά). Ο ελληνικός στρατός προχωρούσε μεθοδικά για να προφταίνει τα προελαύνοντα μάχιμα τμήματα.
Εν αντιθέσει με τα Σέρβια, η Κοζάνη εγκαταλείφθηκε από τους τούρκους αμαχητί. Πανικόβλητος ο κύριος όγκος της τούρκικης φρουράς της πόλης εγκατέλειπε τα όπλα, αρπάζοντας ψωμιά, τρόφιμα και κρέατα από φούρνους, μαγαζιά και κρεοπωλεία, σπάζοντας τις πόρτες τους. Μετά τη μάχη του Σαρανταπόρου, στις 9 Οκτωβρίου 1912, το τουρκικό επιτελείο συνεδρίασε και αποφάσισε να εγκαταλείψει την Κοζάνη. Κάποιος αξιωματικός του επιτελείου πρότεινε το βομβαρδισμό και την πυρπόληση της πόλης, όμως την καταστροφή απέτρεψε ο τούρκος Αρχιστράτηγος Ταχσίν πασάς. Οι τούρκοι υπάλληλοι διατάχτηκαν να παραλάβουν τα αρχεία τους και ο κύριος όγκος του στρατού, όσος ήταν ακόμα συνταγμένος κινήθηκε προς τη Βέροια. Μόνο δύο τάγματα του στρατού σχεδόν διαλυμένα έφυγαν άτακτα προς τα Καϊλάρια (την Πτολεμαΐδα) και ανασυντάχτηκαν έξω από το χωριό Περδίκας με την φρουρά των Καϊλαρίων.
Στο μεταξύ οι Κοζανίτες έτρεξαν στους τούρκικους στρατώνες κι άρπαξαν όπλα, πυρομαχικά, τρόφιμα, φάρμακα κι ό,τι άλλο υπήρχε μέσα σʼ αυτές. Από όλες τις γειτονιές κατέβηκαν οπλισμένοι κάτοικοι στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο κέντρο της πόλης και τοποθέτησαν στο καμπαναριό τη γαλανόλευκη Σημαία και το σταυρό της Ορθοδοξίας. Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε ο πρώτος ιππέας, «πρόσκοπος ανιχνευτής» από το Νότο, την πλευρά του Τζιτζελέρ (Πετρανά) και δέχτηκε τους ασπασμούς των συγκινημένων πολιτών. ‘
Η δουλεία πέντε αιώνων είχε υποχωρήσει. Οι μέχρι εκείνη τη στιγμή υπόδουλοι Κοζανίτες με τα όπλα που κατείχαν, τρελοί από χαρά και αγαλλίαση τράνταζαν την ατμόσφαιρα από τους πυροβολισμούς τους. Ο στρατός, το ιππικό, διέκοψε προς στιγμή την πορεία του, νομίζοντας ότι πρόκειται για μάχη που διεξάγονταν μέσα στην πόλη, μεταξύ πληθυσμού και εχθρού. Όταν όμως βεβαιώθηκε από τον ανιχνευτή του για τις εκδηλώσεις χαράς των κατοίκων, ο επικεφαλής της Ιλαρχίας του Ιππικού Στρατηγός Σούτσος, διέταξε βραδεία εκκίνηση της φάλαγγας προς την πόλη.
Ενώ οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα, ο λαός δεν άργησε να βρεθεί στην έξοδο της πόλης με τα βλέμματα προσηλωμένα στο μέρος απ’ όπου θα έφταναν οι ελευθερωτές. Μόλις οι Κοζανίτες αντίκρισαν τους στρατιώτες καβαλάρηδες ξέσπασαν σε ζητωκραυγές και σε παρατεταμένα χειροκροτήματα. Το φέσι, το αιώνιο σήμα της σκλαβιάς, ξεσχίστηκε από το ενθουσιασμένο πλήθος και πετάχτηκε στο δρόμο για να ποδοπατηθεί από τα άλογα του ένδοξου Ελληνικού ιππικού.
Όλες αυτές οι σκηνές εξελίχτηκαν στις 11 Οκτωβρίου 1912, 5 η ώρα το απόγευμα κατά μήκος της οδού από τον σημερνό κόμβο Θεσσαλονίκης-Αθηνών μέχρι την είσοδο της πόλης σημερινό κτίριο τεχνικού Ο.Τ.Ε., που από τότε ονομάστηκε οδός 11ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ. Μετά την είσοδο του ιππικού, ο λαός ύστερα από τρικούβερτο γλέντι, γύρισε στα σπίτια του διαβιβάζοντας το ευχάριστο γεγονός στους γέρους της γειτονιάς με τη φράση: «Παππού, ήρθε το Ελληνικό». Οι γέροι με συγκίνηση και δάκρυα σταυροκοποιούνταν και απαντούσαν: «Τώρα ας πεθάνουμε».
Οι στιγμές του ενθουσιασμού του πλήθους, αλλά και των στρατιωτών που δάκρυζαν από συγκίνηση στη θέα των δακρυσμένων από χαρά υπόδουλων, που απολάμβαναν την ελευθερία, παραμένουν απερίγραπτες. Οι δημοτικές και κοινοτικές αρχές με τον Μητροπολίτη και το Δήμαρχο συγχάρηκαν τους ελευθερωτές και τους οδήγησαν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, όπου έγινε δοξολογία.